ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΘ. ΧΩΡΑΣ δ.Θ.
τ. Δ/ντὴς Yπ. Παιδείας

Η ΠΡΟΝΟΙΑ ΠΡΟΑΣΤΕΙΟ ΤΟΥ ΝΑΥΠΛΙΟΥ

Εἰσαγωγικά. Ἡ Πρόνοια, προάστειο τοῦ Ναυπλίου, εἶναι ἔργο τῆς δημογραφικῆς – οἰκιστικῆς πολιτικῆς τοῦ Ἰω. Καποδίστρια καὶ τῆς ἰδιαίτερης μέριμνας του γιὰ τὴν ἀποκατάσταση τῶν προσφύγων. Εἶναι ὅμως γνωστὴ ἡ Πρόνοια, ὄχι βέβαια ὡς τοπωνύμιο ἀλλὰ ὡς κατοικημένος τόπος, ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους χρόνους. Στὸ σύντομο χρονικό, ποῦ ἀκολουθεῖ, παραθέτουμε ἱστορικὰ στοιχεῖα ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους καὶ τοὺς νεώτερους χρόνους. Λεπτομερέστερα ὅμως ἐνδιατρίβουμε σὲ θέματα οἰκιστικά, σχολικὰ καὶ ἐκκλησιαστικὰ τῆς Προνοίας, ὅπως προκύπτουν ἀπὸ ἔγγραφα τῶν Γενικῶν Ἀρχείων τοῦ Κράτους (Γ.Α.Κ.) μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1825-1832. Τὰ δεδομένα αὐτὰ παρουσιάζουμε σὲ συσχετισμὸ μὲ εἰδήσεις ἀπὸ τὰ ἀπομνημονεύματα περιηγητῶν καὶ μὲ ὅσα γράφονται γιὰ τὸ Ναύπλιον καὶ τὴν γειτονικὴ Πρόνοια ἀπὸ νεωτέρους ἱστορικούς.

Η ΠΡΟΝΟΙΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΜΕΧΡΙ ΤΟΥΣ ΝΕΩΤΕΡΟΥΣ ΧΡΟΝΟΥΣ

Ἀπὸ τὶς ἀρχαιολογικὲς ἀνασκαφὲς προκύπτει ὅτι τὰ ἀνατολικὰ ὑψήπεδα τῆς Προνοίας, ὁ λόφος τῆς Εὐαγγελίστριας, ἀλλὰ καὶ δεξιώτερα οἱ πλαγιὲς πρὸς τὸ Παλαμῆδι καὶ ἀριστερὰ τὰ χαμηλώτερα ὑψώματα καὶ οἱ ἐκεῖ μαλακοὶ βράχοι, ὅλος αὐτὸς ὁ χῶρος εἶναι νεκροταφειακός, ἀφιερωμένος στὴν μνήμη τῶν νεκρῶν. Βρέθηκαν ἐκεῖ θαλαμοειδεῖς τάφοι, θολωτοὶ καὶ φυσικὰ κοιλώματα βράχων, τὰ λεγόμενα «λαγούμια», ποὺ συνιστοῦν τὸ γνωστὸ πλέον νεκροταφεῖο τῆς Εὐαγγελίστριας ἀπὸ τοὺς μυκηναϊκοὺς μέχρι καὶ τοὺς νεωτέρους χρόνους. Ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν νεολιθικὴ καὶ τὴν προϊστορικὴ ἐποχὴ ἔχουμε τάφους καὶ εὑρήματα, ποὺ μαρτυροῦν τὴν συνέχεια ζωῆς στο Ναύπλιο καὶ τὴν γύρω περιοχή. Ὑποστηρίζεται ὅτι ὁ λόφος τῆς Εὐαγγελίστριας, ἡ νοτιώτερη κατωφέρεια πρὸς τὴν Πρόνοια καὶ τὰ γύρω ὑψήπεδα (τὰ Ρωσσικά, οἱ Ἅγιοι Πάντες, τὰ Βαβαρικὰ) συνιστοῦ ἐκτεταμένο νεκροταφειακὸ τόπο τῆς εὐρύτερης Ναυπλιακὴς περιοχῆς, ἴσως καὶ τῆς Τύρινθας. Ἡ κατάσταση αὐτὴ συνεχίζεται μέχρι καὶ στοὺς νεωτέρους χρόνους1.

Στον ἰσόπεδο χῶρο τῆς σημερινῆς Προνοίας εἶχαν τὶς ἐγκαταστάσεις καὶ τὴν μονίμη κατοικία τους ἐργατικοὶ ντόπιοι καὶ ἐμπορευόμενοι ξένοι, ἐνῶ τὸ Ναύπλιον ἀσφαλισμένο μὲ ἰσχυρὰ τείχη καὶ ἀργότερα μὲ τὰ συστηματικὰ ὀχυρωματικὰ ἔργα τῶν Βενετῶν, περιορισμένες μόνο δυνατότητες ἐποικισμοῦ2 του προσέφερε στὸν στενὸ χῶρο τῆς παλαιᾶς πόλης, μεταξὺ τοῦ βράχου τῆς Ἀκροναυπλίας καὶ τῆς θάλασσας, κάτω ἀπὸ τὴν ἐπιβλητικὴ σκιὰ τοῦ Παλαμηδιοῦ. Ἔπασχε μάλιστα τὸ Ναύπλιον κατὰ καιροὺς ἀπὸ πανώλη καὶ ἄλλες ἐπιδημίες3, ποῦ ἐξωθοῦσαν τοὺς κατοίκους του «ἔξω τῶν τειχῶν» στην παρακειμένη Πρόνοια γιὰ καθαρότερο ἀέρα. Καὶ ὅταν τελευταῖα ἔριξαν τὰ ξακουστὰ τείχη τοῦ Ναυπλίου καὶ τὴν περίφημη «Πόρτα τῆς Στεριᾶς», τὸ ἔκαναν, ὅπως ἔλεγαν τότε: «γιὰ νὰ ἀναπνεύση ἡ πόλη».

Ἐκεῖ λοιπὸν «ἔξω τῶν τειχῶν» τοῦ Ναυπλίου πρὸς τὴν Πρόνοιαν ἔχομε τὰ πανδοχεῖα, τὰ χάνια τῆς Τουρκοκρατίας, ὅπου μερικοὶ περιηγητὲς γράφουν ὅτι ἔβλεπαν ἐκεῖ γιὰ πρώτη φορὰ καμῆλες καὶ ἄλλα ἱπποζύγια τῆς Ἀνατολῆς4. Καὶ ἦσαν τὰ ὑποτυπώδη αὐτὰ χάνια ἢ ὅπως γράφει ἄλλος περιηγητὴς «caravanserails» ὑποχρεωτικὸς καὶ μοναδικὸς τόπος διανυκτέρευσης γιὰ ὅποιο ταξιδιώτη ἔμενε ἀναγκαστικὰ ἐκτὸς τῆς πόλεως, ὅταν δὲν προλαμβάνε ἀνοικτὴ τὴν Πύλη τῆς Στεριᾶς, ποῦ πάνω ἀπὸ τὴν ἀσφαλιστικὴ τάφρο ἔκλινε ὁριστικὰ μὲ τὴν δύση τοῦ ἡλίου5.

Ἔξω τοῦ Ναυπλίου μερικὲς κατοικίες, κυρίως ἐργατικῶν, καὶ ὑποστατικὰ Ναυπλιωτῶν, σχημάτιζαν, ὅπως σημειώνουν οἱ περιηγητὲς, χωρὶς νὰ ὀνοματίζουν τὸ «faubourg». Τὸ προάστειο αὐτὸ τοῦ Ναυπλίου ἐπὶ Καποδίστρια ἐκαθαρίσθη, ἐρυμοτομήθη, ἐποικίσθη, ἐκαλλωπίσθη, ἀνάλογα βέβαια μὲ τὶς δυνατότητες τῆς ἐποχῆς ἐκείνης καὶ τελικὰ ὀνομάσθηκε Πρόνοια, ὅπως θὰ ἐξηγήσουμε κατωτέρω.

Οἱ λίγοι λοιπὸν κάτοικοι τοῦ μικροῦ αὐτοῦ συνοικισμοῦ πρὸ τοῦ Ναυπλίου πρὸς τὰ ἀνατολικά, μεταξὺ τοῦ λόφου τῆς Εὐαγγελίστριας καὶ τοῦ Παλαμηδιοῦ, κατὰ τὸν Ἰούλιο τοῦ 1686, ὅταν ὁ Morosini ἀποβιβάστηκε στὸ Τολὸ μὲ ἀντικειμενικὸ στόχο τὸ τουρκοκρατούμενο Ναύπλιο, ποὺ κυρίεψε στὶς 20 Αὐγούστου 1686, ἐγκατέλειψαν τότε τὶς μικρὲς κατοικίες τους καὶ κατέφυγαν στὸ Θερμήσι τῆς Ἑρμιονίδος, ὅπου καὶ παρέμειναν6. Τὴν θέση τους κατὰ τὴν Ἑνετοκρατία (1686-1715) κατέλαβαν ἀπόστρατοι μισθοφόροι τῆς Γαληνότατης Δημοκρατίας, ποὺ μερίμνησε γιὰ τὴν ἐκεῖ ἐγκατάσταση τους. Ἀπὸ τότε, κατὰ τὸν Μηλιαράκη, τὸ προάστειο τοῦ Ναυπλίου ὀνομάστηκε Πρόνοια, γιὰ τὴν κρατικὴ πρόνοια ποῦ λήφθηκε γιὰ ὄφελος τῶν βετεράνων στρατιωτικῶν7.

Κατὰ τὴν δεύτερη Τουρκοκρατία στὸ Ναύπλιον (1715-1821), οἱ κάτοικοι τοῦ προαστείου αὐτοῦ λιγόστεψαν μέχρις ἐρημώσεως του. Τότε ἀπεμακρύνθησαν ἀπὸ ἐκεῖ καὶ οἱ ἐμπορευόμενοι Εὐρωπαῖοι8.

Ὁ Pouqueville, περιηγητὴς τῆς περιοχῆς κατὰ τὸ 1816, δεν δίνει καμιὰ πληροφορία γιὰ τὸ προάστειο τοῦ Ναυπλίου, οὔτε ἄλλο στοιχεῖο στοὺς συστηματικοὺς του πίνακες, ποὺ ἀναφέρονται στὸν πληθυσμὸ καὶ τὰ προϊόντα χωριῶν καὶ συνοικισμῶν τῆς Ναυπλίας9. Πάντως τὸ λιμάνι τοῦ Ναυπλίου καὶ ἡ πρὸς τὸ Ἄργος καὶ τὴν Πρόνοια περιοχὴ παρουσιάζουν πολὺ ὀλίγο εὐχάριστη θέα καὶ προξενοῦν ἀνάλογες ἐντυπώσεις σὲ περιηγητὲς τῶν τελευταίων χρόνων τῆς Τουρκοκρατίας10. Εἰκόνα ποῦ συνεχίζεται καὶ κατὰ τὰ πρῶτα χρόνια τῆς Ἐθνικῆς Παλιγγενεσίας11.

«Ὁ ἐλαιῶνας» τοῦ Ναυπλίου. Παλαιοτέρα ἡ πρὸ τοῦ Ναυπλίου περιοχὴ εἶχε δένδρα καὶ ὁ λεγόμενος ἐλαιῶνας τοῦ Ναυπλίου ἔφθανε μέχρι καὶ στοὺς βορειοανατολικοὺς πρόποδες τοῦ Παλαμηδιοῦ, ὅπου μέχρι σήμερα σώζωνται μεταξὺ Πρόνοιας καὶ Ἁγίας Μονῆς Ἀρείας γέρικα ἐλαιόδενδρα, ὅσα διέφυγαν τὴν καταστροφικὴ ἐπιδρομὴ τοῦ Ἰμπραὴμ στὴν Ἀργολίδα (1825). Τὰ ἀκριβῶς προηγούμενα χρόνια ὁ «ἐλαιὼν τοῦ Ναυπλίου» ἦταν πολὺ εὔρωστος, ὥστε οἱ «ἐπιστάται τῶν προσόδων τῆς Ἐπαρχίας Ναυπλίου παπᾶ-Θεοδόσιος Οἰκονόμου καὶ παπᾶ-Δημήτρης Κωστόπουλος» ἐζήτησαν, μὲ τὴν ἀπὸ 1 Δεκεμβρίου 1825 ἀναφορά τους πρὸς τὸ Ἐπαρχεῖο Ναυπλίου, νὰ λάβη τὰ ἀναγκαῖα μέτρα γιὰ τὴν διασφάλιση του, ἐπειδὴ «οἱ κάτοικοι ξυλεύονται ἐκεῖθεν, κόπτουν καὶ ἐλαίας»12.

Ἐπίσημος Γάλλος περιηγητὴς σὲ ἐπιστολή του ἀπὸ τὸ Ναύπλιο, στις Ἰουνίου 1830, παρατηρεῖ μὲ μελαγχολικὴ διάθεση: «Μερικὰ βήματα ἔξω ἀπὸ τὴν Πόρτα τῆς Στεριᾶς ἁπλώνεται ἕνα εἶδος πλατείας ἢ ἀκαθόριστη ἔκταση γῆς, ὅπου κατὰ τύχη φυτρώνουν μερικὰ δένδρα. Αὐτὸς εἶναι ὁ τόπος γιὰ δημόσιο περίπατο. Εἶχα διαβάσει στοὺς περιηγητὲς ὅτι οἱ γύρω ἀπὸ τὸ Ναύπλιο ἐξοχὲς καλύπτονταν ἀπὸ δένδρα μουριᾶς καὶ ἐληᾶς. Δὲν εἴδαμε ὅμως κανένα δένδρο. Οἱ στρατιῶτες τοῦ Ἰμπραὴμ κατέστρεψαν καὶ ἔκαυσαν τὰ πάντα. Δὲν μένει παρὰ ἡ χέρσος γῆ, ποῦ ὅμως φαίνεται νὰ εἶναι πολὺ ἔφορη. Ἀφοῦ διασχίσαμε ἑλώδη ἐδάφη καὶ ἀφοῦ προσπεράσαμε ἕνα ἄγονο βουνὸ (σημ. συγγρ.: ἐννοεῖ ἀσφαλῶς τὸν λόφο τοῦ Προφήτη Ἠλία), ποῦ βρίσκεται στὴν ἄκρη τῆς πεδιάδας, φθάσαμε στην Τύρινθα»13.

Ἠ ἀκαθόριστη πλατεῖα περιπάτου εἶναι ἡ μεταξὺ Ναυπλίου καὶ Προνοίας περιοχὴ ποῦ παραμένει καὶ σήμερα ἀκόμη κοινόχρηστος δημόσιος τόπος. Ἐδῶ ὁ Καποδίστριας πρόσθεσε, κάτω ἀκριβῶς ἀπὸ τοὺς βόρειους πρόποδες τοῦ Παλαμηδιοῦ μέσα σὲ στενόμακρο ἐκτεταμένο κῆπο, παράλληλο μὲ τὸν δημόσιο δρόμο ἀπὸ Ναυπλίου πρὸς Ἄργος, τὸ ἐκκλησάκι τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, γνωστὸ μέχρι σήμερα ὡς «τὸ ἀναπαυτήριον τοῦ Κυβερνήτου»14.

ΟΙ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ ΤΗΣ ΑΡΓΟΝΑΥΠΛΙΑΣ

Τὸ βράδυ τῆς 6 Ἰανουαρίου 1828 κατέπλευσε στο λιμάνι τοῦ Ναυπλίου ὁ Κυβερνήτης τοῦ ἐλεύθερου ἑλληνικοῦ κρατιδίου, ποὺ ἀκόμη δὲν εἶχε ἀναγνωριστῆ ἀπὸ τὴν διεθνὴ κοινωνία15.

Σὲ ποία ἄθλια κατάσταση εὑρῆκε ὁ Καποδίστριας τὴν πρώτη ἐκείνη ἐλεύθερη γωνία τῆς ἑλληνικῆς γῆς περιγράφει ὁ ἴδιος στὶς 7 Μαΐου 1828 σὲ ἐπιστολὴ του πρὸς τὸν πρίγκηπα Λίβεν τοῦ Λονδίνου: «ὁ ἄθλιος λοιπὸν οὗτος τόπος, τὸν ὁποῖον αἱ σύμμαχοι δυνάμεις ἐπιθυμοῦσι νὰ σώσωσι, κεῖται σήμερον ἀναμεταξὺ πανώλους, πείνης καὶ πολέμου· σκάφη δὲ ἀγγλικά, γαλλικά τε καὶ ρωσσικά, κάλλιστα καὶ μεγαλοπρεπέστατα, καταδικασμένα εἶναι νὰ ἀποθεωρῶσι τὸ δρᾶμα, ἠγκυρωμένα, τὰ μὲν δι' ἔνδειαν ἐντολῆς, τὰ δέ, μὴ ὀφείλοντα νὰ ἐνεργήσωσι μόνα, ἐξ οὗ μὲ τὸν καιρὸν ἤθελον μᾶς κάνει κακὸν μᾶλλον ἀντὶ καλὸν καὶ τὰ εὐχαριστῶ διὰ τὸν φρόνιμον τρόπον των»16.

Ὁ ἴδιος πάλιν γράφει ἀπὸ τὸν Πόρον, στὶς 12 Μαρτίου 1828, πρὸς τὸν στρατηγὸν Τσώρτς: «ὁ μὲν οὐρανὸς πάγκαλος ἀληθῶς, ἡ δε γῆ ὅμως στενάζει ἄγονος, ἀχθοφόρος σμήνους προσφύγουν καὶ ἐπαιτῶν. Καὶ ἐν Αἰγίνη δὲ καὶ ἐνταῦθα καὶ ἐν Ναυπλίω καὶ παντοῦ ὅπου ὑπῆγα, ηὐλίσθην χειρότερα παρὰ εἰς στρατόπεδον, μόλις εὑρὼν κλίνην ἐξ ἀποσκευῆς καὶ τράπεζαν εἰς γραφήν. Τὰ αὐτὰ πάσχουσι καὶ οἱ περὶ ἐμὲ ὀλίγοι, διὸ οὐδὲ τολμῶ νὰ προβάλω εἰς μίαν δέσποιναν νὰ ζητήση ἐν τῷ νῦν εἰς τὴν Ἑλλάδα ἀνάπαυσιν ἢ ἄλλην ἀπόλαυσιν» καὶ ἀποτρέπει στὴν συνέχεια τὸν στρατηγὸν νὰ προσκαλέση τὴν λαίδη Τσώρτς, ὅπως ἐσκέπτετο καὶ εἶχε ζητήση τὴν συνδρομὴ τοῦ Καποδίστρια γιὰ παραμονή της στην Ἑλλάδα17.

Κύριο αἴτιο τῆς ἐπιδημίας ἦταν ὁ συνωστισμός, ἡ ἔλλειψη καθαριότητος, οἱ πολλὲς ἄθλιες καλύβες, στὶς ὁποῖες ζοῦσαν ἑκατοντάδες οἰκογένειες μέσα καί ἔξω ἀπὸ τὰ τείχη τοῦ Ναυπλίου. Ἐκεῖ εἶχαν στηθῆ πρόχειρα παραπήγματα, «καλύβες», ὅπως τὰ ὀνόμαζαν τότε καὶ φαίνονται καθαρὰ στὶς γκραβοῦρες τῶν περιηγητῶν18. Ὅλα αὐτὰ στημένα χωρὶς προγμαμματισμό, χωρὶς ἔγκριση ἀπὸ καμιὰ Ἀρχή, σὲ δρόμους, γήπεδα, σὲ ἐρειπωμένα κονάκια καὶ αὐλές, σὲ ἐγκαταλελειμένες τουρκικὲς ἰδιοκτησίες, ποὺ συνολικὰ ὀνομάστηκαν «τὰ ἐθνικὰ κτήματα»19.

Ὁ συνωστιμὸς αὐτὸς δημιουργήθηκε ἀπὸ τὴν συγκέντρωση στὸ Ναύπλιον προσφύγων ἀπὸ ἄλλες ἀλύτρωτες ἀκόμη ἑλληνικὲς ἐπαρχίες, ἀπὸ τὴν Κρήτη, τὰ Ψαρὰ καὶ ἄλλα νησιά, ἀπὸ τὶς πόλεις τῆς Μικρασιατικὴς παραλίας.

Ἔτσι στο Ναύπλιον ὅπως καὶ στὸ Ἄργος, στὴν Αἴγινα, στὸν Πόρο, στὴν Μονεμβασία κ.ἄ. συναντάμε πρόσφυγες20 Ἕλληνες, ποὺ πρόχειρα ἐκεῖ ἐγκατεστημένοι ζητοῦν ἐπίμονα21 τὴν συνδρομὴ τῆς Πολιτείας. Οἱ πρόσφυγες αὐτοὶ εἶναι ἐπώνυμα γνωστοὶ ἢ φέρονται στὰ σχετικὰ ἔγγραφα συνολικὰ ὀνομαζόμενοι: Ρουμελιῶτες, Ἠπειρῶτες, Κρῆτες, Ψαριανοί, Σμυρνοὶ κ.ἄ. μὲ ἐκπροσώπους, μὲ ἐκλεγμένες Ἐπιτροπές τους, μὲ ἀρχηγοὺς ὁμάδων καὶ καπεταναίους, μὲ παραστατικὰ ἔγγραφα καὶ τὰ ὅμοια.

Στὴν περιοχὴ τοῦ Ναυπλίου ἐγκαταστάθηκαν πολλοὶ Σμυρνοὶ πρόσφυγες, Κρῆτες, Ψαριανοὶ καὶ ἀγωνιστὲς Ρουμελιῶτες, καὶ Ἠπειρῶτες. Ἀπὸ ἀναφορὲς αἰτημάτων τους πρὸς τὴν Διοίκηση, γνωρίζουμε γιὰ τὸν ἀριθμὸ καὶ τὰ ὀνόματα τῶν πρώτων ἐκείνων οἰκιστῶν τῆς Πρόνοιας22.

ΤΑ «ΚΡΗΤΙΚΑ» ΤΗΣ ΠΡΟΝΟΙΑΣ

Εἰδικώτερα οἱ Κρητικοὶ πρόσφυγες κατέλαβαν τὸ βορειότερο μέρος τοῦ προαστείου τοῦ Ναυπλίου καὶ σχημάτισαν τὸ πυκνοκατοικημένο «Κρητικὸ μαχαλᾶ» ἢ ὅπως λέγεται ἀκόμη καὶ σήμερα «τὰ Κρητικὰ» σπίτια. Οἱ Κρῆτες ἔφθασαν στὴν Ἀργοναυπλία ἀπὸ τὰ μέσα Μαρτίου 1823, μετὰ τὴν ἀτυχὴ ἐκστρατεία στὴν Κρήτη, στὴν ὁποία ἐβοήθησαν καὶ οἱ μέχρι τότε ἐγκατεστημένοι στὴν Πελοπόννησο Κρῆτες23. Σημαντικὸς ἀριθμὸς Κρητῶν ἐγκαταστάθηκε στο Ἄργος, ὅπου μὲ παραστάσεις τους πρὸς τὸ Βουλευτικὸ Σῶμα ἐπέτυχαν τὴν ἰκανοποίηση τῶν αἰτημάτων τους (στεγαστικό, σιτηρέσιο, συμμετοχή τους στὰ Κοινά)24.

Στο Ναύπλιο οἱ Κρῆτες ἔφθασαν σποραδικὰ καθόλη τὴν διάρκεια τοῦ Ἀγῶνος (1821-1827), ἡ ὁμαδικὴ ὅμως ἄφιξή τους γίνεται τὴν ἄνοιξη τοῦ 1830. Μετὰ τὴν ὑπογραφὴ τοῦ Πρωτοκόλλου τοῦ Λονδίνου οἱ Κρῆτες δὲν συμπεριλήφτηκαν στὰ ἀναγνωρισθέντα τότε ὅρια τοῦ μικροῦ νεοελληνικοῦ κρατιδίου, καίτοι εἴχαν σκληρὰ πολεμήσει γιὰ τὴν ἐλευθερία τους. Ἔτσι ἡ Κρήτη παρέμεινε δούλη καὶ παρεχωρήθη γιὰ μιὰ δεκαετία ἀπὸ τὸν Σουλτᾶνο στον γειτονικὸ Μωχάμετ Ἄλη πασᾶ τῆς Αἰγύπτου. Οἱ Κρῆτες τότε καταθορυβημένοι ἀπεφάσισαν νὰ καταφύγουν στὴν ἐλεύθερη Πελοπόννησο καὶ θὰ ἀφελληνίζετο ἡ μεγαλόνησος, ἐὰν δὲν ἐλαμβάνοντο ἀνασταλτικὰ μέτρα καὶ ἀπὸ τὸν Καποδίστρια καὶ ἀπὸ τὸν τουρκοαιγυπτιακὸ στόλο, ποῦ εἶχε ἀποκλείσει τὰ λιμάνια καὶ ἐπιτηροῦσε συστηματικὰ τὰ βόρεια παράλια τῆς Κρήτης. Μεγάλες ὅμως ὁμάδες Κρητῶν καὶ μὲ τὴν διευκόλυνση σπετσιωτικῶν πλοίων ζήτησαν καταφύγιο στην ἐλεύθερη Ἑλλάδα. Σύμφωνα μὲ γραπτὴ μαρτυρία «600 ψυχαὶ τῶν ὁποίων 14/15 εἶναι γυναῖκες καὶ παιδιὰ ἦλθον εἰς Ναύπλιον. Ὅλοι οὖτοι δυστυχοῦν εἰς τὸν ἔσχατον βαθμὸν»25.

Οἱ Κρῆτες αὐτοὶ ἐγκαταστάθηκαν τελικὰ στην περιοχὴ «Εὐαγγελίστρια» τῆς Προνοίας καὶ εἶναι σύγχρονοι στὴν Ἀργολίδα μὲ τοὺς συμπατριῶτες τους τοῦ Τολοῦ. Οἱ Προνοιῶτες Κρῆτες ἐπικαλοῦνται σὲ ἀναφορὲς τους τὴν μαρτυρία καὶ τὴν συμπαράσταση τοῦ Γεωργίου Σακόρραφου26, κοινοῦ προστάτη καὶ ἡγέτη τῶν δύο αὐτῶν Κρητικῶν συνοικισμῶν στὴν Ναυπλιακὴ γῆ.

Η «ΠΡΟΝΟΙΑ» ΤΟΥ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ

Ἡ ἀποκατάσταση τῶν προσφύγων καὶ ἰδιαίτερα τῶν Κρητῶν ὀφείλεται στο ἀνύστακτο ἐνδιαφέρον τοῦ Καποδίστρια καὶ εἶχε διπλὸ σκοπό: νὰ ἀραιώση τὸν συνωστισμένο στο Ναύπλιο πληθυσμὸ καὶ νὰ ἀποκαταστήση ὅσους ζοῦσαν σὲ ὑποτυπώδη παραπήγματα.

Ὁ Καποδίστριας ἀπὸ τὴν τρίτη ἑβδομάδα τῆς ἐγκαταστάσεως του στο Ναύπλιον ζήτησε ἀπὸ τοὺς ἐκεῖ δημογέροντες κατάλογο τῶν προσφύγων. Στὴν συνέχεια ζήτησε κατάλογο μὲ τὰ ὀνόματα ἐκείνων ποῦ ζοῦσαν σὲ καλύβες καὶ ἔκαμε συστηματικές27 ἐνέργειες γιὰ τὴν ἀποκατάστασή τους. Μετέφερε ἀρχικὰ τὶς ἄστεγες οἰκογένειες στὴν Ἄρεια, ὅπου ἔγινε ἡ προσωρινὴ παραμονή τους. Παράλληλα ἀνέθεσε στοὺς Ν. Μαυρομάτη καὶ Στ. Βούλγαρη τὴν ἐκλογὴ τόπου ὑγιεινοῦ, κατάλληλου γιὰ μόνιμη ἐγκατάσταση τῶν προσφύγων καὶ ἐζήτησε τὸν προϋπολογισμὸ τῆς σχετικῆς δαπάνης28. Στις 17 Ἀπριλίου 1828 ὁ Καποδίστριας δίνει ὁδηγίες πρὸς τὸν διοικητὴ Ναυπλίου, Νικόλαο Καλλέργη, γιὰ τὴν ἐφαρμογὴ τῶν ἀποφάσεων του: Ὁ συνοικισμὸς τῶν προσφύγων θὰ γίνη στο προάστειο τοῦ Ναυπλίου σύμφωνα μὲ τὸ σχέδιο τῆς περιοχῆς ποῦ χάραξε ὁ Στ. Βούλγαρης. Ἐκεῖ διέτασε ὁ Καποδίστριας «νὰ μεταβιβάσετε πρῶτον τάς ἐν μέσῃ τῇ πόλει πτωχοτέρας καὶ ἀστεγωτέρας τῶν οἰκογενειῶν, καθαιροῦντες ἀμέσως τὰς καλύβας τῶν, ἵνα ἀρχίση τῆς πόλεως ὁ ὑγιασμος, ἔπειτα καὶ τὰς λοιπὰς ἕως οὖ καὶ αἱ προβολαὶ τοῦ ἄστεος παντάπασιν ἐκκαθαρισθῶσι. Καλείσθω δὲ τὸ ὄνομα τοῦ νέου χωρίου, Πρόνοια». Πρὸς τοὺς νέους αὐτοὺς κατοίκους τοῦ προαστείου τοῦ Ναυπλίου, κατὰ τὸ αὐτὸ ἔγγραφο τοῦ Καποδίστρια, «θὰ παραχωρηθῶσι καὶ παρακείμεναι γαῖαι, οὖσαι τοῦ δημοσίου βέβαια ἵνα ἀποζῶσι... καὶ μικρὰ προκαταβολὴ εἰς προαγωγὴν τοῦ γαιωπονικοῦ ἔργου»29.

Ὁ Καποδίστριας ἐπέβλεψε ὁ ἴδιος στὴν πιστὴ ἐφαρμογὴ τῶν ἀνωτέρω ἀποφάσεων του, ἀνάμεσα μάλιστα στὰ σωζόμενα τελευταῖα ἔγγραφά του εἶναι καὶ ἐκεῖνα ποὺ ἀναφέρονται στὸ προάστειο τῆς Προνοίας καὶ στὴν εὔρυθμη οἰκιστικὴ καὶ πολιτιστική της ἀνάπτυξη30. Δύο χρόνια ἔπειτα ἀπὸ τὴν ἐγκατάσταση τῶν προσφύγων ὁ Καποδίστριας ἔγραφε μὲ ἰκανοποίηση γιὰ τὸ προάστειο, στὸ ὁποῖο ὁ ἴδιος ἔδωσε ἰδιαίτερη πρόνοια καὶ τὸ ὁμώνυμο ὄνομα: «Τὸ Ναύπλιον ἀνακαθαίρεται ἀπὸ τὰ συντρίμματα καὶ καθ' ἑκάστην μᾶλλον μετασχηματίζεται εἰς ὄντως πόλιν. Αἱ δὲ καλύβαι, τάς ὁποίας εἶχα κατασκευάσει ἔξω πρὸ δύο ἐτῶν, ἐκλείπουσι, καὶ ἀντ' αὐτῶν ἐγείρονται οἶκοι μεγάλοι καὶ εὐπρεπεῖς, συστήσαντες τὸ προαστεῖον, τὴν Πρόνοιαν»31. Τὴν ἴδιαν ἀκριβῶς εἰκόνα τῆς Προνοίας δίδουν οἱ ξένοι περιηγητὲς τῆς περιοχῆς κατὰ τὰ χρόνια ἐκεῖνα τῆς ἐθνικῆς ἀνασυγκροτήσεως32. Πράγματι ἡ Πρόνοια ὅπως καὶ τὸ Ναύπλιον ὅσο καιρὸ τουλάχιστον παρέμεινε ἡ πρώτη πρωτεύουσα τῆς Ἑλλάδος ἔγινε πόλος ἕλξεως τῶν Ἑλλήνων.

ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΕΚΕΙΝΩΝ ΠΡΟΝΟΙΩΤΩΝ

Ἡ δυνατότητα ἐγκατάστασης τῶν προσφύγων στὴν Πρόνοια ἔλυε τὸ θέμα τῆς ἀπομακρύνσεώς τους ἀπὸ τὶς καλύβες, τὸν συνωστισμὸ καὶ τὶς μολυσματικὲς ἐστίες, ποῦ μοιραία εἶχαν δημιουργηθῆ μέσα καὶ ἔξω ἀπὸ τὰ τείχη τοῦ Ναυπλίου, ἐδημιούργησε ὅμως σειρὰ νέων προβλημάτων, ποῦ αὐτόματα προκύπτουν γιὰ κάθε ὀργανωμένο συνοικισμὸ ἀνθρωπίνης κοινωνίας. Ἦσαν δὲ τὰ βασικὰ αὐτὰ προβλήματα: οἰκιστικά, σχολικά, ἐκκλησιαστικά.

Τὰ οἰκιστικά. Ἡ περιοχὴ τῆς Προνοίας ἔμεινε, μετὰ τὴν παράδοση τοῦ Ναυπλίου καὶ τὴν ἀποχώρηση τῶν Τούρκων (1822), στὰ χέρια τῶν νικητῶν καὶ ὡς ἀδιαφιλονίκητη ἐχαρακτηρίσθη «ἐθνικὴ γῆ» ἢ «ἐθνικὸς τόπος», ποὺ περιῆλθε στὸ Ἑλληνικὸ Δημόσιο. Γιὰ τὰ «ἐθνικὰ κτήματα» ἐπεκράτησε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἡ δημοσιονομικὴ ἄποψη ὅτι ἀποτελοῦν «γῆν τῶν προγόνων ὅλων τῶν Ἑλλήνων», δηλαδὴ ἐθνικὴ ἰδιοκτησία. Γι' αὐτὸ καὶ ἀποκλείσθηκε ἡ πρόταση γιὰ ἀποδεύσμευση τῆς γῆς καὶ ἐλεύθερη αὐτῆς διανομή. Ἐπετράπη ὅμως μόνον ἡ μερικὴ ἐκποίηση ἐθνικῶν κτημάτων33 μετὰ ἀπὸ συγκατάθεση τῆς Βουλῆς τῶν Ἑλλήνων (τοῦ Βουλευτικοῦ) γιὰ ἀντιμετώπιση ἐθνικῶν ἀναγκῶν. Τέτοιες ἀνάγκες παρουσιάστηκαν πολλές, κυρίως κατὰ τὰ κρίσιμα χρόνια τοῦ Ἱεροῦ Ἀγῶνος 1825-1826, κατὰ τὰ ὁποῖα τὸ Ἐθνικὸ Ταμεῖο ἦταν τελείως κενό, τὰ ἀποθέματα τῶν ἐξωτερικῶν καὶ ἐσωτερικῶν δανείων ἑξαντλημένα καὶ ἡ δεινὴ ἀχρηματία ἐνδημικὸ κοινωνικὸ φαινόμενο.

Ἡ ἐπιτακτικὴ ἀνάγκη ἀποκαταστάσεως τῶν προσφύγων τὸ συντομώτερο δυνατὸ ἐπέβαλε, ὅπως εἴπαμε ἀνωτέρω, τὴν παραχώρηση τοῦ ἐθνικοῦ τόπου τῆς Πρόνοιας, ποῦ κρίθηκε ὑγιεινὸς καὶ κατάλληλος γιὰ τὸν ἐπιδιωκόμενο σκοπό.

Στὶς 25 Μαρτίου 1830 ὁ Κυβερνήτης τῆς Ἑλλάδος, Ἰωάννης Καποδίστριας, ὑπέγραψε «μετὰ γνώμην τῆς Γερουσίας» τὸ ΙΓ' (Ἀριθ. 1007) Ψήφισμα «περὶ ἐκποιήσεως τῶν φθαρτῶν ἐθνικῶν κτημάτων» μὲ σκοπό, ὅπως ἀναφέρεται στὸ σκεπτικὸ τοῦ ψηφίσματος αὐτοῦ, «νὰ προμηθεύσωμεν οἰκίας εἰς τοὺς πολίτας τῆς Ἑλλάδος καὶ κατ' ἐξοχὴν εἰς τοὺς ἀπόρους καὶ νὰ τοὺς εὐκολύνωμεν εἰς τὴν ἀγορὰν αὐτῶν». Βασικὴ διατάξη τοῦ ψηφίσματος ἦσαν ἡ δυνατότητα πώλησης ἐθνικῶν κτημάτων διὰ πλειοδοτικῆς δημοπρασίας μὲ δικαίωμα πιστώσεως καὶ ἐξόφληση τῶν ἀγοραζομένων ἀκινήτων σὲ προθεσμία ὀκτὼ ἐτῶν34.

Μὲ αὐτὴ τὴν νομικὴ θεωρητικὴ προϋπόθεση ἐπετράπη ὁ ἐποικισμὸς τῆς Προνοίας. Στὴ πράξη ὅμως προέκυψε τὸ ἑξῆς μωσαϊκὸ παρατυπιῶν, παραλήψεων καὶ παρανόμων πράξεων, μετὰ τὴν ἐγκατάσταση τῶν προσφύγων. Γενικῶς ὅλοι προέβαλαν ἀδυναμία πληρωμῆς τῆς ὀφειλῆς τους. Μεταξὺ αὐτῶν ἄλλοι εἴχαν καταβάλει τὶς πρῶτες δόσεις, ἀλλὰ ὤφειλαν ἀκόμη στο Δημόσιο Ταμεῖο. Ἄλλοι ἦσαν ὀφειλέτες γιὰ ὅλο τὸ χρηματικὸ ποσὸ τῆς ἀξίας τοῦ οἰκοπέδου. Ἄλλοι εἶχαν ἐγκατασταθῆ χωρὶς καμιὰ ἄδεια, ἄτυπα ἢ αὐθαίρετα. Μιὰ ἅλλη κατηγορία «τῶν εὐπόρων», κατέλαβαν οἰκόπεδα στὴν Πρόνοια γιὰ ἐπένδυση τῶν χρημάτων τους καὶ ἐκμετάλλευση. Αὐτοὶ ἔβλεπαν μακριά. Ἠξεραν ὅτι ὑπῆρχε οἰκιστικὸ πρόβλημα καὶ συνωστισμὸς στο Ναύπλιον συνεχῶς αὐξανόμενος. Ἐζήτησαν λοιπὸν νὰ ἐπωφεληθοῦν ἀπὸ τὴν μεγάλη ζήτηση κατοικίας. Σημαντικὸς ἦταν ὁ ἀριθμὸς τῶν ἀπόρων, γιὰ τοὺς ὁποίους δεν ὑπῆρχε δυνατότητα οὔτε ἐλπίδα ἐξοφλήσεως τῆς ὀφειλῆς τους πρὸς τὸ Δημόσιο. Πολλοὶ μάλιστα ἄποροι συνέχισαν νὰ μένουν σὲ καλύβες, τὶς ὁποῖες ἁπλῶς μετέφεραν στὰ οἰκόπεδα τῆς Προνοίας, χωρὶς δυνατότητα νὰ στήσουν οὔτε παράπηγμα καλλίτερο οὔτε οἰκοδομή.

Πάγιο πάντως αἴτημα τῶν προσφύγων ὅλων τῶν ἀνωτέρω κατηγοριῶν ἦταν νὰ ἀναγνωρισθῆ ἀπὸ τὴν Κυβέρνηση ὅτι «ὅσας οἰκοδομὰς κάμωσιν ἀνήκουν εἰς αὐτοὺς καὶ ἠμποροῦν νὰ διαθέσωσι περὶ αὐτῶν ὅπως θέλουσι»35.

Ὁ Καποδίστριας, ποὺ ἀντιμετώπιζε ἐπιτακτικὸ τὸ προσφυγικὸ πρόβλημα στὸ σύνολό του καὶ γιὰ ἄλλες περιοχὲς τῆς ἐλεύθερης Ἑλλάδος, ἐστάθμισε εἰδικώτερα τὴν δημιουργηθεῖσα στὸ Ναύπλιο πραγματικὴ κατάσταση καὶ ἐξέδωσε εἰδικὰ γιὰ τὴν Πρόνοια, στις 3 Ἰουνίου 1831, τὸ ΚΣΤ' Ψήφισμα (ἀριθ. 3769) «περὶ παραχωρήσεως τῶν ἐν Προνοία τοῦ Ναυπλίου οἰκοδομηθεισῶν οἰκιῶν, ἐργαστηρίων κ.λ.π.»36.

Τὸ νέο αὐτὸ νομοθέτημα πρῶτον, ἀναγνωρίζει τὴν ἰδιοκτησία σὲ ὅσους ἔκτισαν «οἰκίας, ἐργαστήρια ἢ ὁποιοδήποτε ἄλλο κτίριον κατὰ τὸ προαστεῖον τῆς Προνοίας». Δεύτερον, ἀπαιτεῖ τὴν ἐξόφληση σὲ τρεῖς τριμηνιαῖες δόσεις «τῆς χρηματικῆς ποσότητας τῆς ἐκτιμηθείσης γῆς τῶν οἰκοδομῶν αὐτῶν». Τρίτον, ἑξαιρεῖ τῆς ὑποχρεώσεως αὐτῆς «τοὺς ἀποδεδιωγμένους ἀπόρους καὶ ἐνδεεῖς, ἔχοντας καλύβας καὶ δὲν θέλουν ὑπόκεισθαι εἰς οὐδεμίαν πληρωμὴν ἐνόσω κατοικοῦν εἰς αὐτάς». Τέταρτον, ἐπιβαλεῖ τὴν ὑποχρεωτικὴ ἀγορὰ διὰ δημοπρασίας σὲ «ὅσους τῶν πολιτῶν θελήσουν ἐφεξῆς νὰ οἰκοδομήσουν εἰς τε τὴν Πρόνοιαν καὶ εἰς τὰ πέριξ. Οἱ τοιοῦτοι θέλουν ἀγοράζει τὸ ἐπὶ τούτου οἰκόπεδον ἐπὶ δημοπρασίας κατὰ τὸ ΙΓ' Ψήφισμα»37. Δηλαδὴ σύμφωνα μὲ τὴν βασικὴ προϋπόθεση, ποῦ ἔθεσε τὸ ΙΓ' Ψήφισμα, γιὰ τὴν ἐκποίηση ἐθνικῶν κτημάτων ἀνεξαίρετα σὲ ὅλη τὴν Ἐπικράτεια τῆς Ἑλλάδος.

Δηλαδὴ μὲ τὸ νέο αὐτὸ εἰδικῶς γιὰ τὴν Πρόνοια Ψήφισμα ζητήθηκε ἡ ρύθμιση τῶν ἐκκρεμοτήτων καὶ ἡ περιστολὴ τῶν καταχρήσεων ἀπὸ τοὺς «εὐποροῦντες», «ὅσους ὠκοδόμησαν ἐπὶ σκοπῷ νὰ ὠφεληθοῦν, ἐνῷ ἀπολαύουν τάς ἐκ τῶν οἰκοδομῶν των ὠφελείας, εἶναι δίκαιον καὶ ν' ἀποδώσουν τὸ ἐθνικὸν δικαίωμα τῆς γῆς, καὶ τοῦτο διὰ νὰ χρησιμεύση εἰς τὸν καλλωπισμὸν τῆς πόλεως καὶ αὐτοῦ τοῦ προαστείου»38.

Κατὰ τὴν αὐτὴ μὲ τὸ ἀνωτέρω σκεπτικὸ τοῦ Ψηφίσματος τοῦ Καποδίστρια λογικὴ ἐπεδίωξαν οἱ ΙΙρονοιῶτες καὶ ἐπέτυχον τὴν διοχέτευση τῶν ὀφειλῶν τους πρὸς τὸ Δημόσιο σὲ ἔργα κοινωφελῆ καὶ ἐξωραϊστικά, ἀποκλειστικὰ γιὰ τὴν Πρόνοια.

ΤΑ ΣΧΟΛΙΚΑ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΠΡΟΝΟΙΑΣ

Συγκεκριμένα, ἐνῶ ἐκρεμοῦσε ἡ ἐφαρμογὴ τῶν διατάξεων τοῦ ΚΣΤ' Ψηφίσματος καὶ παρέμενε ἡ ὀφειλὴ ἀποπληρωμῆς τῶν οἰκοπέδων, οἱ Προνοιῶτες διετύπωσαν τρία αἰτήματα: Πρῶτον, τὴν ἄδεια νὰ ἀνεγείρουν στὴν Πρόνοια Ναὸ καὶ Σχολεῖο. Δεύτερον, τὰ χρεωστούμενα ἀπὸ τὸν καθένα χρήματα γιὰ τὴν ἐξόφληση τῆς τιμῆς τοῦ οἰκοπέδου του «ἐπὶ τοῦ ὁποίου ἔκτισαν» νὰ συγκεντρωθοῦν ἀπὸ τὴν ἐννεαμελῆ Ἐπιτροπή, ποὺ εἶχαν ἤδη ἐκλέξει οἱ ἐνδιαφερόμενοι Προνοιῶτες. Τὰ χρήματα αὐτὰ νὰ διατεθοῦν γιὰ τὴν οἰκοδομὴ Ἐκκλησίας καὶ Σχολείου στὴν Πρόνοια. Νὰ δοθοῦν ἀπὸ τὴν Γραμματεία τῆς Οἰκονομίας στὴν Ἐπιτροπὴ τὰ ἔγγραφα ἰδιοκτησίας καὶ «τὸ δικαίωμα νὰ τὰ διανέμη εἰς ἕνα ἕκαστον, ὅταν γίνεται ἡ πληρωμὴ»39. Τρίτον αἴτημα τῶν Προνοιωτῶν, τὸν Δεκέμβριον τοῦ 1833, ἦταν «νὰ προσφέρη ἡ Κυβέρνησις» (γιὰ τὸν ἀνωτέρω σκοπὸ) «χίλια δίστηλα, ὅσα καὶ ὁ μακαρίτης ὁ Κυβερνήτης». Ἀπὸ ἀλληλογραφία τοῦ Καποδίστρια μὲ τὸν Ἔπαρχο Ναυπλίου, πρὸ διετίας (Δεκέμβριος 1830), γνωρίζουμε τὴν ὑπόσχεσή του αὐτή40. Τώρα οἱ Προνοιῶτες, μετὰ τὴν δολοφονία τοῦ Καποδίστρια (27 Σεπτεμβρίου 1831), ζητοῦν ἀπὸ τὸν ἀδελφό του Αὐγουστῖνο Καποδίστρια καὶ τὰ ἄλλα δύο μέλη τῆς Κυβερνητικῆς Ἐπιτροπῆς τὴν ἐκπλήρωση τῆς ὑποσχέσεως τοῦ μακαρίτη.

Τελικὰ τὸ τελευταῖο αὐτὸ αἴτημα δὲν ἔγινε δεκτό, καὶ «διὰ τὴν ἀπορίαν τοῦ Δημοσίου Ταμείου» καὶ γιατὶ ὑπολογίστηκε «ὅτι τὰ συναχθησόμενα χρήματα θέλουν ἐπαρκέσει εἰς τὴν οἰκοδομὴν τοῦ Ναοῦ καὶ τοῦ Σχολείου».

Τὸ δεύτερο αἴτημα ἐνεκρίθη μὲ μικρὲς τροποποιήσεις: Τὸ Ὑπουργεῖο Παιδείας καὶ τὸ Ὑπουργεῖο Οἰκονομικῶν νὰ διορίσουν Ταμία, στὸν ὁποῖο θὰ παραδίδονται τὰ χρήματα ἀπὸ τὶς δόσεις τοῦ ὀφειλόμενου ἀπὸ τὸν καθένα οἰκοπέδου του. Ἀπὸ τὸ Ὑπ. Οἰκονομίας θὰ δοθῆ στὴν Ἐπιτροπὴ τῶν πολιτῶν ὁ κατάλογος μέ τὶς διατιμήσεις τῶν οἰκοπέδων. Ἡ Ἐπιτροπὴ θὰ παραπέμπει πρὸς τὸν ταμία μὲ τὴν ἔνδειξη «λάβετε ἀπὸ τὸν δεῖνα ........... φοίνικας ............... τὴν τιμὴν τοῦ ὑπεράνου ἐδάφους» (δηλαδὴ οἰκοπέδου του). « Ό δὲ ταμίας λαμβάνων τὰ χρήματα νὰ σημειῆ τὴν περιλαβὴν καὶ τὸ γραμμάτιον τοῦτο νὰ διευθύνεται πρὸς τὴν Γραμματείαν τῶν Ἐκκλησιαστικῶν καὶ τῆς Δημοσίου Ἐκπαιδεύσεως, ἥτις θέλει τὸ διευθύνει πρὸς τὴν τῆς Οἰκονομίας καὶ τότε νὰ ἐκδίδεται τὸ τῆς ἰδιοκτησίας ἔγγραφον»41.

Μὲ τὶς ἀλληλοεπικαλυπτόμενες πολύπλοκες αὐτὲς ἐνέργειες, χαρακτηριστικὲς ἄλλωστε γιὰ τὴν συγκεντρωτικότητα τῆς πρώτης ἐκείνης κρατικῆς μηχανῆς, ζητήθηκε νὰ ἑξασφαλισθῆ καὶ ἡ συμμετοχὴ τῆς Ἐπιτροπῆς τῶν πολιτῶν τῆς Προνοίας, ἀλλὰ καὶ ἡ νομιμότητα τῆς συναλλαγῆς γιὰ «νὰ προληφθῆ πᾶσα κατάχρησις». Εὑρέθη δὲ τότε ὅτι συνολικὰ τὸ χρέος τῶν Προνοιωτῶν πρὸς τὸ Δημόσιο Ταμεῖο ἔφθανε «τοὺς φοίνικες 33 χιλιάδες ἑξακουσίους ἐβδομήντα πέντε καὶ λεπτὰ δεκαεπτά, ὅλη ἡ ποσότης τῶν χρεωστουμένων (33.675,17)». Ἀπὸ τὸ ποσὸ αὐτὸ ἕνα μέρος δὲν προβλέπονταν ὅτι θὰ συναχθῆ, γιατὶ ἡ ἀνωτέρω ρύθμιση ἑξαιροῦσε, σύμφωνα μὲ τὴν νομοθεσία ποὺ προαναφέραμε, τοὺς ἀπόρους. Ἐζητήθη μάλιστα ἀπὸ τὴν συσταθεῖσα Ἐπιτροπὴ διακανονισμοὺ «νὰ παρουσιάση κατάλογον τῶν ἀπόρων καὶ ἐνδεῶν, ὅσοι δὲν δύνανται νὰ πληρώσωσι». Ἀπὸ τὸν πολυσέλιδο κατάλογο τῶν ὀφειλετῶν γνωρίζουμε ἀκριβῶς καὶ κατὰ κατηγορία τὰ ὀνόματα42 τῶν πρώτων ἐκείνων οἰκιστῶν τῆς Προνοίας, προσφύγων καὶ μή. Δὲν εὐρήκαμε περισσότερα στοιχεῖα γιὰ τὴν παρακολούθηση τῆς ἐφαρμογῆς τῶν ἀποφασισθέντων. Γεγονὸς πάντως εἶναι ὅτι ἡ περιγραφεῖσα ρύθμιση, ποὺ προτάθηκε μὲ κοινὸ ἔγγραφο τοῦ Ὑπουργοῦ Παιδείας, Ρίζου Ἰακωβάκη καὶ Οἰκονομικῶν, Ἀλέξανδρου Μαυροκορδάτου, ἐγκρίθηκε μὲ τὶς ἰδιόχειρες ὑπογραφὲς μελῶν τῆς Διοικητικῆς Ἐπιτροπῆς, ποῦ συνιστοῦσε τὴν ἀνώτατη ἐκτελεστικὴ ἐξουσία κατὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη τοῦ ἐσωτερικοῦ διχασμού, καὶ τῆς οἰκονομικῆς κρίσεως, ποῦ πέρασε ἡ χώρα, κατὰ τὰ μετακαποδιστριακὰ ἐκεῖνα χρόνια (1831-1833)43.

Εἶναι ἐπίσης ἀπὸ πολλὲς πλευρὲς γνωστὸ ὅτι ἡ οἰκοδομήσιμη περιοχὴ τῆς Προνοίας βρέθηκε ἀπὸ «τὴν καταμέτρησιν καὶ τὴν ἐκτίμησιν τοῦ ἐδάφους, τῶν ἐργαστηρίων καὶ τῶν ὀσπιτίων, ὅσα εἰς τὸ προαστεῖον Πρόνοια ἐκτίσθησαν» ὅτι ἀνέρχεται «εἰς πήχεις τετραγωνικοὺς 60.000 περίπου καὶ ἡ ἐκτίμησις εἰς φ(οίνικας) 37.500 περίπου, ὁ δὲ ὅρος τῆς ἐκτιμήσεως ἀνέρχεται ἀπὸ λεπτὰ δέκα τὸν πῆχυν καὶ προχωρεῖ ἕως τοὺς φ(οίνικας) 1.80 καὶ τὰ οἰκοδομήματα ἀριθμοῦνται 565». Ὁ Καποδίστριας μὲ τὸ ἔγγραφο του τῆς 23 Σεπτεμβρίου 1831, ἕνα ἀπὸ τὰ τελευταῖα πρὸ τῆς δολοφονίας τοῦ ἔγγραφα, ἔκανε δεκτὸ τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἐκτιμήσεως αὐτῆς καὶ ἐζήτησε τὴν ἐπίσπευση τῆς ἐφαρμογῆς της. Δηλαδὴ τὴν συλλογὴ τῶν χρημάτων διὰ τῆς καταβολῆς τῶν καθυστερημένων δόσεων, ὥστε νὰ πραγματοποιηθῆ τὸ εἰδικὸ περὶ Προνοίας ψήφισμα του, «καθ' ὅλην τὴν ἔκτασιν»44.

Δὲν εἴχαμε σκοπὸ ἀλλὰ οὔτε καὶ τὸν χρόνο γιὰ νὰ διευκρινήσουμε τὴν διαφορὰ ποὺ θὰ παρατηρήση ὁ ἀναγνώστης στὰ ἀμέσως προηγούμενα ὡς πρὸς τὸ συνολικὸ ποσὸ σὲ φοίνικες τῆς τιμῆς τῶν οἰκοπέδων τῆς Προνοίας, ὅπως παραδίδεται ἀπὸ διαφορετικὰ ἔγγραφα τῶν Γ.Α.Κ. Οὔτε ἐγκύψαμε περισσότερο στὴν ἀξιοποίηση τῶν δεδομένων αὐτῶν, σὲ συσχετισμὸ μὲ τὰ στοιχεῖα τῶν ἀστέγων κατὰ τὸ ΚΣΤ' ψήφισμα, μὲ τοὺς μακροὺς καταλόγους ὀνομάτων, μὲ τὴν ἰδιότητα, τὸ γένος τῶν προσφύγων τῆς Προνοίας, τὸν τόπο καταγωγῆς, τὶς διαστάσεις καὶ τὴν ἀξία κάθε οἰκοπέδου45. Ἐπισημαίνουμε ὅμως ὅλα αὐτὰ γιατὶ εἶναι ἀσφαλῶς χρήσιμα δεδομένα γιὰ τοὺς ἀσχολούμενους μὲ θέματα ἱστορίας τῆς οἰκονομίας καὶ τῆς στατιστικῆς, χρήσιμα ἀκόμη γιὰ τὸ κόστος τῆς ζωῆς τῆς καποδιστριακῆς καὶ μετακαποδιστριακῆς περιόδου στο Ναύπλιον, ποῦ ἦταν τότε κέντρο κάθε προσπάθειας γιὰ διοικητική, οἰκονομική, κοινωνική, πολιτιστικὴ ἀνασυγκρότηση τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπικρατείας.

ΤΟ ΑΛΛΗΛΟΔΙΔΑΚΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΤΗΣ ΠΡΟΝΟΙΑΣ

Μέρος τῶν φοινίκων ποὺ εἰσεπράχθησαν ἀπὸ τοὺς κατόχους οἰκοπέδων τῆς Προνοίας διατέθηκε γιὰ τὸ σχολεῖο καὶ τὴν ἐκκλησία τοῦ προαστείου. Εἶναι γνωστὸ ὅτι ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ὑψώθηκε στὴν Πρόνοια ἡ ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ τὸ κτίριο τοῦ Ἀλληλοδακτικοῦ Σχολείου46. Κυδωνεῖς καὶ Σμυρναῖοι πρόσφυγες, ποὺ ὅπως εἴπαμε ἀνωτέρω διέμενον στὴν Ἀργοναυπλία καὶ πρὸ ἀκόμη τῆς εἰσβολῆς τοῦ Δράμαλη (1821) εἶναι προφανῶς οἱ εἰσηγητὲς τῆς ἀλληλοδιδακτικῆς μεθόδου διδασκαλίας, ποῦ τότε ἦταν πολὺ τοῦ συρμοῦ καὶ ἡ περισσότερο προτιμωμένη ἀπὸ διδάσκοντες καὶ διδασκομένους47.

Οἱ ἐκκλησίες τῆς Προνοίας. Ὅπως γίνεται φανερὸ ἀπὸ τὰ προηγούμενα ὅλη ἡ ἀνωτέρω διαδικασία καὶ οἱ συνδυασμοί, σχετικὰ μὲ τὴν ἐξόφληση «τοῦ ἐθνικοῦ τόπου» τῆς Προνοίας, στόχο εἶχαν τὴν συγκέντρωση χρημάτων γιὰ τὸ κτίσιμο ἐκκλησίας καὶ σχολείου. Γι' αὐτό, παράλληλα μὲ τὶς ἀνωτέρω συνενοήσεις καὶ πρὶν ἀπὸ τὶς ρυθμίσεις τῶν Ψηφισμάτων τοῦ Καποδίστρια, οἱ Προνοιῶτες ἐζήτησαν εἰδικὸ οἰκόπεδο ἀλλὰ καὶ σχέδιο καὶ ἄδεια γιὰ τὴν ἀνέγερση ναοῦ, στο κέντρο τῆς Προνοίας.

Μέχρι τότε οἱ Προνοιῶτες ἦταν ἐνορῖτες στὴν ἐκκλησία τῶν Ἁγίων Πάντων, ἀνατολικὰ τῆς Προνοίας, ἐκεῖ ὅπου τὸ 1840-1841 ἐσμιλεύθη σὲ βραχώδη λόφο, μὲ ἐντολὴ τοῦ Λουδοβίκου τῆς Βαβαρίας, πατέρα τοῦ Ὄθωνα, πρώτου βασιληᾶ τῆς Νεώτερης Ἑλλάδος «ὁ κοιμώμενος λέων τῶν Βαβαρῶν», πρὸς τιμὴν τῶν Βαβαρῶν στρατιωτῶν ἐκείνων, ποὺ τὸ 1833-1834 πέθαναν κατὰ δεκάδες στο Ναύπλιο ἀπὸ ἐπιδημία τύφου. Οἱ ἄτυχοι αὐτοὶ σύνοδοι τοῦ νεαροῦ βασιληὰ Ὄθωνα ἐτάφησαν ἄλλοι μὲν βορειοανατολικὰ τῆς Εὐαγγελίστριας, ὅπου σήμερα ἡ τοποθεσία «τὰ βαβαρικὰ μνήματα» καὶ ἄλλοι στὸ παραδοσιακὸ νεκροταφεῖο τῶν Ναυπλιωτῶν, κάτω ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Πάντες48.

Ἐκεῖ, σὲ φυσικὴ σπηλιὰ τοῦ πελωρίου βράχου, εἶχε προσαρμοσθῆ ὑποτυπώδης ναὸς πρὸς τιμὴν τῶν Ἁγίων Πάντων, ἔτσι παραλλαγμένος, ὥστε νὰ μὴ ἐρεθίζη τὸ θρησκευτικὸ φανατισμὸ τῶν κατακτητῶν. «Σπηλαιώδεις» ἢ καὶ «χωστοὺς» ναοὺς συναντοῦμε ἀπὸ τῆς Τουρκοκρατίας καὶ σὲ ἄλλα μέρη τῆς Ἀργολίδας49 καὶ αἰτία τῆς ἰδιότυπης αὐτῆς κατασκευῆς τους, εἶναι αὐτὴ ποῦ ἀναφέραμε.

Ἐδῶ λοιπὸν στὸ ναύδριο τῶν Ἁγίων Πάντων γίνονταν ὁ ἐκκλησιασμὸς τῶν χριστιανῶν τοῦ Ναυπλίου καὶ ἐκείνων ποῦ ζοῦσαν ἔξω ἀπὸ τὰ τείχη. Μέσα στὸ «κάστρο τ' Ἀναπλιοῦ» εἶχαν ἀπαγορευθῆ κατὰ τὴν Β' Τουρκοκρατία οἱ ἱεροπραξίες καὶ οἱ χριστιανικὲς ἐκκλησίες εἶχαν μετατραπῆ σὲ τζαμιὰ ἢ ἀποθῆκες50. Ὁ ἐκκλησιασμὸς πάντως τῶν Προνοιωτῶν στην ἐκκλησία τῶν Ἁγίων Πάντων ἦταν πραγματικὰ προβληματικός. Ἡ ἐκκλησία, μακρυὰ ἀπὸ τὰ σπίτια τους, ἦταν ἀπόμερη καὶ ἡ προσέγγισή της, μὲ ἀνηφορικὸ δρόμο καὶ πολλὰ σκαλιὰ ἀπαιτοῦσε αὐξημένη προσπάθεια ἀπὸ τοὺς ἠλικιωμένους ἐνορίτες. Θύμιζε Τουρκοκρατία. Ἦταν στενὴ καὶ χαμηλὴ καὶ εἶχε γιὰ ὀροφή, ὅπως καὶ σήμερα, τὸν ἀκατέργαστο φυσικὸ βράχο.

Ἔτσι τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1830 ἡ Δημογεροντία τοῦ Ναυπλίου ἔθεσε τὸ ζήτημα γραπτῶς: «ὅτι οἱ πολῖται ἐπιθυμοῦν νὰ ἐγείρουν ναὸν εἰς τὸ προάστειον Πρόνοια, ἐπειδὴ ἡ ἐκκλησία τῶν Ἁγίων Πάντων εἶναι παλαιοτάτη καὶ μικρὰ ὡς πρὸς τὸ ἐκεῖ πλῆθος»51. Στὴν συνέχεια ὁ Διοικητὴς τῶν Ἐπαρχιῶν Ναυπλίου, Ἄργους καὶ Κάτω Ναχαγιέ, Κωνσταντῖνος Ἀξιώτης, διερμηνεύοντας «τὴν πρότασιν ταύτην τῶν ἐπιτρόπων τοῦ κατὰ τὴν Πρόνοιαν ναοῦ τῶν Ἁγίων Πάντων καὶ τῶν ἐκεῖ χριστιανῶν» ἔγραφε «Πρὸς τὴν Α.Ε. τὸν Σ(εβαστὸν) Κυβερνήτην τῆς Ἑλλάδος» γιὰ «νὰ δοθῆ εἰς αὐτοὺς ἡ ἄδεια τῆς ἐγέρσεως ὁμοῦ καὶ τὸ σχέδιον κατ' ἀρέσκειαν Αὐτῆς» καὶ ἔγραφε ἀκόμη ὅτι «ἡ οἰκοδομὴ αὔτη θέλει γενῆ διὰ συνδρομῆς τῶν χριστιανῶν καὶ θέλει γενῆ ἔναρξις δι' ὀλίγων τινῶν χρημάτων, τὰ ὁποῖα εἶναι συναγμένα πρὸς τὸ παρόν... Θέλει δὲ ἐπονομασθῆ ἐπ' ὀνόματι τοῦ προδρόμου προφήτου Ἰωάννου, ἑορταζομένου τὴν ἑβδόμην Ἰανουαρίου μηνός, ἡμέραν ἀξιομνημόνευτον καὶ ἑορτάσιμον ἀφ' ὅλον τὸ Ἑλληνικὸν Κράτος, ἑξαιρέτως δὲ ἀπὸ τὴν πόλιν τῆς Ναυπλίας, καθότι πρώτη τῶν ἄλλων πόλεων κατ' εὐτυχίαν ἠξιώθη νὰ ἴδη ἐκείνην τὴν ἡμέραν τὸν Σ. Κυβερνήτην τῆς Ἑλλάδος»52. Πράγματι ὁ Καποδίστριας κατέπλευσε γιὰ πρώτη φορὰ στὸ λιμάνι τοῦ Ναυπλίου τὸ βράδυ τῆς 6ης Ἰανουαρίου 1828 καὶ τὴν ἑπομένην ἐδέχθη τὶς στρατιωτικὲς καὶ πολιτικὲς Ἀρχὲς τῆς πόλης.

Ὁ Νικόλαος Χρυσόγελος, «Γραμματεὺς ἐπὶ τῶν Ἐκκλησιαστικῶν καὶ τῆς Δημοσίου Ἐκπαιδεύσεως» ἀπήντηςε μετὰ μίαν ἑβδομάδα «κατ' ἐπιταγὴν τῆς Αὐτοῦ Ἐξοχότητος» πρὸς τὸν Δῆμον Ναυπλίας ὅτι «ἡ Κυβέρνησις παραχωρεῖ εὐχαρίστως εἰς τοὺς κατοίκους τῆς Προνοίας τὸν ζητούμενον τόπον εἰς οἰκοδομὴν τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ». Δὲν θὰ πρέπει ὅμως νὰ ἀρχίσουν τὴν οἰκοδομὴ «πρὶν καθυποβάλωσι τὸ σχέδιον τῆς οἰκοδομῆς εἰς τὴν Κυβέρνησιν καὶ πρὶν συναχθῶσι ἐξ οἰκείας συνεισφορᾶς, ὥσπερ ὑπόσχεσθε, τὰ ἀναγκαῖα χρήματα εἰς τὴν πραγματοποίησιν τοῦ σχεδίου»53.

Τὶς πρῶτες ἡμέρες τοῦ 1831 ὑπεβλήθη σχέδιο πρὸς τὸν Κυβερνήτη «ὅπερ ἐγκριθὲν ἐπεκυρώθη», ἀλλὰ «δὲν θέλετε συγχωρεῖσθε», ἐπέμενε ὁ Καποδίστριας, «ἂν ἐπιχειρήσητε τὴν οἰκοδομὴν οἱ παρουσιαζόμενοι ἐκ μέρους τῶν κατοίκων Δημογέροντες, πρὶν συναχθῆ πραγματικῶς ἡ ἀναγκαία χρηματικὴ ποσότης εἰς τὴν τελειοποίησιν τοῦ ναοῦ καὶ διορισθῶσι οἱ Ἐπιτρόποι. Θέλετε μᾶς καθυποβάλει δὲ τὸν κατάλογον τῆς συναχθείσης ποσότητος διὰ νὰ συνδράμωμεν καὶ ἡμεῖς τοὺς πολίτας, συνεισφέροντες χρηματικὰ βοηθήματα»54.

Πῶς συνέδραμε ἡ μετακαποδιστριακὴ Κυβέρνηση καὶ μὲ ποιὰ χρήματα ἐκτίσθη ἡ Ἁγία Τριάδα τῆς Προνοίας εἴδαμε στὶς προηγούμενες σελίδες.

Σύμφωνα μὲ τὴν ὑπόσχεση τοῦ Κυβερνήτη, ἡ μετακαποδιστριακὴ Κυβέρνηση ἐνέκρινε νὰ διατεθῆ τὸ ἀντίτιμο τῶν οἰκοπέδων ὄχι στο κενὸ Δημόσιο Ταμεῖο, ἀλλὰ γιὰ τὸ κτίσιμο στὴν Πρόνοια ἐκκλησίας καὶ σχολείου. Τὸ αἴτημα αὐτὸ ἔγινε ἐπίσημα δεκτό τὶς τελευταῖες μέρες τοῦ τελευταίου μῆνα τοῦ 1832 ἀπὸ τὴν τελευταία πρὸ τῆς Ἀντιβασιλείας τοῦ Ὄθωνα προσωρινὴ Κυβέρνηση. Ἦσαν δὲ τότε στὴν ἐξουσία ἡ τριμελὴς λεγομένη «Διοικητικὴ Ἐπιτροπὴ» ἀπὸ τὸν Ἀνδρέα Ζαΐμη, ὡς πρόεδρο καὶ μέλη τὸν Ἰωάννη Κωλέτη, ποὺ διεδραμάτισε τὸν σπουδαιότερο ρόλο, καὶ τὸν Ἀνδρέα Μεταξᾶ. Τότε σοβοῦσε στὴν Πελοπόννησο καὶ στὴν Στερεὰ Ἑλλάδα ὁ ἐσωτερικὸς διχασμός, ἡ ἀντιπολίτευση, ἡ ἀναρχία, ἡ σύγκρουση μεταξὺ συνταγματικῶν (ρουμελιωτικῶν στρατευμάτων τοῦ Ἰ. Κωλέτη) καὶ τῶν καποδιστριακῶν (τῶν Ναπαίων, τοῦ φιλορωσικοῦ κόμματος μὲ τὸν Κολοκοτρώνη κ.ἄ.). Βρισκόμαστε στὴν περίοδο τῆς ἀναρχίας καὶ μοιραίως τῶν ξενικῶν ἐπεμβάσεων (1831-1833). Μέσα σ' αὐτὸ τὸ πολιτικὸ κλῖμα ὑποβάλλονται τὰ αἰτήματα τῶν ΙΙρονοιωτῶν, παράλληλα μὲ τὴν τεταμένη ἀτμόσφαιρα ποὺ ἐπικρατεῖ στὴν Πρόνοια πρὸ καὶ μετὰ τὴν Δ' «κατ' ἐπανάληψιν Ἐθνικὴν Συνέλευσιν» (Ἰούλιος - 22 Αὐγούστου 1832), ποῦ ὡς γνωστὸ διαλύθηκε βίαια μετὰ ἀπὸ ἀνάλογα ἐπεισόδια.

Ἐπὶ πλέον ἡ συγκέντρωση στρατευμάτων στὴν περιοχὴ τῆς Ἀργολίδας καὶ πολλῶν προσφύγων στὴν Πρόνοια καὶ τὸ Ναύπλιον εἶχε προκαλέσει μεγάλη ἀναταραχή. Λεηλασίες, αὐθαιρεσίες καὶ ἁρπαγὴ ἀγαθῶν ἦσαν ἠ μάστιγα τῶν κατοίκων ἀπὸ τὰ πεινασμένα καὶ ἀπλήρωτα στρατεύματα τῶν Ρουμελιωτῶν, ποῦ περιφέρονταν στὸ Ἄργος καὶ στὴν γύρω περιοχή. Οἱ χωρικοὶ καὶ ἄλλοι ἀναπολοῦσαν «τὴν μακαρίαν Καποδιστριακὴν ἐποχήν»55. Φαίνεται ὅτι ἡ Κυβέρνηση γιὰ νὰ διασκεδάση τὶς δυσαρέσκειες καὶ νὰ μὴ δώση ἀφορμὲς στὸ παληὸ καποδιστριακὸ κόμμα βάλθηκε νὰ ἰκανοποιήση τὶς ὑποσχέσεις τοῦ Κυβερνήτη, στὰ λογικὰ ἄλλωστε αἰτήματα τῶν Προνοιωτῶν, παρὰ τὴν τέλεια ἀχρηματία, ποῦ ἀποτελοῡσε τὸ βασικὸ της πρόβλημα.

Ἀξίζει ἀκόμη νὰ ἀναφέρουμε ὅτι οἱ Προνοιῶτες, στοὺς ὁποίους δυναμικὸ μέρος ἀποτελοῦσαν οἱ Κρῆτες, ἦσαν ἀντικείμενο ἐπηρεασμοῦ καὶ πολιτικοῦ προσεταιρισμοῦ. Αὐτὸ προκύπτει καὶ ἀπὸ ἀναφορὰ τῶν Κρητῶν τῆς Προνοίας μὲ τὴν ὁποία δηλώνουν τὴν εὐπείθεια καὶ τὴν ἐμπιστοσύνη τους πρὸς τὴν Κυβέρνηση ἀφ' ἑνὸς καὶ ἀφ' ἑτέρου καταδικάζουν τὶς ἀντικυβερνητικὲς ἐνεργειες τῆς Σύρου καὶ ἄλλων νησιῶν τοῦ Αἰγαίου, στὶς ὁποῖες προσχώρησαν οἱ ἐκεῖ Κρῆτες πρόσφυγες - συμπατριῶτες τους56.

Ό Ἰ. Κωλέτης, ποὺ ἐνδιαφερόταν νὰ κρατηθῆ μὲ κάθε ἐνέργεια στήν ἐξουσία καὶ ποὺ γι' αὐτὸ κατέβασε τὰ Ρουμελιώτικα στρατεύματα στὴν Πελοπόννησο, εἶχε κάθε λόγο νὰ καλοκαρδίση τοὺς Προνοιῶτες, ἰκανοποιῶντας τὰ αἰτήματα τους. Πρᾶγμα ποὺ ἔγινε καὶ ἔτσι κτίστηκε ἡ Ἁγία Τριάδα στὴν Πρόνοια.

Ὁ Ἰωάννης Καποδίστριας ὅμως δὲν ἐπέζησε γιὰ νὰ συμμερισθῆ τὴν χαρὰ τοῦ ἀποτελειωμένου ἔργου. Ἐδολοφονήθη στὶς 27 Σεπτεμβρίου 1831. Οὔτε τελικὰ ἐπεκράτησε στὴν νέα ἐκκλησία τῆς Προνοίας τὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου. Βέβαια ὁ ναὸς εἶναι δυσυπόστατος (Ἁγίας Τριάδος - Τιμίου Προδρόμου), ἀλλὰ αὐτὸ δὲν εἶναι εὑρύτερα γνωστό. Ἡ ἐπίσημη ὀνομασία καὶ ἡ λαϊκὴ συνείδηση ξέρει ὅτι ἡ κεντρικὴ ἐκκλησία τῆς Προνοίας εἶναι ἀφιερωμένη στὴν Ἁγία Τριάδα, ἡ δὲ ἑπομένη τῆς Πεντηκοστῆς εἶναι κάθε χρονιὰ ἡ ἡμέρα τῆς πανήγυρης τοῦ ναοῦ. Δὲν φαίνεται, ὅπως συμπεραίνουμε ἀπὸ τὴν ἐπιτόπια παράδοση, ὅτι λησμονήθηκε ἡ κολακευτικὴ ὑπόσχεση τοῦ Κ. Ἀξιώτη πρὸς τὸν Ἰ. Καποδίστρια, μετὰ τὸ θλιβερὸ τέλος του. Φαίνεται μᾶλλον ὅτι στὴν Πρόνοια, ὅπου ὁ σημερινὸς καποδιστριακὸς ναός, προϋπῆρχε ναΐσκος, ἀφιερωμένος στὸ μέγα ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος.

Αὐτό, κατὰ περίεργο τρόπο, δὲν ἀναφέρεται ρητά, οὔτε σὰν ἐπιχείρημα, στὴν ἀλληλογραφία τῶν Προνοιωτῶν μὲ τὸν Καποδίστρια, προκύπτει ὅμως ἀπὸ ἄλλα ἔγγραφα τῆς ἴδιας ἐποχῆς.

Συγκεκριμένα, ὁ Γενικὸς Γραμματέας τοῦ Ὑπουργείου τῆς Θρησκείας, Ἀγαθόνικος Μιλτιάδης, γράφει τὴν 9 Ὀκτωβρίου 1825, μὲ ἐντολὴ τοῦ 'Υπουργοῦ, πρὸς τὸν διαμένοντα στὸ Ναύπλιον ἐπίσκοπον Κομάνων Εὐγένιον57 νὰ ἱερουργήση τὴν ἑπομένην «ἐν τῷ ναῷ τῆς Ἁγίας Τριάδος» διὰ «νὰ τελὲση καὶ τὸ μνημόσυνον τοῦ μακαρίου Μιχαὴλ ἱερέως»58. Ἡ ἐντολὴ δίδεται μετὰ ἀπὸ σχετικὸ αἴτημα τοῦ Ἀναστασίου Μαυροκέφαλου. Ὁ Μαυροκέφαλος εἶναι ὁ γνωστὸς ἀπὸ πλῆθος ἄλλων ἐγγράφων «δημόσιος μνήμων» (συμβολαιογράφος) Ναυπλίου59.

Ὁ Ἰωάσαφ Βυζάντιος, Γενικὸς Γραμματέας τοῦ αὐτοῦ Ὑπουργείου, κοινοποιεῖ, μὲ τὸ ἀριθ. 3529/16 Νοεμβρίου 1825 ἐγγραφό του, πρὸς τὸν Εὐστράτιον Ζωγράφον, τὸν διορισμόν του ὡς ἐπιτρόπου εἰς τὸν Ἱ. Ν. τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος Ναυπλίου «διὰ νὰ συνάζη τὸν δίσκον τοῦ Νοσοκομείου60 καὶ νὰ παραδίδη τὸν λογαριασμὸν καθ' ἕκαστον μῆνα εἰς τὸ Ὑπουργεῖον τοῦτο». Στὸ ἴδιο ἔγγραφο ὑπάρχει ἔνδειξη: «3530 ὅμοιον πρὸς τὸν ἀρχιμανδρίτην κ. Ἰωακεὶμ διὰ τὴν ἁγίαν Τριάδα» καὶ στὴν συνέχεια: «3836 ὅμοιον πρὸς κ. Γιαννούλην Γεώργιον διὰ τὴν Ἁγίαν Σοφίαν»61. Ἀπὸ τὶς γνωστὲς ἐκκλησίες τῆς περιοχῆς τοῦ Ναυπλίου, δὲν γνωρίζουμε ἄλλη Ἁγία Τριάδα, ἐκτὸς ἐκείνης τῆς Προνοίας. Δὲν ἀπομένει λοιπὸν ἀπὸ τὸ νὰ δεχθοῦμε ὅτι. πρὶν ἀπὸ τὸν σημερινὸ κεντρικὸ ναὸ προϋπῆρχε στὴν Πρόνοια παλαιότερος ὁμώνυμος ναΐσκος, στὸν ὁποῖο ἀναφέρεται ἡ ἀνωτέρω ἀλληλογραφία τοῦ 1825.

ΤΟ «ΜΟΝΗΔΡΙΟΝ» ΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΡΙΑΣ

Στὴν Πρόνοια προέκυψε καὶ ἄλλο ζήτημα ἐκκλησιασμοΰ, σχετιζόμενο μάλιστα μὲ τὸ γενικώτερο οἰκιστικὸ καὶ προσφυγικὸ πρόβλημα καὶ μὲ τὸ γνωστὸ σήμερα παναργολικὸ προσκύνημα τῆς Εὐαγγελιστρίας. Τὸ προσφυγικὸ ἐπεκτείνεται καὶ στὴν Κλῆρο καὶ ἐπειρεάζει τὰ ἐκκλησιαστικὰ πράγματα. Σὲ ἔγγραφα τοῦ Ἀγῶνος γίνεται λόγος γιὰ πρόσφυγες Ρουμελιῶτες ἱερεῖς, γιὰ Κρῆτες ἐφημερίους καὶ πρωτοσυγκέλλους γιὰ ἀποκατάσταση Ἱερέων καὶ Ἀρχιερέων, γιὰ διαφιλονεικούμενα «δοσίματα» καὶ «τυχηρά», ποὺ ἔπρεπε νὰ μοιράζονται ἰσότιμα ἀνάμεσα σὲ ντόπιους καὶ πρόσφυγες ἱερεῖς. Τὸ σχετικὸ θέμα ἔθεσαν οἱ Κρῆτες «κάτοικοι καὶ πάροικοι ἐν Πρόνοιᾳ». Οἱ ἴδιοι εἴχαν καταλάβει τὰ ἀνώτερα μέρη, κάτω ἀκριβῶς ἀπὸ τὸν λόφο τῆς Εὐαγγελιστρίας, ὅπου σχημάτισαν τὴν γνωστὴ Κρητικὴ γειτονιά.

Οἱ Κρῆτες συνιστοῦν στὴν Πρόνοια εἰδικὴ κατηγορία προσφύγων. Εἶχαν πνεῦμα ὁμάδος καὶ ἀγωνιστικὴ διάθεση. Συγκρότησαν μάλιστα εἰδικὴ Ἐπιτροπή, μὲ τὴν ὁποία προέβαλαν τὰ αἰτήματα τους καὶ παρακολουθοῦσαν τὴν ἐξέτασή τους ἀπὸ τὶς ἐπιτόπιες ἐκκλησιαστικὲς καὶ πολιτικὲς Ἀρχές. Μέλη τῆς Ἐπιτροπῆς τῶν Κρητῶν ἦσαν γνωστὰ πρόσωπα, ποὺ τὰ ὀνόματά τους τιμοὺν σήμερα τοὺς δημοσίους δρόμους τῆς Προνοίας: Ν. Βενιέρης, Β. Χάλης, Γ. Σακόρραφος, Π. Ζερβουδάκης, Ἀ. Φασούλης62.

Οἱ Κρῆτες λοιπὸν πρόσφυγες μὲ τὴν ἀπὸ 20 Αὐγούστου 1832 ἀναφορά τους πρὸς τὸ Ὑπουργεῖο Παιδείας («τὴν ἐπὶ τῶν Ἐκκλησιαστικῶν καὶ τῆς Δημοσίου Ἐκπαιδεύσεως Σεβαστὴν Γραμματείαν») παραπονοῦνται γιατὶ δεν λειτουργεῖται τὸ γειτονικὸ μονήδριο τῆς Εὐαγγελιστρίας, ποὺ εἶναι ἀκριβῶς πάνω ἀπὸ τὰ σπίτια τους, ἐνῶ ἦσαν ὑποχρεωμένοι νὰ ἐκκλησιάζωνται στὴν μόνη τότε ἔξω τῶν τειχῶν ἐνορία τῶν Ἁγίων Πάντων, ποὺ χαρακτηρίζουν εἰρωνικά: «τὴν σπηλιὰ τῶν Ἁγίων Πάντων». Κατὰ τὴν ἀναφορὰ τους, «ἐμποδίζονται νὰ παρευρίσκωνται ἐντρεπόμενοι καὶ ἀπὸ τὰ πενιχρὰ φορέματὰ των καὶ ἀπὸ τὴν ὑστέρησιν 4-5 λεπτῶν διὰ τοὺς δίσκους κ.λ.π.» Ἐζήτησαν συγκεκριμένα: «Τὸ μονήδριον νὰ ἀφιερωθῆ εἰς πνευματικὴν ὑπηρεσίαν τῶν Κρητῶν» μὲ ἐφημέριον, ὅπως γράφουν, «τὸν γέροντα πνευματικὸν πατριῶτην μας παπα-Ἰωάννην, ὁ ὁποῖος μᾶς ἐξομολογεῖ, μᾶς ἱερουργεῖ, μᾶς διαβάζει, στεφανώνει, βαπτίζει, θάπτει μὲ ὅτι τοῦ δώσωμεν, ἐκτελεῖ δὲ ταῦτα καὶ χωρὶς πληρωμὴν ὅταν δὲν ἔχομεν»63.

Ἄς μὴ θεωρηθοῦν ὑπερβολικὰ τὰ ἀνωτέρω ἐπιχειρήματα τῶν Κρητῶν. Ἡ ἄθλια οἰκονομικὴ κατάσταση τῶν προσφύγων Κρήτης καὶ ἡ «δεινὴ αὐτῶν θέσις καὶ ὑπὸ τῆς φρικτῆς ἐνδείας καὶ ἄλλων συμφορῶν» εἶναι γνωστὰ καὶ ἀπὸ ἄλλες μαρτυρίες. «Ἡ ἐπὶ τῶν Κρητῶν Ἐπιτροπὴ» μὲ ἔγγραφό της πληροφορεῖ τὴν 9 Σεπτεμβρίου 1831 τὸν Κυβερνήτη, ὅτι «διὰ τὴν μεγίστην ἔνδειαν πολλῶν τῶν κατὰ τὴν ἐπαρχίαν ταύτην παροίκῶν Κρητῶν... δύο κόραι μονογενεῖς ἡλικίας περίπου 17 χρόνων ἀπέθαναν διὰ τὴν ἔλειψιν ἰατρικῶν»64. Προτείνει μάλιστα στὴν συνέχεια τὴν δωρεὰν χορήγηση φαρμάκων, κατόπιν βεβαιώσεως τοῦ γνωστοῦ ἀπὸ τὰ Χανιὰ Κρήτης ἰατροῦ καὶ πληρεξουσίου τῶν συμπατριωτῶν του ἀλλὰ καὶ μέλους «τῆς ἐπὶ τῶν Κρητῶν Ἐπιτροπῆς», Νικολάου Ρενιέρη65, μετέπειτα Συμβούλου τῆς Ἐπικρατείας.

Τὸ αἴτημα τῶν Κρητῶν ἀπέριψαν κατηγορηματικὰ οἱ ἐφημέριοι καὶ οἱ ἐπιτρόποι τῶν Ἁγίων Πάντων γιὰ εὐνοήτους λόγους. Οἱ ἐνδιαφερόμενοι, πεισματωμένοι, ἔμεναν ἀλειτούργητοι καὶ ὅπως οἱ ἴδιοι διαπιστώνουν «ἔτζι οὔτε ἡ ἐκκλησία λειτουργεῖται οὔτε ἡμεῖς». Ἐπειδὴ μὲ τὸ πεῖσμα τους αὐτὸ τίποτα δὲν ἐπέτυχαν, κατέφυγαν σὲ μιὰ ἀκόμη θετικὴ ἐνέργεια: νὰ ζητήσουν τὴν παρέμβαση τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας, τὸ ὁποῖο καὶ συνηγόρησε «νὰ δοθῆ ἡ ἄδεια στὸν γέροντα πατριώτην καὶ πνευματικὸν αὐτῶν παπὰ-Ἰωάννην τοῦ ἱεροπρακτεῖν εἰς τὴν ρηθεῖσαν ἐκκλησίαν, ὥστε νὰ μὴ μένη καὶ τὸ ἱερὸν τοῦτο καταγώγιον ἀλειτούργητον καὶ οἱ χριστιανοὶ οὗτοι νὰ εὐχαριστηθῶσι, ἀπολαμβάνοντες κατὰ τὴν αἴτησιν των τῆς ἱερατικῆς ἐπισκέψεως τοῦ γέροντος τούτου συμπατριώτου των»66. Στο ἔγγραφο αὐτὸ τοῦ Ὑπουργοῦ Ἰακωβάκη Ρίζου, ποὺ στὸ μεταξὺ μὲ τὶς ἀλλαγὲς ποὺ ἀκολούθησαν τὴν δολοφονία τοῦ Καποδίστρια εἶχε διαδεχθεῖ στο Ὑπουργεῖο Παιδείας τὸν Ὑπουργὸ Νικόλαο Χρυσόγελο, ἀπήντησε θετικά, ὁ ἐκκλησιαστικὸς τοποτηρητὴς Ναυπλίου καὶ Ἄργους, ἐπίσκοπος Δαμαλῶν Ἰωνᾶς: «ὅτι ἐδόθη ἄδεια εἰς τὸν παπᾶ-Ἰωάννην τοῦ νὰ ἐφημερεύη εἰς τὴν ἐκκλησίαν τῆς ἐν Προνοία Εὐαγγελιστρίας»67.

Ἡ ἐφημερία τοῦ παπὰ-Ἰωάννη στὴν Εὐαγγελίστρια τῆς Προνοίας δὲν ἦταν χωρὶς προβλήματα, γιατὶ ὅπως ἀναφέρουν οἱ Κρῆτες, παραπονούμενοι πάλι πρὸς τὸ Ὑπουργεῖο Παιδείας, τρεῖς μόλις μῆνες μετὰ τὴν ρύθμιση τοῦ θέματος (τὸ ἄνοιγμα τῆς ἐκκλησίας), δὲν ἄφηναν αὐτὸν «οἱ τῶν Ἁγίων Πάντων ἰερεῖς νὰ πλησιάσει εἰς ἀλλονοῦ οἶκον ἐξὸν ἀπὸ τοὺς Κρήτας»68. Προφανῶς γιὰ νὰ μὴ χάσουν τοὺς ἐνορίτες τους καὶ τὰ ἀνάλογα «δοσίματα». Αὐτὰ ὅλα εἶναι κατανοητὰ ὅταν ἀναλογισθοῦμε ὅτι οἱ ἐφημέριοι τότε δὲν εἶχαν τακτικὸ μισθό, ἀλλὰ ζοῦσαν αὐτοὶ καὶ οἱ οἰκογένειες τους ἀπὸ τὰ λεγόμενα «φιλότιμα» ἢ «τυχηρὰ» τῶν πιστῶν καὶ ἀπὸ ἄλλα «δοσίματα» γιὰ ἁγιασμούς, βαπτίσεις, στεφανώματα καὶ ἄλλα μυστήρια, ποὺ τελοῦσαν συνήθως στὰ σπίτια τῶν ἐνοριτῶν τους.

Εἶχαν δὲ πολὺ αὐξηθῆ, λόγω τοῦ προσφυγικοῦ, ὅπως ἐξηγήσαμε, καὶ οἱ ἐφημέριοι στὸ Ναύπλιο καὶ τὴν Πρόνοια. Λίγο ἀκριβῶς μετὰ τὸν γέροντα παπὰ-Ἰωάννην, παρουσιάσθη καὶ ἄλλος Κρητικός, ὁ παπᾶ-Ἠλίας, πρόσφυγας καὶ αὐτὸς καί, ὅπως ἀναφέρεται σὲ νεώτερη ἀναφορὰ τῶν Κρητῶν τῆς Προνοίας: «ὁ παπᾶ κὺρ Ἠλίας, ὄντας πνευματικός μας καὶ σεβάσμιος πατριώτης μας ὑστερεῖται ὁμοῦ μὲ τὴν φαμελιάν του καὶ αὐτοῦ τοῦ ἐπιουσίου ἄρτου». Διὰ λογαριασμόν του οἱ Κρῆτες ἐζήτησαν καὶ αὐτοῦ τὴν ἀποκατὰστασιν «πρὸς ἐξοικονόμησιν τῆς δυστυχοῦς φαμελίας του καὶ ἀνάπαυσιν καὶ εὐχαρίστησιν πάντων ἡμῶν. Ἡμεῖς οἱ κάτοικοι καὶ πάροικοι ἐν Προνοία μένομεν μὲ χρηστὰς ἐλπίδας καὶ μὲ ὅλον τὸ σέβας»69. Αὐτὴ τὴν φορὰ δὲν ἐδικαιώθησαν οἱ χρηστὲς ἐλπίδες τῶν Κρητῶν, γιατὶ ὁ Δαμαλῶν καὶ Τοποτηρητὴς Ναυπλίου, Ἰωνᾶς, ἦταν κατηγορηματικὰ ἀρνητικός. Ἐπληροφόρησε τὸ Ὑπουργεῖον ὅτι «αἱ ἐκκλησίαι αὖται ἔχουν τοὺς πνευματικούς των μὲ γράματα ἐνταλτηριώδη καὶ τοὺς ἱερεῖς των». Ἐζήτησε δὲ τὴν παρέμβαση τοῦ Ὑπουργείου: «διὰ νὰ διατάξη αὐτὸν τὸν παπᾶ-Ἠλία νὰ ἀπομακρυνθῆ διὰ νὰ μὴν προξενῆ εἰς ὅλον τὸ ὕστερον σύγχυσιν καὶ εἰς τοὺς ἱερεῖς καὶ εἰς τοὺς παροίκους»70.

ΟΙ ΙΕΡΕΙΣ ΤΗΣ ΠΡΟΝΟΙΑΣ

Δὲν γνωρίζομε πότε καὶ σὲ ποιὰ θέση ἐτακτοποιήθη τελικὰ ὁ Κρητικός, παπᾶ-Ἠλίας. Γνωστὸ ὅμως εἶναι ὅτι οἱ ἐκκλησίες τῆς Προνοίας καὶ τοῦ Ναυπλίου εἶχαν περισσοτέρους ἀπὸ ἕνα ἐφημερίους καὶ ὅτι μέσα στὸ γενικώτερο κλίμα τῆς ἀνέχειας καὶ τῶν πολλῶν ἀναγκῶν τῆς ἀνασυγκροτήσεως τῆς «ἀναγεννωμένης Ἑλλάδος» εἶχαν καὶ αὐτοὶ περιωρισμένα οἰκονομικὰ καὶ ὅτι γιὰ τὴν ἑξασφάλιση τους ζητοῦσαν πολλὲς φορὲς τὴν παρέμβαση ἢ τὴν διαιτησία τῆς Διοικήσεως καὶ ξέρομε ἀκόμη ὅτι οἱ ἐφημέριοι ἐκεῖνοι δὲν ἦσαν πάντοτε πρόθυμοι σὲ εὐπείθεια καὶ ὑπακοή71.

Ἀπὸ τὴν γενικὴ ἀπογραφὴ τοῦ πληθυσμοῦ τοῦ Ναυπλίου, ποὺ ἔγινε τὸν Νοέμβριο τοῦ 1825, γνωρίζουμε τὰ ὀνόματα, τὴν ἡλικία καὶ τὸν ἀριθμὸ μελῶν τῆς οἰκογενείας συνολικὰ εἴκοσι πέντε ἱερέων. Δηλαδὴ σὲ πληθυσμὸ τοῦ Ναυπλίου, σύμφωνα μὲ τοὺς δημοσιευμένους πίνακες τῆς ἀπογραφῆς τοῦ 1825 συνολικὰ 10.241, ἔχομε 25 ἱερεῖς, χωρὶς νὰ ἔχουν ὑπολογιστεῖ οἱ λαϊκοὶ καὶ κληρικοὶ ποῦ ζοῦσαν ἔξω ἀπὸ τὰ τείχη στὴν περιοχὴ Προνοίας καὶ Ἄρειας. Ὁ πληθυσμὸς σύμφωνα μὲ ἐπίσημη γραπτὴ μαρτυρία72 ἀνέρχονταν στὸ διπλάσιο, ἀφοῦ καθημερινῶς ἔρχονταν στὸ Ναύπλιο ἀπὸ ξηρὰ καὶ θάλασσα, πρόσφυγες ἀπὸ κάθε γωνία ἑλληνική. Τὸν Μάιο τοῦ 1828 ἡ Πρόνοια ἐφιλοξενοῦσε σύμφωνα μὲ ἔγγραφα τῶν Γ.Α.Κ. πέντε ἕως ἕξι χιλιάδες νεοφερμένων κατοίκων, ἀπὸ τοὺς ὁποίους στὰ χρόνια τῆς Βασιλείας ἔμειναν οἱ μισοί, δηλαδὴ αὐτοὶ ποῦ ἔγιναν τελικὰ οἱ μόνιμοι κάτοικοι τοῦ προαστείου73.

Εἰδικώτερα στην Πρόνοια ἔχομε τὴν δεκαετία τοῦ 1830 τρεῖς ἐκκλησίες ποὺ λειτουργοῦνται μὲ περισσοτέρους ἐφημερίους: τοὺς Ἁγίους Πάντες, τὴν Ἁγία Τριάδα καὶ τὴν Εὐαγγελίστρια. Ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς Κρῆτες ἱερεῖς, παπᾶ Ἰωάννη καὶ παπὰ Ἠλία, εἶναι γνωστὰ τὰ ὀνόματα τοῦ «ἱερομονάχου κυρίου Μελετίου ἐκ Τρικάλων Θεσσαλίας, ἱερέως τῶν Ἁγίων Πάντων εἰς Πρόνοιαν»74. Στην Ἁγία Τριάδα ἐφημερεύει ὁ ἀρχιμανδρίτης Ἰωακείμ75, ἐνῶ στην Πρόνοια παρεπιδημεῖ καὶ «ὁ ἱερομόναχος Μάξιμος ἐκ Κρήτης», θεῖος τοῦ διδασκάλου τῆς Προνοίας Ἐμμ. Παπαδάκη. Ὁ Μάξιμος εἶχε διατελέσει ἐφημέριος τῆς φρουρᾶς τοῦ Παλαμηδίου76.

Ἀπὸ τὶς τρεῖς ἐκκλησίες τῆς Προνοίας μένουν σήμερα σὲ λειτουργία ἡ καποδιστριακὴ ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Τριάδος - Τιμίου Προδρόμου καὶ ἡ ὅπως κοινῶς λέγεται «Ἁγία Εὐαγγελίστρια». Ἡ «σπηληὰ τῶν Ἁγίων Πάντων» ἔπαυσε πλέον νὰ εἶναι ἐνοριακὸς ναός77, ἐνῶ γιὰ πολλὰ χρόνια ἔμενε νεκροταφειακός, ἀφοῦ ἡ γύρω περιοχὴ χρησίμευε γιὰ νεκροταφεῖο78 μέχρι τὸ 1852, ὁπότε ὁ εὐπατρίδης Μιχαὴλ Ἰατρὸς79 δώρησε στὸν Δῆμο Ναυπλιέων ἰδιόκτητο οἰκόπεδό του γιὰ τὸ σημερινὸ νεκροταφεῖο τῆς πόλεως ἀριστερά, ἀκριβῶς ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Πάντες καὶ πλησιέστερα στον «λέοντα τῶν Βαβαρῶν». Σήμερα διαβάζουμε στὸ δάπεδο τοῦ ναοῦ καὶ στὰ σκαλοπάτια τῆς ἐκτεταμένης πέτρινης σκάλας, ποῦ ὀδηγεῖ στοὺς Ἁγίους Πάντες, τὰ ὀνόματα γνωστῶν προγόνων καὶ ἄλλων διακεκριμένων προσώπων τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Μετὰ τὴν κατάργηση τοῦ χιλιόχρονου νεκροταφείου, οἱ νεώτεροι ἐχρησιμοποίησαν μὲ πολὺ λίγη εὐαισθησία τὶς ἐπιτύμβιες πλᾶκες τῶν παληῶν τάφων γιὰ τὸν ἐξωραϊσμὸ τοῦ ναοῦ.

ΤΟ ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΡΙΑΣ

Εἴδαμε μὲ ποιὲς δυσκολίες εἶχε ἀρχίσει ἡ ἀπόδοση σὲ δημόσια λατρεία τοῦ μονηδρίου τῆς Εὐαγγελιστρίας τὸ 1832.

Ἡ Εὐαγγελίστρια τότε χαρακτηρίζεται ὡς «μονήδριον». Αὐτὸ ἐπαληθεύεται καὶ ἀπὸ τὴν διάταξη τῶν κελλιῶν, ποὺ περιστοιχίζουν τὸν ναὸ καὶ ἀπὸ τοὺς τάφους ποὺ βρέθηκαν ἐκεῖ κοντά, στοὺς ἐξωτερικοὺς τοίχους τῆς ἀνατολικῆς κόγχης τοῦ Ἱεροῦ. Ἀπὸ ὑπολείματα τῶν τάφων αὐτῶν φαίνεται καθαρὰ ὅτι περιέκλειαν λείψανα ἱερομονάχων μὲ ἀνάλογες ἱερατικὲς στολὲς καὶ μοναχικὰ ἐμβλήματα. Ἡ Εὐαγγελίστρια εἶναι «ἡ Ἐκκλησία τοῦ παπᾶ Ἰάκωβου Βουρδούχα στὶς Σπηληαὶς ἔξω ἀπὸ τὸ Ἀνάπλι» (Κ. Ντόκου, ὅ.ἀνωτ. Πρβλ. Catastico Particolare φ. 19r). Ἀπὸ τὴν καλὰ διατηρημένη διώροφη πτέρυγα τῶν κελλιῶν, μὲ τὴν κεραμοσκεπὴ ἀμφικλινῆ στέγη, μὲ ἀνάλογο χαγιάτι μὲ στέγη ἐπικλινὴ καὶ ρύση πρὸς τὰ ἔξω, ἀπὸ τὴν ἐπιβλητικὴ πέτρινη σκάλα, ἀπὸ τὸν πρὸ δεκαετίας γνωστὸ παλαιότερο ναὸ καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη σειρὰ τῶν κελλιῶν, ποὺ πρόσφατα κατεδαφίστηκε, φαίνεται ὅτι τὸ ὅλο κτιριακὸ συγκρότημα τῆς Εὐαγγελιστρίας εἶναι ἔργο λαϊκῆς ἀρχιτεκτονικῆς τῶν μέσων πρὸς τὸ τέλος τοῦ ΙΗ' αἰῶνα.

Ὁ σημερινὸς ἐφημέριος τῆς Εὐαγγελιστρίας, αἰδεσιμώτατος κ. Ἠλίας Ψαρολόγος, μὲ γραπτὸ σημείωμά του μᾶς πληροφορεῖ: «Ἡ ἐκκλησία τῆς Εὐαγγελιστρίας πρέπει νὰ ἐπεξετάθη καὶ ἀνεκαινίσθη τέσσαρες φορὲς ἀπὸ τὴν ἀρχικὴ μέχρι τὴν σημερινὴ μορφὴ της. Αὐτὸ συμπεραίνεται ἀπὸ τὴν διαδοχικὴ μεταφορὰ τῆς θέσεως τῆς Ἁγίας Τραπέζης. Ἡ Ἁγία Τράπεζα ἦταν κτισμένη, μὲ ἁπλὴ ἀκατέργαστη πέτρα καὶ πηλὸ (ἀσβεστόλασπη). Βαθύτερα βρέθηκε καλυμένη ἄλλη Ἁγιατράπεζα, κτισμένη μὲ κατεργασμένους λίθους (ἀγκωναρια). Καὶ ἀκόμα πιὸ μέσα βρέθηκε καλυμένη ἀπὸ τὰ μεταγενέστερα ἀρχιτεκτονικὰ στοιχεῖα καὶ ὑλικὰ ἡ ἀρχικὴ Ἁγιατράπεζα. Αὐτὴ στὴν πρώτη της κατασκευὴ ἦταν ἀπὸ πλάκα μὲ χοντρὸ λευκὸ μάρμαρο, ἐλάχιστα ἐπεξεργασμένο, ποὺ στηρίζονταν στὸ κέντρο της ἐπάνω σὲ κίονα ἀπὸ σκούρα πέτρα, σμιλεμένη μὲ κάθετες ραβδώσεις. Σ' αὐτὴν ἐδῶ τὴν Ἁγία Τράπεζα, ποὺ ἦταν χαρακτηριστικὰ μικροῦ μεγέθους, εἶχαν γίνει τὰ ἐγκαίνια τοῦ ἀρχικοῦ ναοῦ τῆς Εὐαγγελιστρίας, ὅπως προβλέπεται ἀπὸ τὴν Τάξη τῆς Ἐκκλησίας. Δηλαδὴ βρέθηκαν στὸ κέντρο τοῦ κάθετου μαρμάρινου κίονα ἡ ὀπὴ καὶ ἡ θήκη τῶν ἐγκαινίων. Ὅλα αὐτὰ τὰ ἀρχιτεκτονικὰ μέλη τῆς πρώτης αὐτῆς Ἁγίας Τραπέζας βρίσκονται σήμερα τοποθετημένα στὴν δεξιὰ κόγχη τοῦ Ἱεροῦ Βήματος, δεδομένου ὅτι ἔχουν γίνει καὶ νέα ἐγκαίνια τῆς ἐκκλησίας πρὸς τιμὴν τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου». Ἑπομένως ἐὰν ἀκολουθήσωμε τὴν ἐξέλιξη τῆς θέσεως καὶ τῶν μεγεθῶν τῆς Ἁγίας Τράπεζας, μποροῦμε νὰ συμπεράνουμε ὅτι καὶ τὸ κτίριο τοῦ ναοῦ πέρασε τέσσαρα στάδια διαδοχικῆς διασκευῆς καὶ ἀνακαινίσεως του μέχρι τὴν σημερινὴ του μορφή.

Ἀξιομνημόνευτα κειμήλια τοῦ ναοῦ τῆς Εὐαγγελιστρίας, ποὺ φυλάσσονται μὲ μεγάλη ἐπιμέλεια, σὲ χωριστὴ θήκη, εἶναι τὰ ἑξῆς: Ἕνα ἱερὸ ἀντιμήνσιο τοῦ 1780. Ἕνα Εὐαγγέλιο, ἔκδοση Βενετίας τοῦ 1793, μὲ τυπογραφικὰ στοιχεῖα τῆς ἐποχῆς καὶ καλλιτεχνικὰ ἀρχικὰ γράμματα. Ἕνα κάλυμμα Ἁγίου Εὐχελαίου μὲ χρονολογία 1835 καὶ μικρὲς φορητὲς εἰκόνες τῶν ἐτῶν 1814, 1829, 1841. Ἕνα μικρὸ εἰκονίδιο τοῦ Ἁγίου Δημητρίου φέρει τὴν ἀφιέρωση: «Διὰ συνδρομῆς τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ Ἰσιδώρου Ραβδοῦ τῇ 20ῇ Μαρτίου 1857». Ὁ Ραβδᾶς εἶναι ὁ πλούσιος ἀπὸ τὴν Χίο μεγαλέμπορος καὶ οἰκονομικὸς παράγων τοῦ Ναυπλίου, μὲ ἐκτεταμένη ἰδιοκτησία καὶ καλλιέργειες στὴν Δαλαμανάρα.

Σήμερα ἡ ἐκκλησία αὐτὴ, μὲ τὴν θαυματουργὸ εἰκόνα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου, εἶναι τὸ ἱερὸ τῆς Προνοίας παλλάδιο καὶ παναργολικὸ προσκύνημα, ὅπως ἐπίσημα ἔχει ἀναγνωριστεῖ μὲ εἰδικὲς διατάξεις80. Στοὺς πρόποδες τῆς Εὐαγγελίστριας ὑψώνονται σήμερα τὰ ἐκκλησιαστικὰ ἱδρύματα τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ἀργολίδος: τὸ Οἰκοτροφεῖο Μαθητῶν καὶ τὸ Σταματοπούλειο Ὀρφανοτροφεῖο. Εἶναι καὶ αὐτὰ ἔργα τοῦ ἀείμνηστου ἱεράρχη Χρυσοστόμου Δεληγιαννοπούλου, μητροπολίτου Ἀργολίδος κατὰ τὴν τελευταία εἰκοσαετία (1965 ἕως 5 Ἰουλίου 1985).

Ἡ Εὐαγγελίστρια, μετὰ τὴν πρόσφατη ἀνακαίνισή της, σὲ σχέδιο τοῦ Ναυπλιώτη ἀρχιτέκτονα Ἀριστοτέλη Παναγιωτόπουλου, ὁρατὴ ἀπὸ μακρυά, ὑψώνεται μὲ ὁλο τὸ κτιριακὸ της συγκρότημα σὲ ἐπιβλητικὸ θέαμα νησιώτικης ἀρχιτεκτονικῆς. Σύμβολο ἱερῆς μνήμης καὶ ψυχικῆς ἀνατάσεως.

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΘ. ΧΩΡΑΣ

______________________________

1. Εὐαγγ. Δεϊλάκη - Χαρ. Κριτζᾶ, Ἀρχαιότητες καὶ μνημεῖα Ἀργολιδοκορινθίας, ἀνάτυπο ἀπὸ τὰ Χρονικὰ τοῦ Ἀρχαιολογικοῦ Δελτίου, τόμ. 29 (1973-1974), Ἀθῆναι 1979, σσ. 202-204. Εὐαγγ. Πρωτονοταρίου - Δεϊλάκη, Ἀκροναυπλία καὶ Ἀνασκαφικαὶ ἔρευναι εἰς περιοχὴν Ναυπλίου, εἰς Χρονικὰ τοῦ Ἀρχαιολογικοῦ Δελτίου 28(1973), σσ. 87 καὶ ἑπ., 90-92. Τῆς ἰδίας, Ἐκ τῆς προϊστορικῆς Ναυπλίας, Πρακτικά τοῦ Α' Διεθνοῦς Συνεδρίου Πελοποννησιακῶν Σπουδῶν, τόμ. Γ΄, Ἀθῆναι 1976, σελ. 384-387. Μιχαὴλ Λαμπρινίδου, Ἡ Ναυπλία ἀπὸ τῶν ἀρχαιοτάτων χρόνων μέχρι τῶν καθ' ἡμᾶς, Ἀθῆναι 19502, σσ. 78, 81, 104, 105, 183, 184. Νικ. Δ. Παπαχατζῆ, Παυσανίου Ἑλλάδος Περιήγηση, βιβλίο 2 καὶ 3 Κορινθιακὰ καὶ Λακωνικά, Ἀθήνα 1976, σσ. 295-296. Τὸ ἔργον τῆς Ἀρχαιολογικῆς Ἐταιρείας κατὰ τὸ 1955, ἐπιμ. Ἀ. Κ. Ὀρλάνδου, Ἀθῆναι 1956, σσ. 75-76.

2. Γιά τήν πυκνότητα καὶ τὴν σύνθεση τοῦ πληθυσμοῦ τοῦ Ναυπλίου, βλέπε: Π. Ζερλέντη, Σημειώματα περὶ τῶν Ἑλλήνων ἐκ τῶν Μαρτίνου Κρουσίου Σουηκικῶν Χρονικῶν. Ἀθῆναι 1922, σσ. 10-12. D. A. Zakythinos, Le despotal grec de Morée t. II, Athènes 1953, σσ. 4-6, 94-95. Χ. Γ. Πατρινέλη, Οἱ Ἑλληνικοὶ πληθυσμοὶ κατὰ τὴν περίοδο 1453-1821 (Προβλήματα ἹΙστορικῆς Δημογραφίας) Φροντ. Μαθήματα, Θεσσαλονίκη 1982, σσ. 38, 39, 42. τοῦ ἰδίου, Κατανομὴ Ἑλληνικῶν πληθυσμῶν σὲ φύλλα καὶ σὲ ὁμάδες ἡλικιῶν (τέλη 16ου - ἀρχὲς 19ου αἰῶνα)• «Ἑλληνικὰ», τόμ. 34 (1982 - 1983), σσ. 379, 386, 395. Κ. Ντόκου, Ἡ Στερεὰ Ἑλλὰς κατὰ τὸν Ἑνετοτουρκικὸν πόλεμον (1684 - 1699) καὶ ὁ Σαλώνων Φιλόθεος, Ἀθῆναι 1975, σσ. 121-122. Β. Κρεμμυδᾶ, Τὸ ἐμπόριο τῆς Πελοποννήσου στὸ 18ο αἰῶνα (1715 -1792), Ἀθήνα 1972, σσ. 22, 24, 195. Τοῦ ἰδίου, Εἰσαγωγὴ στὴν ἱστορία τῆς Νεοελληνικῆς Κοινωνίας (1700 - 1821), Ἀθήνα 1976, καὶ τοὺς ἐκεῖ δημογραφικοὺς πίνακες. Γιὰ τὸν πληθυσμὸ τοῦ Ναυπλίου μετὰ τὸ 1821 βλέπε εἰδικώτερα: Ἰωάννας Γιανναροπούλου, Κατάλογοι κωμοπόλεων καὶ χωρίων τῶν ἐπαρχιῶν Ναυπλίας καὶ Κάτω Ναχαγιὲ (1830), εἰς «Πελοποννησιακά» , τόμ. ΙΓ' (1978-1979) σσ. 121-128. Χρ. Ρέππα, Γενικὴ ἀπογραφὴ τοῦ πληθυ¬σμοῦ τοῦ Ναυπλίου κατὰ τὸ 1825, εἰς «Μνημοσύνη», τόμ. Θ' (1982-1984), σσ. 261-349. Β. ΙΙαναγιωτοπούλου, Πληθυσμὸς καὶ οἰκισμοὶ τῆς Πελοποννήσου (13ος-18ος), Ἀθήνα 1985, σ. 184, 187, 235.

3. Ἡ πανώλης στὸ Ναύπλιον ἦταν ἐνδημικὴ στὰ πρῶτα χρόνια τῆς Β' Τουρκοκρατίας. Βλέπε Μ. Σακελλαρίου, Ἡ Πελοπόννησος κατὰ τὴν δευτέραν Τουρκοκρατίαν, Ἀθήνα 1978 (ἀνατύπωση) σ. 119. Β. Κρεμμυδᾶ, Τὸ ἐμπόριο τῆς Πελοποννήσου, σ. 10. F. C. H. L. Pouqueville, Voyage en Morée t. I.Paris 1805, σ. 394. Τάσου Γριτσοπούλου - Γ. Α. Καλαντζοπούλου, Πανώλης μαστίγουσα τὴν Ἀργολίδα τὸ 1828, εἰς Πρακτικὰ τοῦ Β' Διεθνοῦς Συνεδρίου Πελοποννησιακῶν Σπουδῶν, τόμ. Γ', Ἐν Ἀθήναις 1981-1982. Γ. Δ. Δημακοπούλου, Ἡ ἐπὶ τοῦ Ἀγῶνος ὑπὲρ τῆς δημοσίας ὑγείας κυβερνητικὴ πολιτική, Ἐπιστ. Ἐπετηρὶς Παντείου Ἀνωτάτης Σχολῆς Πολιτικῶν Ἐπιστημῶν, Ἀθῆναι 1972, σσ. 278-281.

4. E. R. Friedrichstrhal, Reise in den südlichen Theilen von Neu – Griechenland, Leipzig 1838, σ. 52.

5. J. A. Buchon, La Grèce continentale et la Morée, Paris 1834, σ. 282.

6. Μ. Λαμπρινίδου, Ἡ Ναυπλία, σελ. 104 καὶ γενικώτερα γιὰ τὸν πληθυσμὸ τῆς περιοχῆς, βλέπε σσ. 78, 104, 109, 110, 115, 132, 147, 158-159, 245, 353. Μελετίου, Γεωγραφία παλαιὰ καὶ Νέα, ἔκδ. Ἀνθ. Γαζῆ, τόμ. Β', Βενετία 1807, σελ. 427.

7. Ἀντ. Μηλιαράκη, Γεωγραφία πολιτικὴ νέα καὶ ἀρχαία τοῦ νομοῦ Ἀργολίδος καὶ Κορινθίας, ἐν Ἀθῆναις 1886, σσ. 284. Πρβλ. σσ. 65, 73. Β. Παναγιωτοπούλου, Πληθυσμὸς καὶ οἰκισμοὶ τῆς Πελοποννήσου (13ος-18ος αἰῶνας), Ἀθήνα 1985, σ. 235-236.

8. Μ. Λαμπρινίδου, Ἡ Ναυπλία, σελ. 184.

9. F. C. H. L. Pouqueville, Voyage de Grèce, t . V. Paris 1827, σελ. 233. Μ. Λαμπρινίδου, Ἡ Ναυπλία, σελ. 284.

10. «Βαδίζοντας πρὸς Ναύπλιον μετὰ ἕν μίλιον εὑρίσκει τις ὄρος τι μικρὸν και πετρῶδες, κάτωθεν τοῦ ὁποίου ἐξέρχεται νερὸν πολύ, γλυκέα καλούμενον, πλὴν ἄνοστον καὶ βαρύ αὐτὸ φέρεται εἰς τὸ Ναύπλιον διὰ τῶν ὑδραγωγείων αὐτῶν. Ὅλος ὁ ἐκεῖ τόπος εἶναι βαλτώδης καὶ νοσώδης, πλὴν γεωργημένος καὶ καρποφόρος, παράγει πεπόνια καὶ χειμωνικὰ ἐξαίρετα, γλυκύτατα καὶ νοστιμώτατα. Μετὰ μισὸν μίλιον διαιρεῖται ὁ δρόμος καὶ ἄγει περὶ τὸν αἰγιαλὸν συντομώτερον ἀπὸ Ναύπλιον εἰς Ἄργος, πλὴν ἀθλίως καὶ δυσπερατότερον, αὐτοῦ πλησίον εἶναι τὰ ἐργαστήρια καὶ αἱ κατοικίαι τῶν βυρσοδεψῶν τεχνῶν (παπάκηδων καλουμένων), ὀλίγον περαιτέρω κεῖται ἡ Ναυπλία πόλις» Διονυσίου Πύρρου τοῦ Θεταλοῦ, Ἀργολικά, ἔκδοση Ἀνδρέου Ἐμ. Κεραμίδα, Ἄργος 1981, σελ. 82. Ἡ μεταξύ Ναυπλίου καὶ Προνοίας περιοχὴ πρὸς τὸν μυχὸν τοῦ Ναυπλιακοῦ κόλπου ποὺ εἶδε ὁ Πύρρος τὸ 1815 εἰς τὴν διασταύρωσιν τῶν ὁδῶν Ναυπλίου, Ἄργους, Ἀσκληπιοῦ - Ἐπιδαύρου εἶναι γνωστὴ ὡς «Ταμπάκικα» καὶ ἔτσι φέρεται στὰ συμβολαιογραφι-κὰ ἔγγραφα.

11. Πρβλ. William Martin Leake, Travels in the Morea, tom. II, London 1830, σελ. 359-360.

12. Βλέπε ἔγγραφο 948/1-12-1825 τοῦ Ἐπαρχείου Ναυπλίου πρὸς τὸ Ὑπουργεῖο Ἐσωτερικῶν (ΓΑΚ. Ὑπ. Ἐσωτερικῶν, φάκ. 83). Πρβλ. τὸ ἀριθμ. 3221/19-9-1825 ἔγ¬γραφο τοῦ Ὑπουργείου Οἰκονομικῶν πρὸς τὸ Ἐπαρχεῖον καὶ τοὺς Ἐπιστατοδημογέροντες τῆς Ἐπαρχίας Ναυπλίου «περὶ δημοπρασίας τῶν προσόδων τοῦ αὐτόσε ἐθνικοῦ ἐλαιῶνος» (ΓΑΚ. Ὑπ. Ἐσωτερικῶν, φάκ. 78).

13. M. Michaud – J. J. Poujoulat, Correspondance d' Orient 1830 - 1831, Paris 1833, t. I, p. 94 καὶ 103 Πρβλ. Ἐλ. Γ. Πρεβελάκη, Ἡ ἐκστρατεία τοῦ Ἰμπραὴμ πασᾶ εἰς τὴν Ἀργολίδα, Ἀθῆναι 1950, σσ. 100, 102.

14. Μ. Λαμπρινίδου, Ἡ Ναυπλία, σελ. 279. Ντιάνας Ἀντωνακάτου - Τ. Μαύρου, Ἀργολίδος περιήγησις, ἐκδ. Νομαρχίας Ἀργολίδος, 1973, σσ. 97, 100. Στὶς 25 Σεπτεμβρίου 1824 διετάχθη ἡ Γενικὴ Ἀστυνομία ἀπὸ τὸ Ἐκτελεστικὸ νὰ μεριμνήση γιὰ νὰ σταλοῦν Τοῦρκοι αἰχμάλωτοι ποὺ θὰ καθάριζαν τὴν πρὸ τῆς πύλης τῆς Στεργιᾶς καὶ τὴν μεταξὺ αὐτῆς καὶ τῆς Πρόνοιας περιοχή. Μὲ τὴν ἴδια διαταγὴ ζητήθηκε νὰ παύσουν «οἱ μακελλαραῖοι νὰ σφάζουν ἐκεῖ, ἀλλὰ νὰ ὑποχρεωθοῦν νὰ πηγαίνουν στὴν παραλία τῆς Ἀρβανιτιᾶς. Ἡ ἀπαγόρευση αὐτὴ προκάλεσε τὴν ἀντίδραση τῶν κρεωπωλῶν, ποὺ στὴν συνέχεια ἀπέσπασαν τήν ἔγκριση τοῦ Ἐπαρχείου Ναυπλίου νὰ σφάζουν σὲ πλη¬σιέστερη τοποθεσία. Ἔτσι ξέρουμε ὅτι τὰ παραδοσιακὰ σφαγεῖα τοῦ Ναυπλίου ἦσαν μέχρι πρὸ μιᾶς γενεᾶς μέσα στήν παληὰ πόλη, ἀριστερὰ τῆς πύλης τῆς Στεργιᾶς. Βλέπε Χρ. Ρέππα, Γενική ἀπογραφὴ πληθυσμοῦ Ναυπλίου, ὅπου ἀνωτέρω, σελ. 264. Τὸ ἴδιο θέμα ἀπησχόλησε καὶ τὸν Καποδίστρια, ποὺ παρακολουθεῖ τὴν πορεία τῶν ἐργασιῶν ἐγκαταστάσεων στό Ναύπλιον «παρὰ τὸν αἰγιαλὸν» γιὰ σφαγεῖα καὶ κρεωπωλεῖα. Βλέπε Σπ. Δ. Λουκάτου, Τὰ τελευταῖα ἔγγραφα ἀπὸ καὶ πρὸς Ἰω. Καποδίστριαν πρὸ τῆς δολοφονίας του (19 - 27 Σεπτεμβρίου 1831), εἰς «Πελοποννησιακὰ», τόμ. ΙΓ' (1978-1979), Ἀθῆναι 1979, σελ. 156. Τοῦ ἰδίου, Ἡ ἀνοικοδόμηση τῶν ἐρειπωμένων πόλεων στὴν ἐλεύθερη Ἑλλάδα ἐπί Ἰω. Καποδίστρια, «Ἔτος Καποδίστρια» (οἱ ἐπίσημες ὁμιλίες), ἔκδοση Ὑπουργείου Ἐθν. Παιδείας καὶ Θρησκευμάτων. Ἀπὸ τὸ Ἐθνικὸ Τυπογραφεῖο, Ἀθῆναι 1978, σσ. 88, 90.

15. Ἑλένης Κούκκου, Ἰωάννης Α. Καποδίστριας. Ὁ ἄνθρωπος - ὁ διπλωμάτης (1800-1828), Ἀθῆναι 1978, σελ. 335.

16. Ἐπιστολαὶ Ἰ. Α. Καποδίστρια. Κυβερνήτου τῆς Ἑλλάδος, μτφρ. Μ.Σχινᾶ, τόμ. Β' Ἀγήνησιν 1941, σελ. 79.

17. Ἐπιστολαὶ Καποδίστρια, τόμ. Α', Ἀθήνησιν 1841, σελ. 365.

18. La partie misèrable de la population est entassée dans des cabanes (calives) qui encombrent plusieurs quartiers. On a proposé des plans pour assainir la cité; mais dans un pays rempli de fractions, on a bien autre chose à faire qu à se préserver de lapeste et des épidémies. (M. Michaud, - M. Poujulat, ὅπου ἀνωτέρω σελ. 77). Πρβλ. Gothaischer genealogisches Hof-Kalender auf das Jahr 1829, Gotha bei Justus Perthes, ὅπου καὶ χαρακτηριστικὲς γκραβοῦρες τοῦ Ναυπλίου καὶ τῆς ἔξω ἀπὸ τὰ τείχη περιοχῆς.

19. Γιὰ τὰ ἐθνικὰ κτῆματα βλέπε κατωτέρω σελ. 544 σημ.

20. Ἀποστόλου Βακαλοπούλου, Πρόσφυγες καὶ προσφυγικὸν ζήτημα κατά τὴν ἐπανάστασιν τοῦ 1821, Ἐν Θεσσαλονίκη 1939, σελ. 18,59.

21. Ὁ Νικόλαος Δραγούμης περιγράφει μὲ σκωπτικὴ διάθεση τὸ πλῆθος «τῶν πανταχόθεν μετωκησάντων εἰς Ναύπλιον» καὶ τὰ αἰτήματά τους ἀνάλογα μὲ τὰ κίνητρα τοῦ καθενὸς (Ν. Δραγούμη, Ἱστορικαὶ Ἀναμνήσεις, τόμ. Α', Ἀθῆναι 1973, σσ. 95-96).

22. Βλέπε κατωτέρω, σελ. 548, σημ. 2.

23. Κ. Ντόκου, Ἡ Στερεὰ Ἑλλὰς κατὰ τὸν Ἐνετοτουρκικὸ πόλεμον (1684- 1699) καὶ ὁ Σαλώνων Φιλόθεος. Ἀθῆναι 1975, σσ. 106-108. Ἀπ. Βακαλοπούλου, Πρόσφυγες καὶ προσφυγικὸν ζήτημα κατὰ τὴν ἐπανάστασιν τοῦ 1821, σελ. 18, 20, 59, 60.

24. Ἡ ἐγκατάσταση προσφύγων στᾶ χωριὰ τῆς Ἀργοναυπλίας, ὅπως στᾶ Μπούτια, τὸ Τσακίρι, τὸ Κρόϊ, τὸ Σκαφιδάκι, δὲν ἔγινε χωρὶς δυσκολίες προσαρμογῆς καὶ διαμαρτυσίας τῶν ντόπιων κατοίκων γιὰ διαφειλονικούμενα ἐθνικὰ κτήματα, ποὺ δόθηκαν συοὺς νεοφερμένους. Βλέπε Δ. Βαγιακάκου, ὅπου κατωτέρω σημείωση.

25. Δικαίου Βαγιακάκου, Κρῆτες πρόσφυγες εἰς τὴν Πελοπόννησον ἐπὶ Καποδίστρια, «Μνημοσύνη», τόμ. Α'(1967) σ.41-70 καὶ εἰδικώτερα σελ. 53. Καὶ τόμ. Β' (1968-1969), σσ. 139,163-165. Ἰωάννου Πούλου, Τὰ πρῶτα σύνορα τῆς Νεωτέρας Ἑλλάδος, Ἐν Ἀθήναις 1965, σσ. 42-46, 80-81.

26. Πολυξένης Ε. Σέκερη, Τολό, Ἀθῆναι 1981, σελ. 23, 25-27.

27. Γιὰ τὴν γενικώτερη δημογραφικὴ καὶ οἰκιστικὴ πολιτικὴ τοῦ Καποδίστρια, βλέ¬πε: Σπ. Δ. Λουκάτου, Ἡ ἀνοικοδόμηση τῶν ἐρειπωμένων πόλεων στὴν ἐλεύθερη Ἑλλάδα ἐπὶ Ἰω. Καποδίστρια, εἰς «Ἔτος Καποδίστρια», Ἀθῆναι 1978, σσ. 85 καὶ ἐπ.

28. Ἐπιστολαὶ Καποδίστρια, ἀπὸ 10 Ἀπριλίου 1828, πρὸς Στ. Βούλγαρην καὶ Ν. Μαυρομάτην, εἰς Ἐπιστολαὶ Ἰ. Α. Καποδίστρια, μτφρ. Μ. Σχινᾶ, τόμ. Β', σσ. 13-14.

29. Ἐπιστολαὶ Ἰ. Α. Καποδίστρια, μτφρ. Μ. Σχινᾶ, τόμ. Β', 35-35.

30. Σπ. Δ. Λουκάτου, Τὰ τελευταῖα ἔγγραφα ἀπὸ καὶ πρὸς Ἰω. Καποδίστριαν πρὸ τῆς δολοφονίας του (19-27 Σεπτεμβρίου 1831), «Πελοποννησιακὰ» τόμ. ΙΓ' (1978- 1979), σ. 158.

31. Ἐπιστολαὶ Ἰ. Α. Καποδίστρια, μτφρ. Μ. Σχινᾶ, τόμ. Δ', Ἀθήνησιν 1843, σελ. 131-132. Καὶ εἰς Ἀπ. Δασκαλάκη, Κείμενα Πηγαὶ τῆς Ἱστορίας τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως. Σειρὰ τρίτη, Τὰ περὶ παιδείας, Μέρος Β', Ἀθῆναι 1968, σ. 1499, ὅπου περιγράφει ὁ Καποδίστριας τὸ συντελούμενο ἐκπαιδευτικὸ ἔργο!

32. J. Á. Bouchon, La Grèce continentale et la Morée, Paris 1834, σ. 379-380. «Leaving the pretty village of Pronea on the right, the road passes between a large inn and busy tilery» σελ. 16, Πρβλ. 22, 29, 33 William Knight, Oriental outlines or a Renber's Recolections of a Tour in Turkey, Greece and Tuscany in 1838, London 1939.

33. Γεωργίου Π. Νάκου, Αἱ «Μεγάλαι Δυνάμεις» καὶ τὸ «Ἐθνικὰ Κτήματα» τῆς Ἑλλάδος (1821-1832) εἰς Ἐπιστημ. Ἐπετ. Σχολῆς Ν.Ο.Ε. τοῦ Παν. Θεσσα-λονίκης, τόμ. Θ' (1970) σσ. 467 καὶ ἑπ. 476 καὶ ἑπ. Παναγιώτου Δερτιλῆ, Συμβολὴ εἰς τὴν Δημοσιονομικὴν Ἱστορίαν τοῦ Ἀγῶνος τοῦ 1821 (ἀνάτυπον ἀπὸ τὸν Γ' τόμο τῆς Ἐπιστ. Έπετ. τῆς Α.Β.Σ. Θεσσαλονίκης), Θεσσαλονίκη 1971 σσ. 42 καὶ ἑπ., 85, 91 καὶ ἐπ.

34. Γεωργίου Δ. Δημακοπούλου, Ὁ κῶδιξ ψηφισμάτων τῆς Ἑλλη¬νικῆς Πολιτείας Β', 1829-1832, εἰς «Ἐπετηρὶς τοῦ Κέντρου Ἐρεύνης τῆς Ἱστορίας τοῦ Ἑλληνικοῦ Δικαίου» τόμ. 15 (1968) σ. 102-105.

35. Ἀνδρέου Μάμουκα, Τὰ κατὰ τὴν Ἀναγέννησιν τῆς Ἑλλάδος, τόμ. Η', Ἐν Ἀθήναις 1840, σελ. 137, στὴν ὑποσημείωση, περίπτ. δ'.

36. Γ. Δ. Δημακοπούλου, ὅπου ἀνωτέρω, σσ. 141-143.

37. ὅπου ἀνωτέρω.

38. ὅπου ἀνωτέρω, σελ. 142.

39. Βλέπε τὸ ἀριθμ. 7857/898 ἀπὸ 24 Δεκεμβρίου 1832 κοινὸ ἔγγραφο πρὸς τὴν Διοικητικὴ Ἐπιτροπὴ τῆς Ἑλλάδος τῶν Ὑπουργῶν ἐπὶ τῶν Ἐκκλησιαστικῶν καὶ τῆς Δημ. Ἐκπαιδεύσεως Ρίζου Ἰακωβάκη καὶ ἐπὶ τῆς Οἰκονομίας Ἀλεξάνδρου Μαυροκορδάτου, εἰς Γ.Α.Κ. Ὑπ. Θρησκείας, φάκ. 55 (Δεκέμβριος 1832), ὑποφ. Σχολικά.

40. Βλέπε τὸ ἀριθ. 1770/19 Ἰανουαρίου 1831 ἔγγραφο τοῦ Καποδίστρια πρὸς τὸν Δῆμον Ναυπλίας, εἰς Γ.Α.Κ. Γραμματεία Ἐκκλησιαστικῶν, φάκ. 35 (Ἰανουάριος 1831), ὑποφάκ. «Σχολικά».

41. Βλέπε ἀνωτέρω, σημ. 2.

42. Βλέπε κατωτέρω, σημ. 2 στην σελίδα 548.

43. Εἰς τὸ τέλος τοῦ ἐγγράφου 7857/898/24 Δεκεμβρίου 1832 [(Γ.Α.Κ. Ὑπ. Θρησκείας, φάκ. 55 (Δεκέμβριος 1832). Ὑποφ. Σχολικὰ] ὑπογράφουν τὰ μέλη τῆς Διοικητικῆς Ἐπιτροπῆς: Ἀνδρέας Ζαΐμης, Ἰωάννης Κωλέτης καὶ Ἀνδρέας Μεταξᾶς. Πρβλ. Κων. Βακαλοπούλου, Ἡ περίοδος τῆς ἀναρχίας (1831-1833). Ἐσωτερικὸς διχασμὸς καὶ ξένες ἐπεμβάσεις κατὰ τὴν μετακαποδιστριακὴ περίοδο, Θεσσαλονίκη 1984, σσ. 165, 168-169.

44. Σπ. Λουκάτου, Τὰ τελευταῖα ἔγγραφα ἀπὸ καὶ πρὸς Ἰω. Καποδίστριαν πρὸ τῆς δολοφονίας του, ὅπου ἀνωτέρω, σελ. 158 καὶ τοῦ ἰδίου, Ἡ ἀνοικοδόμηση τῶν ἐρειπωμένων πόλεων στὴν ἐλεύθερη Ἑλλάδα ἐπὶ Ἰω. Καποδίστρια, σελ. 155 (ἔγγραφο 48). Καὶ στὴν Πρόνοια ἔχομε δείγματα άπὸ τὰ γνωρίσματα τῆς Καποδιστριακῆς πολεοδομίας (ὀρθογωνικὸ πολεοδομικὸ τύπο, ρυμοτομικὸ πλέγμα, ποὺ διευκολύνη τὴν συγκοινωνία, χῶροι πλατείας καὶ χῶρος δημοσίων κτιρίων (ὅπου ἀνωτέρω σελ. 87 καὶ ἐπ.).

45. Βλέπε: «Προνοίας ἰδιοκτήτορες χωρὶς πωλητήρια», «Πωλητήρια ἰδιοκτήτων Προνοίας χωρίς ὁμολογίες. Ἐπληρώθησαν», «Ἰδιοκτήτορες Προνοίας οἵτινες χρεωστοῦν μὲ ὁμολογίας τὰ δύο τρίτα τῆς ἀγορᾶς» εἰς συρραμένο χειρόγραφο κατάλογο, Γ.Α.Κ. Ὑπ. Θρησκείας, φάκ. 55 (Δεκέμβριος 1832), ὑποφάκ. «Σχολικά». Πρβλ. ὀνόματα στὰ δημοσιευόμενα ἔγγραφα ὑπὸ Δ. Βαγιακάκου καὶ τὴν δική μας σημείωση 5 στὴν σελίδα 555.

46. Λαζάρου Βελέλη, ὁ Καποδίστριας, ἐν Ἀθήναις 1908, σελ. 82. Ἑλ. Κούκκου, ὁ Καποδίστριας καὶ ἡ Παιδεία (1827-1832). Β' Τὰ Ἐκκλησιαστικὰ Ἱδρύματα τῆς Αἰγίνης, Ἀθῆναι 1972, σ. 7 και ἐπ. 71. Ἑλένης Μπελιᾶ, Ἡ Ἐκπαίδευσις εἰς τὴν Λακωνίαν καὶ τὴν Μεσσηνίαν κατὰ τὴν Καποδιστριακὴν περίοδον (1828- 1832), Ἐν Ἀθήναις 1970, σσ. 13-27, 144.

47. Τρ. Εὐαγγελίδου, Ἡ Παιδεία ἐπὶ Τουρκοκρατίας τὀμ. Α', Ἐν Ἀθήναις 1936, σσ. 296-299, 360. Πρβλ. Ἀπ. Δασκαλάκη, Κείμενα - Πηγαὶ τῆς Ἑλλην. Ἐπαναστάσεως, Σειρά Γ',Τὰ περὶ παιδείας, Μέρος Γ', Ἀθῆναι 1968, σ. 1578. Βλέπε τὸ σεβαστὸ ποσοστὸ τῶν Μικρασιατῶν μεταξὺ ἐκείνων ποὺ ἀνακρίθηκαν μετὰ τὴν δολοφονία τοῦ Κυβερνήτη στὸ Ναύπλιο: Β. Κρεμμυδᾶ, Ἡ δολοφονία τοῦ Κυβερνήτη Ἰωάννη Καποδίστρια, Ἀθήνα 1977, ἀνάτυπο άπὸ τὸ περ. «Ἐρανιστὴς» τόμ. 14 (1977) σ. 235 καί κυρίως βλέπε Χρ. Ρέππα, Γενικὴ ἀπογραφὴ τοῦ πληθυσμοῦ τοῦ Ναυπλίου κατὰ τὸ 1825, εἰς περ. «Μνημοσύνη» τόμ. Θ' (1982-1984) σσ. 339, 344-345. Στ. Σκοπετέα, Μυστικὲς ἙΕταιρεῖες κατὰ τὴν ἙΕλληνικὴν Ἐπανάστασιν εἰς «Πελοποννησιακὴ Πρωτοχρονιά», τόμ. Β' (1958) σσ. 287-292.

48. Μ. Λαμπρινίδου, Ἡ Ναυπλία, σελ. 328.

49. Ἐκκλησίες στὴν Ἑλλάδα μετὰ τὴν Ἅλωση (1453-1850), ἔκδ. Ε.Μ.Πολυτεχνείου, Ἀθήνα 1979. Ἀν. Ὀρλάνδου, Ἡ ἐν Ἑλλάδι ἐκκλησιαστικὴ ἀρχιτεκτονικὴ ἐπὶ Τουρκοκρατίας, εἰς ἀναμνηστικὸ τόμο «L' Héllénisme contemporain», Ἀθῆναι 29 Μαίου 1953. Χρ. Α. Γιαμαλίδου, Ἀρχαῖαι ἐκκλησίαι Ἐπιδαύρου καί τῶν πέριξ χωρίων, περ. «Ἀθηνᾶ», τόμ. 25 σσ. 417-418). Ἀν. Τσακοπούλου, Ὁ ἐν Κεφαλαρίῳ Ἱ. Ναὸς τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς, Ἀθῆναι 1978, σ. 22-23. Βλέπε καὶ τὴν Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος Καραθώνας.

50. Μ. Λαμπρινίδου, ὅπου ἀνωτέρω, σελ. 166.

51. Ἔγγραφο 1127 τῆς 10 Δεκεμβρίου 1830, εἰς Γ.Α.Κ. - Ὑπ. Θρησκείας, φάκ. 34 (Δεκέμβριος 1830), Ὑποφ. «Ἐκκλησιαστικά».

52. ὅπου ἀνωτέρω.

53. Ἔγγραφο ἀπὸ 19 Δεκεμβρίου 1830, ὅπου ἀνωτέρω.

54. Βλέπε ἔγγραφα 1436 τῆς 15 Ἰανουαρίου 1831 καὶ 1770 τῆς 19 'Ιανουαρίου 1831, εἰς Γ.Α.Κ. - Ὑπ. Θρησκείας, φάκ. 35 (Ἰανουάριος 1831), ὑποφάκ. «Ἐκκλησιαστικά».

55. Κ. Α. Βακαλόπουλου, Ἡ περίοδος τῆς ἀναρχίας (1831-1833) σσ. 96, 197, 200. Γ. Π. Νάκου, Τὸ πολιτειακὸν καθεστὼς τῆς Ἑλλάδος ἐπὶ Ὄθωνος μέχρι τοῦ Συντάγματος τοῦ 1844, Θεσσαλονίκη 1974, σσ. 77 καὶ ἑπ.

56. Δ. Βαγιακάκου, Ἔγγραφα περὶ τῶν Κρητῶν προσφύγων εἰς τὴν Πελοπόννησον ἐπὶ Καποδίστρια, ὅπου ἀνωτέρω, σελ. 139. Πρβλ. Κ. Α. Βακαλοπούλου, ὅ. ἀνωτ., σελ. 107. 173.

57. Κων. Μπόνη, Ἐκ τοῦ μυστικοῦ Ἀρχείου τοῦ Ὄθωνος ἐν Μονάχῳ. Κατάλογος ἐπισκόπων, διαμενόντων ἐν Ἑλλάδι, μετὰ ἢ ἄνευ ἐπισκοπῆς, κατὰ τὸ ἔτος 1833, Ἀθῆναι 1972. Ἀνάτυπον ἐκ τῆς «Θεολογίας», τόμ. ΜΓ' (1972).

58. Βλέπε Γ.Α.Κ. Ὑπ. Θρησκείας, φάκ. 10Β (Ὀκτώβριος 1825), ὑποφάκ. «Ἐκκλησιαστικά».

59. Γ. Α. Χώρα, Ἡ Ἁγία Μονὴ Ἀρείας, σσ. 190, 275, 279. Πρβλ. συμβολαιογραφικὲς πράξεις τοῦ Ἀν. Μαυροκέφαλου, εἰς Ἀρχεῖο τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρείας Ἑλλάδος (ἔγγραφα: 2173-2175).

60. Ὅτι μεταξὺ τῶν πόρων τοῦ νοσοκομείου Ναυπλίου εἶναι καὶ τὸ προϊὸν τῶν δίσκων, ποὺ συστηματικὰ περιφέρονταν στὶς ἐκκλησιαστικὲς συνάξεις, βλέπε Γ. Δημακοπούλου, Ἡ έπὶ τοῦ Ἀγῶνος ὑπὲρ τῆς δημοσίας ὑγείας κυβερνητικὴ πολιτική, Ἐπιστ. Ἐπετ. ΙΙ.Α.Σ.Π.Ε., Ἀθῆναι 1972, σελ. 216.

61. Βλέπε ἔγγραφο 3529/16 Νοεμβρίου 1825, εἰς Γ.Α.Κ. Ὑπ. Θρησκείας, φάκ. 11Α (Νοέμβριος 1825), ὑποφάκ. «Ἐκκλησιαστικά».

62. Βλέπε τὸ ἀπὸ 20 Ἰουνίου 1835 πιστοποιητικὸ τῆς Ἐπιτροπῆς Κρητῶν εἰς Ἀρχεῖον Ἀγωνιστῶν τῆς Ἐθνικῆς Βιβλιοθήκης Ἀθηνῶν, Κυτ. Ἐμμ. Παπαδάκη.

63. Βλέπε τὴν άπὸ Πρόνοιαν ἀναφορὰν στὶς 20 Αὐγούστου 1832 «τῶν ἐνταῦθα παροικούντων Κρητῶν», «πρὸς τὴν ἐπὶ τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Σεβαστὴν Γραμματείαν» εἰς Γ.Α.Κ. Ὑπ. Θρησκείας, Φάκ. 52 (Αὔγουστος 1832), ὑποφάκ. «Μοναστηριακά».

64. Δ. Βαγιακάκου, Ἔγγραφα περὶ τῶν Κρητῶν προσφύγων εἰς τὴν Πελοπόννησον, ὅπου ἀνωτέρω, σσ. 139, 160 (ἔγγραφο 55).

65. Ἐδῶ πρόκειται γιὰ τὴν Ἐπιτροπὴ Πληρεξουσίων ἐπὶ τῶν Κρητῶν, ποὺ εἶχε συστήσει ὁ Καποδίστριας καὶ τῆς ὁποίας μέλη ἦσαν ὁ Β. Α. Καποδίστριας, Δ. Καμπάνης, Ν. Ρενιέρης, Ἀθ. Λιδορίκης, Β. Χάλης, μέ ἐθελοντὴ γραμματέα τὸν Κ. Ν. Λεβίδη. Βλέπε Δ. Βαγιακάκον, ὅ. ἀνωτέρω, σελ. 103.

66. Βλέπε τὸ ἀπὸ 23 Αὐγούστου 1832, ὑπ' ἀριθ. 519 ἔγγραφο τοῦ Ἰ. Ρίζου, «πρὸς τὸν Θεοφιλέστατον Ἐπίσκοπον Δαμαλῶν, Ἐκκλησιαστικῶν Τοποτηρητὴν Ναυπλίας», εἰς Γ.Α.Κ., Ὑπ.. Θρησκείας, φάκ. 52 (Αὔγουστος 1832), ὑποφάκ. «Μοναστηριακά».

67. Βλέπε Γ.Α.Κ., ὅπου ἀνωτέρω.

68. Βλέπε τήν ἀπὸ 18 Δεκεμβρίου 1832 ἀναφορὰ «πρὸς τὴν Γραμματείαν τῶν Ἐκκλησιαστικῶν καὶ τῆς Δημοσίου Ἐκπαιδεύσεως» ποὺ ὑπογράφεται ὑπὸ τὴν ἔνδειξη «ἡμεῖς κάτοικοι καὶ πάροικοι ἐν Προνοία» ἀπο τὰ ἐξῆς κατὰ σειρὰ ὀνόματα (sic), ποὺ ἀποτελοῦν τοὺς πρώτους ἐκείνους οἰκιστὲς τῆς Κάτω άπὸ τὴν Εὐαγγελίστρια περιοχῆς: Διονύσιος σχινοποιός, Λάζαρος Κυργιακός, Γεώργιος Ποδάκης, Ἰωάννης Πολίτης, Θανάσης Βαφιότης, Νικόλενα χήρα, Γ. Μιστριώτης, Γιάννης Κολαξήζης, Γιαννᾶκος Θεοδώρου, Κωνσταντῆς Θεοδώρου, Ἀναστάσιος Παναγιώτου, Νικόλαος Καζάσης, Ν. Μπουγιοῦκος, Ἀργύρης Καλαβρυτινός, Νικόλαος Καλαβρυτινός, Δημήτριος Μερτζιάνης, Γιάννης Κυ¬ριακόπουλος, Εύθύμιος Ρουμελιώτης, δυσανάγνωστος, Χαράλαμπος Κασούλης, Ἰ. Λαζαρίδης, Ν. Παπαθανασόπουλος, Γεώργενα Καλαβρυτινὴ χήρα, Ἀλέξης Θεοδωρόπουλος, Θεόδωρος ΙΙαναγιώτου, Λάμπρος Θανασόπουλος, Γεώργιος Φιλίππου. Γ.Α.Κ. Ὑπ.. Θρησκείας, φάκ. 55 (Δεκέμβριος 1832), ὑποφάκ. «Ἐκκλησιαστικά».

69. Βλέπε Γ.Α.Κ., ὅπου ἀνωτέρω.

70. Βλέπε τὸ ἀπὸ 22 Δεκεμβρίου 1832 ἀπαντητικὸ ἔγγραφο τοῦ Δαμαλῶν Ἰωνᾶ, «πρὸς τὴν ἐπὶ τῶν Ἐκκλησιαστικῶν καὶ τῆς Δημοσίου Ἐκπαιδεύσεως Σ(εβαστὴν) Γραμματείαν» εἰς Γ.Α.Κ., Ὑπουργεῖο Θρησκείας, φάκ. 55 (Δεκέμβριος 1832) Ὑποφ. «Ἐκκλησιαστικά»

71. Ὁ Δαμαλῶν Ἰωνᾶς γράφει πρὸς τὴν ἐπὶ τῶν Ἐκκλησιαστικῶν καὶ τῆς Δημοσίου Ἐκπαιδεύσεως Γραμματείαν ὅτι «ἔδωσε γράμματα περὶ τῆς αὐτὴς ὑποθέσεως καὶ ἀνεγνώσθησαν εἰς ὅλας τὰς ἐνταῦθα ἐκκλησίας καὶ εἰς τὴν ἔξω τῆς Προνοίας... Φθάνει μόνον νὰ δώδωσι ὦτα ἀκοῆς εἰς τὰς συμβουλὰς καὶ νουθεσίας μου» Βλέπε τὸ ἀπὸ 23 Δεκεμβρίου 1832 ἔγγραφο του, εἰς Γ.Α.Κ. Ὑπ. Θρησκείας, φάκ. 55 (Δεκέμβριος 1832), ὑποφάκ. «Ἐκκλησιαστικά». Πρβλ. παρόμοιες ἐπιφυλάξεις τοῦ Ἡλιουπόλεως Ἀνθίμου, ἐκκλησιαστικοῦ τοποτηρητοῦ Ἄργους καὶ Κάτω Ναχαγιέ, ποὺ δημοσιεύεται εἰς Γ. Α. Χώρα, Ἡ Ἁγία Μονὴ Ἀρείας, ἐν τῇ ἐκκλησιαστικῇ καὶ πολιτικῇ ἱστορία Ναυπλίου καὶ Ἄργους, Ἐν Ἀθήναις 1975, σ. 283. Καὶ ἀκόμη βλέπε «Προβλήματα Ἐκκλησιαστικῆς Διοικήσεως», εἰς Γ. Α. Χώρα, Ἀθανάσιος Σολιώτης (1784;-1841), Ἐκκλησιαστικὸς τοποτηρητὴς Ναυπλίου καὶ Ἄργους, «Πρακτικὰ Α' Συνεδρίου Ἀργολικῶν Σπουδῶν», Ἀθῆναι 1979, σσ. 72-76.

72. Χρήστου Ρέππα, Γενικὴ ἀπογραφὴ τοῦ πληθυσμοῦ τοῦ Ναυπλίου κατὰ τὸ 1825 εἰς «Μνημοσύνη», τόμ. Θ' (1982-1984), σσ. 281-282 καὶ ἐπ. 292, 301-304 καὶ ἐπ. 315-317, 319-320, καὶ ἐπ.

73. J. Á. Buchon, La Grèce continentale et la Morée, Paris 1834, σελ. 379.

74. Βλέπε συμβολαιογραφικὴ πράξη 70/24 Ὀκτωβρίου 1831 τοῦ Δημοσίου μνήμονος Ναυπλίου Χ. Παπαδοπούλου, στὴν ὁποία ἐμφανίζεται ὁ Μελέτιος ὡς μάρτυρας καὶ πράξη 84/29 Αὐγούστου 1834. Τμῆμα Χειρογράφων Ἐθν. Βιβλιοθήκης Ἀθηνῶν.

75. Βλέπε ἀνωτέρω, σελίδα 553, σημ. 5. Πρβλ. Χρήστου Ρέππα, Γενικὴ ἀπογραφὴ τοῦ πληθυσμοῦ τοῦ Ναυπλίου κατὰ τὸ 1825, ὅπου ἀνωτέρω, σελ. 320, ὅπου φέρεται ὑπὸ τὴν ἔνδειξιν: «Ἰωακείμ ἀρχιμανδρίτης, ἐφημέριος Ἁγ. Τριάδος ἐτῶν 55» μὲ τόπο καταγωγῆς τὰ Μοσχονήσια τῆς Μ. Ἀσίας.

76. Βλέπε τὴν ἀπὸ 29 Μαίου 1865 ἀναφορὰ τοῦ Ἐμμ. Παπαδάκη, στὸ Ἀρχεῖο Ἀγωνιστῶν τῆς Ἐθνικῆς Βιβλιοθήκης Ἀθηνῶν. Ἐκεῖ καὶ πιστοποιητικὸ τῆς «Ἐπιτροπῆς τῆν Κρητῆν ἐν Πpovοίᾳ» μέ ἡμερομηνία 20 Ἰουνίου 1835 καὶ ὑπογράφοντα μέλη: Ν. Βενιέρης, Β. Χάλης, Γ. Σακόρραφος, Π. Ζερβουδάκης, Α. Φασούλης.

77. Ἐνοριακὸς ἦταν ὁ ναὸς τῶν Ἁγίων Πάντων σαφῶς μέχρι τὸ 1895, ὅπως προκύπτει ἀπὸ τά γραφόμενα τοῦ Μ. Λαμπρίδου, Ἡ Ναυπλία, σσ. 154, 184.

78. Βλέπε τὸ ἀριθ. 4549/28 Μαρτίου 1826 ἐγκύκλιο ἔγγραφο τοῦ Ὑπουργοῦ τῆς Θρησκείας «πρὸς ἅπαντας τοὺς ἐφημερεύοντας εἰς τὰς ἐκκλησίας τοῦ Ναυπλίου», διὰ τοῦ ὁποίου διατὰσσονται «σήμερον περὶ τὰς 9 νὰ παρευρεθῆτε εἰς τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Ἁγίου Νικολάου διὰ νὰ συνοδεύσετε χάριν κηδείας τὸ λείψανον τοῦ ἀποθανόντος κ. Διοντάτου τοῦ Ραδιμόρη, τὴν προσήκουσαν ἀκολουθίαν τοῦ ὁποίου θέλετε καὶ ψάλλει εἰς τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, τὸ δέ λείψανον ἑπομένως θέλει τὸ ἐνταφιάσετε περὶ τὴν ἐκκλησίαν τῶν Ἁγίων Πάντων» (Γ.Α.Κ. Ὑπ. Θρησκείας, φάκ. 14 (Μάρτιος 1826), ὑποφάκ. «Ἐκκλησιαστικά»). Βλ. Κ. Ντὸκου, Ἐκκλησ. περιουσία, B.N.J., 21, σελ. 64.

79. Κωνσταντίνου Σπηλιωτάκη, Τὸ Ἀρχεῖον Μιχαὴλ Ἰατροῦ, Ἀθήναι 1984. σ. 46.

80. Γ. Δ. Κελεμένη - Κ. Σ. Σπυροπούλου, Νομοθεσία περὶ ἐνοριῶν καὶ Τ.Α.Κ.Ε., Ἀθῆναι 1961, σελ. 99. Πρβλ. τὸ ἄρθρο 3 §1 τοῦ Ν.Δ. 620/1948 (Φ.Ε.Κ. 103-Α).