Δημόσια Τάξη
Η κατάσταση στην Ελλάδα κατά την έλευση του Καποδίστρια ήταν, όπως έχουμε αναφέρει πολλές φορές, τραγική. Στο θέμα της Δημόσιας Τάξης η κατάσταση ήταν πολύ άσχημη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούσε η πόλη του Ναυπλίου μελλοντική πρωτεύουσα του Ελληνικού Κράτους. Εκεί οι δυο οπλαρχηγοί είχαν καταλάβει τα δύο φρούρια και μάχονταν ο ένας τον άλλον. Οι συμπλοκές τους μάλιστα επεκτείνονταν μέσα στην ίδια την πόλη. «Εστερούμεθα δε προ του Κυβερνήτου ασφαλείας και εν αυτώ τω Ναυπλίω, όπου ο μεν Γρίβας εν Παλαμηδίω, ο δε Φωτομάρας εν Ιτσκαλέ αντεπυροβολούντο εμμανώς και αι σφαίραι, εκρηγνύμεναι κατά μέσον της πόλεως, ετραυμάτιζον και απέκτεινον». Οι αντιμαχόμενες παρατάξεις του Γρίβα και του Στράτου υποχρεώθηκαν από την στιβαρή προσωπικότητα του νέου Κυβερνήτη της πατρίδας να αποδεχθούν την νέα πολιτική πραγματικότητα. Ο Γρίβας παρέδωσε τα ζητηθέντα κλειδιά του φρουρίου του Ναυπλίου και ο αντίπαλός του Στράτος παρέδωσε τα κλειδιά της Ακροναυπλίας στον Καποδίστρια. Ήταν μία από τις πρώτες πολιτικές ενέργειες του Καποδίστρια.
Ο Καποδίστριας προχώρησε και με το υπ' αριθμό 14 Ψήφισμά, της 28ης Δεκεμβρίου 1829 δημοσίευσε τον «Κανονισμό της αστυνομίας και καθηκόντων αυτής» όπου απευθυνόμενος προς τον αρμόδιο Υπουργό επί των Στρατιωτικών Λ. Βλαχόπουλο τόνιζε: «...Η δυσχέρεια δεν είναι εν τη δημιουργία ενός Αστυνομικού Σώματος, αλλά εις τας αντιλήψεις του Λαού (ο οποίος πρέπει να κατανόηση), ότι η Αστυνομία δεν είναι δύναμις εχθρική προς τα συμφέροντα του, αλλά μία Αρχή προστατευτική των συμφερόντων όλων των Πολιτών». Κατόπιν ιδρύθηκε η Πολιταρχία, η πρώτη Ελληνική Αστυνομία, στο Ναύπλιο η οποία είχε πολλαπλά καθήκοντα όπως : τον έλεγχο της κίνησης των αλλοδαπών και των κατοίκων άλλων επαρχιών, τον έλεγχο των συνωμοσιών, της οπλοφορίας, των επαιτών, των λεσχών και καφενείων, των οικοδομών, τη φρούρηση των φυλακών, την εκτέλεση διοικητικών και δικαστικών αποφάσεων, την άσκηση δικαστικής αστυνομίας.
Καθιέρωσε τα διαβατήρια για όποιον εισέρχεται στην Ελλάδα. Αν ο εισερχόμενος ήταν αλλοδαπός ώφειλε να παρέχει εγγυήσεις για να του δωθεί διαμονητήριο. Οι εγγυήσεις ήταν θα εσέβετο ότι τους ελληνικούς νόμους και θα διέθετε τα οικονομικά μέσα για να ζήσει.
Ενίσχυσε την καταπολέμηση της ληστείας με τη βοήθεια της Eκτελεστικής Δύναμης Πελοποννήσου, μια Πεντακοσιαρχία που είχε διαιρεθεί σε διάφορα τμήματα της Πελοποννήσου επικεφαλής της δύναμης αυτής ήταν ο Μακρυγιάννης . Καταπολέμησε τις ασυδοσίες και τα πλιάτσικα των στρατιωτών, που ενεργούσαν λόγω ένδειας και αργίας εναντίον των χωρικών και κτηνοτρόφων.
Εξάλειψε την πειρατεία που δρούσε στο Αιγαίο αναθέτοντας τη δίωξη των πειρατών στον Μιαούλη. Ο Ν. Δραγούμης αναφέρει: «Απέστηλε δε ο Κυβερνήτης κατά της πειρατείας τον ναύαρχο Μιαούλη και εν βραχεί ληστήρια τε και λιβυρνίδες και πειραταί κατεκάησαν ή συνελήφθησαν. Μή και πρό του Κυβερνήτου δεν υπήρχεν ο Μιαούλης; Υπήρχε και αυτός, ως και πάντες οι λοιποί έλειπεν όμως νους διοικητικός, χειρ δεξιά και προσωπικόν αξίωμα».
Ο Καποδίστριας περιόδευε όλην την Επικράτεια με δικά του μάλιστα έξοδα ώστε να έχει ίδια αντίληψη των προβλημάτων και για να ενισχύσει το φρόνημα του λαού.
Ο Νικόλαος Δραγούμης μαρτυρεί τι είδε στο ταξίδι του Καποδίστρια προς την Κόρινθο: «Ηκροάτο δε μετά θαυμασίας υπομονής τους προσερχομένους, ων οι πλείστοι ήσαν ποιμένες βεβαιούντες ότι και διά μόνης της φήμης του ονόματος του Κυβερνήτου έπαυσαν αι αρπαγαί των ποιμνίων». Ακόμα και για τις περιοδείες του αυτές κατηγορήθηκε ότι προσπάθησε να επηρεάσει το λαικό αίσθημα υπέρ αυτού και ακόμη ότι με αυτό τον τρόπο παρακάπτονται οι ντόπιοι πολιτικοί και ο κόσμος προσβλέπει προς τον Κυβερνήτη.
Δυστυχώς όταν δολοφονήθηκε, το κράτος οδηγήθηκε σε αναρχία με τη ληστεία και την πειρατεία να κάνουν πάλι την εμφάνιση τους.
Οι συχνές επιδρομές των πειρατών αποσκοπούσαν στη λεηλασία των παραλίων οικισμών, την απαγωγή ποιμνίων, όπλων, πλοίων και τη σύλληψη σημαντικού αριθμού αιχμαλώτων οι οποίοι θα μπορούσαν να ανταλλαχθούν με λύτρα. Η συνήθης τιμή ανταλλαγής ενός αιχμαλώτου έφθανε τα 3.000 – 5000 γρόσια, ενώ υπάρχουν και περιπτώσεις που συλληφθέντες αντηλλάγησαν ακόμα και για 8.000 γρόσια.
Μέχρι την έναρξη της επανάστασης, όπως ήταν φυσικό, δεν υπήρξαν νόμοι για την πάταξη της πειρατείας. Ωστόσο με την κήρυξη του επαναστατικού αγώνα, εκδόθηκε από τα νησιά Ύδρα, Σπέτσες και Ψαρά, μια διάταξη που αφορούσε την διανομή των λειών (30 Μαρτίου 1821) με την οποία θεσπίστηκαν και οι πρώτες κυρώσεις κατά των πειρατών. Την παραπάνω διάταξη υιοθέτησε και το Υπουργείο Ναυτικών, όταν συστήθηκε για πρώτη φορά στην Κόρινθο την 6η Μαρτίου 1822, αποτελούμενο από έναν αντιπρόσωπο από κάθε νησί.
Αντώνης Μπρεδήμας
Καθηγητής
Ι. Εισαγωγή
Το φαινόμενο της πειρατείας είναι αρχαιότατο –αποτελεί, όπωςλένε μερικοί χαριτολογώντας, το δεύτερο αρχαιότερο επάγγελμα στην ανθρωπότητα- και παρουσιάζει κατά διαστήματα μια έξαρση που συναρτάται με τις ανά περιοχές βιωτικές και εν γένει κοινωνικές συνθήκες, αλλά ιδιαίτερα με την ανάπτυξη του θαλάσσιου εμπορίου. Έχοντας να μιλήσει κανείς για το φαινόμενο της πειρατείας την εποχή του Καποδίστρια, θα πρέπει να προσεγγίσει το θέμα ταυτόχρονα από ιστορική, κοινωνική και νομική πλευρά. Σημειώνω ότι,από ιστορικής πλευράς, βασική είναι η μονογραφία (διδακτ. διατριβή) της Δεσπ. Θέμελη-Κατηφόρη, του 19731. Σ’ αυτό προστέθηκαν και ορισμένες άλλες, λίγες είναι γεγονός, εργασίες, όπως αυτή, στα αγγλικά, του καθηγητή Νικολ. Πανταζόπουλου με τίτλο : Τρίκερι.Το καθεστώς των πειρατών της Θεσσαλίας και Μαγνησίας: συλλογικά αδιέξοδα και προσωπικά διλήμματα στο πλαίσιο αυτονομίας και εξάρτησης»2. Όπως αναγνωρίζει η κ. Θέμελη-Κατηφόρη, δεν μπορούσε, ως αμιγώς ιστορική επιστήμων, να εμπλακεί σε θέματα νομικάπου αφορούσαν το καθεστώς της πειρατείας σε εθνικό, αλλά ιδιαίτερα στο διεθνές επίπεδο. Ενόψει αυτής της εικόνας, θα επιχειρήσω να καλύψω αυτό το «κενό», αναπτύσσοντας την εισήγηση μου πάνω σε δύο άξονες:
Ἀρ. 2100 Εγκύκλιος
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ
Ο ΚΥΒΕΡΝΗΤΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
Ἕν ἀπὸ τὰ πρὠτιστα χρέη της καὶ ἀπὸ τὰ σπουδαιότερα ἀντικείμενα τῆς προσοχῆς της έθεώρησεν ἐξ ἀρχῆς ἡ ἐνεστῶσα Κυβέρνησις τὴν παντελῆ κατάργησιν τῆς μυσαρᾶς πειρατείας, προθυμουμένη νὰ ἐξαλείψῃ τὸ προλαβὸν ὄνειδος, τὸ ὁποῖον ἐπέφερεν εἰς τὸ ἔθνος ὁλόκληρον ἡ ἐπιπολάσασα εἰς τὰς Ἑλληνικάς θαλάσσας αὕτη κακουργία, ὄνειδος τόσον ἐπικίνδυνον ὡς πρὸς τὴν τύχην τῆς πολυπαθοῦς Ἑλλάδος κατὰ τὰς κρισίμους ταύτας περιστάσεις, καὶ νὰ εἰσάξῃ είς τὴν Ἐπικράτειαν τὴν εἰς ὅλους ἐπιθυμητὴν ἀσφάλειαν τοῦ ἐμπορίου.
Ἀπὸ αὐτὰς τὰς ἀρχὰς ὁρμωμένη ἡ Κυβέρνησις ἔλαβε μέχρι τοῦδε ὅλα τὰ δυνατὰ μέτρα εἰς ἐπιτυχίαν τοῦ σκοποῦ, καὶ ὅσον κατὰ τοῦτο, αἱ κοιναὶ εὐχαὶ καὶ αὑτοῦ τοῦ ἀθώου ἔθνους καὶ τῆς Εὐρώπης ὅλης ἐφάνησαν ἐκπληρωμέναι.
Ἀλλ΄ὅσα καὶ ἄν ἐκατωρθώθησαν διὰ τὴν ἐξάλειψιν τῆς πειρατείας, ὅσον χαίρει ἡ Κυβέρνησις εἰς τὴν παροῦσαν θέσιν τῶν πραγμάτων, τόσον νομίζει χρέος της νὰ μὴ παραλείψῃ καὶ εἰς τὸ ἑξῆς ὅ,τι δύναται νὰ συντείνῃ εὶς τὸν σκοπὸν τοῦ νὰ προληφθῇ πᾶσα ἐνδεχόμενη ἀναβλάστησις αὐτοῦ τοῦ κακοῦ, εἴτε μεγάλη εἴτε μικρά.
Ἐπὶ τούτῳ σπεύδει ἤδη διὰ τῆς παρούσης Ἐγκυκλίου νὰ διατάξῃ αὐστηρῶς τὰς τοπικὰς ἀρχὰς ἑκάστης Ἐλληνικῆς νήσου καὶ παραλίου χώρας, εἰς τὸ νὰ ἐπαγρυπνοῦν ὅσον δύνανται, ὥστε νὰ μὴν ἤθελαν ἐξοκείλει καὶ αὖθις κακοῦργοι τινες εἰς τὸ ἔγκλημα τοῦτο. Χρεωστεῖ νὰ προειδοποιήσῃ αὐτὰς, ὅτι εἰς ὅποιον μέρος ἤθελε τυχὸν ἁρματώσει ἤ ἐκπλεύσει τοιοῦτον πλοῖον, καθὼς καὶ εἰς ὅποιον μἐρος ἐλλιμενισθῆ καὶ συγχωρηθῇ ἤ παροραθῇ τοῦτο ἀπὸ τοὺς ἐγχώριους, ἤ ἤθελε πωληθῆ τι ἐξ ὄσων τυχὸν ἤθελαν διαρπαγῆ, θέλει λογίζεται ἡ κοινότης τοῦ τόπου τούτου ὄχι μόνο ὑπεύθυνος δἰ ὅσας ζημίας ἤθελον πηγάσει ἐντεῦθεν εἴτε εἰς Ἕλληνα, εἴτε εἰς ὑπήκοον ξένης Δυνάμεως, ἀλλὰ καὶ ἔνοχος ἐνώπιον τῶν νόμων ὡς πρὸς τὰς ἄλλας ποινὰς, αἱ ὁποῖαι ἐπιβάλλονται εἰς τοῦτο τὸ ἔγκλημα.
Ἅς μὴν ἀπατηθῇ τις ὅτι θέλει μείνει κρυπτὸν εἰς τὴν Κυβέρνησὶν τι εἰς τοιαύτην κακουργίαν άναφερόμενον ἡ ἐνεστῶσα Κυβέρνησις τὰ πάντα θέλει ἐξακριβώσει καὶ ἀνακαλύψει μὲ τὴν προσήκουσαν δραστηριότητα, καὶ τοὺς ἐνόχους θέλει παραδώσει εἰς ὅλην τῶν νόμων τὴν αὐστηρότητα.
Ἐν Αἰγίνῃ, τῇ 2 Μαΐου 1828.
Ὁ Κυβερνήτης
Ι. Α. ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ
Ὁ Γραμματεὺς τῆς Ἐπικρατείας
Σ. ΤΡΙΚΟΥΠΗΣ
Πηγή : Γενική εφημερίς της Ελλάδος, αρ. 32 Ετος Γ΄, Σάββατο 5 Μαΐου 1828
Ἐκ Πόρου, 1 Μαρτίου
Ὀ ναύαρχος Κ. Ἀνδρέας Μιαούλης δι’ ἀναφορᾶς του πρὸς τὴν Κυβέρνησιν σημειωμένης τὴν 22 Φεβρουαρίου ἐκ τοῦ λιμένος τῆς Σκιάθου ἀναγγέλλει ὅτι, εἰς ἐκπλήρωσιν τῶν ὁποίων εἶχε διαταγῶν, φθάσας μὲ τὴν ὑπὸ τὴν ὁδηγίαν του ναυτικὴν δύναμιν τὴν 19 τοῦ αὐτοῦ μηνὸς εἰς τὴν Σκόπελον συνέλαβεν, ἤ ἠφάνισεν ὅλα σχεδὸν τὰ περὶ τὴν νῆσον ἐκείνην εὑρισκόμενα πλοῖα ἀνήκοντα εἰς τοὺς πρὸ καιροῦ ἐκεῖ διατρίβοντας στρατιωτικοὺς, τῶν ὁποίων τοὺς ἀρχηγοὺς διὰ γραμμάτων του ἐπροσκάλεσε νὰ συναχθῶσιν εἰς Σκίαθον, διὰ νὰ ἀκούσωσι τὰς διαταγὰς τῆς Κυβερνήσεως, καὶ νὰ ἀκουλουθήσωσι κατ΄ αὐτὰς, ἐὰν θἐλωσι νὰ ἀποφύγωσι τ΄ἀποτελέσματα τῆς κατ΄αὐτῶν δικαίας ἀγανακτήσεώς της καὶ ὅτι τὴν αὐτὴν ἡμέραν ἀναγκασθεὶς ἀπὸ ἐναντίον καὶ σφοδρὸν ἄνεμον ἔπλευσεν εἰς Σκίαθον, ἀφήσας περὶ τὴν Σκόπελον ὀλίγα ἔνοπλα μικρὰ πλοῖα μὲ τὰς ἀναγκαίας ὁδηγίας. Τὸ παράδειγμα τῆς Σκοπέλου ἐχρησίμευσεν εἰς τοὺς ἐν Σκιάθῳ, οἱ ὁποῖοι μόνοι των παρέδωκαν τὰ ἐκεῖ εὑρισκόμενα πλοῖα. Ἐκ τῶν συλληφθέντων πλοίων ὁ ναύαρχος ἐκράτησέ τινα ἀναγκαιοῦντα εἰς αὑτὸν διὰ τὴν ἐκτέλεσιν τῶν ὁποίων εἶχεν ὁδηγιῶν, τὰ δὲ ἄλλα εἰκοσιπέντε τὸν ἀριθμὸν διεύθυνεν εἰς Πόρον ὑπὸ τὴν ὁδηγίαν τοῦ πλοιάρχου Μανώλη Μπούτη. Τὸ πλεῖστον μέρος τούτων τῶν πλοίων, συνιστάμενον εἰς γολέττας, τράτας, μύστικα καὶ σκαμπαβίας, ἔφθασα ἤδη ἐνταῦθα, καὶ περιμένονται καὶ τὰ λοιπά.
Πηγή : Γενική εφημερίς της Ελλάδος, αρ. 16 Ετος Γ΄, Σάββατο 3 Μαρτίου 1828