paidia gefyraki

Μέσα σὲ μιὰν αὐλὴ παίζουν τρία παιδιά. Ἡ μητέρα τους, φτωχὴ γυναικούλα, τὰ κοιτάζει καὶ στενάζει κάθε τόσο. Πῶς θὰ τὰ μεγαλώση τὰ τρία τ’ ἀγὸρια της; Ὁ ἄντρας της ἔχει πεθάνει καὶ πρέπει νὰ παλέψη μονάχη της. Μὰ καὶ τί δουλειὲς μπορεῖ νὰ βρῆ στὸ χωριό; Κάνει θελήματα, ξενοπλένει, σκοτώνεται, μὰ δὲν τὰ βγάζει πέρα. Εἶναι παιδιὰ καὶ θέλουν νὰ φᾶνε. Νά κιόλας ὁ μεγάλος, ὁ Γιαννάκης, ποὺ τῆς φωνάζει:

- Μάνα, πεινοῦμε, δῶσε μας ψωμάκι.

Ἐκείνη σηκώνεται καὶ πάει καὶ φέρνει ὅσο ψωμὶ ἀπόμεινε ἀπὸ τὸ μεσημέρι. Τὸ κόβει στὰ τρία καὶ τοὺς τὸ δίνει.

- Πᾶμε στὸ γεφυράκι νὰ παίξωμε! λέει ὁ Μῆτσος, ποὺ ἦταν ὁ μικρὸτερος ἀπὸ τοὺς τρεῖς.

- Πᾶμε, λένε τ’ ἄλλα δυό.

- Σὰν ἔφτασαν στὸ γεφυράκι, κάθισαν λίγο γιὰ νὰ φᾶνε τὸ ψωμί τους. Ἀπὸ κάτω ἔτρεχε ἕνα μικρὸ ποταμάκι. Δυὸ τρία παπιὰ βγήκανε ἀπὸ τὸ νερὸ κι ἔψαχναν ἐδῶ κι ἐκεῖ, γιὰ νὰ βροῦν λίγη τροφή, κανένα σκουληκάκι ἢ τίποτ’ ἄλλο.

Ὁ Γιαννάκης ἔκοψε λίγο ἀπ’ τὸ ψωμί του καὶ τοὺς τὸ ἔδωσε ψίχουλο ψίχουλο. ᾽Εκεῖνα τὸφαγαν μονομιᾶς κι ὕστερα ζυγώνοντας περισσότερο τὸν κοίταζαν στὰ μάτια λαίμαργα καὶ περίμεναν. Ἐκεῖνος κατάλαβε, πὼς πεινοῦσαν πολὺ καὶ τοὺς
ἔδωσε ἀκόμη κάμποσο.

Ἔ, Γιαννάκη, τί κάνεις, πάει τὸ ψωμί σου, τοῦ φώναξε σὲ λίγο ὁ Πάνος. Δὲν πεινᾶς ἐσύ;

- Πεινῶ, μὰ κι αὐτὰ πεινοῦν. Δῶστε τους καὶ σεῖς λιγάκι.

- Ἐγὼ τόφαγα κιόλας, εἶπε ὁ Πάνος, καταβροχθίζοντας καὶ τὸ τελευταῖο κομμάτι του.

Ὁ Μῆτσος ἄρχισε κι αὐτὸς νὰ τὸ τρώη γρήγορα γρήγορα σὰ νὰ φοβὸταν μὴ τοῦ τὸ πάρουν.

Ὁ Γιαννάκης ὅμως ἕνα ἔτρωγε καὶ δυὸ ἔριχνε στὰ πουλιά. Σὲ λίγο δὲν τοῦ ἔμεινε πιὰ τίποτε.

- Πᾶμε, παιδιά, στὸ σπίτι, τοὺς εἶπε. Θὰ μᾶς περιμένη ἡ μητέρα.

- Καὶ τί θὰ φᾶς τώρα; τοῦ λέει σὲ λίγο ὁ Πάνος.

- Ἄλλο ψωμάκι δὲν ἔχει ἡ μητέρα, τοῦ λέει κι ὁ Μῆτσος.

- Ἄ! δὲ βαριέσαι! Τί θὰ πάθω κι ἂν μείνω νηστικὸς ἕνα βράδυ!

Φαινόταν τόσο εὐχαριστημένος!

Τ’ ἀδέρφια του, σὰν ντροπιασμένα, δὲν τοῦ εἶπαν τίποτ’ ἄλλο. Βουβάθηκαν.

Ὥσπου νὰ πᾶνε στὸ σπίτι,ἦρθε τὸ βράδυ καὶ τὰ παιδιά, σὰν ἔφτασαν ἐκεῖ, ἔπεσαν νὰ κοιμηθοῦν.

Ὁ Γιαννάκης κοιμήθηκε νηστικὸς. Μὰ τί μ’ αὐτό; ῎Εκαμε εὐτυχισμένα τὰ πουλιὰ με τὸ ψωμάκι του.

Κι εἶναι τόσο ὡραῖο νὰ δίνης στοὺς ἄλλους, ἐκεῖνο ποὺ σοῦ λείπει ἐσένα!

Πηγή  : Αναγνωστικό Β' Δημοτικού 1948