froyta

Μιὰ ἡμέρα φθινοπωρινή, ὁ Τάσος μὲ τὸ Θύμιο κατέβηκαν στὸν κάμπο. ᾽Εκεῖ ἦταν τὸ περιβόλι καὶ τ’ ἀμπέλι τοῦ θείου τους.

Τὰ δένδρα καταφορτωμένα ἐλύγιζαν ἀπὸ ὀπωρικά. Περισσότερος ὁ καρπὸς καὶ λιγώτερα τὰ φύλλα.

Ὁ θεῖος ἦταν ἐκείνη τὴν ὥρα μὲ τὸν Κοσμᾶ, τὸν μανάβη, ποὺ εἶχεν ἔλθει ν᾽ἀγοράσῃ σταφύλια. Ἐδέχθηκε τοὺς  ἀνεψιοὺς μὲ χαρά.

- Ἐλᾶτε, παιδιά μου. Σκαρφαλῶστε στὰ δένδρα καὶ φᾶτε. Ἀχλάδια, μῆλα, δαμάσκηνα. Ἔχομε ἀπ᾽ ὅλα. Ὅ,τι θέλει ἡ ψυχή σας.

Ὁ Τάσος ἐτράβηξε σὲ μιὰ φουντωτὴ μηλιά. Ἔτρωγε καὶ δὲν ἐχόρταινε. Εὐωδίαζαν ἐκεῖνοι οἱ καρποί. Τί γλύκα! Τί  νοστιμάδα!

Ὁ Θύμιος ἐπροτίμησε μιὰ δαμασκηνιά. Εἶχε κι ἕνα καλαθάκι καὶ ἐμάζευε. Ἕνα στὸ καλάθι, ἄλλο στὸ στόμα.

‘Ο θεῖος ἐχαιρόταν μὲ τὴν ὄρεξι, ποὺ εἶχαν τὰ παιδιά.

Ὅταν κατέβηκαν ἀπὸ τὰ δένδρα, τοὺς ἔδωσε ἀπὸ ἕνα καλάθι κι ἀπὸ ἕνα μαχαίρι καὶ τὰ ἐπῆγε στὸ ἀμπέλι. Οἱ  κληματόβεργες ἐλυγοῦσαν. Σαββατιανά, ροδῖτες, μοσχᾶτα, ὅλα γλυκύτατα. Οἱ ρῶγες χονδρὲς σὰν κορόμηλα.

- Εὐλογημένος καρπός, είπεν ὁ θεῖος. Τρία πράγματα εὐλόγησεν ὁ Θεός: τὸν σῖτον, τὸν οἶνον καὶ τὸ ἔλαιον.

Τὴν ὥρα, ποὺ ἔλεγαν αὐτά, λίγο πιὸ πέρα, μιὰ γριούλα, ἡ κυρὰ Ξενιά, ἐκουβέντιαζε. Τὰ εἶχε βάλει μὲ τὰ σπουργίτια. Ἑκουβέντιαζε μαζί των, σὰν νὰ εἶχε μπροστά της ἀνθρώπους.

- Καλέ, δὲν πᾶτε στὶς συκές; Τί ἔρχεσθε καὶ τρῶτε τὰ δικά μου τὰ σῦκα, ποὺ ἡλιάζω;

Ἡ καημένη εἶχεν ἁπλωμένα μερικὰ σῦκα στὶς καλαμωτὲς καὶ τὰ σπουργίτια τῆς τὰ ἔτρωγαν.

- Τὸ μερίδιό των παίρνουν, κυρὰ - Ξενιά μου, τῆς ἐφώναξε γελῶντας ὁ θεῖος. Τὰ ἡμεροδούλια των. Μᾶς καθαρίζουν τὰ δένδρα ἀπὸ τὰ ζουζούνια καὶ τὶς κάμπιες. Γιὰ πληρωμὴ δὲν πρέπει νὰ τὰ ἀφήνωμε νὰ τρώγουν;

Τὴν ὥρα ἐκείνη τὰ παιδιὰ ἄρχισαν νὰ τραγουδοῦν ἕνα τραγούδι γιὰ τὰ σπουργίτια.

Ὕστερα προχώρησαν στ’ ἀμπέλι. Τὰ παιδιὰ μὲ τὰ καλάθια καὶ μὲ τὰ μαχαίρια ἄρχισαν νὰ κόβουν.

- Ροδῖτες πιὸ πολλούς, παιδιά, νὰ κόβετε, Αὐτοὶ εἶναι πιὸ ὥριμοι, εἶπεν ὁ θεῖος. Οἱ φράουλες καὶ οἱ σιδερῖτες ἀκόμα  βαστοῦν, δὲν ὡρίμασαν καλά.

Ὅπως ἔκοβαν, φρούτ! ἐπετοῦσαν ἀπὸ τὶς ρίζες τσίχλες καὶ σπουργίτια. Κάπου-κάπου ἐξετρύπωνε καὶ κανένας  κότσυφας.

- Βόσκουν, τὰ καημένα, ἔλεγεν ὁ θεῖος. Ἄς εἶναι καρπὸς καὶ ἂς τρώγουν κι αὐτά.

Σὲ λίγο τὸ μάζεμμα τῶν σταφυλιῶν ἐτελείωσε. Οἱ κόφες ἐγέμισαν καὶ ἐζυγίσθηκαν. Ὁ Τάσος καὶ ὁ Θύμιος ἔκαμαν τὸ λογαριασμό. Ὁ Κοσμᾶς, ὁ μανάβης, ἐπλήρωσε καὶ ἐφόρτωσε.

- Σὲ καλὴ μεριὰ τὰ χρήματα, κύρ - Χρῖστο, εἶπεν, ὅταν ἔφευγε.

- Κι ἐσὺ καλὰ κέρδη, ἦταν ἡ ἀπάντησι τοῦ Θείου.

Κοντὰ στὸ ἀμπέλι τοῦ θείου, κάτω ἀπὸ ἕνα πλατάνι, ἔβγαινε νερὸ δροσερό. Ὁ Θύμιος μὲ τὸν Τάσο ἐδίψασαν κι ἐπῆγαν να πιοῦν.

- Παιδιά, προσοχή, Ἐκεῖ πηγαίνουν πολλὲς μέλισσες. Νὰ μὴ τὶς πειράξετε. Θὰ σᾶς ριχθοῦν, εἶπεν ὁ θεῖος.

Αὐτὸ τοὺς τὸ εἶπε, γιατὶ ὁ Θύμιος συχνὰ τὶς ἐπείραζε. Ὅταν ἔβλεπε μέλισσες, ἐννοοῦσε σώνει καὶ καλὰ νὰ τὶς κυνηγᾷ.

paidia ampeli

Πηγή  : Αναγνωστικό Β' Δημοτικού 1963