tzitzikas

Ἅμα ἐτελείωσεν ὁ Ἁνδρέας, μίλησεν ἡ Φωτούλα. Αὐτὴ εἶχε ἕνα μικρὸ κουτάκι στὸ χέρι της, Τὸ ἐφύλαγε κλεισμένο,

- Τί ἔχεις νὰ μᾶς δείξης αὐτοῦ, Φωτούλα; ἐζήτησαν νὰ μάθουν τὰ παιδιά.

- Ἕνα τζιτζικάκι, ἀπαντᾷ τὸ κορίτσι, Τὸ ἐφύλαξα γιὰ τὸ σχολικό μας μουσεῖο. Νά πῶς τὸ ἔπιασα: Ἐπηγαίναμε μιὰ ἡμέρα μὲ τὴν γιαγιὰ στὴν ἐξοχή. Γιὰ νὰ ξεκουρασθοῦμε, ἐκαθίσαμε κάτω ἀπὸ ἕνα φουντωτὸ πλατάνι. Ἐπάνω εἴχαμε μουσική.

- Ἄκου, Φωτούλα, αὐτὸ τὸ κοτσύφι ! Ἄκου κι ἐκεῖνες τὶς καρδερῖνες ! μοῦ εἶπεν ἡ γιαγιά.

Ἐγὼ τῆς ἀποκρίθηκα: - Πολὺ θὰ ἤθελα, γιαγιά μου, νὰ ἐγινόμουν κι ἐγὼ πουλάκι. Νὰ ἐπετοῦσα ἀπὸ κλαρὶ σὲ κλαρὶ καὶ νὰ κελαδοῦσα σὰν αὐτὸ τὸ κοτσύφι.

- Κι ἂν ἐγινόσουν πουλί, τότε τί ἐγγονούλα θὰ εἶχα; Δὲν θὰ ἐλυπόσουν, ποὺ θὰ μ’ ἄφηνες μονάχη; μοῦ εἶπεν ὴ γιαγιὰ παραπονεμένα.

Τὴν ὥρα ἐκείνη τάκ! μ’ ἐκτύπησε κάτι στὰ μαλλιά. Ἧταν αὐτὸς ὁ τζίτζικας. Τὸν ἐπῆρα καὶ ἦταν πεθαμένος.

- Πεθαμένος! εἶπαν τὰ παιδιά.

- Ναί! ἀποκρίθηκε ἡ Φωτούλα. Πεθαμένος. Ἡ γιαγιὰ μοῦ εἶπε, πὼς κάποιο πουλάκι τὸν ἐκτύπησε. ῎Ηθελε νὰ τὸν πιάσῃ μὲ τὴν μύτη του, γιὰ νὰ τὸν φάῃ, καὶ τὸν ἐσκότωσε.

Τὰ παιδιὰ ἐκοίταξαν μὲ προσοχὴ τὸν καημένο τὸν τζίτζικα. Ὁ δύστυχος εἶχε μιὰ τρυπίτσα λίγο πιὸ κάτω ἀπὸ τὸ κεφάλι. Ἐσηκώθηκαν τότε ὅλα καὶ τὸν ἐπῆγαν στὸ σχολικὸ μουσεῖο. Ἐπάνω στὸ κουτάκι ἔβαλαν μιὰ καρφίτσα, ποὺ ἔγραφε: Δῶρο τῆς Φωτούλας γιὰ τὸ σχολικό μας μουσεῖο.

Πηγή: ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟ Β' Δημοτικού 1963