Ομοεθνείς πρόσφυγες και ο Κυβερνήτης Ι. Καποδίστριας – 190 έτη από τις πρώτες απόπειρες εφαρμογής προνοιακών δημόσιων πολιτικών στο σύγχρονο ελληνικό κράτος – Νίκος Σπ. Ζέρβας
Εισαγωγικές παρατηρήσεις – Η έναρξη του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα και τα πρώτα προσφυγικά ρεύματα – Το προσφυγικό ζήτημα κατά την καποδιστριακή περίοδο – Η προσφυγική πολιτική του Καποδίστρια – Οι αντιδράσεις του γηγενούς πληθυσμού της Πελοποννήσου απέναντι στην καποδιστριακή προσφυγική πολιτική – Το προσφυγικό ζήτημα στη μετα-καποδιστριακή περίοδο.
Ι. Εισαγωγικές παρατηρήσεις
Η έναρξη του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα κατά τις αρχές της τρίτης δεκαετίας του 19ου αιώνα κατέστησε την ελληνική επικράτεια ως τόπο υποδοχής ομοεθνών προσφύγων. Το υποτυπώδες σε οργάνωση και υποδομές ελληνικό κρατίδιο κλήθηκε να διαχειριστεί τα προσφυγικά ρεύματα, που συνέρεαν στα απελευθερωμένα εδάφη του καθόλη τη συγκεκριμένη δεκαετία. Ωστόσο, εξαιτίας των πενιχρών, έως και παντελώς ανύπαρκτων, ανθρωπίνων και κυρίως υλικών πόρων, τα πρώτα ψήγματα της κρατικής μέριμνας για τους ξεριζωμένους κατοίκους διαφόρων επαρχιών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εντοπίζονται μόλις κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1820, οπόταν κυβερνητικά καθήκοντα ανέλαβε ο Κερκυραίος πολιτικός και διπλωμάτης, Ιωάννης Καποδίστριας. Κατά τη διάρκεια της καποδιστριακής κυβερνητικής περιόδου διαμορφώθηκε το πρώτο οργανωμένο σχέδιο για την εγκατάσταση και την ένταξη στην κοινωνική και οικονομική ζωή δεκάδων χιλιάδων προσφύγων.
Πράγματι, από την έναρξη της θητείας του ο Καποδίστριας επέδειξε ιδιαίτερη φροντίδα για την επίλυση του σοβαρού προσφυγικού ζητήματος. Μέσω μιας σειράς κρατικών πρωτοβουλιών και παρόλη την έλλειψη των απαραιτήτων πόρων προσπάθησε να αποκαταστήσει τους ομοεθνείς ξεριζωμένους και ιδιαίτερα εκείνους, που είχαν εγκατασταθεί στην Πελοπόννησο λόγω των εύφορων εδαφών της. Οι περισσότερες όμως από τις εν λόγω πρωτοβουλίες παρέμειναν απλά σχέδια δημόσιας πολιτικής – και όχι πράξεις – εξαιτίας, μεταξύ άλλων, και των σθεναρών αντιδράσεων των αυτοχθόνων κατοίκων του ελληνικού κρατιδίου. Από την εποχή εκείνη, άλλωστε, στα ελαττώματα ενός σεβαστού μέρους του ελληνικού λαού συγκαταλέγονταν η ατομική ή οικογενειακή μεροληψία, ο τοπικιστικός χαρακτήρας των κατοίκων διαφόρων περιοχών της χώρας, όπως επίσης και οι διαιρέσεις και οι αμοιβαίες έχθρες, που προκαλούνταν από την ανομοιογενή κοινωνική σύνθεση.[1]
Παρά ταύτα, όπως προεκτέθηκε, οι πρώτες απόπειρες για την εφαρμογή μιας συντονισμένης προσφυγικής πολιτικής πραγματοποιήθηκαν κατά το διάστημα 1828-1831, καίτοι το ίδιο ζήτημα απασχολούσε τους Έλληνες εξεγερμένους ήδη από τους πρώτους μήνες του αγώνα της ανεξαρτησίας.
ΙΙ. Η έναρξη του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα και τα πρώτα
προσφυγικά ρεύματα
Αναμφίβολα, η έναρξη του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα την άνοιξη του 1821 αποτέλεσε μία κοσμογονία τόσο σε ευρωπαϊκό, όσο και σε ελληνικό επίπεδο. Για τη μοναρχική και πλήρως απολυταρχική Ευρώπη της τρίτης δεκαετίας του 19ου αιώνα η εθνεγερσία και η αμφισβήτηση της σουλτανικής εξουσίας επί των ελληνικών επαρχιών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αποτέλεσε όχι μόνο έκπληξη, αλλά επιπροσθέτως και απειλή για έναν ευρύτερο ξεσηκωμό των καταπιεσμένων ευρωπαϊκών λαών. Από την άλλη, για τους υποτελείς για 400 περίπου έτη στην Υψηλή Πύλη κατοίκους της ελληνικής επικρατείας, το σχεδόν ταυτόχρονο ξέσπασμα του αγώνα της ανεξαρτησίας στις ηγεμονίες της Μολδοβλαχίας και στην Πελοπόννησο ήταν μία μοναδική ευκαιρία για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού. Για το λόγο αυτό, καθόλη την άνοιξη του 1821 ο εθνικοαπελευθερωτικός ξεσηκωμός επεκτάθηκε στα εδάφη του Ολύμπου, της Μακεδονίας, της Θεσσαλομαγνησίας και της Εύβοιας,[2] με τους Έλληνες κατοίκους τους να διεκδικούν επίσης την ανεξαρτησία τους. Αντιστοίχως και οι νησιώτες, με χαρακτηριστικότερα παραδείγματα τους κατοίκους της Χίου, της Σάμου, των Ψαρών και της Κάσου, ακολούθησαν το παράδειγμα εκείνων των νησιών του Αργοσαρωνικού, επιδιώκοντας την απελευθέρωση των γενετειρών τους. Παρόλο τον ενθουσιασμό τους, πάντως, η έλλειψη υλικών πόρων και πολλώ δε μάλλον η μεγάλη απόσταση που τους χώριζε από το επίκεντρο των πολεμικών επιχειρήσεων, την Πελοπόννησο, είχε ως συνέπειες αφ’ ενός την άμεση κατάπνιξη των κινημάτων τους, αφ’ ετέρου τα φρικώδη αντίποινα, στα οποία επιδόθηκε η οθωμανική πλευρά εναντίον των γηγενών πληθυσμών.
Οι Οθωμανοί σαφώς και δεν θα παρέμεναν αμέτοχοι απέναντι στο γενικό ξεσηκωμό, που λάμβανε χώρα στις ελληνικές επαρχίες κατά τους πρώτους μήνες του 1821. Για το λόγο αυτό, δεν επικεντρώθηκαν μόνο στην αποκατάσταση της τάξης στις εξεγερμένες περιοχές, αλλά ταυτόχρονα και στην πρόληψη ενδεχομένων νέων επαναστατικών κινημάτων στη μήτρα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στα εδάφη, δηλαδή, και στις ακτές της σημερινής Τουρκίας.
Ως εκ τούτων, επιδόθηκαν εξαρχής σε βίαιες ενέργειες εναντίον των Ελλήνων κατοίκων της Κωνσταντινούπολης, του Φαναριού, κυρίως δε της Σμύρνης και της Κυδωνίας. Εξαιτίας των συγκεκριμένων ενεργειών ένα μέρος του ομοεθνούς πληθυσμού της Μικράς Ασίας άρχισε να εγκαταλείπει τις εστίες του και να εγκαθίσταται στην ελληνική επικράτεια, αποτελώντας τους πρώτους ξεριζωμένους από τις περιοχές τους πρόσφυγες.[3] Σχετικά σύντομα, πάντως, στα προσφυγικά ρεύματα προστέθηκαν και οι κάτοικοι των επαρχιών, όπου απέτυχε να εξαπλωθεί η εθνικοαπελευθερωτική φλόγα.
Πράγματι, πέραν των Μικρασιατών προσφύγων, κατά το δεύτερο μισό του 1821 τα εδάφη τους εγκατέλειπαν βιαστικά κάτοικοι της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας, οι οποίοι δεν είχαν καταφέρει να επικρατήσουν εναντίον των οθωμανικών δυνάμεων. Η πλειονότητά τους κατέφυγε προς τις κοντινές νήσους των Σποράδων, ενώ ένα άλλο τους μέρος κατευθύνθηκε προς τα εκεί όπου είχαν εγκατασταθεί οι Μικρασιάτες, σε νησιά του Αιγαίου, δηλαδή, όπως ήταν τα Ψαρά, η Χίος και η Σάμος, και δευτερευόντως η Σύρος και οι υπόλοιπες Κυκλάδες.[4]
Ωστόσο, οι τρομερές σφαγές που έλαβαν χώρα κατά το επόμενο χρονικό διάστημα στα εν λόγω νησιά – το 1822 στη Χίο, το 1824 στα Ψαρά – προκάλεσαν, αναπόφευκτα, νέα προσφυγικά ρεύματα, στα οποία συμπεριλήφθηκαν και οι γηγενείς τους κάτοικοι. Όλοι τους κατευθύνθηκαν προς τις Κυκλάδες, με τη Σύρο, την Τήνο, τη Μήλο και την Αμοργό να καθίστανται οι τόποι υποδοχείς για το πρώτο μισό της δεκαετίας του 1820 αμάχων, ως επί το πλείστον, ομοεθνών προσφύγων[5].
Από την άλλη, σε ό,τι αφορούσε τους αγωνιστές, τους ξεριζωμένους, δηλαδή, πολεμιστές, που επιθυμούσαν να συνεχίσουν τον αγώνα τους και να ενισχύσουν με τα όπλα τους ξεσηκωμένους αδελφούς τους, ο προορισμός τους ήταν διαφορετικός. Οι μεν ένοπλοι άνδρες της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας αφίχθηκαν σε περιοχές της Ρούμελης, ούτως ώστε να λάμβαναν μέρος σε εχθροπραξίες που διεξάγονταν εκεί, οι δε Μικρασιάτες κατέφυγαν στο Άργος και στην Πελοπόννησο ευρύτερα[6]. Στο Άργος, άλλωστε, άρχισε από τα μέσα της δεκαετίας του 1820 να εγκαθίσταται και ένα μεγάλο μέρος Κρητών οπλοφόρων[7] ύστερα από την αποτυχημένη έκβαση της δικής τους επανάστασης.
Ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας στην Κρήτη εκκίνησε με έδρα του τα Σφακιά των Χανίων τον Ιούνιο του 1821. Παρόλο το περίσσιο θάρρος και την ανάλογη αυτοθυσία των Κρητών αγωνιστών, από τους πρώτους κιόλας μήνες άρχισαν να διαφαίνονται οι δυσχέρειες για την επιτυχή έκβαση του εγχειρήματός τους. Κατά το αμέσως επόμενο έτος, άλλωστε, στη νήσο αποβιβάζονταν μαζικά αιγυπτιακά στρατεύματα, προκειμένου να ενίσχυαν τις οθωμανικές δυνάμεις κατοχής[8]. Όταν, μάλιστα, επέτυχαν την αποκατάσταση της εσωτερικής ασφάλειας στο νησί, αμφότεροι οι Τούρκοι και οι Αιγύπτιοι επιδόθηκαν σε τρομερές βιαιότητες και σφαγές ως αντίποινα στις επιθετικές ενέργειες του γηγενούς πληθυσμού. Κατά συνέπεια, ήδη από το 1823 και πολλώ δε μάλλον στα 1824 – 1825, ένα μεγάλο μέρος Κρητών προσφύγων άρχισε να αφικνείται στην ελληνική επικράτεια, με τον άμαχο πληθυσμό να λαμβάνει διαφορετική κατεύθυνση από εκείνη των ένοπλων αγωνιστών.
Πράγματι, ενόσω οι ένοπλοι Κρήτες εγκαταστάθηκαν απευθείας στα εδάφη της Αργολίδας και γενικότερα της Πελοποννήσου, οι άμαχοι πρόσφυγες κατευθύνθηκαν αρχικά προς τα Δωδεκάνησα και τις Κυκλάδες. Η Κάσος και η Σύρος, και σε δευτερεύοντα βαθμό η Μήλος, η Ίος, η Νάξος, η Πάρος και η Σίφνος αποτέλεσαν τα μέρη, όπου εγκαθίσταντο στα μέσα της δεκαετίας του 1820 οι ξεριζωμένοι Κρητικοί. Εντούτοις, επειδή η αποκατάστασή τους σε αυτές τις περιοχές ήταν αδύνατη λόγω της μη ευφορίας της γης των κυκλαδίτικων νησιών, κατά το επόμενο χρονικό διάστημα τελικός προορισμός και των εν λόγω προσφύγων κατέστη η Πελοπόννησος[9].
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το Άργος, το Ναύπλιο και σε μικρότερο βαθμό η Μονεμβασιά υποδέχθηκαν το μεγάλο κρητικό προσφυγικό κύμα, δίχως όμως να εκλείπουν τα ευτράπελα. Τούτο διότι, όπως και στα άλλα μέρη που είχαν εγκατασταθεί προσωρινά, ένα μικρό ποσοστό Κρητών προσφύγων, προερχόμενο κυρίως από τις τάξεις των οπλοφόρων, έρεπε προς την παρανομία και ειδικότερα προς τη ληστεία[10], προκαλώντας τη μήνη των γηγενών κατοίκων κατά του συνόλου του προσφυγικού πληθυσμού. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, τόσο το γενικότερα σοβαρό κοινωνικό πρόβλημα της ληστείας, όσο και το προσφυγικό ζήτημα εν συνόλω, ύστερα και από την περαιτέρω διόγκωσή του στα τέλη της τρίτης δεκαετίας του 19ου αιώνα, θα καλείτο να τα επιλύσει ο Ιωάννης Καποδίστριας άμα τη αναλήψει των κυβερνητικών του καθηκόντων τον Ιανουάριο του 1828.
ΙΙΙ. Το προσφυγικό ζήτημα κατά την καποδιστριακή περίοδο
Η άφιξη του Καποδίστρια στο Ναύπλιο στις αρχές του 1828 με σκοπό την ανάληψη της διακυβέρνησης του ελληνικού κρατιδίου αποτελεί έναν εξαιρετικά σημαντικό σταθμό στην πολιτική ιστορία της Ελλάδος. Εμφανιζόμενος ως ο από μηχανής θεός, ο Κερκυραίος πολιτικός καλείτο να μετασχηματίσει σ’ ένα οργανωμένο για την εποχή του κράτος ένα μόρφωμα, που έως εκείνη τη στιγμή βυθιζόταν στη φτώχεια, την αταξία, την εγκληματικότητα, τα εμφύλια πάθη και την αναρχία[11]. Παράλληλα, ήταν υποχρεωμένος να διαχειριστεί αποτελεσματικά ένα επίσης σοβαρό κοινωνικό πρόβλημα, που είχε ανακύψει καθόλη τη διάρκεια του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, την ασφαλή, δηλαδή, εγκατάσταση και αποκατάσταση των δεκάδων χιλιάδων ομοεθνών προσφύγων, που είχαν καταφύγει, λόγω των οθωμανικών βαναυσοτήτων, σε διάφορες περιοχές της ελληνικής επικρατείας, κυρίως δε στην Πελοπόννησο[12]. Ο αριθμός των εν λόγω προσφύγων, μάλιστα, θα αυξανόταν εκ νέου σημαντικά κατά το επόμενο χρονικό διάστημα εξαιτίας της αναζωπύρωσης του κρητικού αγώνα εναντίον των Οθωμανών, αλλά και της σύνδεσης του τελευταίου με τον εθνικό στόχο της αναγνώρισης της ανεξαρτησίας του ελληνικού κράτους.
Η νέα εξέγερση των Κρητών αγωνιστών, που είχαν παραμείνει στο νησί, έλαβε χώρα στα 1827-1828. Αντεπιτιθέμενοι οι Κρήτες επαναστάτες κατάφεραν να καταλάβουν το φρούριο της Γραμβούσας στον Κίσσαμο Χανίων, το οποίο έθεσαν ως κέντρο των πολεμικών τους επιχειρήσεων. Εντούτοις, η νέα κρητική εξέγερση προκάλεσε αμέσως τις αντιδράσεις των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής, που είχαν εμπλακεί ενεργά πια και ειδικά μετά τη ναυμαχία του Ναβαρίνου στον ελληνικό εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα.
Ιδιαίτερα οι Άγγλοι αξίωναν την άμεση υποχώρηση των επαναστατών και την υπογραφή ανακωχής μεταξύ Κρητών και Οθωμανών, ασκώντας παράλληλα τις σχετικές πιέσεις προς την ελληνική Κυβέρνηση. Από την πλευρά του ο Καποδίστριας, καίτοι κατανοούσε πλήρως τους λόγους που είχαν εξωθήσει τους ομοεθνείς αγωνιστές της Κρήτης να κινηθούν ξανά εναντίον των οθωμανοαιγυπτιακών στρατευμάτων, επιθυμούσε τη σύμπλευση με την αγγλική πλευρά, καθότι από εκείνη εξαρτιόταν άρδην ο εθνικός στόχος της αναγνώρισης της ανεξαρτησίας του ελληνικού κράτους. Για το λόγο αυτό, όχι μόνο ζήτησε την ενεργότερη παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων για την επίσπευση της κρητο-οθωμανικής ανακωχής, αλλά ταυτόχρονα αρνήθηκε την παροχή στρατιωτικής βοήθειας προς τους Κρήτες εξεγερμένους, προκαλώντας κατά συνέπεια την εναντίον του μήνη τους[13]. Παρόλες τις αντιδράσεις των Κρητών αγωνιστών, πάντως, η ανακωχή με την οθωμανική πλευρά υπεγράφη το φθινόπωρο του 1828 κατόπιν των σχετικών αγγλικών πιέσεων. Ωστόσο, η συνέχιση των λεηλασιών, των καταστροφών, των βιαιοτήτων, ακόμα και των φόνων από τους Οθωμανούς κατά τους επόμενους μήνες[14] θα επέφερε, αναπόφευκτα, τη νέα αναζωπύρωση της κρητικής εξέγερσης, μαζί της, όμως, και την εκ νέου αύξηση των προσφυγικών ρευμάτων προς την ελληνική επικράτεια.
Πράγματι, η παραβίαση της υπογραφείσας ανακωχής από τον Σουλεϊμάν πασά έφερε σε εξαιρετικά δύσκολη θέση τον κρητικό πληθυσμό[15]. Η αρχική του αντίδραση ήταν να συνεχίσει τον ανταρτοπόλεμο εναντίον των οθωμανοαιγυπτιακών δυνάμεων, παρόλο που σε αυτόν ήταν ενάντιοι οι Αγγλογάλλοι. Οι τελευταίοι, αποσκοπώντας στην αποτροπή της αναβίωσης των πρόσφατων εχθροπραξιών, όχι μόνο διατηρούσαν τα δικά τους στρατεύματα στο νησί, αλλά και πίεζαν την ελληνική πλευρά να συμπορευθεί προς την ίδια κατεύθυνση. Άλλωστε, στην τελική του ευθεία είχε μπει το ζήτημα της αναγνώρισης της ανεξαρτησίας του ελληνικού κράτους, στο οποίο είχαν επικεντρωθεί οι διπλωματικές πρωτοβουλίες του Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια.
Η ανεξαρτησία της Ελλάδος αναγνωρίστηκε εν τέλει με την υπογραφή του Πρωτοκόλλου του Λονδίνου μεταξύ των τριών (3) Μεγάλων Δυνάμεων – Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας – και του Σουλτάνου τον Φεβρουάριο του 1830, στο οποίο ορίζονταν, μεταξύ άλλων, και τα σύνορα του ελληνικού κράτους. Σε αυτά δεν περιλαμβανόταν η Κρήτη, αλλά μονάχα η Πελοπόννησος, η Στερεά Ελλάδα έως τη γραμμή Αμβρακικού και Παγασητικού κόλπου, τα νησιά του Αργοσαρωνικού και οι Κυκλάδες. Για το λόγο αυτό, μόλις την άνοιξη του 1830, με προσωπική του επιστολή προς τον αγωνιζόμενο κρητικό λαό, ο Καποδίστριας ζήτησε επισήμως τον τερματισμό του εθνικοαπελευθερωτικού του αγώνα, προκαλώντας για μία ακόμη φορά τη δυσαρέσκεια στις τάξεις των εναπομεινάντων αγωνιστών[16]. Ωστόσο, επειδή εφεξής θα ήταν ανώφελη η συνέχιση της απελευθερωτικής τους προσπάθειας, σύντομα έλαβαν την απόφαση για την ολοσχερή παράδοση της νήσου στους Τουρκοαιγυπτίους. Στη συγκεκριμένη τους απόφαση, πάντως, συνέβαλαν τα μάλα οι νέες βαναυσότητες των δυνάμεων κατοχής[17], μέσω των οποίων επιζητούσαν τη διασφάλιση της εσωτερικής τάξης στο νησί. Ως εκ τούτων, στα τέλη του 1830 – αρχές του 1831 οι Κρήτες αγωνιστές παρέδωσαν το κατειλημμένο από εκείνους φρούριο της Γραμβούσας στους Οθωμανούς[18]. Ήδη, πάντως, από τους προηγούμενους μήνες είχε εκκινήσει ο δρόμος της προσφυγιάς για χιλιάδες συντοπίτες τους με προορισμό, ως επί το πλείστον, την Πελοπόννησο.
Από τα τέλη του καλοκαιριού του 1830 ένας μεγάλος αριθμός προσφύγων άρχισε να αφικνείται σε περιοχές της Πελοποννήσου κατόπιν καθοδηγήσεων της ελληνικής Κυβέρνησης. Μάλιστα, ο ίδιος ο Καποδίστριας είχε επιμεληθεί την ασφαλή μεταφορά τους[19], την οποία ενέταξε στα πλαίσια της σχεδιασθείσας από εκείνον προσφυγικής πολιτικής[20]. Η συγκεκριμένη δημόσια πολιτική, άλλωστε, είχε διαμορφωθεί από τους πρώτους μήνες της κυβερνητικής του θητείας προς αντιμετώπισιν τόσο της σοβαρής ανθρωπιστικής κρίσης, όσο όμως και των επιδημιών που εξαπλώνονταν λόγω των αθλίων συνθηκών διαβίωσης των πρώτων προσφύγων, όπως ήταν η πανώλη, που θέριζε τα φτωχότερα τμήματα του πληθυσμού κατά το πρώτο εξάμηνο του 1828[21].
ΙV. Η προσφυγική πολιτική του Καποδίστρια.
Εκτός όλων των άλλων σοβαρών κοινωνικών προβλημάτων, με τα οποία ήρθε αντιμέτωπος ο Ιωάννης Καποδίστριας άμα τη αναλήψει των κυβερνητικών του καθηκόντων τον Ιανουάριο του 1828, στην ατζέντα του εξαρχής είχε συμπεριληφθεί και το επίσης μείζονος σημασίας προσφυγικό ζήτημα. Καθόλα τα προηγούμενα έτη ομοεθνείς πρόσφυγες είχαν κατακλύσει τις Κυκλάδες, περιοχές της Ρούμελης και κυρίως την Πελοπόννησο, αναζητώντας τη σωτηρία από τις οθωμανικές θηριωδίες που λάμβαναν χώρα στους τόπους καταγωγής τους. Ειδικά στην Πελοπόννησο ο προσφυγικός πληθυσμός είχε εγκατασταθεί στις εύφορες πεδιάδες, ιδίως της Αργολιδοκορινθίας[22], ζητώντας από τις πολιτικές αρχές του ελληνικού κρατιδίου φροντίδα για την επούλωση των πληγών, που τους είχε προκαλέσει ο δρόμος της ξενιτιάς.
Ωστόσο, η αδυναμία των κεντρικών και τοπικών αρχών να προσφέρουν έστω τη στοιχειώδη βοήθεια, εξαιτίας της παντελούς έλλειψης πόρων, αλλά και των μεταξύ τους ερίδων, είχε ως συνέπεια την όξυνση του προσφυγικού προβλήματος κατά το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1820. Για το λόγο αυτό, άλλωστε, ο Κερκυραίος Κυβερνήτης το ενέταξε εξαρχής εντός των πλαισίων της γενικότερης προνοιακής του πολιτικής, στην οποία περιλαμβάνονταν η παροχή τροφής, περίθαλψης, στέγης και εκπαίδευσης σε αδύναμες κοινωνικές ομάδες[23], όπως ήταν τα ορφανά του πολέμου[24], καθώς και οι πρόσφυγες, παρόλη την ανεπάρκεια πόρων που διέκρινε το ελληνικό κρατίδιο.
Όσον αφορά το προσφυγικό ζήτημα, ο Καποδίστριας ζήτησε άμεσα από τους δημογέροντες του Ναυπλίου τη σύνταξη ενός γενικού καταλόγου, στον οποίο θα περιλαμβάνονταν ο ακριβής αριθμός και στα στοιχεία των προσφυγικών οικογενειών, που είχαν εγκατασταθεί στην πόλη και στις γύρω περιοχές[25].
Αμέσως μόλις έλαβε τα σχετικά στοιχεία και έχοντας διαπιστώσει ιδίοις όμασι τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης του προσφυγικού πληθυσμού σε παραπήγματα εντός της πρωτεύουσας του κρατιδίου, προέβη στην ανάθεση της εκπόνησης ενός οικιστικού σχεδίου, στο οποίο συγκαταλεγόταν η διαμόρφωση ενός αμιγώς προσφυγικού συνοικισμού, εδρευομένου εκτός της πόλεως[26]. Το πομπώδες αυτό έργο, το οποίο αποτέλεσε την πρώτη οργανωμένη προσπάθεια πολεοδομικής και οικοδομικής ανασυγκρότησης του σύγχρονου ελληνικού κράτους[27] ανατέθηκε στον συντοπίτη του Καποδίστρια, Κερκυραίο μηχανικό Σταμάτη Βούλγαρη. Με επιστολή που απέστειλε προς τον ίδιο και τον επίσης μηχανικό Νικόλαο Μαυρομάτη, ο Κυβερνήτης ζήτησε την κατασκευή μιας σειράς προσφυγικών κατοικιών στην περιοχή μεταξύ του Ναυπλίου και του χωριού Άρια, πλησίον, δηλαδή, του νεκροταφείου της πόλης. Μάλιστα, στις εργασίες κατασκευής απαίτησε να μετέχουν οι ίδιοι οι πρόσφυγες, μεριμνώντας, τοιουτοτρόπως, και για την – έστω προσωρινή – επαγγελματική τους αποκατάσταση. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, στην εν λόγω περιοχή κατασκευάστηκαν σε σύντομο χρονικό διάστημα πάνω από 650 καλύβια, ικανά να φιλοξενούσαν 2.500 πρόσφυγες, αποτελώντας, ως εκ τούτου, το πρώτο συντονισμένο πρόγραμμα δόμησης λαϊκής-κοινωνικής κατοικίας στην Ελλάδα[28]. Άλλωστε, επιθυμώντας να προσδώσει και αμιγώς συμβολικά στοιχεία στη συγκεκριμένη δημόσια πολιτική, ο Κερκυραίος πολιτικός με προσωπική του απόφαση ονόμασε τον προσφυγικό συνοικισμό «Πρόνοια», στον οποίο εγκαταστάθηκαν, κατά κύριο λόγο, Κρήτες πρόσφυγες[29]. Πέραν της Πρόνοιας και της ευρύτερης περιοχής του Ναυπλίου, πάντως, οι ομοεθνείς πρόσφυγες κατά την καποδιστριακή περίοδο εγκαθίσταντο και σε άλλα μέρη της Πελοποννήσου, σύμφωνα πάντοτε με την εποικιστική πολιτική, που είχε επίσης χαράξει ο ίδιος ο Κυβερνήτης.
Πράγματι, ειδικά κατά τους πρώτους μήνες της θητείας του, οι ξεριζωμένοι μεταφέρθηκαν και σε άλλες πελοποννησιακές επαρχίες, της Αρκαδίας και κυρίως της σημερινής Κορινθίας. Τούτο διότι, μεταξύ των μειζόνων στόχων του Καποδίστρια συγκαταλεγόταν και ο εποικισμός, ήτοι η ανοικοδόμηση πόλεων και χωριών, που είχαν καταστραφεί από τις πολεμικές επιχειρήσεις του πρόσφατου παρελθόντος, και η επανακατοίκηση ερειπωμένων περιοχών έπειτα από την αποχώρηση των Οθωμανών κατοίκων τους[30]. Γι’ αυτό και μέσα σε λίγες εβδομάδες από την έναρξη της κυβερνητικής του θητείας είχε ζητήσει την επίσημη καταγραφή των γαιών, που είχαν εθνικοποιηθεί έπειτα από την έναρξη του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα και την αποχώρηση των αλλοεθνών ιδιοκτητών τους[31]. Ένα χρόνο αργότερα δε, τον Μάρτιο του 1829, απαίτησε την έγκριση του Υπουργικού του Συμβουλίου για την παραχώρηση πέντε (5) χιλιάδων στρεμμάτων ακαλλιέργητης εθνικής γης σε πρόσφυγες[32], η οποία σαφώς και εξυπηρετούσε τους εποικιστικούς του σκοπούς. Μόλα ταύτα, η αρχική εποικιστική και προσφυγική του πολιτική άρχισε να αναθεωρείται ριζικά από τον Φεβρουάριο του 1830 και μετά, οπόταν η εξαίρεση της Κρήτης από τα σύνορα του ελληνικού κράτους στο Πρωτόκολλο του Λονδίνου προκάλεσε ένα νέο κύμα προσφυγικών ροών από τη συγκεκριμένη νήσο.
Για τη διαχείριση του νέου μαζικού προσφυγικού ρεύματος ο Καποδίστριας, τον Μάρτιο του 1831, προέβη στην έκδοση του σχετικού ΚΔ’ Ψηφίσματος (Γενική Εφημερίς της Ελλάδος, φ. 22). Σε αυτό καθορίζονταν οι κυριότεροι άξονες της κρατικής μέριμνας για την περίθαλψη και την αποκατάσταση των Κρητών προσφύγων, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονταν η μεταφορά και η εγκατάσταση του μεγαλύτερου μέρους τους στην Πελοπόννησο, η παραχώρηση σε αυτούς εθνικής γης, καθώς και η χορήγηση ενός επιδόματος για την καλλιέργεια αυτής και την κατασκευή κατοικίας. Σε ό,τι αφορούσε δε τους απαραίτητους πόρους για τη χρηματοδότηση του νέου εποικιστικού προγράμματος, στην ίδια κανονιστική ρύθμιση προβλεπόταν η διεξαγωγή εράνου για τη συγκέντρωσή τους[33].
Με το συγκεκριμένο ψήφισμα, τέλος, συγκροτήθηκε η «επί των Κρητών Επιτροπή», στις αρμοδιότητες της οποίας υπήχθησαν η κατανομή των προσφυγικών οικογενειών σε διάφορες πελοποννησιακές επαρχίες, η διαχείριση της οικονομικής βοήθειας και γενικότερα η εφαρμογή της προσφυγικής πολιτικής, πάντοτε σε συνεργασία με τον Κυβερνήτη. Ένας σύντομος απολογισμός του έργου της εν λόγω Επιτροπής, άλλωστε, δημοσιεύθηκε στα τέλη Μαΐου του 1831 στη «Γενική Εφημερίδα της Ελλάδος» (φ. 40).
Βάσει του απολογισμού της «επί των Κρητών Επιτροπής» συντάχθηκε κατ’ αρχάς ένας νέος κατάλογος, που περιελάμβανε το σύνολο των κρητικών οικογενειών της Αργολίδος, τόσο εκείνων που διέμεναν ήδη στην Πρόνοια, όσο και αυτών που βρίσκονταν στα προάστια του Ναυπλίου, στην Τίρυνθα, αλλά και στο Άργος. Παράλληλα, στο ίδιο κείμενο καταγράφονταν οι περιοχές, που θα μπορούσαν να εγκατασταθούν νέες προσφυγικές ομάδες, οι οποίες συνέχιζαν να εγκαταλείπουν την Κρήτη, με χαρακτηριστικότερα παραδείγματα τα εύφορα χωριά έξω από το Άργος, όπως ήταν οι Μύλοι, το Σκαφιδάκι και το Τσακήρι, η επαρχία της Κορώνης στη Μεσσηνία, που μπορούσε να φιλοξενήσει περίπου 700 προσφυγικές οικογένειες, όπως επίσης και οι περιοχές της Θερμησίας και της Τραχειάς, που ανήκαν τότε διοικητικά στην επαρχία Κορίνθου. Με βάση την εν λόγω έρευνα, συνεπώς, αναδιαμορφώθηκε από τον Κυβερνήτη η εποικιστική και προσφυγική πολιτική, περιλαμβάνοντας πια τη συγκρότηση και νέων προσφυγικών συνοικισμών, πέραν εκείνου της Πρόνοιας του Ναυπλίου.
Χαρακτηριστικότερα παραδείγματα ήταν το Τολό στην Αργολίδα, όπου εγκαταστάθηκαν κυρίως οι ευπορότεροι από τους πρόσφυγες, και η Μεθώνη στη Μεσσηνία, η οποία αποτέλεσε ένα επίσης αμιγώς προσφυγικό συνοικισμό[34]. Παράλληλα, μ’ ένα νεότερο κυβερνητικό ψήφισμα για την αποκατάσταση των Κρητών προσφύγων επιβλήθηκε η αύξηση της τάξεως του 2% στους εισαγωγικούς και στους εξαγωγικούς δασμούς για την παροχή οικονομικής βοήθειας σε αυτούς, ταυτόχρονα δε απλουστεύθηκαν οι διαδικασίες παροχής γης σε ξεριζωμένους ομοεθνείς[35], τουλάχιστον σε θεωρητικό βαθμό. Τούτο διότι, το δυσεπίλυτο πρόβλημα του καθεστώτος και της διανομής των εθνικών γαιών του ελληνικού κράτους αποτελούσε ένα σοβαρό εμπόδιο για την αποτελεσματική εφαρμογή της καποδιστριακής προσφυγικής πολιτικής.
Το περίπλοκο καθεστώς των εθνικών γαιών είχε ανακύψει ήδη από τα μέσα της τρίτης δεκαετίας του 19ου αιώνα, κατά τη διάρκεια, δηλαδή, του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα. Καίτοι οι πρώτες επαναστατικές Εθνοσυνελεύσεις είχαν μεριμνήσει για την εθνικοποίηση της πρώην τουρκικής γης, η σύναψη των δύο (2) επαναστατικών δανείων κατά το ίδιο χρονικό διάστημα την είχε καταστήσει υποθηκευμένη[36]. Ως εκ τούτων, οι κρατικές αρχές δυσχεραίνονταν – εάν δεν αδυνατούσαν παντελώς – να παραχωρήσουν εθνικά κτήματα σε ακτήμονες γηγενείς κατοίκους ή πρόσφυγες, κάτι που διαιωνίστηκε και κατά την καποδιστριακή περίοδο. Μόνο από το 1830 και μετά, οπόταν στο Πρωτόκολλο του Λονδίνου οι υποθήκες περιορίστηκαν στα κτήματα που κατείχε ο τουρκικός στρατός μέχρι και την αποχώρηση των τελευταίων δυνάμεών του από την Ελλάδα[37], επετράπη – έστω εν μέρει – στον Κερκυραίο Κυβερνήτη να τα διαχειριστεί. Εκείνος, όπως ήταν αναμενόμενο, τα ενέταξε άμεσα στη γενικότερη εποικιστική του πολιτική, στην οποία πρωταγωνιστούσε η οικονομική και κοινωνική ενσωμάτωση των ομοεθνών προσφύγων, κυρίως δε των Κρητών.
Επιδιώκοντας να καταστήσει την Ελλάδα μία αμιγώς αγροτική χώρα[38] ο Καποδίστριας φρόντισε να συνδέσει την επίλυση του προσφυγικού ζητήματος με τον συγκεκριμένο του στόχο. Για το λόγο αυτό η αποκατάσταση των Κρητών προσφύγων, από τα μέσα του 1830 και ύστερα, είχε αμιγώς γεωργικά χαρακτηριστικά. Συγκεκριμένα, μια μικρή ομάδα προσφύγων – περίπου 700 τον αριθμό – μεταφέρθηκε στο αγροκήπιο της Τίρυνθας για την απασχόλησή τους αποκλειστικά σε αυτό[39], ενώ άλλοι συνέχισαν να τοποθετούνται σε εύφορες πεδιάδες του συνόλου της Πελοποννήσου, για να καλλιεργούσαν τη γη που τους παραχωρείτο από το ελληνικό κράτος. Αυτές οι παραχωρήσεις, ωστόσο, οι οποίες περιορίζονταν σχεδόν αποκλειστικά στον προσφυγικό πληθυσμό και δεν επεκτείνονταν στον γηγενή, θα προκαλούσαν σύντομα τις σοβαρότατες αντιδράσεις του τελευταίου απέναντι στην προσφυγική πολιτική του Κυβερνήτη.
V. Οι αντιδράσεις του γηγενούς πληθυσμού της Πελοποννήσου απέναντι στην καποδιστριακή προσφυγική πολιτική.
Η άφιξη δεκάδων χιλιάδων προσφύγων σ’ ένα κρατίδιο, που μόλις είχε εξέλθει από έναν πολυετή και σκληρό ένοπλο αγώνα, δίχως, μάλιστα, να διαθέτει ούτε καν τους στοιχειώδεις πόρους και υποδομές, αποτελούσε από μόνη της ένα δυσεπίλυτο κοινωνικό ζήτημα. Τις δυσκολίες αντιμετώπισής του, πάντως, προσαύξανε και η μεταβολή στην κοινωνική σύνθεση που προκαλούσε η εγκατάσταση των ξεριζωμένων, ιδιαίτερα στην Πελοπόννησο, όπου ο προσφυγικός πληθυσμός έφτανε στο ¼ εκείνου των γηγενών της κατοίκων. Για το λόγο αυτό, άλλωστε, οι τελευταίοι αντιμετώπιζαν με περίσσια καχυποψία τους ομοεθνείς πρόσφυγες, η οποία πολλές φορές έφτανε και στο σημείο της απέχθειας. Τούτο διότι, όπως έχει εκ νέου επισημανθεί, ένα – έστω μικρό – μέρος του προσφυγικού πληθυσμού, προερχόμενο από τις τάξεις των ενόπλων αγωνιστών[40], κατέφευγε στην παρανομία και ειδικά στη ληστεία για την εξασφάλιση των αναγκαίων μέσων διαβίωσης. Βέβαια, το μείζον κοινωνικό πρόβλημα της ληστείας αντιμετωπίστηκε αποτελεσματικά από τον Ιωάννη Καποδίστρια, ήδη από τους πρώτους μήνες της κυβερνητικής του θητείας. Κατά συνέπεια, άλλοι ήταν οι βασικοί λόγοι, που προκαλούσαν τις αντιδράσεις των γηγενών κατοίκων απέναντι στην προσφυγική πολιτική του Κερκυραίου Κυβερνήτη, σχετιζόμενοι, ως επί το πλείστον, με τη διανομή εθνικής γης.
Πράγματι, το ζήτημα της διανομής των εθνικών γαιών αποτέλεσε τη θρυαλλίδα για την οριστική διάρρηξη των σχέσεων μεταξύ γηγενών κατοίκων και προσφύγων. Ούσα την εποχή εκείνη η Ελλάδα μία χώρα ακτημόνων κατοίκων και ουσιαστικά κολίγων[41], ήταν αναπόφευκτο να ξεχωρίζει μεταξύ των κοινωνικών αιτημάτων προς τις κρατικές αρχές η παραχώρηση καλλιεργούμενης γης.
Μάλιστα, επειδή η πολιτεία δεν διέθετε τους απαραίτητους πόρους για την καταβολή αποζημιώσεων σε όσους είχαν δώσει την περιουσία τους, ή ακόμα και το ίδιο τους το αίμα για την απελευθέρωση της πατρίδας, ήταν φυσικό οι τελευταίοι να αναμένουν τη διανομή σε αυτούς και τις οικογένειές τους διαθεσίμων εθνικών κτημάτων. Και ο ίδιος ο Κυβερνήτης, άλλωστε, τους είχε διαμοιράσει ανάλογες υποσχέσεις[42], επιδεικνύοντας το ειλικρινές του ενδιαφέρον όχι μόνο για τους πρόσφυγες, αλλά και για τον γηγενή πληθυσμό, που είχε μείνει ανέστιος και άστεγος. Μόλα ταύτα, εξαιτίας της πολυπλοκότητας της διαχείρισης του ζητήματος των πλήρως υποθηκευμένων – τουλάχιστον έως το 1830 – εθνικών γαιών, ο Καποδίστριας κατάφερε εν τέλει να μοιράσει γη μόνο σε πρόσφυγες, εντάσσοντας τη διανομή τους στη γενικότερη εποικιστική του πολιτική. Κατά συνέπεια, ήταν αναπόφευκτο να ξεσπάσουν σφοδρές αντιδράσεις στις τάξεις τόσο εκείνων που ανέμεναν από το κράτος την παραχώρηση γης, όσο και αυτών, που κατά το πρόσφατο παρελθόν είχαν καταπατήσει μέρος της δημόσιας ακίνητης περιουσίας και δεν επιθυμούσαν να την παραχωρήσουν σε ξεριζωμένους ομοεθνείς τους[43].
Για τους λόγους αυτούς, σε πολλές περιοχές της Πελοποννήσου οι Κρήτες και έτεροι πρόσφυγες κατέστησαν ανεπιθύμητοι, αρνούμενοι οι γηγενείς κάτοικοι να αποδεχθούν την εγκατάστασή τους στα μέρη τους. Χαρακτηριστικά, τόσο στο Κοφίνι, ένα χωριό παραδίπλα στο αγροκήπιο της Τίρυνθας, όσο και στο Τσακήρι, που υπαγόταν στην επαρχία του Άργους, οι κάτοικοί τους προσπάθησαν να παρεμποδίσουν τους Κρήτες πρόσφυγες να καλλιεργήσουν την παραχωρηθείσα σε αυτούς γη[44]. Τα βέλη τους, ωστόσο, δεν κατευθύνονταν μοναχά κατά των προσφύγων, αλλά και εναντίον του ίδιου του Κερκυραίου Κυβερνήτη, θεωρούντες ότι είχε αθετήσει τις υποσχέσεις του.
Αδιαμφισβήτητα, εκτός από τον δεσποτικό έως και καισαρικό τρόπο διακυβέρνησης, που είχε από την έναρξη της θητείας του υιοθετήσει[45], την όξυνση της καποδιστριακής αντιπολίτευσης ενθάρρυνε και η αναποτελεσματική διαχείριση του ζητήματος των εθνικών γαιών. Οι απογοητευμένοι και πολλώ δε μάλλον εξοργισμένοι από τη διανομή καλλιεργήσιμης γης σε πρόσφυγες γηγενείς κάτοικοι πρωταγωνίστησαν στον αντικαποδιστριακό αγώνα. Σε αυτόν, βέβαια, εντάχθηκε και ένα μέρος των Κρητών προσφύγων, οι οποίοι συνέχιζαν να θεωρούν, πως με τη διπλωματική του στάση ο Κυβερνήτης είχε προδώσει την ένοπλη εξέγερσή τους στα 1828-1830[46]. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η τραγική συνέπεια του αγώνα κατά του Καποδίστρια, ήτοι η δολοφονία του στο Ναύπλιο στα τέλη Σεπτεμβρίου του 1831, είχε ως αποτέλεσμα τη μη οριστική επίλυση τόσο του ζητήματος της διανομής των εθνικών γαιών, όσο και εκείνου της αποτελεσματικής αποκατάστασης των ομοεθνών προσφύγων. Και τα δύο (2) αυτά ζητήματα κλήθηκαν να διαχειριστούν οι διάδοχοι του Κερκυραίου πολιτικού στην ηγεσία του ελληνικού κράτους.
VI. Το προσφυγικό ζήτημα στη μετα-καποδιστριακή περίοδο.
Ο αμέσως επόμενος, μετά τον Καποδίστρια, διαχειριστής του προσφυγικού ζητήματος ήταν ο νεαρός Βαυαρός μονάρχης Όθωνας και η Αντιβασιλεία του. Έως την ανάληψη των καθηκόντων τους στους πρώτους μήνες του 1833, το ελληνικό κράτος είχε βυθιστεί στην αναρχία και στους εμφύλιους σπαραγμούς, που είχε προκαλέσει ο τραγικός και αιφνίδιος θάνατος του Κυβερνήτη. Κατά συνέπεια, τα ζητήματα των εθνικών γαιών και των ανέστιων προσφύγων είχαν παραμείνει ανοικτά έως και την άφιξη των Βαυαρών αρχόντων στην ελληνική επικράτεια.
Ωστόσο, και κατά τη διάρκεια της θητείας της δυναστείας των Βίτελσμπαχ στον ελληνικό θρόνο, τα συγκεκριμένα σοβαρά θέματα θα παρέμεναν εκκρεμή. Πλην ορισμένων μεμονωμένων ενεργειών, όπως ήταν η κατασκευή νέων προσφυγικών συνοικισμών στην Αργολίδα και στη Μεσσηνία, καθώς και η θέσπιση και άλλων κανονιστικών ρυθμίσεων για την αποκατάσταση των Κρητών προσφύγων, το προσφυγικό ζήτημα συνέχισε να διευθετείται αναποτελεσματικά. Τούτο διότι, οι Βαυαροί άρχοντες αρνούνταν να προβούν στη λήψη οιασδήποτε πρωτοβουλίας για τη διανομή της εθνικής γης, αφ’ ετέρου διότι ο γηγενής πληθυσμός συνέχιζε να αντιμετωπίζει από καχύποπτα έως εντελώς εχθρικά τους ομοεθνείς πρόσφυγες. Το τελευταίο, άλλωστε, επιβεβαιώθηκε πανηγυρικά στη νέα Εθνοσυνέλευση στα 1843-1844, οπόταν τέθηκε επισήμως πια το ζήτημα της διάκρισης των δικαιωμάτων και των προνομίων μεταξύ των αυτοχθόνων και των ετεροχθόνων κατοίκων του ελληνικού κράτους, με τους δεύτερους να αποκλείονται, μεταξύ άλλων, από κάθε δημόσιο αξίωμα. Ο προσφυγικός πληθυσμός, πάντως, παρόλο το αρνητικό γι’ αυτόν περιβάλλον, προσπάθησε να προσαρμοστεί στη νέα πραγματικότητα, με την πλειονότητα των ξεριζωμένων να εντάσσεται, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, στο γεωργικό τομέα. Αυτή ήταν, ούτως ή άλλως, η παραγωγική βάση του ελληνικού κράτους καθόλο τον 19ο αιώνα.
Υποσημειώσεις
[1] ΑΝ. ΓΑΒΑΛΑΣ, Η Κοινωνία και το Κράτος επί Ι. Καποδίστρια, Αθήνα 1976, σ. 25-26.
[2] ΑΝ. ΜΑΜΟΥΚΑΣ, Τα κατά την Αναγέννησιν της Ελλάδος, τόμος ΙΑ΄, Βασιλικόν Τυπογραφείον, Αθήναι 1852, σ. 284-286.
[3] ΑΠ. ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΣ, Πρόσφυγες και Προσφυγικό Ζήτημα κατά την Επανάστασιν του 1821, Θεσσαλονίκη 1939, σ. 7-10.
[4] ΑΝ. ΜΑΜΟΥΚΑΣ, Τα κατά την Αναγέννησιν της Ελλάδος…, σ. 284, ΑΠ. ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΣ, Πρόσφυγες και Προσφυγικό Ζήτημα κατά την Επανάστασιν του 1821…, σ. 21-22.
[5] Αν. Καραμουζη, «Καταγραφή και Χαρτογράφηση των Προσφυγικών Οικισμών στον Ελληνικό Χώρο από το 1821 έως Σήμερα. Προσέγγιση στα Πλαίσια των Πολιτικών Εξελίξεων και της Παράλληλης Κρατικής Δραστηριότητας», σ. 18, στο Ο Ξεριζωμός και η Άλλη Πατρίδα. Οι Προσφυγουπόλεις στην Ελλάδα, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, Αθήνα 1999.
[6] Απ. Βακαλοπουλος, Πρόσφυγες και Προσφυγικό Ζήτημα κατά την Επανάστασην του 1821…, σ. 17-18, 21-22.
[7] Εκτός από το Άργος, Κρήτες πολεμιστές εγκαταστάθηκαν σε σύντομο χρονικό διάστημα και σε άλλα μέρη της ευρύτερης περιοχής, όπως ήταν οι Μύλοι, το Ναύπλιο και η Τριπολιτσά, προκειμένου να παραβρίσκονταν στο κέντρο των πολεμικών επιχειρήσεων. Κ. Κριτοβουλιδης, Απομνημονεύματα του περί Αυτονομίας της Ελλάδος Πολέμου των Κρητών, Αθήναι 1859, σ. 299.
[8] Αν. Μαμουκας, Τα κατά την Αναγέννησιν της Ελλάδος., σ. 293.
[9] Δ. Βαγιακακος, «Κρήτες Πρόσφυγες εις την Πελοπόννησον επί Καποδίστρια», Μνημοσύνη 1, 1967, σ. 52-53.
[10] Απ. Βακαλοπουλος, Πρόσφυγες και Προσφυγικό Ζήτημα κατά την Επανάστασιν του 1821…, σ. 47.
[11] Αυτά μαρτυρούσαν, άλλωστε, οι επιστολές-αναφορές που ζήτησε και έλαβε ο Ιωάννης Καποδίστριας από τους υπουργούς – «Γραμματείς της Επικρατείας», οι οποίοι ασκούσαν την πολιτική εξουσία μαζί με την Αντικυβερνητική Επιτροπή έως και την άφιξή του στην ελληνική επικράτεια. Ι. Α. Καποδιςτρια, Επιστολαί, τόμος Α’, Αθήναι 1842, σ. 391-401.
[12] Την τραγικότητα της όλης κατάστασης περιέγραφε γλαφυρά ο ίδιος ο Κερκυραίος Κυβερνήτης σε επιστολή του προς τον Άγγλο στρατηγό Church τον Μάρτιο του 1828, όπου σημείωνε σχετικά για το ελληνικό κρατίδιο: «ο μεν ουρανός πάγκαλος αληθώς, η δε γη όμως στενάζει άγονος, αχθοφόρος σμήνους προσφύγων και επαιτών!». Ι. Α. Καποδιςτρια, Επιστολαί, τόμος Α’, Αθήναι 1842, σ. 362, 365.
[13] Ι. Α. Καποδίστρια, Επιστολαί, τόμος Β’, Αθήναι 1842, σ. 360, 387-388.
[14] Σπ. Τρικουπης, Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης, τόμος Δ’, εκδόσεις Α. Α. Λιβάνη, Αθήνα 1994, σ. 286-287.
[15] Ι. Α. Καποδιςτρια, Επιστολαί, τόμος Γ’, Αθήναι 1842, σ. 12-13.
[16] Δ. Βαγιακακος, «Κρήτες Πρόσφυγες εις την Πελοπόννησον επί Καποδίστρια»…, σ. 41.
[17] «Άπειραι είναι αι σφαγαί, αι αιχμαλωσίαι και οσ’ άλλα φρικτά επέφεραν και των άλλων φρουρίων οι Τούρκοι… Οι Τούρκοι της Κρήτης, κύριοι πλοίαρχοι, δεν είναι ως οι Τούρκοι κατά δυστυχίαν των άλλων μερών. Αυτοί είναι τα ανθρωπόμορφα μυθολογούμενα θηρία, οι αυτόχρημα τίγρεις και δεν ημπορούν κατ’ ουδένα τρόπον αν δεν εξορμήσωσιν επάνω μας, κατασπαράττοντες τας σάρκας μας ως τίγρεις αυτοί!». Αυτά περιέγραφαν σχετικά οι Κρήτες αγωνιστές σε επιστολή – έκκλησή τους προς τις Μεγάλες Δυνάμεις τον Ιούνιο του 1830, ζητώντας την προστασία των Ελλήνων κατοίκων του νησιού από τις οθωμανικές θηριωδίες. ΑΡΧΕΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΑΛΙΓΓΕΝΕΣΙΑΣ, Έγγραφα Καποδιστριακής Περιόδου, τόμος ΚΕ’, Βουλή των Ελλήνων, Αθήνα 2012, σ. 5155.
[18] Δ. Βαγιακακος, «Κρήτες Πρόσφυγες εις την Πελοπόννησον επί Καποδίστρια»…, σ. 42.
[19] Για την ασφαλή μεταφορά των προσφύγων που επιθυμούσαν να εγκαταλείψουν την Κρήτη, ο Καποδίστριας έστειλε στο νησί τον ναύαρχο Κωνσταντίνο Κανάρη. Εκείνος συνέβαλε τα μέγιστα στην, ουσιαστικά, απόδραση ενός μεγάλου μέρους του ελληνικού πληθυσμού, αφού η οθωμανική πλευρά παρεμπόδιζε τη μετανάστευσή του, επιθυμώντας διακαώς την παραμονή του στο νησί προς εξασφάλισιν των απαραιτήτων εργατικών χεριών. Δ. Βαγιακακος, «Κρήτες Πρόσφυγες εις την Πελοπόννησον επί Καποδίστρια», σ. 44.
[20] Αποσκοπώντας στη στήριξη της εν λόγω πολιτικής, κατά το ίδιο χρονικό διάστημα ο Κερκυραίος Κυβερνήτης εξέταζε τις δυνατότητες λήψης ενός νέου δανείου, αναφέροντας σχετικά σε επιστολή του προς τον φιλέλληνα Sturdza πως «και ήδη οι μετανάσται Κρήτες έρχονται πανταχόθεν εις τε τας νήσους και ενθάδε, πανενδεείς και ζητούντες παρ ’ ημών άρτον και στέγην. Είμαι άρα φορτωμένος και με αυτήν τη νέαν δαπάνην!». Ι. Α. Καποδίστρια, Επιστολαί, τόμος Δ’, Αθήναι 1842, σ. 123-124.
[21] Μ. Καρδαμιτςη-Αδαμη, «Η Πολεοδομική και Οικοδομική Ανασυγκρότηση της Χώρας κατά την Καποδιστριακή Περίοδο», σ. 38, στο Πρακτικά Επιστημονικού Συμποσίου «Ιωάννης Καποδίστριας: 170Χρόνια μετά. 1827-1997», Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Αργολίδας, Ναύπλιο 1998.
[22] Εκτός από την Αργολιδοκορινθία, προσφυγικές ομάδες κατευθύνθηκαν και σε περιοχές της Αρκαδίας και της Μεσσηνίας, όχι όμως και στην Αχαΐα, καθότι πέραν της ολικής καταστροφής της Πάτρας κατά τη διάρκεια του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, οι οθωμανικές δυνάμεις αποχώρησαν από την ευρύτερη περιοχή μόλις το 1828, Κ. Τριανταφυλλου, «Κρήτες Καταφυγόντες εις Πάτρας κατά τους Νεώτερους Χρόνους», σ. 360, στο Πεπραγμένα Γ’ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου, τόμος Γ’, Εταιρία Κρητικών Ιστορικών Μελετών, Ρέθυμνο 1971.
[23] Αν. Γαβαλάς, Η Κοινωνία και το Κράτος επί Ι. Καποδίστρια…, σ. 72.
[24] Το σπουδαίο κοινωνικό-προνοιακό έργο του Κυβερνήτη, άλλωστε, συμπεριλήφθη στην αναφορά-απολογισμό, που κατέθεσε ο ίδιος στη Δ’ Εθνική Συνέλευση τον Ιούλιο του 1829. Σημείωνε σχετικά ο Καποδίστριας: «Αφότου ήλθομεν εις την Ελλάδα, ενασχολήθημεν περί του μεγάλου αριθμού των Ελληνοπαίδων, τους οποίους η ταλαιπωρία και του τόπου ο όλεθρος παρέδιδαν εις την αργίαν και την απώλειαν. Το Ορφανοτροφείον το εν Αιγίνη περιλαμβάνει ήδη εξ αυτών πεντακόσια, και τα Αλληλοδιδακτικά σχολεία τα εις διαφόρους επαρχίας οργανισθέντα χορηγούσιν εις επέκεινα των εξ χιλιάδων παιδία της στοιχειώδους εκπαιδεύσεως την ωφέλειαν!». Ι. Α. Καποδιςτρια, Επιστολαί, τόμος Γ’, Αθήναι 1842, σ. 164.
[25] Ι. Α. Καποδίστρια, Επιστολαί, τόμος Α’, Αθήναι 1842, σ. 275.
[26] Η κατασκευή του προσφυγικού συνοικισμού έξω από την πόλη του Ναυπλίου υπαγόταν στο γενικότερο κυβερνητικό σχέδιο για την αραίωση του πληθυσμού ορισμένων πόλεων, στις οποίες η συσσώρευση κατοίκων είχε ως συνέπεια την εξάπλωση επιδημιών. Απ. Βακαλοπουλος, Πρόσφυγες και Προσφυγικό Ζήτημα κατά τηνΕπανάστασιν του 1821…, σ. 112.
[27] Μ. Καρδαμίτση-Αδάμη, «Η Πολεοδομική και Οικοδομική Ανασυγκρότηση της Χώρας κατά την Καποδιστριακή Περίοδο»., σ. 69, Αν. Καραμουζη, «Καταγραφή και Χαρτογράφηση των Προσφυγικών Οικισμών στον Ελληνικό Χώρο από το 1821 έως Σήμερα. Προσέγγιση στα Πλαίσια των Πολιτικών Εξελίξεων και της Παράλληλης Κρατικής Δραστηριότητας» ., σ. 19.
[28] Μ. Καρδαμίτση-Αδάμη, «Πρόνοια. Ο Πρώτος Προσφυγικός Συνοικισμός της Ελεύθερης Ελλάδος», Αρχαιολογία 51, 1994, σ. 36
[29] Γι’ αυτό και η Πρόνοια αναφερόταν συχνά – επισήμως και ανεπισήμως – ως «κρητικός μαχαλάς», Δ. Βαγιακακος, «Κρήτες Πρόσφυγες εις την Πελοπόννησον επί Καποδίστρια»., σ. 55.
[30] ΑΡΧΕΙΟΝ ΙΩΑΝΝΟΥ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ, τόμος Η’, Εταιρεία Κερκυραϊκών Σπουδών, Κέρκυρα 1987, σ. 17, Αλ. Δεσποτοπουλος, Ο Κυβερνήτης Καποδίστριας και η Απελευθέρωσις της Ελλάδος, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1996, σ. 236-237.
[31] Χρ. Λούκος, Η Αντιπολίτευση κατά του Κυβερνήτη Ιω. Καποδίστρια. 1828-1831, εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 1988, σ. 73.
[32] ΑΡΧΕΙΟΝ ΙΩΑΝΝΟΥ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ, τόμος Η’…, σ. 41-42.
[33] Σχετικά με τον έρανο, ενδεικτική είναι η επιστολή του Καποδίστρια προς τη Γερουσία τον Μάιο του 1831, με αφορμή τη γνωμοδότησή της για την έκδοση ενός νεότερου ψηφίσματος περί της «αποκαταστάσεως των εις την Ελλάδα προσφυγόντων Κρητών». Όπως τόνιζε σχετικά ο Κυβερνήτης, επειδή «η αποκατάστασις των Κρητών ελογίσθη χρέος εθνικόν, ουδέ συγχωρείται να θεωρηθή άλλως πως», αποφασίστηκε η διενέργεια του εράνου με την ελπίδα «να συνάξωμεν από γενικήν όλου του έθνους συνεισφοράν τα δια την αποκατάστασιν των προσφυγόντων εις το ελεύθερον κράτος Κρητών αναγκαία χρήματα». ΑΡΧΕΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΑΛΙΓΓΕΝΕΣΙΑΣ, Έγγραφα Καποδιστριακής Περιόδου, τόμος ΚΑ’, Βουλή των Ελλήνων, Αθήνα 2008, σ. 121-122.
[34] Δ. Βαγιακάκος, «Κρήτες Πρόσφυγες εις την Πελοπόννησον επί Καποδίστρια»…, σ. 56, Αν. Καραμουζη, «Καταγραφή και Χαρτογράφηση των Προσφυγικών Οικισμών στον Ελληνικό Χώρο από το 1821 έως Σήμερα. Προσέγγιση στα Πλαίσια των Πολιτικών Εξελίξεων και της Παράλληλης Κρατικής Δραστηριότητας», σ. 19.
[35] ΑΡΧΕΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΑΛΙΓΓΕΝΕΣΙΑΣ, Έγγραφα Καποδιστριακής Περιόδου, τόμος ΚΔ’, Βουλή των Ελλήνων, Αθήνα 2012, σ. 141-142.
[36] Γ. Νάκος, Αι «Μεγάλαι Δυνάμεις» και τα «Εθνικά Κτήματα» της Ελλάδος. 1821-1832, Αριστοτέλειον Πανεπιστήμιον Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1970, σ. 14, 28-29, Ε. Καρουζου, «Ζητήματα Κατοχής Εθνικών Γαιών. 1833-1871», Μνήμων 12, 1989, σελ. 149-151.
[37] Αλ. Δεσποτόπουλος, Ο Κυβερνήτης Καποδίστριας και η Απελευθέρωσις της Ελλάδος..., σ. 241.
[38] Απ. Βακαλόπουλος, Πρόσφυγες και Προσφυγικό Ζήτημα κατά την Επανάστασιν του 1821…, σ. 134.
[39] Δ. Βαγιακάκος, «Κρήτες Πρόσφυγες εις την Πελοπόννησον επί Καποδίστρια»…, σ. 55.
[40] Ενδεικτικά, και κατά τη διάρκεια της καποδιστριακής περιόδου, έπειτα από την ολοσχερή αποτυχία του κρητικού απελευθερωτικού αγώνα, αφίχθησαν στην ελληνική επικράτεια πάνω από 4.000 Κρήτες οπλοφόροι. Fr. Thiersch, Η Ελλάδα του Καποδίστρια. Η Παρούσα Κατάσταση της Ελλάδος (1828-1833) και τα Μέσα για να Επιτευχθεί η Ανοικοδόμησή της, τόμος Α’, Αφοί Τολίδη, Αθήνα 1972, σ. 235.
[41] Από τις 120 χιλιάδες οικογένειες, που κατοικούσαν στην ελληνική επικράτεια έως τις αρχές της δεκαετίας του 1830, μόλις οι 20 χιλιάδες είχαν στην ιδιοκτησία τους καλλιεργήσιμα κτήματα. Fr. Thiersch, Η Ελλάδα του Καποδίστρια. Η Παρούσα Κατάσταση της Ελλάδος (1828-1833) και τα Μέσα για να Επιτευχθεί η Ανοικοδόμησή της, τόμος Β’, Αφοί Τολίδη, Αθήνα 1972, σ. 9.
[42] «Και περί των αποζημιώσεων, τας οποίας η Κυβέρνησις χρεωστεί δικαίως να προσφέρει εις τους πολίτας τους θυσιάσαντας την περιουσίαν των υπέρ της Ελλάδος… και προς αυτούς τούτους τους πολίτας και προς τους ανδρείους εκείνους, όσοι έχυσαν το αίμα των υπέρ πατρίδος» ανέφερε σχετικά ο Κερκυραίος πολιτικός σε υπόμνημά του προς τη Δ’ Εθνοσυνέλευση το καλοκαίρι του 1829. Ι. Α. Καποδιςτρια, Επιστολαί, τόμος Γ’, Αθήναι 1842, σ. 167.
[43] Ι. Α. Καποδίστρια, Επιστολαί, τόμος Δ’, Αθήναι 1842, σ. 196-197.
[44] Αντίστοιχα περιστατικά λάμβαναν χώρα και σε περιοχές της Κορίνθου και της Μεσσηνίας. Γι’ αυτό και ο Καποδίστριας, σε επιστολή του προς τον στρατηγό Schneider τον Ιούνιο του 1831 σημείωνε σχετικά: «μόνοι οι Κορωναίοι τους εδέχθησαν καλώς, οι δε άλλοι εδυστρόπησαν προς τας διατάξεις της Κυβερνήσεως!». Ι. Α. Καποδιςτρια, Επιστολαί, τόμος Δ’, Αθήναι 1842, σ. 199-200.
[45] Ν. Ζέρβας, «Από τον Πρώιμο Συνταγματισμό στον Δημοκρατικό Καισαρισμό: 190 Έτη από την Ανάληψη των Κυβερνητικών Καθηκόντων από τον Ιωάννη Καποδίστρια», Το Σύνταγμα 1, 2018, σ. 107-110.
[46] Απ. Βακαλόπουλος, Πρόσφυγες και Προσφυγικό Ζήτημα κατά την Επανάστασιν του 1821…, σ. 151.
* Νίκος Σπ. Ζέρβας
Περιοδικό «Δικαιώματα του Ανθρώπου», Διεπιστημονική Επιθεώρηση, Ανάτυπο, Αριθμός τεύχους: 89, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2021.
* Ο κ. Νίκος Σπ. Ζέρβας είναι Διδάκτορας Διοικητικής Επιστήμης και Ιστορίας Πανεπιστημίου Αθηνών.
* Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που συνοδεύουν το κείμενο οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.
argolikivivliothiki.gr