Αρετή Φεργάδη-Τούντα

Καθηγήτρια

Εισαγωγικά

Ο τίτλος της εισήγησής μου, «Ιωάννης Καποδίστριας, ο θεμελιωτής των Διεθνών Σχέσεων» ίσως να φαίνεται ασύμβατος προς την εποχή κατά την οποία έζησε, έδρασε και μεγαλούργησε ο μεγάλος αυτός Έλληνας. Ήταν η εποχή κατά την οποία οι Διεθνείς Σχέσεις δεν είχαν αναγνωρισθεί ως ξεχωριστός επιστημονικός κλάδος, ως ακα- δημαϊκή επιστήμη, γεγονός το οποίο συνέβη κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η αφετηρία, βέβαια, των Διεθνών Σχέσεων εντοπίζεται σε προηγούμενους αιώνες, δίχως να δύναται να προσδιοριστεί επακριβώς η χρονική στιγμή της γένεσής τους. Ωστόσο, μετά την καθιέρωσή τους ως ξεχωριστός ακαδημαϊκός κλάδος, εξελίχθηκαν με γοργούς ρυθμούς, διευρύνοντας το γνωστικό τους αντικείμενο και συμπεριλαμβάνοντας σ’ αυτό όλο και ευρύτερα ερευνητικά πεδία1. Ίσως, ακόμα, να φανεί παράδοξος λόγω του ότι αναφέρεται το άρθρο «ο». Ήταν ο Καποδίστριας ο θεμελιωτής των Διεθνών Σχέσεων ή θεμελιωτής των Διεθνών Σχέσεων; Η απάντηση είναι πως ήταν ένας εκ των θεμελιωτών των Διεθνών Σχέσεων της εποχής εκείνης, εκ των πρωτεργατών της διαμόρφωσης του διεθνούς διακρατικού συστήματος, που τη χρονική περίοδο της δράσης του βρισκόταν σε εξέλιξη. Ο Καποδίστριας, συνδιαλεγόμενος και συμπορευόμενος με εξέχουσες προσωπικότητες, όπως ο Μέττερνιχ, ο τσάρος Αλέξανδρος της Ρωσίας, ο Κάσλρη, κ. ά., οι οποίοι εξέφραζαν τις απολυταρχικές τάσεις της εποχής, συναποφάσισε το καθεστώς, πολιτικό και εδαφικό, που προέκυψε από το σύνολο των διεθνών πράξεων, των υπο γραφεισών στη διάρκεια του Συνεδρίου της Βιέννης. Οι Ευρωπαίοι ηγέτες και οι συνοδοιπόροι τους στο Συνέδριο, στους οποίους περιλαμβανόταν και ο Καποδίστριας, κατέχοντας ξεχωριστή θέση, βασιζόμενοι στις αρχές της ισορροπίας των Δυνάμεων και της νομιμότητας, επαναπροσδιόρισαν τον πολιτικό και εδαφικό χάρτη της Ευρώπης και το καθεστώς, που εγκαθίδρυσαν, προσπάθησαν να το διαφυλάξουν και να το διατηρήσουν μέσα από το Διευθυντήριο των Δυνάμεων. Η σύσταση του Διευθυντηρίου στηρίχθηκε σε ορισμένα από τα συμβατικά κείμενα της Βιέννης και κατηύθυνε τις τύχες του κόσμου ως την έκρηξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Καποδίστριας, συνεργαζόμενος με ογκόλιθους της ευρωπαϊκής πολιτικής σκηνής και μετέχοντας σ’ αυτές τις διαβουλεύσεις, έθεσε το δικό του στίγμα σε πολλές από τις πολιτικές και διπλωματικές μεταβολές. Επιπλέον, ως υπουργός Εξωτερικών της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, συμμετείχε στις εν γένει διεθνείς εξελίξεις αλλά και στα, μετά τη Βιέννη, διεθνή Συνέδρια, όπου οι Μεγάλες Δυνάμεις συναποφάσιζαν για την τύχη των ευρωπαϊκών λαών. Τέλος, από τη θέση του Κυβερνήτη της Ελλάδας, διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στη σύσταση «ανεξάρτητης και ευνομούμενης πολιτείας». Οι έννοιες αυτές, ωστόσο, θα αποσαφηνιστούν επαρκέστερα με την επισήμανση των σημαντικών ιστορικών στιγμών της διπλωματικής δράσης του Ιωάννη Καποδίστρια και της συμβολής του στην εξελικτική πορεία του ιστορικού γίγνεσθαι· ταυτοχρόνως, όμως, και στη διαμόρφωση του ανερχόμενου διακρατι- κού συστήματος και κατ’ επέκταση και των Διεθνών Σχέσεων μιας μακράς ιστορικής περιόδου.

Ωστόσο, θα μπορούσαμε από τώρα να διευκρινίσουμε πως τη δράση του, ως θεμελιωτή των Διεθνών Σχέσεων της εποχής του, δυνάμεθα να την χωρίσουμε σε τέσσερις κύριες περιόδους, διακριτές μεταξύ τους. Και λέμε κύριες, διότι η συμβολή του στην εξελικτική πορεία των Διεθνών Σχέσεων, στη διάρκεια των τριών τελευταίων περιόδων, ήταν αδιαμφισβήτητη, μια και συμμετείχε ενεργώς στα κέντρα λήψης αποφάσεων, που αφορούσαν στη μεταναπολεόντεια ευρωπαϊκή τάξη πραγμάτων. Ωστόσο, στα μεσοδιαστήματα αυτών των χρονικών περιόδων συνέχιζε να εργάζεται και να δρα ποικιλοτρόπως στη διαμόρφωση της ιστορίας, από θέσεις κλειδιά. Η πρώτη, κύρια, περίοδος, η οποία είναι σύγχρονη της ναπολεόντειας κυρι- αρχίας, εντοπίζεται στα όσα πρόσφερε στην ιδιαίτερη πατρίδα του, την Επτάνησο, από τη θέση του Γενικού Γραμματέα της Επτανήσου Πολιτείας· η δεύτερη, στην ουσιαστική συμβολή του στην επαναχά ραξη του γεωπολιτικού χάρτη της Ευρώπης, μέσα από τη συμμετοχή του, ως εξέχον μέλος της ρωσικής διπλωματικής αποστολής, αρχικώς, και ως υπουργός Εξωτερικών της τσαρικής Ρωσίας, στη συνέχεια, στις εργασίες του Συνεδρίου της Βιέννης. Η τρίτη, αφορά στην περίοδο κατά την οποία κατείχε τη θέση του υπουργού Εξωτερικών της Ρωσίας, και όντας έμπιστος του ηγέτη της κραταιάς τότε δύναμης συνέβαλε αποφασιστικά τόσο στη διαμόρφωση όσο και στην εφαρμογή της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής2· τέλος, η τέταρτη περίοδος, οριοθετείται στο χρονικό πλαίσιο της εποχής κατά την οποία διακυβέρνησε την Ελλάδα, ως πρώτος Κυβερνήτης τού υπό διαμόρφωση, αρχικώς, και ανεξάρτητου στη συνέχεια, Ελληνικού Κράτους. Από τη θέση αυτή, την οποία του εμπιστεύθηκε η Εθνοσυνέλευση της Τροζήνας, την άνοιξη του 1827, και την οποία ανέλαβε και υπηρέτησε από τον Ιανουάριο του 1828 έως τη δολοφονία του, τον Σεπτέμβριο του 1831, κατέβαλε υπεράνθρωπες προσπάθειες, όχι μόνο για την εσωτερική διοργάνωση και συγκρότηση της Ελληνικής Πολιτείας αλλά και για την ίδρυση ενός πλήρως ανεξάρτητου κράτους, με ευρύτερα εδαφικά όρια από εκείνα, μέσα στα οποία είχαν την πρόθεση οι τρεις από τις τότε Μεγάλες Δυνάμεις να το εντάξουν.

Ας σημειωθεί, λοιπόν, πως μελετώντας τη διπλωματική δράση του Ιωάννη Καποδίστρια, επισημαίνοντας και αναδεικνύοντας τις στιγμές της παρέμβασής του στα διεθνή δρώμενα, αναδεικνύουμε και το ρόλο του στην ανοδική πορεία των Διεθνών Σχέσεων, ως διακριτής επιστήμης. Το γεγονός πως έχουν περάσει σχεδόν δύο αιώνες από την εποχή της δράσης του Ιωάννη Καποδίστρια και η προσωπικότητα και η  όλη του πολιτεία συνεχίζουν να κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον των ερευνητών και διαφόρων φορέων, όχι μόνο στα στενά όρια της Ελλάδας αλλά και πέρα από αυτά, αποδεικνύει το ηθικό και πολιτικό ανάστημα του άνδρα. Το ότι εξακολουθούν να διοργανώνονται Συνέ δρια και επιστημονικές συναντήσεις, που μελετούν την πολυσχιδή προσωπικότητα του Ιωάννη Καποδίστρια, το γεγονός πως η Ελληνική Πολιτεία τον έχει τιμήσει με διάφορους τρόπους, συνιστούν αδιάψευστη απόδειξη της σημαντικής θέσης, που κατέχει στο Πάνθεον της Ιστορίας. Από τους σύγχρονους Έλληνες ιστορικούς-ερευνητές θα πρέπει να μνημονεύσουμε ορισμένους εκλιπόντες συναδέλφους, οι οποίοι αφιέρωσαν όλη τους τη ζωή και την έρευνά τους ή σημαντικό μέρος αυτής σε διάφορα επίπεδα δράσης του Ιωάννη Καποδίστρια. Τον Αλέξανδρο Δεσποτόπουλο και τον Εμμανουήλ Πρωτοψάλτη, καθηγητές του Παντείου Πανεπιστημίου-ο δεύτερος διετέλεσε και καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών-, την Ελένη Κούκου, καθηγήτρια στην ίδια Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και τον Παύλο Πετρίδη, καθηγητή της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ο οποίος προέβη στην αναδίφηση των αυστριακών αρχείων και μέσα από τα πορίσματα της έρευνάς του, που διατύπωσε στα έργα του, κατέθεσε πολύτιμες μαρτυρίες για την εν γένει ευρωπαϊκή διάσταση της πολιτικής του Καποδίστρια. Αλλά και πολλοί άλλοι, σύγχρονοι ιστορικοί-ερευνητές, οι οποίοι δεν είναι, προφανώς, δυνατόν να μνημονευτούν όλοι στο παρόν πόνημα.

1. Η αρχή μιας μεγάλης πορείας

Είναι γνωστό πως ο Καποδίστριας γεννήθηκε στην Κέρκυρα, το 1776, από γονείς, οι οποίοι ανήκαν στην τάξη των ευγενών, κατέχοντας τον τίτλο του κόμη. Στο διάβα της ζωής του, όμως, υπηρέτησε τη Δημοκρατία, γεγονός το οποίο πιστοποιείται αβίαστα και μέσα από κείμενα του3. Σε νεαρότατη ηλικία, στην ηλικία των δεκαεννιά ετών  εγκαταστάθηκε στην Πάντοβα της Ιταλίας. Ο νεαρότατος Καποδίστριας ενδιέτριψε στην ιατρική, τη φιλοσοφία και την νομική. Περάτωσε τις σπουδές του δίχως χρονοτριβή, καθώς η φιλοπονία του, η συνέπειά του και το ανήσυχο πνεύμα του τον ωθούσαν στη μελέτη· η γνώση, που αποκόμισε του επέτρεψε να αποκτήσει πολύπλευρες γνώσεις, γνώσεις πολύτιμες που θα ενδυναμώσουν πνευματικά τον προικισμένο άνδρα και θα αποβούν σταθερές και στέρεες βάσεις για την άσκηση της πλούσιας και πολυδιάστατης σταδιοδρομίας του.

Μετά το πέρας των σπουδών του επέστρεψε στη γενέτειρά του, την Κέρκυρα, όπου εργάσθηκε, αρχικώς, ως γιατρός επιθυμώντας να αφιερώσει τη ζωή του «στην ανακούφιση του ανθρώπινου πόνου»4. Η ιστορική πορεία της πατρίδας του, κυρίως, αλλά και το ενδιαφέρον του για τα κοινά θα τον στρέψουν σε άλλους σκοπούς, εξίσου ιδανικούς και ανθρώπινους.

Αποτέλεσμα της μαξιμαλιστικής πολιτικής του Ναπολέοντα Βονα- πάρτη, ο οποίος από το 1795 έχει αποβεί απόλυτος κύριος της Επανάστασης, που έχει ξεσπάσει στη Γαλλία από το 1789, είναι και η ίδρυση της Πολιτείας των Επτά Ηνωμένων Νήσων, απόρροια της ρωσο-τουρκικής προσέγγισης, η οποία εκφράστηκε με τη Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης, της 21ης Μαρτίου 18005. Από το 1802, όταν η Ρωσία αποκτά το προβάδισμα στην πολιτική διαχείριση της Επτανήσου Πολιτείας, ο Ιωάννης Καποδίστριας φαίνεται να ανήκει πλέον στο δυναμικό του νεοσύστατου τότε ρωσικού υπουργείου Εξωτερικών. Όντως, στο ατομικό βιβλιάριό του αναγράφεται πως διατελούσε «εν υπηρεσία παρά τη Ιονική Δημοκρατία εν έτει 1802» έχοντας ως αποστολή «να συμβάλη εις την ευημερίαν των νήσων Κεφαλληνίας, Ιθάκης, Ζακύνθου και Λευκάδος, να ιδρύση προσωρινήν διοίκησιν και να εγκαταστήση εις εκάστην ρωσικήν φρουράν»6.

Η πολιτική του σταδιοδρομία δεν σταματά εδώ. Τρία χρόνια αργότερα, την 1η Απριλίου 1803 η Γερουσία τον εκλέγει Γενικό Γραμματέα της Επτανήσου Πολιτείας. Στα καθήκοντά του περιλαμβανόταν και η διαχείριση της εξωτερικής πολιτικής του νέου κρατιδίου. Ένα από τα πρώτα μελήματα του Καποδίστρια ήταν και η σύνταξη και ψήφιση, από τη Συντακτική Συνέλευση, Συντάγματος. Ενός Συντάγματος φιλελεύθερου, προοδευτικού, σύμφωνα με τα ισχύοντα της εποχής, στο οποίο προβλεπόταν και η κατοχύρωση των ατομικών δικαιωμάτων και η διάκριση των εξουσιών. Το 1806 ψηφίζεται ένα άλλο Σύνταγμα, οι ελευθερίες του οποίου είναι περιορισμένες. Την επόμενη χρονιά οι Ρώσοι αναγκάζονται να αποχωρήσουν από τα Επτάνησα, τα οποία περιέρχονται και πάλι στη Γαλλία, βάσει της Συνθήκης του Τιλσίτ (7 Ιουλίου 1807)7. Η εμπειρία, που αποκόμισε ο Καποδίστριας από τη θέση του Γενικού Γραμματέα της Επτανήσου Πολιτείας και η συνεργασία του με τους Ρώσους του ανοίγουν το δρόμο προς την Πετρούπολη αλλά και για μια λαμπρή διπλωματική σταδιοδρομία.  Ιωάννης Καποδίστριας Ο θεμελιωτής των Διεθνών Σχέσεων 105 Έτσι, στις 15 Μαΐου 1808, μετά από «προσταγή» του υπουργού Εξωτερικών Ρουμιάντσεβ, έλαβε πρόσκληση για τη Ρωσία, ώστε «να αναλάβη άλλα καθήκοντα»8.

2. Ο τσάρος προσκαλεί τον Καποδίστρια.

Την άνοιξη του 1809, φθάνει στην Πετρούπολη, και μετά από δύο χρόνια αναλαμβάνει υπηρεσία στη ρωσική πρεσβεία της Βιέννης. Η Βιέννη είναι ο πρώτος σταθμός της διπλωματικής του πορείας στο εξωτερικό και είναι μια θέση σημαντική, δεδομένου ότι η αυστριακή πρωτεύουσα αποτελούσε, την εποχή εκείνη, σημαίνον κέντρο της ελληνικής διασποράς Η επαφή με μέλη της τον καθιστούσε κοινωνό των όποιων εξελίξεων του εν γένει Ελληνικού Ζητήματος. Θα ακολουθήσει, σε διάστημα δύο περίπου ετών, ο διορισμός του στη θέση του Διευθυντή του διπλωματικού γραφείου του Γενικού Διοικητή της στρατιάς του Δούναβη, ναυάρχου Τσιτσαγκώφ. Η τοποθέτηση σ’ αυτή την εξόχως σημαντική θέση θα του δώσει την ευκαιρία να συμμετάσχει στις διαπραγματεύσεις για τη σύναψη της Συνθήκης Ειρήνης του Βουκουρεστίου, του 1812, με την οποία επισφραγίστηκε το τέλος του πρώτου ρωσο-τουρκικού πολέμου του 19ου αιώνα. Η άμεση συμμετοχή του στις διαβουλεύσεις θα του επιτρέψει να παρακολουθήσει εκ του σύνεγγυς τις μεθόδους της τουρκικής διπλωματίας, να διαμορφώσει γνώμη γι’ αυτήν και να αποκομίσει γνώσεις, που αργότερα θα τον διευκολύνουν στη διαχείριση των ζητημάτων της Βαλκανικής, γενικότερα, και του Ελληνικού ζητήματος, ειδικότερα. Η διπλωματική του, δε, δεξιότητα στα θέματα της Βαλκανικής, εκείνη την περίοδο, ήταν φυσικό να επισύρει την προσοχή της τσαρικής αυλής και να εκτιμηθεί δεόντως9.

Εκτιμήθηκε, όπως ήταν επόμενο, και από τον τσάρο Αλέξανδρο τον Α΄, ο οποίος του ανέθεσε μια ιδιαιτέρως λεπτή αποστολή, μια  106 Αρετή Φεργάδη-Τούντα ειδική αποστολή στην Ελβετία, ορισμένες επαρχίες της οποίας τελούσαν υπό γαλλική κατοχή και οι συνασπισμένες, κατά του Ναπολέοντα, Δυνάμεις, επιδίωκαν να τις προσελκύσουν στο πλευρό τους, ώστε να ενισχυθεί το μέτωπο εναντίον του Γάλλου στρατηλάτη. Τούτο θα επιτυγχανόταν, αν οι Ελβετοί ιθύνοντες ζητούσαν ουδετερότητα στον πόλεμο που διεξαγόταν. Ο Καποδίστριας εργάστηκε ακούραστα αποτρέποντας τον εμφύλιο σπαραγμό. Στην πορεία των συζητήσεων για την επίλυση των ελβετικών προβλημάτων, όπου αναδείχθηκαν οι ιδιαίτερες διπλωματικές του δεξιότητες, ανέλαβε μια ξεχωριστή θέση: ο Αλέξανδρος ο Α΄ τον διόρισε έκτακτο απεσταλμένο και πληρεξούσιο υπουργό της Ρωσίας στην Ελβετική Ομοσπονδία. Έτσι, οι διαπραγματεύσεις στην Ελβετία, ανάμεσα στους αρμόδιους παράγοντες, συνεχίστηκαν επί μακρόν, με τελικό πάντα στόχο τη διευθέτηση των δυσεπίλυτων ελβετικών προβλημάτων, ούτως ώστε να έχει ξεδιαλύνει η κατάσταση πριν από την έναρξη των εργασιών του Συνεδρίου της Ειρήνης, όπου αυτά θα συζητούνταν. Σ’ αυτό το χρονικό διάστημα εγκρίθηκε, από τα μέλη της ελβετικής Δίαιτας, το σχέδιο του νέου, Ομοσπονδιακού Συντάγματος, βάσει του οποίου ιδρύονταν είκοσι δύο κράτη, κυρίαρχα, συνδεόμενα μεταξύ τους με δεσμούς χαλαρούς. Την επομένη της συγκρότησης της καινούριας Ελβετίας, στις 9 Σεπτεμβρίου 1814, ο Καποδίστριας έγραφε στον πατέρα του και μέσα από τα γραφόμενά του αναδυόταν όλος ο μόχθος, που είχε καταβάλει αυτό το μακρύ χρονικό διάστημα παραμονής του στην χώρα αλλά συνοψίζονταν και οι εργασίες, στις οποίες είχε προβεί: «Το τέλος μιας τόσον πολυπλόκου διαπραγματεύσεως μού εστοίχισε πάμπολλα βάσανα και ταξίδια, και έγγραφα, και αγορεύσεις και συντάγματα και σχέδια αλλά δεν πειράζει»10.

Η αποτελεσματική συμβολή του στη ρύθμιση των ελβετικών εκκρεμοτήτων και οι ιδιαίτερες ικανότητές του, που αναδείχθηκαν, ώθησαν τον τσάρο να τον συμπεριλάβει στα μέλη της διπλωματικής αποστολής, που θα αντιπροσώπευαν τη Ρωσία στο Συνέδριο της Βιέννης. Είναι γνωστό πως σκοπός του Συνεδρίου, οι εργασίες του οποίου ξεκίνησαν τον Σεπτέμβριο του 1814, ήταν η αποκατάσταση του status quo ante bellum, το οποίο είχε ανατραπεί από τη ναπολεόντεια λαίλαπα. Έτσι, ο Καποδίστριας βρέθηκε στο επίκεντρο των διπλωματικών ζυμώσεων, οι οποίες προσέβλεπαν στην εγκαθίδρυση μιας ισορροπίας ισχύος ανάμεσα στις Μεγάλες Δυνάμεις, ούτως ώστε να αποτραπεί η επανάληψη στο μέλλον ηγεμονικής συμπεριφοράς εκ μέρους μιας Δύναμης, όπως συνέβη με τη Γαλλία, υπό τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη.

3. Η ακτινοβολία του στο Συνέδριο της Βιέννης

Ο Καποδίστριας έφτασε στη Βιέννη τον Οκτώβριο του 1814 και συμμετείχε στην Επιτροπή, η οποία εξουσιοδοτήθηκε να συζητήσει και να ρυθμίσει τα ομοσπονδιακά ζητήματα11. Στις 20 Μαρτίου 1815, μετά από επίπονες συζητήσεις, όσοι συμμετείχαν στο Συνέδριο της Βιέννης υπέγραψαν μια διακήρυξη, η οποία αφορούσε στην οριστική ρύθμιση των ελβετικών πραγμάτων. Έτσι, διευθετείτο η διηνεκής ουδετερότητα και η ανεξαρτησία της Ελβετίας, θεμελιωμένη στα καντόνια, τα οποία αποτελούσαν τον ακρογωνιαίο λίθο του ελβετικού, ομοσπονδιακού Συντάγματος. Το επιτελεσθέν έργο επί των ελβετικών υποθέσεων δεν ολοκληρώθηκε τότε, διότι την ίδια εκείνη περίοδο ο Ναπολέοντας, ο οποίος απέδρασε από την Έλβα, έφτασε στο Παρίσι, ιδρύοντας την Αυτοκρατορία των Εκατό Ημερών. Οι Σύνεδροι στη Βιέννη επέσπευσαν τις εργασίες τους και πριν από τη μάχη του Βατερλώ (18 Ιουνίου 1815), που σήμανε και τη συντριπτική και ολοκληρωτική ήττα του παρασπονδήσαντος τέκνου της Γαλλικής Επανάστασης, στις 9 Ιουνίου 1815, υπογραφόταν η Τελική Πράξη του Συνεδρίου. Η Πράξη αυτή υιοθέτησε και τη Διακήρυξη της 20ής Μαρτίου, που είχε γίνει αποδεκτή από την Ελβετική Δίαιτα. Έτσι, διασφαλίστηκε η ουδετερότητα και η ανεξαρτησία της Ελβετίας, γεγονός το οποίο συνέβαλε στη ρύθμιση των γενικότερων ευρωπαϊκών συμφερόντων. Ας σημειωθεί, ακόμα, πως το έργο που επιτέλεσε ο Κερκυραίος άνδρας στην Ελβετία έχει θεωρηθεί, και δικαίως, ως «ο πρώτος ευρωπαϊκός θρίαμβός» του12. Αξιομνημόνευτο είναι το γεγονός πως το καθεστώς της διηνεκούς ουδετερότητας της Ελβετίας, στην καθιέρωση του οποίου συνέβαλε τα μέγιστα ο Καποδίστριας, διατηρείται από τότε έως σήμερα.

Στη διάρκεια των διπλωματικών διεργασιών του Συνεδρίου ο Καποδίστριας εργάσθηκε για τα πολωνικά και σαξονικά προβλήματα, η επίλυση των οποίων συνάντησε τις μεγαλύτερες δυσκολίες. Αναμίχθηκε και στις συζητήσεις, τις σχετικές με τη Γερμανική Αυτοκρατορία, υποστηρίζοντας λύση ευνοϊκή για την Αυστρία. Η θέση του αυτή ήταν προϊόν απώτερων σκέψεών του: η παγίωση της αυστριακής πρωτοκαθεδρίας στη Γερμανία θα απέτρεπε τον Μέττερνιχ από την προσπάθεια να αναγνωρισθεί η χώρα του ως προστάτιδα των Ιόνιων Νησιών. Στην τελική Πράξη της Βιέννης περιελήφθη διάταξη σύμφωνα με την οποία τα γερμανικά κρατίδια περιορίζο- νταν αριθμητικά σε τριάντα εννέα και ενώνονταν, υπό την επωνυμία «Γερμανική Ομοσπονδία». Ο ρόλος της Αυστριακής Αυτοκρατορίας στη γερμανική εθνοσυνέλευση ήταν πρωταγωνιστικός13. Ουσιαστική ήταν και η συμβολή του Καποδίστρια και στα ζητήματα της Ισπανίας, για την οποία πρότεινε μεθόδους ομαλής διακυβέρνησής της, μια και η ηγεσία της χαρακτηριζόταν ως «διεφθαρμένη»14.

Αξιομνημόνευτες είναι, ωστόσο, την ίδια αυτή περίοδο και οι παρεμβάσεις του Καποδίστρια στη Συνθήκη της Ιεράς Συμμαχίας, η οποία υπεγράφη κατόπιν πρωτοβουλίας του τσάρου Αλέξανδρου, στις 26 Σεπτεμβρίου 1815. Ο Αλέξανδρος, επωφελούμενος από την επιστροφή του Ναπολέοντα από την Έλβα, προσπάθησε να εγκαθιδρύσει μια καινούρια πολιτική ισορροπία, σε βάρος της Αγγλίας. Πιθανότατα, στην ουσία, προσπαθούσε «να εγκαθιδρύσει ένα παγκόσμιο σύστημα, το οποίο δεν θα περιλάμβανε ούτε νικητές ούτε ηττημένους και θα συμπεριλάμβανε στον ίδιο διεθνή οργανισμό το σύνολο των ηπειρωτικών και των ναυτικών δυνάμεων». Επικαλούμενος τη χριστιανική θρησκεία και τον παγκόσμιο χαρακτήρα της ευελπιστούσε πως θα διασφαλίσει τα συμφέροντα της χώρας του ανά την υφήλιο. Ίσως γι’ αυτό θέλησε να υλοποιήσει τις ιδέες του για έναν τέλειο κόσμο και για μια «αδελφική συνεργασία των ηγεμόνων», η οποία θα βασιζόταν στις αρχές του Χριστιανισμού, ιδέες που αποτύπωσε σ’ ένα κείμενο. Με το κείμενο αυτό, το οποίο απετελείτο από τρία άρθρα, προσκαλούνταν οι μονάρχες και οι λαοί να συνεργασθούν σαν αδελφοί και να θεωρούν πως τα έθνη τους συνιστούσαν επαρχίες μιας πολιτείας χριστιανικής15. Επρόκειτο, δηλ, για ένα κείμενο, ένα σχέδιο διεθνούς συνθήκης, εδραζομένης σε θρησκευτικές αρχές, τουλάχιστον κατ’ επίφασιν. Πριν από την υπογραφή, το παρουσίασε στον Καποδίστρια, στον οποίο είχε πλέον αναθέσει τη διεύθυνση του υπουργείου Εξωτερικών της Ρωσίας, θέση, στην οποία συγκατοίκησε με τον Νέσελροντ. Ο Κερκυραίος διπλωμάτης, από τον οποίο ο Αλέξανδρος ζήτησε επιμόνως να το μελετήσει και να του γνωστοποιήσει τις σκέψεις του, απάντησε την επομένη, ότι «τα χρονικά της διπλωματίας δεν παρουσιάζουν παρόμοιον έγγραφον και ότι η Αυτού Μεγαλειότης, συμφώνως με τας αρχάς της, ηδύνατο να διατυπώση τας κυρίας γραμμάς ουχί εν Συνθήκη, αλλ’ εν διακοινώσει ή διαγγέλματι»16. Σύμφωνα με άλλες μαρτυρίες, το κείμενο της συνθή- κης συνέταξε, «απρόθυμα», ο Καποδίστριας, βασιζόμενος στις εντολές, που είχε λάβει από τον Αλέξανδρο17. Κατά τον Σίλντερ, «είχε συμμετοχή και στο ιδιόχειρο προσχέδιο του Τσάρου»18.

Ωστόσο, το ειδικότερο βάρος του ενδιαφέροντός του εστιάστηκε, όπως ήταν επόμενο, στην υπόθεση των Ιόνιων νησιών. Οι πρώτες συζητήσεις θα διεξαχθούν πριν από την υπογραφή της πρώτης Συνθήκης Ειρήνης των Παρισίων και θα αναγνωρισθεί το προβάδισμα της Βρετανίας στο Επτανησιακό, η επίλυση του οποίου θα μετατεθεί στο Συνέδριο της Βιέννης. Η Ρωσία τηρούσε αποστάσεις ως προς το συγκεκριμένο θέμα, επιφυλάσσοντας εις εαυτήν το δικαίωμα να επέμβει, ως «σωτήρια» Δύναμη, αν το επέβαλλαν οι περιστάσεις. Η Βρετανία απαιτούσε, κυρίως μετά τη μάχη του Βατερλό, η οποία διεξήχθη στις 18 Ιουνίου 1815, να της αναγνωριστεί πλήρης κυριαρχία στα Επτάνησα, τα οποία είχε καταλάβει, σταδιακά, από το 1809. Η Αυστρία ενδιαφερόταν κι εκείνη. Ο Καποδίστριας, με έντεχνους διπλωματικούς χειρισμούς και θέλοντας ν’ αποτρέψει την Αυστρία από τη διακυβέρνηση της Επτανήσου και κυρίως να μην επιτρέψει στον Μέττερνιχ να αναμιχθεί στα πράγματα της γενέτειρας γης του, κατόρθωσε να περάσει τις θέσεις του, οι οποίες αποκρυσταλλώθηκαν στις διατάξεις της Συνθήκης των Παρισίων, που υπεγράφη στις 5 Νοεμβρίου 1815. Το νέο ελεύθερο και «ανεξάρτητο» κράτος ετίθετο υπό την προστασία της Μεγάλης Βρετανίας και επονομαζόταν «Ηνωμένες Πολιτείες των Ιονίων Νήσων». Στην ουσία, ιδρυόταν ένα βρετανικό προτεκτοράτο.

Ας σημειωθεί πως τον ρόλο της προστάτιδας Δύναμης της Επτανήσου, της Βρετανίας, τον έβλεπε απολύτως δημοκρατικό. Γι’ αυτό και σημείωνε σε Υπόμνημά του, με τόπο εγγραφής το Παρίσι και ημε- ρομηνία 10/22 Νοεμβρίου 1815, όπου ανέλυε και τα της διακυβέρνησης των νησιών, πως ο ρόλος της ήταν να μεριμνά για τη νομοθεσία και τη διακυβέρνηση και να απαγορεύει στους αντιπροσώπους της να παρεμβαίνουν ενεργώς στη σύνταξη των νόμων και στη διακυβέρνηση των νησιών. Σε αντίθετη περίπτωση, «θα εξάλειφε το γόητρο της εθνικής ύπαρξης των Νησιών, θα πλήγωνε το φιλότιμο των κατοίκων τους, […], θα επέρριπτε την όλη ευθύνη της διακυβέρνησης πάνω σε ξένους ‘διαχειριστές’». Η νομοθεσία και η διακυβέρνηση έπρεπε να ανατεθούν σε «ιθαγενείς», σε Επτανησίους. Τα καθήκοντα της προστάτιδας Δύναμης έπρεπε να είναι, ως επί το πλείστον, εποπτικά19.

Η όλη πολιτεία του Καποδίστρια στη ρύθμιση των ευρωπαϊκών πραγμάτων, στη διάρκεια του Συνεδρίου της Βιέννης, αναγνωρίστηκε από τον τσάρο Αλέξανδρο τον Α΄, ο οποίος τον τίμησε διορίζοντάς τον, όπως προείπαμε, στις 30 Αυγούστου 1815, στη θέση του Γραμματέα της Επικρατείας, δηλ. του υπουργού των Εξωτερικών, ισόβαθμου του Νέσσελροντ. Αυτή η θέση υπήρξε, ασφαλώς, το αποκορύφωμα της διπλωματικής του σταδιοδρομίας στην υπηρεσία της Ρωσίας αλλά και τον κατέστησε σημαντικό παράγοντα της εξωτερικής της πολιτικής. Το αξίωμα αυτό ο Καποδίστριας δεν το δέχτηκε δίχως δισταγμούς. Πίστευε πως υπέρτατο χρέος του ήταν να βοηθήσει τη γενέτειρά του. Έτσι, ζήτησε από τον τσάρο να αλλάξει γνώμη και να τον διορίσει αντιπρόσωπό του στην Ελβετία. Ο Αλέξανδρος αρνήθηκε απαντώντας: «Ουδέν δικαιώτερον και ωφελιμώτερον τού να έχωσιν οι Έλληνες εν τω προσώπω σας τον συνήγορόν των»20.

Τον ίδιο μήνα, υπεγράφη και η δεύτερη Συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων με την οποία οι Σύμμαχοι προσδιόριζαν τη θέση της Γαλλίας στη μεταναπολεόντεια Ευρώπη, επιβάλλοντας σ’ αυτήν όρους και δεσμεύσεις. Ως υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας, υποχρεώθηκε να υπογράψει τη Συνθήκη της Τετραρχίας, της 20ής Νοεμβρίου 1815, με την οποία καθιερωνόταν, για πρώτη φορά επισήμως, η αρχή της επέμβασης για την καταστολή των φιλελεύθερων επαναστάσεων. Στο Συνέδριο, όμως, της Αιξ λα Σαπέλ, το 1818, στη διάρκεια του οποίου αποφασίστηκε η επιστροφή της Γαλλίας στον όμιλο των Μεγάλων Δυνάμεων, τάχθηκε υπέρ μιας «υπερεθνικής συμμαχίας». Τον Ιούλιο, μάλιστα, του 1818, είχε τονίσει σε υπόμνημα προς τον Τσάρο: «δεν δεχτήκαμε ποτέ την ύπαρξη του δικαιώματος των συμβαλλομένων Δυνάμεων να παρεμβαίνουν στις σχέσεις που αφορούν τα άλλα κράτη, ακόμη λιγότερο στις σχέσεις εκείνες που δεν προσδιορίζονται από συνθήκες». Είναι προφανές πως δεν παραδεχόταν την πρωτοκαθεδρία των Μεγάλων Δυνάμεων. Εξάλλου, όπως είχε ξεκαθαρίσει νωρίτερα τη θέση του, δεν πίστευε στην επιβολή δυσβάσταχτων όρων στη Γαλλία. Μια ισχυρή Γαλλία θα μπορούσε να επιδράσει θετικά στη διατήρηση της ευρωπαϊκής ειρήνης αλλά και να συνδράμει αποτελεσματικότερα τη Ρωσία στον ανταγωνισμό της με την Αυστρία21. Αυτές του οι πεποιθήσεις, θεωρούμε, ότι δεν ήταν μόνο το απόσταγμα των φιλελεύθερων ιδεών του αλλά και της φιλογαλλικής του θέσης· ταυτοχρόνως, ήταν συνυφασμένες με τη ρωσική εξωτερική πολιτική, την οποία κατά κύριο λόγο έπρεπε να εξυπηρετεί και να υπηρετεί ο Καποδίστριας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο διασφάλιζε και τη συνδρομή της Ρωσίας στις ιστορικές τύχες της πατρίδας του, όταν θα ερχόταν η ώρα.

Στο πλαίσιο του Συνεδρίου της Βιέννης και πριν από την υπογραφή της Τελικής της Πράξης, σε συζήτηση που είχε με τον Αλέ- ξανδρο τον Α΄, ως προς τα Επτάνησα, μίλησε και για το σχέδιό του αναφορικά με την Εταιρεία των Φιλομούσων. Φιλοδοξία του ήταν να ιδρύσει στη Βιέννη μια Εταιρεία, η οποία θα λειτουργούσε κατά το πρότυπο εκείνης, που υφίστατο στην Αθήνα από την 1η Σεπτεμβρίου 1813 και στόχευε στην αναγέννηση του Έθνους, διά μέσου της  πολιτιστικής του κληρονομιάς, εφόσον είχε ταχθεί υπέρ της προστασίας των αρχαιοτήτων και της εκπαίδευσης των παιδιών. Η βαθύτερη αιτία σύστασης της Εταιρείας των Φιλομούσων της Βιέννης θα ήταν η ενημέρωση της ευρωπαϊκής διπλωματίας και της κοινής γνώμης για το Ελληνικό Ζήτημα. Φαίνεται πως ο Καποδίστριας ευαισθητοποίησε τον τσάρο αλλά ακόμα και τον Μέττερνιχ, οι οποίοι συνέδραμαν τον σκοπό αυτό με γενναίες χρηματικές επιχορηγίες22.

4. Προεργασίες για το Ελληνικό Ζήτημα

Τα επόμενα χρόνια, ο Καποδίστριας θα συνεχίσει να προσφέρει τις υπηρεσίες του τόσο στη Ρωσία όσο και στα ζητήματα της Γερμανίας και, κυρίως, της Επτανήσου και της υπόλοιπης Ελλάδας. Τον Δεκέμβριο του 1818, επισκέπτεται την Κέρκυρα, όπου διαπιστώνει με πικρία την κακοδιοίκηση του Βρετανού Αρμοστή Θωμά Μαίτλανδ, έρχεται σε επαφή με τον Κολοκοτρώνη και τον Μάρκο Μπότσαρη, στους οποίους δηλώνει πως δεν δύναται να υποσχεθεί την προστασία της Ρωσίας, την οποία του ζήτησαν. Μόνο χρήματα μπόρεσε να τους προσφέρει, υποσχόμενος ότι θα δυνηθεί στο μέλλον να παράσχει ουσιαστικότερη συνδρομή, στηριζόμενος στα όσα τού είχε πει ο Αλέξανδρος πριν αναχωρήσει για το ταξίδι του: Διαφωτίστε τους Επτανησίους και δι’ αυτών τους Έλληνες. Επιθυμώ να τους συμβάλω για τη βελτίωση της τύχης τους, αλλά μόνο βασιζόμενος στις συνθήκες23.

Το ταξίδι της επιστροφής στην Πετρούπολη, ο Καποδίστριας το διέκοψε, για να μεταβεί στο Παρίσι και στο Λονδίνο, όπου συνομίλησε με τον Άγγλο υπουργό των Εξωτερικών, Κάσλρη. Διαμαρτυρήθηκε για την κακοδιοίκηση του Μαίτλανδ, τονίζοντας ότι μεταχειρίζεται τους συμπατριώτες του ως Ινδούς. Το κυβερνητικό αυτό σύστημα θα έθετε τους Έλληνες ενώπιον ενός διλήμματος: ή να καταστραφούν ή να λάβουν τα όπλα. Διευκρίνιζε δε πως θα επέλεγαν το δεύτερο, γεγονός που θα ενέπλεκε τους Βρετανούς «εις μακροχρονίους ενοχλήσεις, των οποίων ουδείς εν τω κόσμω δύναται να προΐδη το αποτέλεσμα». Η αντίδραση του Βρετανού υπουργού Εξωτερικών ήταν να στραφεί κατά του Καποδίστρια και να τον κατηγορήσει ότι έτρεφε συμπάθεια για τα φιλελεύθερα και επαναστατικά κινήματα της Ευρώπης24.

Τον επόμενο χρόνο, τον Ιανουάριο 1820, δέχεται την πρόταση των ηγετών της Φιλικής Εταιρείας, οι οποίοι του προσφέρουν την αρχηγία του Έθνους. Ο ρόλος του θα ήταν να κατευθύνει τις τύχες του «Γένους των Ελλήνων» στην επανάσταση που σχεδιαζόταν. Η άρνησή του να δεχθεί το υψηλό αυτό αξίωμα προερχόταν από την πεποίθησή του, ότι η υπηρεσία του στο πλευρό του τσάρου θα πρόσφερε πολύ περισσότερα στον αγώνα. Ας σημειωθεί πως η στάση του αυτή, άφησε ένα κενό, το οποίο εκλήθη να πληρώσει ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, ο οποίος και ανέλαβε την ηγεσία της Φιλικής Εταιρείας· επί των ημερών του η Εταιρεία δραστηριοποιήθηκε και προσέλαβε καινούριο περιεχόμενο25.

Ο Καποδίστριας είχε υιοθετήσει μετριοπαθή πολιτική στα Συνέδρια του Άαχεν (1818) και του Τροπάου (1820). Στο Συνέδριο του Λάυμπαχ, το οποίο συνήλθε τον Ιανουάριο του 1821, για να αντιμε- τωπίσει την επανάσταση, που είχε ξεσπάσει στο βασίλειο της Νεαπόλεως, ήρθε σε ρήξη με τον Μέττερνιχ, ο οποίος απέβλεπε στην πολιτική εξόντωση του αντιπάλου του. Ήταν επόμενο να συγκρουστεί και με τον Αλέξανδρο, όταν έγινε γνωστό, στη διάρκεια των εργασιών του Συνεδρίου, το κίνημα του Αλέξανδρου Υψηλάντη στις Παραδουνάβιες ηγεμονίες, στις 22 Φεβρουαρίου/6 Μαρτίου 1821. Ο τσάρος δεν φαινόταν έτοιμος για μια καινούρια πολεμική αναμέτρηση με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, τη στιγμή που ο Κερκυραίος άνδρας αγωνιζόταν να μεταβάλει τον γεωπολιτικό χάρτη στη ΝΑ Ευρώπη. Ο Καποδίστριας, εξαναγκασμένος από τη θέση του, συνέπλευσε με τις θέσεις του τσάρου και αποκήρυξε επισήμως τον Υψηλάντη, όχι όμως και την επανάσταση για την οποία υποστήριξε πως αίτημά της δεν ήταν οι συνταγματικές ελευθερίες, αλλά η αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού και η εθνική ανεξαρτησία26. Η στάση του αυτή επέδρασε στο να μη ληφθεί απόφαση, βάσει της οποίας οι Δυνάμεις θα δικαιολογούσαν την επέμβασή τους στη Βαλκανική27.

5. Ο Αγώνας για την Ανεξαρτησία

Τα γεγονότα, όμως, τρέχουν ραγδαίως. Την άνοιξη του 1821, στις 25 Μαρτίου/6 Απριλίου 1821, ξεσπά στον Μοριά η Ελληνική Επανάσταση, η οποία ακολούθησε εκείνη του Φεβρουαρίου, εξέλιξη η οποία δεν ήταν δυνατόν ν’ αφήσει αδιάφορη την Ευρώπη. Ο τσάρος Αλέξανδρος, επιστρέφοντας στην Πετρούπολη μετά το Λάυμπαχ και έχοντας απομακρυνθεί από την επιρροή του δαιμόνιου Αυστριακού καγκελάριου, πιέζεται από την κοινή γνώμη, μετά τα γεγονότα της Κωνσταντινούπολης, και λαμβάνει περιορισμένα μέτρα, τα οποία τείνουν στη διασφάλιση των συμφερόντων των Ορθοδόξων υπηκόων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μια και η Ρωσία είχε αποκτήσει το δικαίωμα να τους προστατεύει, βάσει των όρων της Συνθήκης του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή, του 1774. Τηρώντας τη στάση αυτή, στη δεδομένη συγκυρία, εφάρμοζε πολιτικές προηγούμενων τσάρων. Την πολιτική του Μεγάλου Πέτρου, η οποία είχε εκφραστεί στη Διαθήκη του, της Αικατερίνης της Β΄, επί της οποίας είχε εκπονηθεί το ελληνικό σχέδιο και είχε υπογραφεί η προαναφερόμενη Συνθήκη. Η διατήρηση της Χριστιανικής θρησκείας συγκαταλεγόταν στις άμε- σες προτεραιότητές της. Επιπλέον, η κοινή γνώμη ασκούσε ιδιαίτερη πίεση στον Αλέξανδρο. Έτσι, δεν είναι παράδοξο το γεγονός, ότι ενέκρινε την επίδοση μιας διακοίνωσης στην Πύλη, την οποία συνέταξε ο Καποδίστριας28.

Η τροπή, την οποία προσέλαβε η όλη κατάσταση ήταν επόμενο να ανησυχήσει ολόκληρη την Ευρώπη. Οι υπόλοιπες Μεγάλες Δυνάμεις δεν ήταν δυνατό να παραμείνουν απλοί θεατές στην πολεμική αντιπαράθεση Ελλήνων και Τούρκων, διακυβεύοντας τα συμφέροντά τους, που ήταν συνυφασμένα με το Ανατολικό Ζήτημα. Δεν έδειχναν καμία διάθεση να επιτρέψουν στον Αλέξανδρο τον Α΄ να διαχειριστεί μόνος του μια τόσο σοβαρή κρίση, στην Ανατολή. Ίσως, η Βρετανία να ανησύχησε περισσότερο. Έδωσε τη δική της ερμηνεία στους χειρισμούς του τσάρου, τους σχετικούς με την προστασία των ορθόδοξων υπηκόων του σουλτάνου, θεωρώντας πως η κίνησή του συνιστούσε ένα πρώτο, διστακτικό βήμα της Ρωσίας προς την κατάκτηση της Αιγύπτου29. Επιπλέον, η ένταξη της Βρετανίας και της Ρωσίας στα εκ διαμέτρου αντίθετα στρατόπεδα, ως προς το Ανατολικό ζήτημα, προξενούσε φόβους στην πρώτη για ενδεχόμενη λύση του προς όφελος της δεύτερης, με άμεσο επακόλουθο την κάθοδό της στη Μεσόγειο και την παρεμβολή προσκομμάτων στο διάπλου προς τη βρετανική αποικία των Ινδιών. Αυτή ήταν η βρετανική θέση επί Κάσλερη. Ο Κάνιγκ, όμως, εκτιμώντας πως η ιστορία δεν μπορούσε να γυρίσει πίσω και να επαναδεσμευτούν οι Έλληνες υπό τον ζυγό των Οθωμανών, σκέφτηκε ότι ήταν προτιμότερο να χρησιμοποιήσει την Ελλάδα, ως φραγμό κατά της ρωσικής καθόδου προς νότο, προς τη Μεσόγειο, υπάγοντάς την υπό βρετανικό έλεγχο, στην ουσία, ή ασκώντας άμεση και έμμεση επιρροή. Η θέση της Γαλλίας, απέναντι στο πρόβλημα της Ανατολής, υπαγορευόταν από δύο παράγοντες· ο ένας αφορούσε στη μη μονοπώληση του προστάτη των χριστιανών υπηκόων του σουλτάνου από τη Ρωσία, γεγονός, που σήμαινε πως θα έχανε παραδοσιακά δικαιώματα, ο έτερος, αφορούσε στην Αγγλία, στην οποία δεν ήθελε με κανένα τρόπο να επιτρέψει την πρωτοκαθεδρία στην ελληνική πολιτική σκηνή. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, σχηματίστηκε η «Ιερά Συμμαχία του Λονδίνου»30, συγκείμενη από τις τρεις αυτές Δυνάμεις, οι οποίες διαπραγματεύθηκαν την υπόθεση της Ελληνικής Ανεξαρτησίας, από το 1827 έως το 1832. Ο δαιμόνιος Μέττερνιχ, ο Αυστριακός καγκελάριος, υπέρμαχος της αρχής της νομιμότητας, ενδιαφερόταν πρωτίστως για τη μη εξάπλωση του επαναστατικού πυρετού στη χώρα του· ενδιαφερόταν, ωστόσο, και για την αποτροπή καθόδου της Ρωσίας στη νότια Βαλκανική, δεδομένου ότι θα έθετε σε κίνδυνο την πραγμάτωση των στόχων της εξωτερικής της πολιτικής, όσων ταυτίζονταν με αυτό το γεωγραφικό τμήμα. Οι επιδιώξεις της, θα ανατρέπονταν και σε περίπτωση επικράτησης της Ρωσίας στην περιοχή, μέσω της ίδρυσης χριστιανικών κρατών31. Ωστόσο, ο τσάρος δεν είχε την πρόθεση να εμπλακεί σ’ έναν πόλεμο με τον σουλτάνο.

Ο Καποδίστριας, άμεσα αναμεμιγμένος στην όλη αντιπαράθεση και ενδιαφερόμενος εξόχως για την πορεία της, υποβάλει, μεσούντος του θέρους του 1821, στις 17 Ιουλίου, στον Τσάρο Υπόμνημα περί της τύχης της Ελλάδος. Σ’ εκείνο το Υπόμνημα σημειώνει, μεταξύ άλλων, ότι δεν έβλεπε σημεία συνδιαλλαγής ανάμεσα στους Έλληνες και τους Τούρκους. Και εξέθετε τη γνώμη του, σύμφωνα με τον οποία «η μόνη, η οποία ήθελε φανή ολίγον δυνατή, ήθελεν είναι αποτέλεσμα ξένης μεσιτείας, και μάλιστα αν η Ρωσία ήτον η μεσιτεύουσα». Ως προς τη θέση του, απέναντι στα γεγονότα διευκρίνιζε: «Ηξεύρω, ότι οι εδι- κοί μας θέλουν με είπει: Δια τι δεν διαμοιράζεσαι; Ή δια τι δεν δίδε- σαι ολόκληρος εις την πατρίδα σου; Η απόκρισίς μου είναι εύκολος· (Αον) είμαι μικρός, δια να μοιρασθώ, και μοιραζόμενος ήθελα αξίζει ολιγώτερον του μηδενός υπέρ των Ελλήνων, ήθελα τους βλάψει· (Βον) μένω εις τον τόπον μου και θέλω μείνει εν όσω θέλω ελπίζει να τους είμαι ωφέλιμος. Οποίαν ημέραν ίδω, ότι τα χρέη του υπουργήμα- τός μου είναι ασυμβίβαστα με τα χρέη τα οποία με απαιτεί η πατρίς, πιστεύσατέ με, Κύριέ μου, ότι δεν θέλω αναβάλει ουδεποσώς ν’ ακολουθήσω τον δρόμον, τον οποίον πρέπει ν’ ακολουθήση πας τίμιος άνθρωπος»32. Το συμπέρασμα που συνάγεται από τα πιο πάνω είναι ότι ο Καποδίστριας από τους πρώτους μήνες της έκρηξης της Ελληνικής Επανάστασης πίστευε πως μόνο η Ρωσία, μπορούσε να βοηθήσει στην ελληνική υπόθεση, κατά τρόπο ικανοποιητικό του δίκαιου αιτήματος των αγωνιζόμενων Ελλήνων. Συνέχιζε, ενδεχομένως, να πιστεύει στις καλές προθέσεις της Ρωσίας, έναντι των όσων τεκταίνονταν στην Ανατολή και ιδίως σε ότι αφορούσε τους συμπατριώτες του. Ο ίδιος, προτιμούσε να προσφέρει στον Αγώνα των Ελλήνων από τη θέση του, στο ρωσικό υπουργείο Εξωτερικών και αν παρίστατο ανάγκη, τότε και μόνο τότε θα προσέτρεχε για να τους συντρέξει και να προσφέρει τις υπηρεσίες του στο Έθνος.

 

6. Η αποχώρηση από τη διπλωματική υπηρεσία της Ρωσίας και η προώθηση του Ελληνικού Ζητήματος

Ίσως, η ώρα αυτή να έφθασε νωρίτερα απ’ ό,τι υπολόγιζε, ίσως οι παρασκηνιακές ενέργειες της Αυστρίας και της Βρετανίας να οδήγησαν στην απομάκρυνσή του από το ρωσικό υπουργείο των Εξωτερικών. Έτσι, ένα και πλέον χρόνο αργότερα, στη Βιέννη, όταν συζητούνταν τα ελληνοτουρκικά, ο τσάρος όρισε ως εκπρόσωπό του τον Τατίστσεφ. Ο Καποδίστριας ετέθη σε διαθεσιμότητα και τον Αύγουστο του 1822 έφυγε από τη Ρωσία, διατηρώντας, όμως, επισήμως τη θέση του, αφού είχε εξαντλήσει κάθε δυνατότητα παρέμβασής του υπέρ των αγωνιζόμενων Ελλήνων. Η απομάκρυνσή του από την ενεργή διπλωματική υπηρεσία της Ρωσίας οφειλόταν, ωστόσο, και σε δική του απόφαση. Στην τελευταία επαφή, που είχε με τον Αλέξανδρο, πριν την αναχώρησή του, του εξήγησε τη θέση του, την οποία εκθέτει στην Αυτοβιογραφία του: «Απέδειξα εις αυτόν, ότι το σύστημα όπερ ησπάζετο, με έφερεν εις την ανάγκην ή να παραβώ τα προς εμέ τον ίδιον και τοσαύτα άλλα καθήκοντα, τα οποία μοι επέβαλλεν η πατρίς, εις την οποίαν ουδέποτε έπαυσα να ανήκω, ή να παραβώ τα καθήκοντα τού υπαλλήλου της Α. Μεγαλειότητος»33.

Εγκαταλείποντας, ο Καποδίστριας, την Πετρούπολη εγκαταστάθηκε στη Γενεύη, όπου στο χρονικό διάστημα 1822-1827 εργάσθηκε αόκνως και για τον Αγώνα της Ελληνικής Ανεξαρτησίας. Οι επαφές του και η εν γένει δραστηριότητά του δεν ήταν στο προσκήνιο. Συντόνιζε τη δράση των φιλελληνικών οργανώσεων της Ευρώπης, ενθαρρύνοντας ταυτοχρόνως τις ενέργειες όσων Ευρωπαίων πολιτών υποστήριζαν την επανάσταση στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα.

Την ίδια, περίπου, χρονική περίοδο, στο Συνέδριο της Βερόνας, που συγκαλείται το φθινόπωρο του 1822, η ελληνική αντιπροσωπεία παρεμποδίζεται από τις παπικές αρχές να φθάσει εκεί και να εκθέσει τις σκέψεις της για το Ελληνικό Ζήτημα, το οποίο συζητείτο ως ρωσο-τουρκική διαφορά. Ο Μέττερνιχ, είχε εργασθεί δραστηρίως προς αυτή την κατεύθυνση.

Την επόμενη χρονιά, το 1823, σημειώνονται γεγονότα, τα οποία αποτελούν υποθήκες για την εξέλιξη του Ελληνικού Ζητήματος και, ταυτοχρόνως, σηματοδοτούν τη μεταστροφή της Βρετανίας υπέρ αυτού. Ο Γεώργιος Κάνιγκ, που έχει αναλάβει την ηγεσία του Φόρειν Όφις μετά την αυτοκτονία του Κάσλρη, υιοθετώντας και εφαρμόζοντας περισσότερο φιλελεύθερη πολιτική, ή, σύμφωνα με όσα προεί- παμε, πιστεύοντας πως τα συμφέροντα της χώρας του υπαγόρευαν άλλη πολιτική γραμμή, προχωρεί, τον Οκτώβριο του 1823, στην αναγνώριση των Ελλήνων ως εμπολέμων. Το γεγονός αυτό σήμαινε στην πραγματικότητα πως, πιεσμένος από το πρόβλημα της πειρατείας, που λυμαινόταν το Αιγαίο και προξενούσε ιδιαίτερες δυσκολίες στον διάπλου του βρετανικού στόλου, αναγνώριζε στους Έλληνες το δικαίωμα να προβαίνουν σε νηοψίες, επί ουδετέρων πλοίων, τα οποία βοηθούσαν τους Τούρκους στον αγώνα που διεξαγόταν στην Ελλάδα και, υπό την κάλυψη της σημαίας τους, μετέφεραν ανενόχλητα στρατεύματα και πολεμοφόδια. Η αλλαγή πλεύσης στην πολιτική του Φόρειν Όφις έναντι του Ελληνικού Ζητήματος, εκδηλώθηκε και με τα γνωστά ως Δάνεια της Ανεξαρτησίας, που εξέδωσε το Λονδίνο το 1824 και το 182534. Είναι γεγονός πως τα δάνεια αυτά, μαζί με συγκεκριμένες διατάξεις των Συνθηκών της Ανεξαρτησίας απέβησαν το προοίμιο της επεμβατικής πολιτικής του Λονδίνου στην Ελλάδα, πολιτική την οποία εφάρμοσαν οι Μεγάλες Δυνάμεις, οι εγγυήτριες της ελληνικής ανεξαρτησίας, πλείστες φορές στα χρόνια, που ακο- λούθησαν.

Η μεταστροφή της βρετανικής πολιτικής υπέρ του Ελληνικού Ζητήματος, σε συνδυασμό με πολιτικές και οικονομικές σκοπιμότητες και συμφέροντα, αλλά και με τη φιλελληνική στάση της βρετανι- κής κοινής γνώμης, επιδρά, όταν ο Τσάρος Νικόλαος ο Α΄ διαδέχεται τον αποθανόντα Αλέξανδρο, το 1825, στην προσέγγιση Βρετανίας και Ρωσίας, η οποία εκδηλώνεται με την υπογραφή του Πρωτοκόλλου της Πετρούπολης, της 4ης Απριλίου 1826. Ήταν η πρώτη διεθνής πράξη, που αφορούσε στην ελληνική υπόθεση και στην οποία αναφερόταν για πρώτη φορά τον όνομα «Ελλάς» για την υπό ίδρυση επικράτεια. Η σχεδιαζόμενη επικράτεια θα ήταν αυτόνομη και τα εδαφικά της όρια θα προσδιορίζονταν, αργότερα, από τις δύο Δυνάμεις35.

Η αντίδραση του Καποδίστρια, όταν έμαθε για τους όρους του Πρωτοκόλλου, ήταν να μεταβεί στο Παρίσι, όπου συνομίλησε με Γάλλους ιθύνοντες και με τον Ρώσο πρέσβη ντι Μπόργκο για το Ελληνικό Ζήτημα. Είναι σημαντικό ότι στο υπόμνημά του της 12ης Δεκεμβρίου 1826, που απηύθυνε στον Νικόλαο, με τίτλο «Απόψεις για τη δημόσια καριέρα μου από το 1798 έως το 1822», δεν δίσταζε να ασκήσει κριτική ως προς τη στάση, που είχε τηρήσει η Ρωσία έναντι του Ελληνικού Ζητήματος. Τόνιζε, επίσης, ότι η θέση αυτή ήταν επιζήμια. Οι θέσεις του συνηγορούσαν υπέρ μιας ρωσικής επέμβασης στον Αγώνα των Ελλήνων. Σε επιστολή του δε προς τον Εϋνάρδο, τον γνωστό φιλέλληνα Ελβετό τραπεζίτη, που έστελνε από το Παρίσι στις 8 Απριλίου 1827, λίγες μέρες μετά την εκλογή του ως Κυβερνήτη της Ελλάδας, αναφερόταν στη συνεργασία Γαλλίας, Αγγλίας, Ρωσίας, ως προς το Ελληνικό Ζήτημα, προαναγγέλλοντας, έτσι, τη σύναψη της Συνθήκης της 6ης Ιουλίου 182736.

7. Η Εθνοσυνέλευση τον εκλέγει Κυβερνήτη της Ελλάδας

Παραλλήλως, οι Έλληνες μετά την πτώση του Μεσολογγίου (11 Απριλίου 1826 ) συνέχιζαν τον αγώνα τους εναντίον των Τούρκων, αλλά στο εσωτερικό πολιτικό πεδίο υπήρχαν έντονες, διασπαστικές τάσεις, οι οποίες εκπήγαζαν από την αντιπαλότητα των αντιμαχόμενων παρατάξεων για συμμετοχή τους στην κυβέρνηση, η οποία θα διαπραγματευόταν με τις Μεγάλες Δυνάμεις την υπόθεση της Ελληνικής Ανεξαρτησίας. Οι παραστάτες της Εθνικής Συνέλευσης, έχοντας πλέον συνειδητοποιήσει την εξόχως κρίσιμη κατάσταση, στην οποία είχε περιέλθει η χώρα, και η οποία ήταν απότοκος της «φιλοπροσωπίας», της εσωτερικής φιλονικίας, της επαπειλούμενης πτώσης του Μεσολογγίου, της κατάληψης της Πελοποννήσου από τον στρατό του γιου του Μωχάμετ Άλι της Αιγύπτου, Ιμπραήμ, και της προπαρασκευαζόμενης αποστολής ικανού τουρκικού στρατού στην Ελλάδα για να κατάπαυση της Επανάστασης, διαπίστωσαν πως έφθασε η ώρα να εκλέξουν κυβερνήτη. Έτσι, στην Γ΄ Εθνοσυνέλευση, η οποία συνήλθε, αρχικά, τον Φεβρουάριο του 1827 στην Ερμιόνη και συνεχίστηκε στην Τροιζήνα από τις 19 Μαρτίου ώς τις 5 Μαΐου 1827, εκδόθηκαν 24 Ψηφίσματα εκ των οποίων το σπουδαιότερο ήταν το ΣΤ΄, εκείνο, που αφορούσε στην εκλογή του Ιωάννη Καποδί- στρια, ως Κυβερνήτη της Ελλάδας και στη σύσταση Αντικυβερνητι- κής Επιτροπής, η οποία θα ασκούσε την εξουσία έως την έλευση του αρχηγού. Μετά από ένα, περίπου, μήνα η ίδια Συνέλευση εξέδωσε το ΙΕ΄ Ψήφισμα της 1ης Μαΐου, το οποίο αφορούσε στην έκδοση Πολιτικού Συντάγματος. Στο πρώτο Ψήφισμα, αναφέρονταν, επί λέξει, τα ακόλουθα: «Η Εθνική Γ΄ των Ελλήνων Συνέλευσις, [θ]εωρούσα], ότι η υψηλή επιστήμη του κυβερνάν την Πολιτείαν, και φέρειν εις ευδαιμονίαν τα Έθνη, η εξωτερική και εσωτερική πολιτική, απαιτεί πολλήν πείραν και πολλά φώτα, τα οποία ο βάρβαρος Οθωμανός δεν επέτρεψε ποτέ εις τους Έλληνας· [Θ]εωρούσα, ότι απαιτείται επί κεφαλής της Ελληνικής Πολιτείας ο κατά πράξιν και θεωρίαν Πολιτικός Έλλην, δια να κυβερνήση, κατά τον σκοπόν της πολιτικής κοινωνίας, Ψηφίζει: Α΄. Ο κόμης Ιωάννης Καποδίστριας εκλέγεται παρά της Συνελεύσεως ταύτης εν ονόματι του ελληνικού έθνους Κυβερνήτης της Ελλάδος και εμπιστεύεται την νομοτελεστικήν αυτής δύναμης. Β΄. Ως τοιούτος θέλει κυβερνήσει την Ελληνικήν Πολιτείαν, κατά τους καθεστώτας νόμους. Γ΄. Η διάρκεια της επιτραπείσης παρά του έθνους εις αυτόν εξουσίας προσδιορίζεται δια επτά χρόνους, αρχομένους από σήμερον. Δ΄. Να ειδοποιηθή δι’ εγγράφου, ενυπογράφου από όλους τους πληρεξουσίους του έθνους, προσκαλούμενος να έλθη εις την πατρίδα, δια να αναλάβη τας ηνίας της Κυβερνήσεως. Ε΄. Διορίζεται τριμελής επιτροπή, γνωριζομένη υπό το όνομα Η Αντικυβερνητική Επιτροπή, δια να κυβερνήση την Ελλάδα, εις απουσίαν του, και θέλει παύσει, άμα φθάση ο Κυβερνήτης εις την πατρίδα. Στ΄. Το παρόν ψήφισμα να καταχωρηθή εις τον Κώδικα των Ψηφισμά- των και κοινοποιηθή δια του τύπου. Εν Τροιζήνι την 2αν Απριλίου 1827»37. Με το ψήφισμα αυτό η εθνική αντιπροσωπεία εμπιστευόταν τις τύχες του Έθνους στον Καποδίστρια, τον οποίο αναγνώριζε ως τον πλέον ικανό για να το διοικήσει. Είναι προφανές πως στο πρόσωπο του κόμη συγκεντρώνονταν όλες οι αξίες, με τις οποίες έπρεπε να είναι περιβεβλημένος ο νέος κυβερνήτης. Ο Καποδίστριας, είχε δύο πλεονεκτήματα: ζώντας επί μακρά σειρά ετών στο εξωτερικό, δεν είχε εμπλακεί στις εσωτερικές φιλονικίες και έριδες και, η πείρα, που είχε αποκτήσει από την πολύχρονη συμμετοχή του στη διπλωματική υπηρεσία της Ρωσίας, συνιστούσε ένα σοβαρό εχέγγυο για τις διαπραγματεύσεις με τις Δυνάμεις38.

Η επίσημη πράξη της εκλογής του κοινοποιήθηκε στην Πετρούπολη τον Ιούνιο 1827. Τον επόμενο μήνα, ο Καποδίστριας, ο οποίος είχε επιστρέψει εκεί, για να υποβάλει την παραίτησή του, προχωρεί σ’ αυτήν, απευθύνοντας στον Νικόλαο δύο αναφορές. Επιθυμία του ήταν να μην μεταβεί στην Ελλάδα ως αντιπρόσωπος της Ρωσίας, αλλά με μόνη την ιδιότητα του Κυβερνήτη της. Επικαλείται το άρθρο 5 της Συνθήκης του Λονδίνου, που υπογράφηκε εκείνες τις μέρες, δηλ. στις 6 Ιουλίου 1827, βάσει του οποίου καμία από τις τρεις Δυνάμεις δεν θα μπορούσε να ασκήσει επιρροή στα της Ελλάδας πράγματα. Δύο μέρες νωρίτερα, σ’ ένα του υπόμνημα, είχε καταστήσει σαφές ότι «δεν θα δεχόταν ποτέ την επέμβαση των ξένων δυνάμεων στις εσω- τερικές υποθέσεις του Κράτους του» και είχε προτείνει να θεωρηθεί η αποστολή του ως ανεξάρτητη από τη Συνθήκη. Ο Νικόλαος δέχεται την παραίτηση του Καποδίστρια, όχι δίχως δισταγμούς. Αναγνωρίζει το δίκαιο του αιτήματός του και πιστεύει ότι θα εργασθεί για την εφαρμογή των όρων της Συνθήκης του Λονδίνου. Ας σημειωθεί πως η Συνθήκη του Λονδίνου δεν άφησε αδιάφορο το προοδευτικό τμήμα της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης. Ο λόγος πρέπει να αναζητηθεί στο γεγονός ότι η Συνθήκη υπεγράφη από δύο Δυνάμεις, οι οποίες, στην ουσία, κατοχύρωναν ένα καθεστώς, που είχε προέλθει από Επανάσταση. Η στάση τους αυτή ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τις αρχές της Ιεράς Συμμαχίας39.

Ο Κερκυραίος άνδρας φεύγει από τη ρωσική πρωτεύουσα με μια οικονομική ενίσχυση και υπόσχεται ότι θα φροντίσει για την εκτέλεση της Συνθήκης του Λονδίνου, υπό την προϋπόθεση ότι οι Έλληνες θα δέχονταν τους όρους της. Επισκέπτεται το Λονδίνο και το Παρίσι, πιστεύοντας ότι θα πετύχει τη σύναψη δανείων, για τα οποία είχε λάβει σχετική απόφαση η Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας. Η προσπάθειά του αυτή δεν βρήκε πρόθυμους εκείνους στους οποίους αποτάθηκε.

Ωστόσο, το φθινόπωρο του 1827, στις 8/20 Οκτωβρίου, η ναυμαχία του Ναυαρίνου κατέληγε σε πλήρη καταστροφή του τουρκοαιγυπτιακού στόλου. Η ρωσική κυβέρνηση εξέλαβε το γεγονός ως φυσική συνέπεια των δεσμεύσεων, που οι τρεις Δυνάμεις είχαν αναλάβει βάσει της Ιουλιανής Σύμβασης. Η Γαλλία και η Αγγλία δυσαρεστήθηκαν και ανησύχησαν, διαπιστώνοντας μια μονομερή επίδραση της Ρωσίας στον χώρο της Βαλκανικής. Ο Καποδίστριας τη χαρακτήρισε ως μια «περίλαμπρη νίκη». Η σημασία της για το Ελληνικό Ζήτημα ήταν κεφαλαιώδης, παρά το γεγονός ότι η Τουρκία σκλήρυνε τη στάση της απέναντι σ’ αυτό και απαίτησε οι Δυνάμεις να παραιτηθούν από κάθε προσπάθεια διευθέτησης του Ελληνικού Ζητήματος. Απαίτησε, ακόμα, να δηλώσουν πως η ναυμαχία ήταν μια πλάνη40. Οι πρέσβεις των Δυνάμεων εγκαταλείπουν την Κωνσταντινούπολη, στις αρχές Δεκεμβρίου, και συναντιούνται, αρχικά, στην Κέρκυρα και κατόπιν στον Πόρο, με σκοπό να συνεχίσουν τις συνομιλίες τους, τις σχετικές με την ειρήνευση της Ελλάδας.

8. Η άφιξη στην Ελλάδα και το κυβερνητικό έργο

Ο Καποδίστριας έφτασε στην Ελλάδα στις αρχές Ιανουαρίου του 1828, επιβαίνοντας του αγγλικού πολεμικού «Γουορσπάιτ». Επισκέ- φτηκε πρώτα το Ναύπλιο και κατόπιν την Αίγινα, έδρα της Αντικυ- βερνητικής Επιτροπής. Η υποδοχή που του επιφύλαξαν, ξεπερνούσε κατά πολύ οποιαδήποτε προσδοκία του. Με κανονιοβολισμούς χαι- ρέτισαν τον Κυβερνήτη και την ελληνική σημαία, για πρώτη φορά. Οι εκδηλώσεις χαράς από το πλήθος, το οποίο τον ανέμενε, που ήταν συνάμα και εκδηλώσεις ενός φτωχού, πεινασμένου και τραγικού λαού, αποδόθηκαν από τον ίδιο σε αφήγησή του, διασωθείσα από τον Τερτσέτη. Απομονώνουμε μια χαρακτηριστική φράση του: «η φωνή του λαού μού έσχιζε την καρδιά»41. Συναισθανόμενος, ο Καποδίστριας, την «αξιοδάκρυτη», όπως την αποκάλεσε ο ίδιος, θέση της Ελλάδας, θέλησε να την αναστήσει, να συστήσει, εκ θεμελίων, ένα καινούριο ευρωπαϊκό κράτος και να το διακυβερνήσει. Αυτό το κράτος, του οποίου η ύπαρξη είχε διακηρυχθεί ήδη από την Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου, ήταν κατεστραμμένο από κάθε άποψη και, επιπλέον, δεν διέθετε τους αναγκαίους πόρους για τη βιωσιμότητά του. Στο μικρό χρονικό διάστημα, που παρέμεινε στην εξουσία, έως τον Σεπτέμβριο του 1831, επιτέλεσε έργο μεγαλειώδες. Από τα πρώτα του μελήματα, ήταν να συστήσει ένα συμβούλιο, συγκείμενο από 27 μέλη, το οποίο θα ονομαζόταν «Πανελλήνιον». Το σώμα αυτό, θα μετείχε στο κυβερνητικό έργο έως τη συγκρό- τηση της Εθνικής Συνέλευσης, η οποία θα συνερχόταν τον Απρίλιο του ίδιου χρόνου42. Δραστηριοποιήθηκε ενεργώς σε πλείστους τομείς: συγκρότησε την Πολιτεία, οργάνωσε μυστικά στρατό, ο οποίος εξόρμησε στη Στερεά Ελλάδα και κατόρθωσε, ώς τα τέλη Σεπτεμβρίου 1829, να εκδιώξει από την περιοχή και τα τελευταία ίχνη των Οθωμανών, έλαβε υγειονομικά μέτρα, έδωσε τεράστια σημασία στην παιδεία, πάταξε την πειρατεία και τη ληστεία, που λυμαίνονταν τον τόπο. Συνειδητοποιώντας το ειδικό βάρος, που είχε για την ανάπτυξη του κράτους η ναυτιλία, εργάσθηκε για την αναδιοργάνωσή της43. Εφαρμόζοντας μια ακραιφνώς ελληνική οικονομική πολιτική και μη αποδεχόμενος οποιαδήποτε παρέμβαση ή ανάμιξη των Δυνάμεων σ’ αυτόν τον τομέα, θεωρώντας πως κάτι τέτοιο θα υπέθαλπε σπατά- λες και καταχρήσεις, όπως και στο παρελθόν, ενδιαφέρθηκε για τη σύσταση μιας υγιούς οικονομίας και την εγκαθίδρυση ενός αξιόπι- στου οικονομικού συστήματος. Για την πραγμάτωση αυτού του στόχου, κατέβαλλε σύντονες προσπάθειες τόσο στο εσωτερικό μέτωπο της χώρας44 όσο και στο εξωτερικό τοπίο, όπου προέβη σε διαβήματα προς τις ξένες αυλές για δανειοδότηση. Προχώρησε στην έκδοση ελληνικού νομίσματος, του Φοίνικα. Ενίσχυσε τη θρησκεία και την παιδεία, ιδίως, της δημοτικής εκπαίδευσης, της οποίας θεωρείται και θεμελιωτής, με κάθε μέσο, όντας πεπεισμένος πως με τον τρόπο αυτό το καινούριο ανθρώπινο δυναμικό θα συνέβαλε στην μετέπειτα ανάπτυξη και εξέλιξη της πατρίδας. Τις αξίες αυτές τις θεωρούσε ως «[π] ρώτιστον και σπουδαιότερον των καθηκόντων της Ελληνικής Κυβερνήσεως». Στην ουσία, απέβλεπε στη «δημιουργία ενός νέου ελληνικού πολιτισμού περιέχοντος τα καλύτερα στοιχεία του ελληνικού και χριστιανικού παρελθόντος του έθνους και συγχωνεύοντος ιδιορρύθμως κάθε αγαθόν του νεωτέρου ευρωπαϊκού πολιτισμού»45.

Στα πρώτιστα καθήκοντα του νέου Κυβερνήτη, περιλαμβανόταν και το ζήτημα της προώθησης του Ελληνικού Ζητήματος, που συζητείτο τότε στα ευρωπαϊκά ανακτοβούλια. Η ανάμιξή του σ’ αυτές τις διαβουλεύσεις προβλεπόταν και από συγκεκριμένο Κεφάλαιο και σχετικά άρθρα του Προσωρινού Συντάγματος, του ψηφισθέντος από την Εθνική Συνέλευση της Τροιζήνας. Βάσει του άρθρου 112, του Ζ΄ Κεφαλαίου, ο Κυβερνήτης «Κηρύττει πόλεμον, κλείει ειρήνην, συνδέει συνθήκας κτλ, κατά το 95 άρθρον», το οποίο προέβλεπε ότι η κυβέρνηση δεν είχε το δικαίωμα να κηρύξει πόλεμο, ούτε να προχωρήσει στη σύναψη συνθήκης ειρήνης, συμμαχίας, φιλίας, εμπορίου, ουδετερότητας, δίχως τη συγκατάθεση της Βουλής46. Για την πραγμάτωση δε αυτού του στόχου η Εθνική Συνέλευση του παρείχε τις νόμιμες εξουσιοδοτήσεις47.

Οι κυριότερες προσπάθειές του, στο διπλωματικό πεδίο, εστιάζονταν στην επέκταση των ορίων του κράτους που επρόκειτο να ιδρυθεί. Ο ρωσο-τουρκικός πόλεμος, που ξέσπασε στις 14/26 Απριλίου 1828, επέδρασε επωφελώς στην προώθηση των ελληνικών δικαίων και των στόχων του Έλληνα Κυβερνήτη. Την ωφέλεια αυτή εξηγούσε ο ίδιος, δηλώνοντας στις 18/30 Μαΐου: «Οι επιχειρήσεις της Ρωσίας την παρούσα ώρα είναι ένας στρατιωτικός χειρισμός για το καλό μας. Η Πύλη δεν θα μπορεί να στείλει στον στρατό της, ούτε πολεμοφόδια ούτε χρήματα». Όντως, τα ρωσικά στρατεύματα κατόρθωσαν να ακι- νητοποιήσουν σημαντικές στρατιωτικές δυνάμεις του εχθρού, γεγο- νός το οποίο επέδρασε στη μεταβολή της στρατιωτικής κατάστασης στην Ελλάδα. ΄Ετσι, οι Έλληνες μπόρεσαν, στην περίοδο 1828-1829, να περιαγάγουν λαμπρές νίκες, απελευθερώνοντας, λοιπόν, πολλά από τα εδάφη που τους ανήκαν και τα διεκδικούσαν. Δεν είναι, επομένως, παράδοξη η άποψη του Νέσσελροντ, ο οποίος έγραφε στον Καποδίστρια: «το στρατιωτικό και πολιτικό μας γόητρο εξαρτώνται από τη συνέχιση των επιτυχιών σας». Ταυτοχρόνως, υποσχόταν πως η Ρωσία θα συνέχιζε να εργάζεται για τη διευθέτηση της διεύρυνσης των συνόρων της Ελλάδας αλλά και της εσωτερικής της οργάνωσης. Τον διαβεβαίωνε, ακόμα, πως ο τσάρος «δεν θα επέτρεπε τη σύναψη συνθηκών οι όποιες θα […] υποχρέωναν [την Ελλάδα] να πληρώνει φόρους» που θα υπερέβαιναν τις δυνατότητές της. Επιπλέον, και αυτό ίσως ήταν ένα από τα πλέον σημαντικά σημεία της επιστολής του Νέσσελροντ, ο οποίος ανέφερε πως ο Νικόλαος έκρινε θετικά την άποψη του Καποδίστρια, [… σχετικά] «με την ιδέα της εγκαθίδρυσης στην Ελλάδα μιας μοναρχικής κυβέρνησης, ώστε να αποτρέψουν την αναρχία και τις επαναστάσεις»48.

Η ευνοϊκή αυτή θέση της Ρωσίας, οι λαμπρές νίκες των ελληνικών στρατευμάτων αλλά και ο ενθουσιασμός του λαού όπλισαν τον Καποδίστρια με μεγαλύτερο σθένος, ώστε να προσπαθήσει εναργέστερα την ικανοποίηση μιας βασικής επιδίωξής του: να εκδιωχθούν τα τουρκικά στρατεύματα και να διασφαλισθεί η οροθετική γραμμή Κόλπος Άρτας - Κόλπος Βόλου.

Έτσι, ως λίαν αξιομνημόνευτη κρίνεται η παρουσία του στον Πόρο, όπου συσκέπτονταν οι Πρέσβεις των Δυνάμεων για ζητήματα αφορώντα την εκτέλεση της Ιουλιανής Σύμβασης του 1827. Στο Υπόμνημα, που υπέβαλε στη Διάσκεψη, στις 11/23 Σεπτεμβρίου 1828, περιέγραφε τα όρια του νέου κράτους ως εξής: «[…] η φυσικωτάτη οροθεσία , […], ήθελεν έσθαι, κατά γην μεν, γραμμή προϊούσα από των βάσεων του όρους Ολύμπου κατά τον Θερμαϊκόν κόπλον, δια του όρους Χάσια και Μετσόβου και Χορμόβου και Σαμαρίνας και Γαρδικίου, εις το Παλέρμον κατά την Αδριατικήν θάλασσαν.

»Των δε νήσων, η μεν Εύβοια, εικότως εντός των Ελληνικών ορίων περιλαμβανομένη, θέλει σκεπάζει τα της Αττικής παράλια, παρ’ α και μηκύνεται, η δε Κρήτη, έσται το έσχατον προς μεσημβρίαν μεθόριον, σκέπασμα των άλλων του Αιγαίου νήσων». Εξηγούσε δε πως η κατοχή της Κρήτης από του Έλληνες φαινόταν απαραίτητη για την ασφάλεια του Αιγαίου και της Πελοποννήσου. Εάν παρέμενε υπό τουρκική κυριαρχία ή υπό τον Μεχμέτ Αλή, θα ήταν δυνατόν αν αποβεί ορμητήριο εχθρικών επιχειρήσεων «μετά των μεγάλων δυνάμεων κατά της Ελλάδος»49. Απαντώντας δε στο πρώτο από τα είκοσι οκτώ ερωτήματα, που οι αντιπρόσωποι των Μεγάλων Δυνάμεων, συνεδριάζοντες στον Πόρο, υπέβαλλαν προς την ελληνική κυβέρνηση, διευκρίνισε πως: «Η ενεστώσα προσωρινή Κυβέρνησις, ακολουθούσα τας αποφάσεις των τριών Εθνικών Συνελεύσεων, χρεωστεί να θεωρήση ως συγκροτούσας την Ελλάδα όλας τας επαρχίας, αίτινες ήταν και είναι εισέτι υπό την τουρκικήν εξουσίαν, εκίνησαν δε τα όπλα κατά το 1821, ή μετά ταύτα, και έχουσι το πλείστον μέρος των κατοίκων επαγγελλόμενον την χριστιανικήν θρησκείαν και λαλούν την ελληνικήν γλώσσαν […] Όσον δε περί των Νήσων, και η Ιστορία και τα μνημεία της αρχαιότητος, όλα ενί λόγω επιμαρτυρούν, ότι η Ρόδος, η Κύπρος, και τόσαι άλλαι ακόμη νήσοι είναι της Ελλάδος διαμελίσματα»50.

Μετά από λίγους μήνες, η Διάσκεψη του Λονδίνου, υιοθετούσα, αναφορικά με το Ελληνικό Ζήτημα, την έκθεση του Πρωτοκόλλου του Πόρου, του Δεκεμβρίου 1828, προχώρησε στη συνομολόγηση του Πρωτοκόλλου του Λονδίνου, της 10/22 Μαρτίου 1829. Η οροθετική γραμμή του νέου κράτους, το οποίο θα ήταν αυτόνομο, εκτεινόταν από τον Βόλο ως την Άρτα, περιλαμβάνοντας την Πελοπόννησο, την Εύβοια και τις Κυκλάδες. Ο ηγεμόνας του θα ήταν κληρονομικός, χριστιανός και δεν θα προερχόταν από τις Δυναστείες των τριών Δυνάμεων. Λίγο αργότερα δόθηκε διαταγή να απομακρυνθούν όλα τα ελληνικά στρατεύματα από τη Στερεά Ελλάδα.

Ο Καποδίστριας αντέδρασε στους όρους του Πρωτοκόλλου και, κυρίως, «την επιβληθείσαν εις την Ελλάδα σχέσιν υποτελείας προς την Πύλην»51. Αντέδρασε και στην πρόθεση για απομάκρυνση των στρατευμάτων από τη Στερεά, υποστηρίζοντας ότι δεν ήταν στην εξουσία της κυβέρνησης «εις το τέλος του τελευταίου έτους, καθώς δεν θέλει έσθαι ποτέ, το να μετακομίση δια προσταγής της εντός της Πελοποννήσου και των παρακειμένων νησίδων, τα δυστυχή πλήθη των εκείθεν του Ισθμού επαρχιών»52. Τις διαμαρτυρίες του φροντίζει να τις νομιμοποιήσει και με τις αποφάσεις της Εθνοσυνέλευσης του Άργους, η οποία συνέρχεται στις 22 Ιουλίου 1829. Η Εθνοσυνέλευση τού δίνει πληρεξουσιότητα να διαπραγματευθεί με τις Δυνάμεις, αν εκείνες ευαρεστούνταν να τον προσκαλέσουν, και τα όσα συμφωνούνταν θα έπρεπε να εγκριθούν και να επικυρωθούν από τους Αντιπροσώπους του Έθνους.

Η εξέλιξη του ρωσο-τουρκικού πολέμου έχει θετική επίδραση στην πορεία του Ελληνικού Ζητήματος, όπως, άλλωστε, το είχε προβλέψει ο Καποδίστριας. Η επιβολή της Συνθήκης της Αδριανούπολης στους Τούρκους, η οποία υπεγράφη στις 2/14 Σεπτεμβρίου 1829, τους υποχρέωσε να δεχθούν, βάσει του 10ου άρθρου της, όλες τις προγενέστερες διεθνείς πράξεις περί ίδρυσης του ελληνικού κράτους. Το μόνο που απέμενε, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Σταμάτης Λάσκαρις, ήταν να απαλλαχθούν οι Έλληνες από τον φόρο της υποτέλειας και να αναγνωρισθούν ως τελείως ανεξάρτητοι. Οι ενέργειες, στις οποίες επιδόθηκε ο κυβερνήτης Ι. Καποδίστριας, έτειναν προς αυτή την κατεύθυνση53.

Η πλήρης ελληνική ανεξαρτησία επετεύχθη, τελικώς, μετά από ώριμη σκέψη του Παρισιού και του Λονδίνου, οι κυβερνήσεις των οποίων προσανατολίστηκαν προς αυτή, για να αποτρέψουν τυχόν επιρροή της Ρωσίας στο νέο, φόρου υποτελές, κράτος και να της παράσχουν την ευκαιρία για νέες επεμβάσεις στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η ανάμνηση των συχνών ρωσικών επεμβάσεων στις παρίστριες ηγεμονίες ήταν ακόμα νωπή. ΄Ετσι, το πρώτο από τα τρία Πρωτόκολλα, που υπογράφηκαν στο Λονδίνο, στις 3 Φεβρουαρίου 1830, από τη Ρωσία, τη Γαλλία, τη Βρετανία, το οποίο και συνιστούσε τη γενέθλια πράξη της ίδρυσης Ανεξάρτητου Ελληνικού κράτους. Οριζόταν, κατά λέξη, ότι: «Η Ελλάς θέλει σχηματίσει εν Κράτος ανεξάρτητον και θέλει χαίρει όλα τα δίκαια πολιτικά, διοικητικά και εμπορικά, τα προσπεφυκότα εις εντελή ανεξαρτησίαν». Τα σύνορα ορίστηκαν νοτιότερα από τη γραμμή Άρτας-Βόλου και η Σάμος και η Κρήτη δεν περιλήφθηκαν στα εδάφη του νέου βασιλείου. Η μείωση των εδαφών οφειλόταν, αφενός, στο ότι η Ελλάδα έπρεπε να πληρώ- σει την Τουρκία σε είδος για την ανεξαρτησία της, αφετέρου δε να ικανοποιηθούν οι Άγγλοι αποικιοκράτες με τη διασφάλιση της Επτανήσου από τον κίνδυνο που θα συνεπαγόταν ενδεχόμενη ελληνική κυριαρχία στην Ακαρνανία. Με το δεύτερο Πρωτόκολλο του Λονδίνου, της 3ης Φεβρουαρίου, ως ηγεμόνας της Ελλάδας επελέγη ο Λεοπόλδος, την προτίμηση στο πρόσωπο του οποίου είχε εκφράσει και ο Καποδίστριας στη Διάσκεψη του Πόρου54

Ο Κυβερνήτης της Ελλάδας δεν μένει ικανοποιημένος από τον εδαφικό διακανονισμό του Λονδίνου. Πιστεύει, ότι «η επιμονή των δυτικών Δυνάμεων να περιορίσουν την εδαφική έκταση της Ελλάδας ήταν ενδεικτική των επιδιώξεών τους να υποβιβάσουν τη χώρα σε αποικία τους». Διαμηνύει στη Διάσκεψη, ότι οι συμφωνίες για να εφαρμοσθούν έπρεπε να επικυρωθούν από την Εθνοσυνέλευση, αφήνοντας έτσι ανοιχτό το ενδεχόμενο βελτίωσης των όρων του Πρωτοκόλλου. Ακολούθως, δεν απέσυρε τα στρατεύματα από τα εδάφη, που δεν είχαν συμπεριληφθεί στο νέο κράτος, προβάλλοντας ως δικαιολογία το ότι ούτε οι Τούρκοι είχαν εγκαταλείψει την Εύβοια και την Αττική. Τη δυσαρέσκειά του, ο Καποδίστριας, από τους όρους των Πρωτοκόλλων του Λονδίνου και τις αντιρρήσεις του επ’ αυτών αλλά και τη διαφωνία της Εθνοσυνέλευσης δεν παρέλειψε να γνωστοποιήσει και να εκθέσει στην τσαρική αυλή. Διαμαρτυρήθηκε για τον εδαφικό ακρωτηριασμό της Ελλάδας, για το γεγονός ότι και έξω από τα σύνορα παρέμενε ικανός αριθμός Ελλήνων στρατιωτών, ένας πληθυσμός 120 χιλιάδων ανθρώπων και οκτώ επαρχίες55.

Στην προσπάθειά του να πετύχει τους στόχους του άρχισε αλληλογραφία με τον Λεοπόλδο, ευελπιστώντας πως θα τον πείσει να απαιτήσει από τις Δυνάμεις και να πετύχει όχι μόνο εδαφική διεύρυνση, αλλά και χρηματική και πολιτική ενίσχυση από το Λονδίνο. Ωστόσο, οι ελπίδες του δεν ευοδώθηκαν. Αρχικώς, ο Λεοπόλδος δέχθηκε, μετά από πιέσεις των Δυνάμεων, την εκλογή του με την ελπίδα πως θα επιτύχει αναθεώρηση των εδαφικών όρων του Λονδίνου: ζητούσε όπως η Κρήτη περιληφθεί στα εδάφη του νέου κράτους και απαιτούσε στρατιωτικές και πολιτικές εγγυήσεις. Διαπιστώνοντας πως τα αιτήματά του δεν θα εισακούονταν από τις Δυνάμεις υπέβαλε την παραίτησή του, η οποία, παρά τις προσδοκίες του, έγινε δεκτή56.

Η παραίτηση του Λεοπόλδου λύπησε τον Καποδίστρια, ο οποίος του εξέφρασε τη δυσαρέσκειά του και μαζί, τη λύπη του Έθνους και της Γερουσίας. Παραδεχόταν πως οι δυσκολίες τις οποίες καλείτο ν’ αντιμετωπίσει ο πρίγκιπας ήταν τεράστιες. Ωστόσο, σημείωνε σ’ εκείνη την απαντητική του επιστολή προς τον Λεοπόλδο, ένα παράπονο, ένα λυγμό, ίσως, μια θέση η οποία μαρτυρούσε και το δικό του μαρτύριο και γράφοντάς τα στο χαρτί προσπαθούσε να πάρει κουράγιο. Έγραφε, λοιπόν: «Εις τας ανθρωπίνους υποθέσεις το κατ’ αρχάς φαινόμενον απίθανον γίνεται συχνάκις δυνατόν δια πόνου μακρού και εξακολουθημένου με καλήν πίστιν και με την επιμονήν, η οποία πάντοτε πηγάζει από τους ευθείς και καθαρούς σκοπούς»57.

Ο Καποδίστριας, ερχόμενος ν’ αναλάβει τη διακυβέρνηση του υπό σύσταση, κατ’ αρχήν, και μετέπειτα ανεξάρτητου κράτους, είχε όντως «ευθείς και καθαρούς σκοπούς». Αδιάψευστη μαρτυρία των ευγενών σκοπών του και της ανιδιοτέλειάς του συνιστά και το ότι αρνήθηκε να λάβει οποιαδήποτε αμοιβή για τις υπηρεσίες, που πρόσφερε στον τόπο, ως κυβερνήτης· δεν επέτρεψε, όμως, ούτε σε όσους ανέλαβαν δημόσια αξιώματα να λάβουν απολαβές ανάλογες της θέσης τους. Τις αποφάσεις του αυτές δεσμεύθηκε να τις εφαρμόσει κοινοποιώντας τες ενώπιον των πληρεξουσίων του Έθνους. Τις ανακοίνωσε στην Δ΄ εν Άργει Εθνική Συνέλευση, η οποία και τις ψήφισε. Έτσι, με το υπ. αριθ. 9 και από α΄ Αυγούστου Ψήφισμα η Συνέλευση «προσδιόρισε τα έξοδα του Αρχηγού της Επικρατείας», όπως τα προσδιόριζε ο ίδιος ο Κυβερνήτης. Στο εν λόγω Ψήφισμα αναφέρονταν, μεταξύ άλλων, και τα ακόλουθα:

«Δι’ αυτού τούτου του ψηφίσματος η Συνέλευσις επέστησε την προσοχήν εις το ολίγον εκείνο, το οποίον ηδυνήθημε να πράξωμεν αυτοί καθ’ εαυτούς, δια να αποδείξωμεν, ότι οι Έλληνες μόνο με τας θυσίας των, και όχι δια προσωπικών πλεονεκτημάτων, δύνανται να φθάσουν εις τον βαθμόν, τον οποίον υπόσχονται προς αυτούς η εθνική ανεξαρτησία και η ελευθερία.

[…].

Αλλά προς τούτο, καθώς μετεχειρίσθημε άχρι τούδε, απαραλλάκτως θέλομεν μεταχειρισθή και εις το εξής ακριβεστάτην οικονομίαν· καθότι αποστρεφόμεθα το να προμηθεύσωμεν εις ημάς αυτούς τας αναπαύσεις του βίου, αι οποίαι προϋποθέτουσι την ευπορίαν, ενώ ευρισκόμεθα εν τω μέσω ερειπίων, περικυκλωμένοι από πληθύν ολόκληρον ανθρώπων βεβυθισμένων εις την εσχάτην αμηχανίαν.

[…].

Ελπίζομεν, ότι όσοι εξ υμών μεθέξωσι μετά της Κυβερνήσεως εις την προσωρινήν Διοίκησιν, καθώς και οι λοιποί των πολιτών, όσοι προσκληθώσιν επί τούτω, θέλουν γνωρίσει μεθ’ ημών, ότι εις τας παρούσας περιστάσεις οι εν δημοσίος υπουργήμασι δεν είναι δυνατόν να λαμβάνουν μισθούς αναλόγους με τον βαθμόν του υψηλού υπουργήματός των και με τας εκδουλεύσεις των, αλλά ότι οι μισθοί ούτοι πρέπει να αναλογούν ακριβώς με τα χρηματικά μέσα, τα οποία έχει η Κυβέρνησις εις την εξουσίαν της»58.

Ωστόσο, στην εσωτερική πολιτική σκηνή της Ελλάδας επικρατούσαν η αναρχία και ο εμφύλιος σπαραγμός. Ήταν τόσος ο κόπος, που κατέβαλε ο Καποδίστριας, σε όλους τους τομείς και σε όλα τα επίπεδα, στον διμέτωπο αγώνα, εσωτερικό και εξωτερικό, της διαχείρισης της εξουσίας, ώστε ενάμισι χρόνο πριν τη δολοφονία του έγραφε στον Λεοπόλδο: «Η επαύξησις του κόπου, εις τον οποίον με καταδικάζει η διπλωματία, είναι τοιαύτη, ώστε αι δυνάμεις μου αρχίζουν να εξασθενούν, και αναγκάζομαι να υπαγορεύω μάλιστα ταύτην την επιστολήν· »59.

Η παραίτηση του Λεοπόλδου και η Ιουλιανή Επανάσταση στη Γαλλία, γεγονότα τα οποία σημειώθηκαν την ίδια περίπου χρονική στιγμή, είχαν ως επακόλουθο να καθυστερήσει η οριστική διευθέτηση της ελληνικής υπόθεσης. Στη Βρετανία επήλθε κυβερνητική μεταβολή και το υπουργείο Εξωτερικών ανέλαβε ο Πάλμερστον. Τα σύνορα του νέου βασιλείου ορίστηκαν εκ νέου στη γραμμή Άρτας-Βόλου, με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου, της 7ης Μαΐου 1832, το οποίο υπεγράφη ανάμεσα στις τρεις δυνάμεις και τη Βαυαρία. Βάσει αυτής της Συνθήκης προβλεπόταν και η εγγύηση της ελληνικής ανεξαρτησίας από τις τρεις Αυλές. Ο όρος αυτός, όσα σχετικά προβλέπονταν από τα ιδρυτικά κείμενα του Φεβρουαρίου 1830 αλλά και από μεταγενέστερες διεθνείς πράξεις (του Νοεμβρίου 1863 και του 1864), θεσμοθετούσαν το δικαίωμα των Δυνάμεων να δείχνουν το ενδιαφέρον τους για τις εξελίξεις, που συντελούνταν σ’ αυτό, το νευραλγικής σημασίας, γεωπολιτικό τμήμα του πλανήτη. Ταυτοχρόνως, τους προσέφεραν ένα στέρεο υπόβαθρο για να ελέγχουν απρόσκοπτα το νεοπαγές κράτος60.

Η κόπωση του Καποδίστρια πρέπει να εντεινόταν και από τα εμπόδια, που συναντούσε στην άσκηση των καθηκόντων του από τις ποικίλες αντιδράσεις και δυσκολίες, που συναντούσε κατά την άσκηση των καθηκόντων του. Τα προβλήματα, που αντιμετώπιζε δεν προέρχονταν μόνο από τις ξένες Δυνάμεις, όσες τον εχθρεύονταν, και από τους πράκτορές τους. Εκπήγαζαν και από την αντίδραση τών κατ’ επάγγελμα πολιτικών και των προκρίτων, οι οποίοι επιζητούσαν προνόμια και εξουσίες. Οργανωμένοι όντες οι ετερόχθονες και αυτόχθονες αρχηγοί, με ηγέτη τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, παρενέβαλλαν εμπόδια σε κάθε αναμορφωτική του προσπάθεια. Οι φήμες για το πρόσωπο του Κυβερνήτη οργίαζαν. Τον εμφάνιζαν ως εκτελεστικό όργανο της Ρωσίας και ότι σκοπός του ήταν να γίνει οσποδάρος μιας ηγεμονίας στην Ελλάδα, κατά τα πρότυπα της Ρωσίας. Ωστόσο, οι εξεγέρσεις στην Ύδρα, στις Σπέτσες και στην Αταλάντη οδήγησαν τον Καποδίστρια να στραφεί προς τον Ρώσο ναύαρχο Ρίκορντ και να ζητήσει τη βοήθειά του, γεγονός το οποίο οι αντίπαλοί του εξέλαβαν ως μέγιστη απόδειξη ότι υπηρετούσε και εξυπηρετούσε τη Ρωσία61. Αυτόν τον σπουδαίο, ιδιοφυή, διορατικό και προικισμένο, από τη φύση, άνδρα, που ο Μέττερνιχ κατέταξε, ανεπιφυλάκτως, ανάμεσα στους κορυφαίους πολιτικούς της εποχής του, τον μοναχικό άνθρωπο, τον έξοχο πατριώτη, τον δεινό διπλωμάτη, στον οποίο, όμως, αποδόθηκαν και διάφοροι αντίθετοι χαρακτηρισμοί, όπως «καύχημα της Ελλάδος», «αγύρτης» παρά «διπλωμάτης»62, ήρωας, εγωπαθής, αρχομανής, αυταρχικός, προδότης, αλλά και παράξενος, τον δολοφόνησαν δύο Έλληνες: ο Γεώργιος και ο Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης. Ήταν το πρωινό της 27ης Σεπτεμβρίου/9ης Οκτωβρίου 1831, έξω από το εκκλησάκι του Αγίου Σπυρίδωνα, του Ναυπλίου, την ώρα που προσερχόταν για να παρακολουθήσει τη θεία λειτουργία. Ως προς τα αίτια της δολοφονίας, θα μπορούσαμε να παραπέμψουμε στον στίχο του Καβάφη: «Αυτή η ορθότης, πιθανόν, είν’ η αιτία της μομφής».63

9. Οι παρακαταθήκες ενός ανιδιοτελούς ανθρώπου

Αν θέλουμε να προβούμε σε μια περιορισμένη, οπωσδήποτε, εκτίμηση και αποτίμηση των ιδεών και του έργου του Καποδίστρια, παράλληλα δε να αναδείξουμε τον εξέχοντα ρόλο του στη διαμόρφωση των Διεθνών Σχέσεων της εποχής του, θα μπορούσαμε ν’ αναφέρουμε τα ακόλουθα.

Η υπηρεσία του, στα πράγματα της Επτανήσου, έθεσε στέρεες βάσεις για την μελλοντική πορεία του νησιωτικού συμπλέγματος. Τόσο για τις διευθετήσεις, τις επιτευχθείσες στο Συνέδριο της Βιέννης όσο και για το ότι η Επτάνησος ήταν το πρώτο εδαφικό τμήμα, που ενσωματώθηκε αναίμακτα στον Ελληνικό Βασίλειο (1864), κατόπιν μονομερούς απόφασης της κατέχουσας από το 1815 Δύναμης, της Βρετανίας. Ο διορισμός του στη διπλωματική υπηρεσία της Ρωσίας τού έδωσε πολύτιμα εφόδια για την άσκηση μιας άκρως επιτυχούς πορείας, στην ευρύτερη διεθνή σκηνή αλλά και στην ελληνική υπόθεση, η οποία τερματίστηκε αισίως με την ίδρυση του Ανεξάρτητου Ελληνικού Κράτους, στις 3 Φεβρουαρίου 1830.

Στη διάρκεια των εργασιών του Συνεδρίου της Βιέννης, συμπα- ρατάχθηκε με τους μονάρχες και τους επιτελείς τους και υποστήριξε την υιοθέτηση μια νέας τάξης πραγμάτων στην Ευρώπη. Προσπάθησε, επί ματαίω, να ακυρώσει την υπογραφή της Συνθήκης της Ιερής Συμμαχίας. Ως υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας υπέγραψε τη Συνθήκη της Τετραρχίας και με τον τρόπο αυτό συμμετείχε στην καθιέρωση ενός συστήματος Συνεδρίων, τα οποία «επί μισόν αιώνα έφτασαν πολύ κοντά στο να συνιστούν την κυβέρνηση της Ευρώπης». Συμμετέχοντας, επίσης, στον μεγάλο συμβατικό διακανονισμό του 1814-1815, επέδρασε στο να διατηρηθεί η ειρήνη μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής για σαράντα χρόνια, έως τον Κριμαϊκό πόλεμο (1853-1856) και για άλλα εξήντα χρόνια, ως την έκρηξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Σ’ αυτό το χρονικό διάστημα δεν ξέσπασε κανένας γενικευμένος πόλεμος64. Επομένως, συνέβαλε άμεσα στην καθιέρωση μιας ειρηνικής περιόδου στις Διεθνείς Σχέσεις, για ένα  μακρύ χρονικό διάστημα, εκατό, περίπου, ετών. Συμμετέχοντας, δε, στις διαβουλεύσεις της Βιέννης και λαμβάνοντας θέση αντίθετη από του να οδηγήσει τη Γαλλία σε πλήρη εξαφάνιση από τον ευρωπαϊκό χάρτη, επέδρασε στην επανάκτηση του γοήτρου της και στην επανένταξή της στον όμιλο των Μεγάλων Δυνάμεων. Παραλλήλως, συνέβαλε στη διατήρηση της ευρωπαϊκής ισορροπίας. Ανάλογα ήταν και τα αποτελέσματα των ενεργειών του των σχετικών με τα ζητήματα της Σαξονίας και της Πολωνίας, τα ζητήματα της Ισπανίας αλλά και τη ρύθμιση των γερμανικών πραγμάτων. Ως προς τη Γαλλία, θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε πως οι θέσεις του και οι απόψεις, ως προς τον τρόπο κατά τον οποίο θα της συμπεριφέρονταν οι Σύμμαχοι, προσιδίαζαν με εκείνον της Αγγλίας, σε σχέση με τη Γερμανία, μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, για την οποία πίστευε πως δεν έπρεπε να της επιβληθούν υπέρμετρες αποζημιώσεις, ώστε να αποφευχθεί ο κίνδυνος κατάρρευσης του διεθνούς οικονομικού συστήματος. Υιοθετώντας ο Καποδίστριας ανάλογη στάση έναντι της Γαλλίας, έναν αιώνα νωρίτερα, ενίσχυε το διεθνές σύστημα, συμβάλλοντας στη διατήρηση της ισορροπίας του. Είναι δε σημαντικό να λεχθεί πως αποφάσεις, που ελήφθησαν στο Συνέδριο, βασιζόμενες σε δικούς του διπλωματικούς χειρισμούς, συνεχίζουν και σήμερα να ισχύουν. Ύψιστο παράδειγμα, το καθεστώς της διηνεκούς ουδετερότητας της Ελβετίας, γεγονός, το οποίο αποδεικνύει την εμβέλεια της πολιτικής του ιδιοφυίας.

Ο Καποδίστριας ήταν αντίθετος προς τις αλυσιδωτές επαναστά- σεις, οι οποίες συντάραξαν τον ευρωπαϊκό χώρο τα επόμενα χρόνια, μετά τον συμβατικό διακανονισμό της Βιέννης και η επιθυμία αποτροπής τους, όπως και ο αποκλεισμός επανάκτησης της κυριαρχίας της Ευρώπης από τη Γαλλία, είχε οδηγήσει την Αυστρία, τη Ρωσία και την Πρωσία σε μια στενή συνεργασία. Η σύμπλευσή του με την πολιτική των Μεγάλων αυτών Δυνάμεων και, κυρίως, της Ρωσίας, δεν σήμαινε ότι ήταν πολέμιος των επαναστάσεων. Απλώς, είχε την ακράδαντη πεποίθηση ότι οι αλλαγές στον γεωπολιτικό χάρτη της Ευρώπης θα έπρεπε να επέλθουν με ειρηνικά μέσα.

Αυτή του η θέση μας επιτρέπει να συμπεράνουμε πως αντιδρούσε στη βία. Άλλωστε, το απέδειξε στο Συνέδριο της Αιξ-λα-Σαπέλ, όπου εμμέσως πλην σαφώς, καταδίκασε την επέμβαση, εφόσον αρνήθηκε την προσφυγή στη βία. Είναι γεγονός πως το σύστημα της Ευρωπαϊκής Συμφωνίας, το οποίο είχε συσταθεί από Συμβατικά κείμενα του Συνεδρίου της Βιέννης, απετέλεσε ένα όργανο, το οποίο προσδιόρισε τις σχέσεις των ευρωπαϊκών κρατών. Έχει δε υποστη- ριχθεί πως το Διευθυντήριο ανέλαβε τον ρόλο ενός «προδρομικού Συμβουλίου Ασφαλείας». Τα μέλη του, σύμφωνα με όσα ο Καποδίστριας πρέσβευε, θα είχαν το δικαίωμα να διενεργούν επεμβάσεις, όταν έπρεπε να ρυθμισθούν διεθνείς διαφορές και όταν διακυβευό- ταν η ειρήνη65.

Τελειώνοντας, θα μπορούσαμε να επισημάνουμε και να υποστηρίξουμε ότι, ο Καποδίστριας, στην υπόθεση της ελληνικής ανεξαρτησίας πρόσφερε πολλά. Με τα υπομνήματά του, που υπέβαλε στον τσάρο Αλέξανδρο, προσπάθησε να τον πείσει για το δίκαιο του αγώνα των Ελλήνων. Έτσι, επέδρασε στο να δημιουργήσει ένα ευνοϊκό για την Ελλάδα κλίμα στους ρωσικούς πολιτικούς και διπλωματικούς κύκλους. Στις ενέργειές του αυτές δεν συνάντησε ιδιαίτερες δυσκολίες. Γνώριζε εκ του σύνεγγυς τη ρωσική διπλωματία, ως υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας, μιας από τις κραταιότερες Δυνάμεις της εποχής εκείνης. Προσπάθησε, ωστόσο, να συνδιαλλαγεί και με τις άλλες Δυνάμεις, με τελικό, πάντα, στόχο την ευτυχή λύση του Ελληνικού Ζητήματος.

Από τη θέση του Κυβερνήτη της Ελλάδας, που του εμπιστεύθηκε η Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας και που με απαράμιλλη αυτοθυσία υπηρέτησε, προσπάθησε να ιδρύσει ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος, με κυβέρνηση ισχυρή, η οποία θα ήταν σε θέση να αντιμετωπί- σει τις όποιες εσωτερικές έριδες και αντιπαραθέσεις. Οι τελευταίες, όμως, στάθηκαν πιο ικανές από τη δική του διάνοια και τις δικές τους αγνές και ανιδιοτελείς προθέσεις. Παραλλήλως, ως βαθύς γνώστης της τεχνικής των διεθνών σχέσεων, όπως μας έχει διαβεβαιώσει ο Γεώργιος Τενεκίδης, συνέχισε να διαβουλεύεται με τις τρεις Δυνάμεις, που αναμίχθηκαν ενεργώς στην ελληνική υπόθεση, ώστε να πετύχει τους καλύτερους δυνατούς όρους για την ανεξαρτησία της Ελλάδας, η οποία, ας σημειωθεί, ήταν δικό του επίτευγμα66. Η πίστη του σ’ αυτό το ιδεώδες, οι εργώδεις προσπάθειές του για την υλοποίησή του και η επιμονή του στη συμπερίληψη, στο υπό σύσταση κράτος, εκτενέστερων εδαφικών τμημάτων, πράγμα, που το πέτυχε ώς ένα βαθμό, σαφώς και οδήγησε όχι μόνο στη δημιουργία ενός πλήρως ανεξάρτητου και βιώσιμου κράτους Ελληνικού, αλλά και στη μερική επίλυση του Ανατολικού Ζητήματος, όχι μόνο εκείνη τη δεδομένη εποχή αλλά και μακροπρόθεσμα. Διότι, αφενός επέφερε ένα αποφασιστικό πλήγμα κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αλλά και των Μεγάλων Δυνάμεων, όσων πρέσβευαν στο δόγμα της ακεραιότητάς της. Αφετέρου, επέδρασε, στην πολιτική αποδυνάμωση και στην εδαφική συρρίκνωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μια και σε διάστημα μικρότερο των σαράντα ετών η συντριπτική πλειοψηφία των υπόλοιπων βαλκανικών λαών υπήχθη σε αυτόνομα ή πλήρως ανεξάρτητα κράτη, τα οποία ιδρύθηκαν βάσει των διατάξεων της Βερολίνιας Συνθήκης (Ιούνιος 1878).

Ταυτοχρόνως, όμως, δυνάμεθα να υποστηρίξουμε πως προσδι- ορίζοντας τα γεωγραφικά όρια του Ελληνικού κράτους, στη διάρκεια των διαφόρων διπλωματικών ζυμώσεων με τους αντιπροσώπους των Μεγάλων Δυνάμεων, έθετε τις βάσεις της Μεγάλης Ιδέας, η οποία εξαγγέλθηκε επισήμως από τον Ιωάννη Κωλέττη στις αρχές της δεκαετίας του 1840 και αργότερα προσέλαβε αλυτρωτικές διαστάσεις και αποτέλεσε έναν από τους κεντρικούς άξονες της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, έως το 1922. Έτσι, διεκδικώντας συγκεκριμένες γεωγραφικές περιοχές, άσχετα από το εάν η αδιαλλαξία ή οι παντοειδείς βλέψεις των Μεγάλων δεν επέτρεψαν τη συμπερίληψή τους στον εθνικό κορμό, έθεσε εθνικά θέματα, ορισμένα από τα οποία διευθετήθηκαν και άλλα περιεπλάκησαν στη δίνη των συμφερόντων των Μεγάλων Δυνάμεων, όπως το Δωδεκανησιακό και το Κυπριακό. Δεν είναι, επομένως, άστοχη η θέση σύμφωνα με την οποία ο Καποδίστριας, εγκαινίασε μια «υπερήφανη και ανεξάρτητη ελληνική εξωτερική πολιτική, πολιτική που οι ίδιοι οι αγωνιστές δεν είχαν ποτέ στην ουσία υιοθετήσει»67.

Τα όσα πρόσφερε ο Ιωάννης Καποδίστριας στις παγκόσμιες εξελίξεις αλλά, κυρίως, στην υπόθεση της Ελληνικής Ανεξαρτησίας, δεν εκτιμήθηκαν από τους συμπατριώτες του, ούτε από κύκλους της αλλοδαπής. Όχι στο σύνολό τους. Από όσους αντιστρατεύονταν την ανιδιοτέλειά του και από εκείνους, οι οποίοι είχαν συμφέρον να μην προωθήσει το εκσυγχρονιστικό και ανορθωτικό του έργο. Ο ίδιος, όμως, εναπέθεσε στο βωμό του Έθνους το υστέρημα της ψυχής του. Κατηγορήθηκε ως αντιδημοκράτης, ως αυταρχικός, ως μη επιθυμών την ανεξαρτησία της Ελλάδας. Η όλη του πολιτεία, όμως, αποδεικνύει, περίτρανα, το αντίθετο.

Για όλους αυτούς του λόγους, στους οποίους αναφερθήκαμε και για πολλούς άλλους, μπορούμε να ισχυριστούμε πως ο Ιωάννης Καποδίστριας ήταν, πράγματι, μια χαρισματική και πολύπλευρη προσωπικότητα, ένας σπουδαίος, ιδιοφυής και διορατικός Έλληνας-Πατριώτης και ένας εξίσου ικανότατος διπλωμάτης, ένας πραγματικός θεμελιωτής των Διεθνών Σχέσεων της εποχής του, τον οποίο επαξίως η Ιστορία έχει κατατάξει στις μεγάλες μορφές που την υπηρέτησαν.

1. Robert Jackson-George Sorensen, Θεωρία και Μεθοδολογία των Διεθνών Σχέσεων. Η σύγχρονη συζήτηση, Αθήνα, Gutenberg, 2006, σελ. 31, 62-107.

2. Σύμφωνα με τον Grunwald, ο Καποδίστριας, « εχάραξεν […] εις την εξωτερι κήν πολιτικήν
της Ρωσίας δρόμον, τον οποίον ηκολούθησεν αύτη επί ένα αιώνα». K. Grunwald, Trois siècles de diplomatie Russe, Paris, 1945, p. 170.

3. Ως παράδειγμα, δύναται να αναφερθεί το ακόλουθο απόσπασμα από Εγκύκλια Επιστολή του, σχετικά με τα μέσα βελτίωσης της μοίρας των Ελλήνων, με τόπο εγγραφής την Κέρκυρα και ημερομηνία 6/28 Απριλίου 1819, όπου σημείωνε, μεταξύ άλλων: «Να κάνουμε καλό στους συμπατριώτες μας εμφορούμενοι μόνο από την αγάπη του καλού και χωρίς οποιοδήποτε συμφέρον· να καλυτερεύουμε έτσι την τωρινή κατάστασή τους και να τους προετοιμάζουμε με τον τρόπο αυτό για τα μεγάλα πλεονεκτήματα ενός ηθικού και χριστιανικού πολιτισμού· να απέχουμε παντελώς από την ενδεχόμενη διαμόρφωση του πολιτισμού αυτού πάνω στις βάσεις ενός αυταρχικού ή περιστασιακού συστήματος, εμπιστευόμενοι το μεγάλο αυτό έργο στη θεία πρόνοια, που μόνη αυτή είναι ο ρυθμιστής των εθνών». Η Επιστολή αυτή δημοσιεύεται στο Π. Πετρίδης, Η Ευρωπαϊκή Πολιτική του Ιωάννη Καποδίστρια. Θέσεις και προτάσεις για μια προοδευτικότερη τάξη πραγμάτων στην Ευρώπη 1814-1821. Αθήνα. Εκδ. Αφών Τόλια. 1988. 161-166. Βλ. και Αρχείον Ι. Καποδίστρια. τομ. Στ΄. 1985. 11-20.

4. Ε. Κούκου, Ιωάννης Καποδίστριας-Ρωξάνδρα Στούρτζα. Μια ανεκπλήρωτη αγάπη, Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1997, σελ. 32-52, 46 για το παράθεμα. Σύμφωνα με μια μαρτυρία την ιατρική την άσκησε ως τη στιγμή, που εγκατέλειψε την Επτάνησο για να μεταβεί στην Πετρούπολη, δηλ. ως το 1808. Γενικώς για τον Καποδίστρια, βλ. Ε. Πρωτοψάλτης, Ιωάννης Καποδίστριας, Αθήναι, Εταιρεία των Φίλων του Λαού, 1977. Επίσης, A. Diamantis-C.Tsiamis, John Capodsitrias(1776-1831). The Eminent Politician-Doctor and First Governor of Greece, 2006.

5. Ν. Μοσχονάς, Τα Ιόνια Νησιά κατά την περίοδο 1797-1821», στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τ. ΙΑ΄, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1975, σελ. 382-402. Για την εξελικτική πορεία της Επτανήσου ως την ενσωμάτωση στον εθνικό κορμό, βλ. Μ. Λάσκαρις, Το Ανατολικόν Ζήτημα, 1800-1923, Τ. Α΄, Θεσσαλονίκη, 1948, σελ. 63-73.

6. Ε. Πρωτοψάλτης, Νέα στοιχεία περί Ιωάννου Καποδίστρια (εκ των ρωσικών αρχείων), Επιστημονική Επετηρίς της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθη- νών, 24. 1973/4, σελ 208.

7. Ν. Μοσχονάς, ό.π., σελ. 385-397, 399-401. Ε. Κούκου, Ιωάννης Καποδίστρι- ας-Ρωξάνδρα Στούρτζα… ό. π., σελ. 46-49. Σ. Σφέτας, «Η παρουσία των Ρώσων στα Επτάνησα (1779-1807): Όψεις της Βαλκανικής Πολιτικής της Ρωσίας από την άφιξη του Ušakov στα Επτάνησα μέχρι τη Συνθήκη του Tilsit (1807)», στο Βαλκανικά Σύμ- μεικτα, τεύχος 11, Θεσσαλονίκη, ΙΜΧΑ, 1999-2000, σελ. 103-130, κυρίως 107-108.

8. Ε. Πρωτοψάλτης, Νέα στοιχεία περί Ιωάννου Καποδίστρια, ό. π., σελ 209.

9. Ε. Κούκου, Ιωάννης Καποδίστριας-Ρωξάνδρα Στούρτζα.. ό. π., σελ. 51-53. Π. Πετρίδης, ό.π., Π. Χριστόπουλος, «Ο Ιωάννης Καποδίστριας ως λειτουργός της διπλωματικής υπηρεσίας της Ρωσίας», στο 175 χρόνια Διπλωματικών Σχέσεων Ελλάδας- Ρωσίας (1828-2003), Αθήνα: Ι. Σιδέρης, 2007, σελ. 45-75.

10. Π. Πετρίδης, «Η συμβολή του Ιωάννη Καποδίστρια στην κατοχύρωση της Ελβε- τικής Ουδετερότητας», στο Δελτίον Αναγνωστικής Εταιρείας Κερκύρας, 14, 1977, σελ. 219-235, κυρίως στη σελ. 232.

11. Για την διπλωματική δραστηριότητα του Καποδίστρια στο Συνέδριο της Βιέν- νης, Π. Πετρίδης, Η Ευρωπαϊκή Πολιτική Πολιτική του Ιωάννη Καποδίστρια, 1988, ό. π. Ε. Κούκου, Ο Ιωάννης Καποδίστριας και η Ενωμένη Ευρώπη, Αθήναι, 1991. P. Grimstead Kennendy, «Capodistrias and a ‘New order’, for Europe: The ‘Liberal Ideas’ of a Russian foreign Minister, 1814-1822», The Journal of Modern History, vol, 40, Chicago, 1968, pp. 166-192. Για το Συνέδριο της Βιέννης γενικότερα βλ. H. Nicolson, The Congress of Vienna, London, 1947. H. Kissinger, A World Restored. Castlereagh, Metternich and the Restoration of Peace, Boston, 1957. R. Α. Carrié, A Diplomatic History of Europe Since the Congress of Vienna, London, 1961, pp. 9-16.

12. Για την τελευταία επισήμανση, Ε. Πρωτοψάλτης, Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος, τεύχος Β΄, Παραδόσεις, Αθήνα, 1970, σελ. 69.

13. Π. Πετρίδης, Η Ευρωπαϊκή Πολιτική, ό.π., 1988, σελ.92-105.

14. Το ισπανικό ζήτημα και οι αποικίες της Ισπανίας στην Αμερική κέντρισαν το ενδιαφέρον του Καποδίστρια, ο οποίος και μετά τον τερματισμό των εργασιών του Συνεδρίου της Βιέννης συνέχισε να εκθέτει τις απόψεις του επ’ αυτών σε εκθέσεις του προς τις Πρεσβείες της Πετρούπολης, της Μαδρίτης και αλλού. Για την αναφορά των σχετικών εκθέσεων βλ. Ζ. Τσιρπανλής, «Υπομνήματα και εκθέσεις του Ιωάννη Καποδίστρια (1809-1822)», στο Δωδώνη, Επιστημονική Επετηρίς της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Ιωάννινα, 1977, σελ. 99-134, στις σελ. 115- 116 και υποσ. 6. Στην εν λόγω μελέτη γίνεται αναφορά στα κυριότερα έγγραφα, που είχε συντάξει ο Επτανήσιος Διπλωμάτης, κατά την αναγραφόμενη, στον τίτλο της μελέτης του, περίοδο.

15. J. Droz, Histoire Diplomatique de 1648 à 1919, Paris, Dalloz, 1972, pp. 283287. Ch. Dupuis, La Sainte Alliance et le Directoire européen de 1815 à 1818, 1934.

16. Ε. Ρούκουνας, Διπλωματική Ιστορία, 19ος Αιών, Αθήναι, 1975, σελ. 39-43, στη σελ. 39.

17. Ε. Πρωτοψάλτης, Ιωάννης Καποδίστριας, Αθήναι, Εταιρεία των Φίλων του Λαού, 1977, σελ. 21. C.M. Woodhouse, Η Ιστορία ενός Λαού. Οι Έλληνες από το 324 έως σήμερα, Αθήνα, Εκδ. Τουρίκη, 2008, σελ. 168-169, για το παράθεμα.

18. Π. Πετρίδης, Η Ευρωπαϊκή Πολιτική του Ιωάννη Καποδίστρια (1814-1821), , τεύχος 2, 1976, Ανατύπωσις εκ του Δελτίου του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμε- λητηρίου Θεσσαλονίκης, στο εξής ΔΕΒΕΘ, 1976, σελ. 1-15, στη σελ. 9.

19. Π. Πετρίδης, Η Ευρωπαϊκή Πολιτική, ό.π., 1988, σελ. 151-159

20. Μ. Λάσκαρις, Αυτοβιογραφία Ιωάννου Καποδίστρια, Αθήνα, 1940², σελ. 52, για το παράθεμα.

21. Π. Πετρίδης, Η Ευρωπαϊκή Πολιτική, ΔΕΒΕΘ, σελ. 1-15. Του ίδιου, Η Ευρωπαϊκή Πολιτική, 1988, ό.π., σελ. 106-118, 123.

22. Ο Καποδίστριας, εξέθετε, σε συζητήσεις, τη γνώμη του για την Εταιρεία των Φιλομούσων της Βιέννης και τους Τούρκους, σχολιάζοντας: «Δεν λέγουν τίποτε, αλλ’ όταν θα ξυπνήσουν μια μέρα και θα σφάξουν μερικούς-οι άλλοι θα σωθούν. Η Εταιρεία όμως θα εξαπλωθεί και σιγά-σιγά θα μπορέσει η Ελλάδα να ξεσηκωθεί. Το έθνος παραμένει πάντοτε το ίδιο, δεν αναπνέει παρά την ελευθερία. Έλληνες σκλάβοι δεν υπάρχουν, εκτός από εκείνους των Πριγκηπονήσων, απέναντι στην Κωνσταντινούπολη (δηλ. τους Φαναριώτες). […]. Οι άλλοι Έλληνες, των βουνών, είναι ένα άλλο είδος ανθρώπου. Και σ’ αυτούς ακριβώς στηρίζεται και απευθύνεται η Εταιρεία των Φιλομούσων». Π. Πετρίδης, ό. π., 1988, σελ. 32 για το παράθεμα. Ε. Κούκου, Ιωάννης Καποδίστριας-Ρωξάνδρα Στούρτζα…ό. π., σελ. 208-210. Ε. Πρωτοψάλτης, Πολι- τική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος, τευχ. Α΄, Αθήναι, 1972, σελ. 30-33.

23. Ε. Πρωτοψάλτης, Πολιτική Ιστορία, τεύχος Β΄, ό. π., σελ. 73-75. Τα όσα είπε ο Καποδίστριας στους οπλαρχηγούς τα έγραψε σε μια επιστολή, την οποία τους την παρέδωσε και την κοινοποίησε, ταυτοχρόνως, στον Στρογανόφ, Πρέσβη της Ρωσίας στην Κωνσταντινούπολη και στους Προξένους της Ρωσίας στην Τουρκία. Ένα απόσπασμα από την εν λόγω επιστολή αποδίδει με σαφήνεια τα όσα τόνισε στους Έλληνες, που τον επισκέφτηκαν: «Προσεπάθησα να αποδείξω εις αυτούς ότι ο Αυτοκράτωρ της Ρωσίας ουδόλως ήτο διατεθειμένος να προκαλέση πόλεμον κατά των Τούρκων ή να περιπλέξη τας σχέσεις του μετά της Αγγλίας· ότι παν ό,τι ήτο κατορθωτόν να γίνη υπέρ αυτών άνευ κινδύνου προκλήσεως πολέμου θα εγίνετο, αλλά προς τούτο έπρεπε αυτοί να οπλισθούν με υπομονήν και καρτερίαν […]». Για ολόκληρο το κείμενο της επιστολής και σχόλια επ’ αυτής βλ. Ε. Πρεβελάκης, «Η Εγκύκλια Επιστολή του Ιωάννη Καποδίστρια της 6/18 Απριλίου 1819», στο Πρακτικά Τρίτου Πανιονίου Συνεδρίου, 23-29 Σεπτεμβρίου 1965, Τ.Α΄ , Αθήναι, 1967, σελ. 298-328.

24. Μ. Λάσκαρις, Αυτοβιογραφία Ιωάννου Καποδίστρια…ό.π., σελ. 92-93.

25. Ε. Πρωτοψάλτης, Συνοπτική Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, 1821, Αθήναι, Πάντειος ΑΣΠΕ, 1971, σελ. 20-23. Συμπληρωματικώς βλ. G. M. Piatigorsky, «De l’ histoire de l’ activité de la Philiki Etéria à Odessa dans les années 1814-1821», στο Les relations entre les peuples de l’ URSS et les Grecs. Fin du XVIIIème – début du XXème s. Troisième colloque organizé à Thessaloniki et Ouranoupolis, Hlkidiki (24- 27 mai 1989), No 229, Thessaloniki: Institute for Balkan Studies, 1992, pp. 115-139. Ως προς το εάν ήταν ο ιδρυτής της Φιλικής Εταιρείας ή μέλος της, για οποία έχουν αναπτυχθεί διάφορες εικασίες, ο ίδιος διευκρίνιζε, σε επιστολή του προς τον Διονύσιο Ρώμα, στις 6/18 Απριλίου 1821, από το Λάυμπαχ: «Εγώ δεν είμαι μεμυημένος, ούτε δύναμαι να είμαι». Πράγμα, που σήμαινε πως η θέση του στο ανώτατο αξίωμα του ρωσικού υπουργείου των Εξωτερικών δεν του επέτρεπε μια παρόμοια ανάμιξη. Για τη μαρτυρία αυτή βλ. Ε. Πρωτοψάλτης, Ιωάννης Καποδίστριας, ό. π., σελ. 96-97.

26. «Θέλομεν είσθαι καταδικασμένοι, Κύριέ μου, να ακούσωμεν να συγκριθούν οι συμπατριώται μας με τους Νεαπολίτας και Πιεμοντίτας», σημείωνε, λίγο αργότερα, σε Υπόμνημά του προς τον Αλέξανδρο, καθιστώντας, με τον τρόπο αυτό, απολύτως σαφή τον διαχωρισμό της Ελληνικής Επανάστασης από τις επαναστάσεις, που είχαν σημειωθεί στην αυστροκρατούμενη Ιταλία. Βλ. στα πιο κάτω αναφερόμενα Υπομνήματα.

27. Π. Πετρίδης, Η Ευρωπαϊκή, 1988, ό. π., σελ. 128, και σελ. 167-194, τα Υπομνή- ματά του προς τον τσάρο, από τον Ιούλιο ώς τον Αύγουστο του 1821, όπου εξέθετε τις απόψεις του υπέρ των Ελλήνων. Επιπλέον, σε συνομιλίες με τον τσάρο, όταν πια ξέσπασε η Επανάσταση στην Πελοπόννησο, επαναλάμβανε συχνάκις: «να παύσωμεν διαπραγματευόμενοι και να δράσωμεν». Αυτοβιογραφία, ό.π., σελ. 114.

28. Περιορισμένα στοιχεία, από όσα αναφέρονται στο κείμενο για την Ελληνική Επανάσταση, προέρχονται από το: Αρετή Τούντα-Φεργάδη, «Όψεις της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής από τα τέλη του 18ου αιώνα ώς το Συνέδριο της Βιέννης» στο 175 χρόνια Διπλωματικών Σχέσεων Ελλάδας-Ρωσίας (1828-2003), Αθήνα: Ι. Σιδέρης, 2007, σελ. 77-101. Για τα σχετικά με τη Ρωσία βλ. É. Driault et M. Lhéritieur, Histoire Diplomatique de la Grèce de 1821 à nos jours, T. IV, Paris, les Presses Universitaires de France, 1926, p. 454.

29. Για τα σχετικά με το ενδιαφέρον της Βρετανίας για την Αίγυπτο, βλ. H. Kissinger, Διπλωματία, Αθήνα, εκδόσεις Νέα Σύνορα-Α.Α. Λιβάνη, 1995, σελ. 101.

30. É. Driault et M. Lhéritieur, ό.π., π. 454. Ο όρος «Ιερά Συμμαχία του Λονδίνου» αναφέρεται από τους συγκεκριμένους συγγραφείς.

31. Θ. Χριστοδουλίδης, Διπλωματική Ιστορία τριών αιώνων. Από τη Βιέννη στις Βερσαλλίες, τ. Β΄, Αθήνα, Ι, Σιδέρης, 1997, σελ. 61-62.

32. Π. Πετρίδης, Η Ευρωπαϊκή Πολιτική, 1988, ό. π., σελ. 167-174. Το συγκεκριμένο Υπόμνημα του Καποδίστρια, δημοσιεύτηκε νωρίτερα, από τον Ε. Πρωτοψάλτη, στη δεκαετία του ’50, και αργότερα, στο Ε. Πρωτοψάλτης, Ιωάννης Καποδίστριας, ό.π., σελ. 72-83, από δε 87 και εξής σχολιασμός επ’ αυτού.

33. Μ. Λάσκαρις, Αυτοβιογραφία, ό. π., σελ. 121.

34. Ε. Πρωτοψάλτης, Πολιτική Ιστορία, Τ. Β΄…ό. π., σελ. 39. Θ. Χριστοδουλίδης, ό. π., σελ. 67-69. Α. Ανδρεάδης, Ιστορία των Εθνικών Δανείων, Εν Αθήναις, Εστία, 1904.

35. Για το Πρωτόκολλο της Πετρούπολης και τις άλλες διεθνείς πράξεις, που αναφέρονται πιο κάτω και οδήγησαν, σταδιακά, στην ίδρυση και την πλήρη ανεξαρτη- σία του Ελληνικού κράτους αλλά και για τις εν γένει διαπραγματεύσεις βλ. Γ. Τενεκίδης, «Η πορεία του Έθνους προς την πλήρη ανεξαρτησίαν (1821-1830)», στο Επι- στημονική Επετηρίς, Τ. Γ΄, Πάντειος ΑΣΠΕ, Ακαδημαϊκό Έτος 1957-1958, Αθήναι, 1957, σελ. 7-46.

36. Α. Δεσποτόπουλος, «Η επανάσταση κατά το 1828», στο Ιστορία του Ελλη- νικού Έθνους, Τ. ΙΒ΄, Αθήναι, Εκδοτική Αθηνών, 1975, σελ. 478-491, στη σελ. 480.

37. Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας, =ΑΕΠ, 1821-1832. Αι Εθνικαί Συνελεύσεις, Τ. Α΄, Αθήναι, Έκδοσις της Βιβλιοθήκης της Βουλής των Ελλήνων, σελ. 585-586. Επίσης, «Η δικαιοδοτική πολιτική κατά την Επανάσταση και την Καποδιστριακή περίοδο (1821-1832). Απόπειρες υποκαταστάσεως της δικαστικής εξουσίας από την εκτελεστική», στο Επιστημονική Επετηρίδα της Σχολής Νομικών και Οικονομικών Επιστημών, τ. ΙΘ΄, τεύχος Δ΄ , Αντιχάρισμα στον Νικόλαο Ι. Πανταζόπουλο, Θεσσα- λονίκη, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 1986, σελ. 81-222, στη σελ. 147.

38. Η κρίση αυτή, για τα δύο αυτά πλεονεκτήματα, ανήκει στον Dakin. Επομένως, βλ. D. Dakin , Η Ενοποίηση της Ελλάδας, 1770-1923, Αθήνα, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1989, σελ. 93-94.

39. V.G. Filatov, «La Russie et l’accession de la Grèce à l’indépendance, 1827-1830», στο Les relations entre les peuples de l’ URSS et les Grecs, Fin du XVIIIème-début du XX ème s., 229, Thessaloniki, Institute for Balkan Studies, 1992, pp. 27-56, σελ. 29-31. Η τελευταία επισήμανση ανήκει στον αείμνηστο Καθηγητή Γ. Τενεκίδη. Γι’ αυτό βλ. Γ. Τενεκίδης, «Η πορεία…», ό.π., σελ. 22, ο οποίος παραπέμπει στο A. Debidour, Histoire Diplomatique de l’Europe, τ. I, σελ. 246.

40. V.G. Filatov, ό. π., στις σελ. 32-33.

41. Α. Δεσποτόπουλος, «Η επανάσταση κατά το 1828», ό.π., σελ. 478-491,

42. ΑΕΠ, 1821-1832. Αι Εθνικαί Συνελεύσεις, Τ. Β΄, Αθήναι, Εκδόσεις Βιβλιοθή- κης Βουλής των Ελλήνων, 1973, σελ. 3-5

43. Γενικά για το κυβερνητικό του έργο βλ. Γ. Αναστασιάδης, «Σύνταγμα, νομιμότητα και κυβερνητικό σύστημα στην καποδιστριακή περίοδο», στο Ο Ιωάννης Καποδίστριας και η συγκρότηση του Ελληνικού Κράτους, Θεσσαλονίκη, University Studio Press, 1983. Για τις άλλες αναφορές βλ. τα εξής: Α. Δεσποτόπουλος, « Η επανάσταση… », ό. π., σελ. 478-491. Ε. Πρωτοψάλτης, «Έκτακτος αποστολή του Μαυρο- κορδάτου εις Γραμπούσαν (1828)», Ανάτυπον από τον Γ΄ Τόμο των Πεπραγμένων του Δ΄ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου, Ηράκλειο,29 Αυγούστου-3 Σεπτεμβρίου 1976, Αθήνα, 1981, σελ. 201-213. Α. Φαλτάιτς, Τα περί την Ναυτιλίαν μέτρα του Ιωάννου Καποδίστρια, Αθήναι, Πάντειος ΑΣΠΕ, 1973. Για το νομοθετικό έργο του Καποδίστρια βλ. Γ. Δημακόπουλος, «Ο Κώδιξ των ψηφισμάτων της Ελληνικής Πολιτείας, Α΄, 1828-1829», στο Επετηρίς του Κέντρου Ερεύνης της Ιστορίας του Ελληνικού Δικαίου της Ακαδημίας Αθηνών, Τ. 14, 1967, Αθήναι, 1970, του ίδιου, «Ο Κώδιξ των ψηφισμάτων της Ελληνικής Πολιτείας, Β΄, 1829-1832», στο Επετηρίς του Κέντρου Ερεύνης της Ιστορίας του Ελληνικού Δικαίου της Ακαδημίας Αθηνών, Τ. 15, 1968, Αθήναι, 1972. Από τη μελέτη των Ψηφισμάτων της Ελληνικής Πολιτείας, επί Καποδίστρια, προκύπτει το σύνολο του έργου, στο οποίο προτίθετο να επιδοθεί για να διοργανώσει το κράτος. Αρκετές από τις προθέσεις του υλοποιήθηκαν κατά την περίοδο της διακυβέρνησής του ή ετέθησαν τα θεμέλια για την υλοποίησή τους.

44. Δ. Λουλές, «Κατευθύνσεις και προοπτικές της οικονομικής πολιτικής του Ι. Καποδίστρια, 1828-1831», στο Ο Ιωάννης Καποδίστριας και η συγκρότηση του Ελληνικού Κράτους, ό.π., 1983, σελ. 127-139.

45. Στις 30 Ιουλίου 1829, υπέβαλε στην εν Άργει Εθνική Συνέλευση διάγγελμα , το οποίο υιοθετήθηκε από αυτή και εγκρίθηκε με το ΙΑ΄ Ψήφισμα, της 2 Αυγούστου 1829. Με το εν λόγω Ψήφισμα, η Εθνοσυνέλευση, αποδεχόταν ότι θεωρούσε ως υπέρτατο χρέος της να προβεί στην ενίσχυση της θρησκείας και της παιδείας. Ε. Πρωτοψάλτης, Ιωάννης Καποδίστριας, ό. π., σελ. 56-59. Επίσης, ΑΕΠ, Αι Εθνικαί Συνελεύ- σεις, Τ. Β΄, ό. π., σελ. 190-193.

46. ΑΕΠ, Αι Εθνικαί Συνελεύσεις, Τ. Α΄, ό.π., σελ. 657,658.

47. Ως παράδειγμα, δυνάμεθα να αναφέρουμε και το ψήφισμα της εν Άργει Εθνι- κής Συνέλευσης, της 11ης Ιουλίου 1829, βάσει του οποίου του παρείχε «πάσα» πληρεξουσιότητα για να λάβει μέρος στις διαπραγματεύσεις, στις οποίες οι Σύμμαχες αυλές τον είχαν προσκαλέσει, ώστε «να συμφωνήση συμβιβασμούς αναφορικώς προς την εκτέλεσιν της εν Λονδίνω Συνθήκης», συμμορφούμενος, βεβαίως, με τις αρχές και τις βάσεις, τις οποίες είχε θέσει η Εθνική Συνέλευση. ΑΕΠ, Αι Εθνικαί Συνελεύσεις, Τ. Β΄, ό.π., σε. 155-156.

48. V.G, Filatov, ό. π., σελ. 35-37.

49. Θ. Χρήστου, Τα Σύνορα του Ελληνικού Κράτους και οι Διεθνείς Συνθήκες (1830-1832), Τ. Πρώτος, Αθήνα, Δημιουργία, 1999, σελ.129-133.

50. ΑΕΠ, Αι Εθνικαί Συνελεύσεις, Τ. Β΄, ό. π., σελ. 244. Επίσης, Α.Ζ. Μάμουκας, Τα κατά την αναγέννησιν της Ελλάδος, Τ. ΙΑ΄, σελ΄257.

51. Γ. Τενεκίδης, «Η πορεία…»., ό. π., σελ. 24.

52. Α. Δεσποτόπουλος, «Οι ενέργειες του Καποδίστρια στο διπλωματικό πεδίο», ΙΕΕ, σελ. 512-515.

53. Σ. Λάσκαρις, Διπλωματική Ιστορία της Ελλάδος, 1821-1914, Αθήναι: Εκδ. Οίκος Τζάκα- Δελαγραμμάτικα, 1947, σελ. 39, όπου αναφέρεται πως η Συνθήκη της Αδριανούπολης «αποτελεί όθεν διεθνές συμβόλαιον εφ ου εστηρίχθη η ίδρυσις κράτους Ελληνικού, υπό πάντων αναγνωριζομένου». Βλ. ακόμα Π. Καρολίδης, Ιστορία του ΙΘ΄ Αιώνος, Τ. Γ΄, Αθήναι, 1893, σελ. 5, όπου αναφέρεται: «Η οριστική αποκατάστασις της επαναστατησάσης Ελλάδος είναι έργον του Ρωσσικού πολέμου των ετών 1828-1829 και της συνθήκης της Αδριανουπόλεως».

54. Αλ. Δεσποτόπουλος, ΙΕΕ, ό.π., 536-537. Γ. Τενεκίδης, Κοινωνιολογία των Διε- θνών Σχέσεων. Μεθοδολογία. Η διεθνής θέση της Ελλάδας. Το Κυπριακό πρόβλημα, Αθήνα, Εκδ. Παπαζήση, 1978, σελ. 89, για το παράθεμα. Ως προς την ανεξαρτησία της Ελλάδας επισημαίνεται ότι αυτή: «[…] υπήρξε από διπλωματική πλευρά το αποτέλεσμα συμβιβασμού μεταξύ των Δυνάμεων που υπέβλεπαν η μια την άλλη και που απέβλεψαν με τον τρόπο αυτό να παρεμποδίσουν την αποκλειστική επιρροή της μιας από αυτές στη χώρα μας». Στο ίδιο, σελ. 93. Ανάλογη είναι και η κρίση του καθηγητή Ιωάννη Κολιόπουλου: «Το δύσκολο εγχείρημα της συστάσεως ανεξάρτητου εθνικού κράτους με την απόσπαση εδαφών από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, σε εποχή που η διεθνής συγκυρία δεν ευνοούσε παρόμοιες πράξεις, επέτυχε επειδή την ευθύνη του εγχειρήματος ανέλαβαν δυνάμεις που ήλεγχαν το διεθνές σύστημα ασφαλείας στην περιοχή και πείσθηκαν ότι το νέο κράτος δεν θα αποτελούσε σοβαρή απειλή κατά του συστήματος ασφαλείας». Και συνεχίζει, εντοπίζοντας και άλλους παράγοντες, οι οποίοι επιβοήθησαν τις μεγάλες δυνάμεις της εποχής να λάβουν αυτή την από- φαση: η διεθνής κοινή γνώμη, τα δικά τους συμφέροντα, στα οποία περιλαμβανόταν και η ειρήνευση της περιοχής, το ότι την εξουσία της επανάστασης είχαν αναλάβει τα συντηρητικά στοιχεία και όχι τα ριζοσπαστικά, η διαβεβαίωση των επαναστα- τών προς τις μεγάλες δυνάμεις, ότι η επανάσταση στρεφόταν «εναντίον σφετεριστού του ελληνικού θρόνου, με τον οποίον μάλιστα οι Έλληνες δεν είχαν συνομολογήσει συνθήκη υποταγής» και η αναζήτηση και η τελική αποδοχή ηγεμόνα, προερχόμενου από τους βασιλικούς Οίκους της Ευρώπης. Ι. Κολιόπουλος, Δυτικά της Εδέμ, Θεσσα- λονίκη, Επίκεντρο, 2010, σελ. 156. Για τα συμβατικά κείμενα, βάσει των οποίων επετεύχθη, σταδιακά η πλήρης ανεξαρτησία, βλ. Θανάσης Χρήστου, ό.π.

55. Α. Δεσποτόπουλος, «Οι ενέργειες του Καποδίστρια…», ό. π., σελ. 535-542. V. G. Filatov, ό. π., pp. 50-51.

56. Στο ίδιο, όπου αναφέρεται πως η σχέση, που ανέπτυξε ο Καποδίστριας με τον Λεοπόλδο, μέσω της αλληλογραφίας τους, δεν ήταν διόλου αρεστή στον Νικόλαο τον Α΄. Ο Νέσσελροντ, γράφοντας στον Καποδίστρια, στις 20 Ιουνίου/2 Ιουλίου 1830, εξέφραζε τη λύπη του για «την τυφλότητα» της Εθνοσυνέλευσης των Ελλήνων, ως προς το Πρωτόκολλο της 3ης Φεβρουαρίου. Θεώρησε πως αυτό το γεγονός είχε οδηγήσει τον Λεοπόλδο στη μη αποδοχή του θρόνου της Ελλάδας. V. G. Filatov, ό.π., σελ. 51. Βλ. και Α. Δεσποτόπουλος, «Η αναγνώριση ανεξάρτητου Ελληνικού κράτους», και του ίδιου, «Οι εξελίξεις του Ελληνικού ζητήματος στο διπλωματικό πεδίο ύστερα από τα Πρωτόκολλα της 3ης Φεβρουαρίου 1830» , ΙΕΕ, Τ.ΙΒ΄, ό.π., σελ. 535-542.

57. Θανάσης Χρήστου, ό.π., σελ. 213.

58. ΑΕΠ, Αι Εθνικαί Συνελεύσεις, Τ. Β΄, ό. π., σελ. 653-654.

59. Θ. Χρήστου, ό.π., σελ. 197.

60. Χ. Ροζάκης, «Η Ελλάδα στο διεθνή χώρο», στο Ελληνισμός. Ελληνικότητα, Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1983, σελ. 91-119, στη σελ. 95.

61. Ε. Πρωτοψάλτης, Πολιτική Ιστορία, Τ. Β΄,…ό. π., σελ. 101-113. Παύλος Πετρί- δης, «Η εξωτερική πολιτική του κυβερνήτη και η συμβολή του στην κατοχύρωση της εθνικής ανεξαρτησίας, 1828-1831», στο Ο Ιωάννης Καποδίστριας και η συγκρό- τηση του Ελληνικού Κράτους, Θεσσαλονίκη, 1983, ό. π., σελ. 81-94, 93. D. Dakin, ό. π., σελ. 102-103. Δημήτριος Λουλές, «Η δολοφονία του Ι. Καποδίστρια και η Ρωσία», στο Μνήμων, τ. 10ος, Αθήνα, Εταιρεία Μελέτης Νέου Ελληνισμού, 1985, σελ.77-95.

62. Ο χαρακτηρισμός «αγύρτης μάλλον ή διπλωμάτης» ανήκει στην αυστριακή αστυνομία. Γ. Τενεκίδης, «Η πορεία…», ό. π., σελ. 36, υποσ. 1, όπου στη συγκεκριμένη σελ. και το πρώτο παράθεμα, το οποίο αποδίδει τον χαρακτηρισμό του Καπο- δίστρια από τον Αλ. Δεσποτόπουλο.

63. Γ. Τενεκίδης, «Η πορεία…», ό. π., σελ. 37, υποσ. 4. Ο Λουλές, υποστηρίζει πως η δολοφονία του Κυβερνήτη ήταν «ξενοκίνητη». Βλ. Δημήτριος Λουλές, «Κατευθύνσεις και προοπτικές της οικονομικής πολιτικής του Ι. Καποδίστρια, 1828-1831», στο Ο Ιωάννης Καποδίστριας και η συγκρότηση του Ελληνικού Κράτους, ό.π., σελ. 138 και παραπέμπει στην Αλληλογραφία του Καποδίστρια, έκδοση 1942, σελ. 278-279.

64. H. Kissinger, Διπλωματία…, ό.π., σελ. 93, 90 για τα παραθέματα.

65. Π. Πετρίδης, Η Ευρωπαϊκή…, 1988, ό. π., σελ. 100, 122-123, R. A. Carrié, ό. π., p.23. Η άποψη του Carrié είναι πως «The Quadruple Alliance, the arrangements of the Congress of Vienna, and the second Treaty of Paris among them constituted the instruments that would govern the subsequent relations of the European states». Ο Ακαδη- μαϊκός Εμμαννουήλ Ρούκουνας υποστηρίζει πως «Το διευρυνθέν [μετά τη συμμετοχή της Γαλλίας, το 1818] Διευθυντήριον των μεγάλων δυνάμεων θα αποκληθή Ευρωπα- ϊκή ‘Συναυλία’». Ε. Ρούκουνας, ό. π., σελ. 42.

66. Για τη θέση αυτή βλ, μεταξύ άλλων και Μ. Λάσκαρις, Το Ανατολικόν… ό.π., σελ.71.

67. Κυρίως για το παράθεμα βλ. Π. Πετρίδης, «Η εξωτερική πολιτική του κυβερνήτη και η συμβολή του στην κατοχύρωση της εθνικής ανεξαρτησίας, 1828-1831», στο Ο Ιωάννης Καποδίστριας και η συγκρότηση του Ελληνικού Κράτους, ό. π., σελ. 89-90.

Πηγή : Δ ι η μ ε ρ ί δ α Διεθνείς Σχέσεις, Ιστορία και Εξωτερική Πολιτική της Ελλάδος, στην εποχή του Κυβερνήτου Ιωάννη Καποδίστρια