Ελένη Διβάνη Καθηγήτρια

Η ελληνική επανάσταση πέρασε από πολλά σκαμπανεβάσματα αλλά το 1825 διέτρεξε το πιο σοβαρό κίνδυνο. Οι επαναστατημένοι έλληνες, παρά το γεγονός ότι αρχικά σημείωσαν σημαντικές στρατιωτικές επιτυχίες, δυσκολεύονταν να θεμελιώσουν μια ενιαία κρατική μηχανή, ικανή να συγκεντρώσει πόρους, να εγγυηθεί ενιαία διοίκηση του στρατού και του στόλου αλλά και να σχεδιάσει αποτελεσματικά την άμυνα τους. Οι πραγματικές διαστάσεις του προβλήματος φάνηκαν ως εκ τούτου όταν η Πύλη έλυσε τα εσωτερικά της προβλήματα και μπόρεσε να ξεκινήσει απερίσπαστη την αντεπίθεση με τη συμμαχία του Μωχάμετ με τον Χεδίβη της Αιγύπτου Μωχάμετ - Αλη1.

Ο στρατός του Ιμπραήμ τον Ιούνιο έφτασε τάχιστα έξω απ’ το Ναύπλιο. Ήταν η στιγμή που οι πάντες πλέον προσεύχονταν για βοήθεια των Μεγάλων Δυνάμεων.

Η Ρωσία του δειλού τσάρου Αλέξανδρου όμως, μολονότι ήταν η κατεξοχήν μεγάλη δύναμη που επεδίωκε την διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και άρα κανονικά θα ευνοούσε κάθε εξέγερση στην περιοχή, δεν μπορούσε να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων. Ο συντηρητισμός του ρώσου ηγέτη τον έκανε να υποκύψει στην κινδυνολογία του Μέτερνιχ από το φόβο της εξάπλωσης του επαναστατικού ιού και στα μέρη του. Βρετανοί και αυστριακοί πράκτορες έσπευσαν φυσικά να εκμεταλλευτούν τις ρωσικές φοβίες για να ακυρώσουν εντελώς την γοητεία που ασκούσε παραδοσιακά ο Τσάρος στους Έλληνες ως προστάτης των Χριστιανών Ορθοδόξων.

Έτσι η μόνη σοβαρή υποψηφιότητα εκείνη τη στιγμή για τη θέση της προστάτιδας των Ελλήνων ήταν η Μεγάλη Βρετανία. Ο φιλελεύθερος Κάνιγκ, τέως γενικός διοικητής Ινδιών και άνθρωπος του βιομηχανικού κεφαλαίου που επεδίωκε διεύρυνση των αγορών, είχε ήδη διαμορφώσει πολύ καλό προφίλ στην Ελλάδα με δυο πανέξυπνες κινήσεις που έτσι κι αλλιώς είχαν ελάχιστο κόστος: αναγνώρισε ως εμπολέμους τους Έλληνες2. και ενέκρινε την παροχή του γνωστού ληστρικού δάνειου που ζήτησαν και πήραν οι επαναστάτες από βρετανούς κεφαλαιούχους.

Ο στρατός του Ιμπραήμ πήγαινε πολύ καλά δυστυχώς αλλά ευτυχώς το 1926 αναλαμβάνει τη ρωσική ηγεσία ο δυναμικός τσάρος Νικόλαος. Ο νέος ηγέτης ακολουθώντας τα γεωπολιτικά συμφέροντά του, έστειλε ταχύτατα τελεσίγραφο στην Πύλη -μια κίνηση που θορύβησε αυτόματα τη Μεγάλη Βρετανία και την ανάγκασε να συνυπο- γράψει στις 23.3/4.4. 1826 το αγγλορωσικό Πρωτόκολλο της Πετρούπολης, που ήταν και η πρώτη διεθνής πράξη υπέρ των ελλήνων επαναστατών.

Εν τω μεταξύ στην Ελλάδα η κατάσταση ήταν σχεδόν απελπιστική. Η Τρίτη Εθνοσυνέλευση παραδεχόμενη ότι δεν μπορεί να συγκροτήσει μια κυβέρνηση γενικής αποδοχής, εξέλεξε κυβερνήτη τον Καποδίστρια3 και εν συνεχεία διαλύθηκε τον Μάη του 1827 μέσα στο εμφυλιακό χάος. 

Το κακό όμως έχει πάντα και καλή πλευρά. Οι αγριότητες της πολιορκίας του Μεσολογγίου φούντωσαν τον φιλελληνισμό, γεγονός που ώθησε τη γαλλική κυβέρνηση να παρέμβη4.

Πραγματικά στις 24.6/6.7 1827 υπογράφτηκε στο Λονδίνο η πολύ σημαντική τριμερής Αγγλο-ρωσο-γαλλική συμφωνία με τίτλο «Συνθήκη ειρηνεύσεως της Ελλάδος» που προδιέγραφε την ίδρυση ενός κράτους φόρου υποτελούς και με ασαφή σύνορα.

Το αποτέλεσμα της ήταν μια δυναμική αντιπαράθεση που οδήγησε στη βύθιση του τουρκοαιγυπτιακού στόλου στο Ναβαρίνο τον Οκτώβριο του 18275. Επειδή ο Σουλτάνος παρόλα αυτά δεν αποδέχτηκε ούτε τη συνθήκη ούτε την ήττα του, στις 24 Απριλίου 1828 ο Τσάρος του κήρυξε τον πόλεμο ζητώντας παράλληλα από τους συμμάχους του να στείλουν αμέσως τους πρέσβεις τους από την Κωνσταντινούπολη σ΄ένα ουδέτερο ελληνικό νησί για να συζητήσουν περί των συνόρων του νέου ελληνικού κράτους.

Η Ρωσία ήταν η μόνη χώρα που ήταν λογικό να ζητήσει διευρυμένα σύνορα για το νέο κράτος6. Η Αγγλία προσπαθώντας να διαφυλάξει την ακεραιότητα της Αυτοκρατορίας πίεζε λογικά στη αντίθετη κατεύθυνση. Πριν λοιπόν οι Ρώσοι επιβάλλουν με τα όπλα τα σύνορα που επιθυμούσαν, η Βρετανία έκανε έναν πολιτικό ελιγμό ώστε να διαμορφώσει τις εδαφικές προδιαγραφές της Ελλάδας κατά τα συμφέροντά της: Στις 16 Νοεμβρίου 1828 κατόρθωσε να υπογραφεί πρωτόκολλο δήθεν προστατευτικό προς τους Έλληνες, με το οποίο τίθεται υπό την προστασία και την εγγύηση των τριών Δυνάμεων μόνο η Πελοπόννησος και οι Κυκλάδες! Η Αγγλία μολονότι δήλωνε ότι η εγγύηση αυτή με κανένα τρόπο δεν προδίκαζε τα μελλοντικά σύνορα της Ελλάδας, αρνήθηκε με επιμονή να συμπεριλάβει μέσα στην εγγύηση την Αττική, παραβλέποντας τις γαλλικές και τις ρωσικές πιέσεις7. Φρόντισε μάλιστα να μην πληροφορηθούν τίποτα οι Έλληνες για τα της εγγυήσεως, γιατί θα άρχιζαν αμέσως τις διαμαρτυρίες και θα της χαλούσαν το παιγνίδι.

Στις αρχές Σεπτεμβρίου 1828 άρχισε στον Πόρο μετά από εντολές της μόνιμης διάσκεψης του Λονδίνου η διάσκεψη των πρέσβεων8 των δυνάμεων (Σ. Κάνιγκ, Γκιγιεμινό και Ριμποπιέρ)9. Η Τουρκία αρνήθηκε να στείλει εκπρόσωπο. Οι οδηγίες που είχαν πάρει οι πρέσβεις από τη διάσκεψη Λονδίνου για χρησιμοποιήσουν ως βάση προέβλεπαν ότι «τα όρια του ελληνικού κράτους θα έπρεπε να περιλαμβάνουν το μεγαλύτερο τμήμα του ελληνικού πληθυσμού που έχει πάρει όπλα εναντίον της Πύλης. Τα σύνορα αυτά θα πρέπει να καθορίζονται σαφώς και να προστατεύονται εύκολα. Η ακριβής μεθοριακή γραμμή θα ήταν σωστό να προσδιοριστεί σύμφωνα με τη φύση του εδάφους και τις τοπικές ιδιομορφίες. Θα έπρεπε όμως να χαραχτεί κατά τρόπο που να παρεμποδίζει κατά το δυνατόν τις μελλοντικές  έριδες μεταξύ των κατοίκων των ομόρων επαρχιών». Στις οδηγίες προτείνονται τέσσερα διαφορετικά σύνορα (Από τη γραμμή Παγασητικού-Αχελώου ως και τη γραμμή του Ισθμού). Υπήρχε ασάφεια ως το προς αν περιλαμβάνεται η Εύβοια και δεν γινόταν καμία μνεία για την Κρήτη και τη Σάμο. Ήταν όμως σαφές ότι κάποια από τα νησιά του Αιγαίου θα περιλαμβάνονταν μέσα στο ελληνικό κράτος10.

Ο Καποδίστριας που έχει έρθει στην Ελλάδα μετά από πρόσκληση της Εθνοσυνέλευσης για να αναλάβει τη κυβέρνηση και τη διεθνή εκπροσώπηση της χώρας έδωσε μια συγκλονιστική μάχη στον Πόρο για να πείσει τους πρέσβεις ότι τα περιορισμένα σύνορα θα καταδίκαζαν σε θάνατο τη χώρα του πριν ακόμα ξεκινήσει να υπάρχει. Επίτηδες άρχισε το διαπραγματευτικό παιγνίδι ζητώντας όσο περισσότερα μπορούσε: Ήπειρο, Θεσσαλία, Μακεδονία, Κρήτη, Σάμο, Χίο –όλα τα εδάφη που έγιναν θέατρα έστω και μίας σύντομης επαναστατικής ανάφλεξης11. Έχοντας αντιληφθεί ότι το βασικό δίλημμα ήταν διευρυμένα σύνορα-αυτόνομο κράτος ή περιορισμένα σύνορα- ανεξάρτητο κράτος, απέφευγε συστηματικά να διευκρινίσει αν απαιτούσε ανεξαρτησία ή αυτονομία για να μην φοβηθούν οι πρέσβεις να εγκρίνουν τη πιο διευρυμένη δυνατή συνοριακή γραμμή12. Έτσι κέρδισε με την επιμονή του το παιγνίδι των εντυπώσεων και η γραμμή που τελικά πρότειναν οι πρέσβεις στις 12 Σεπτεμβρίου του 1828 ήταν η γραμμή κόλπου Άρτας-κόλπου Βόλου. Την επιλογή τους δικαιολόγησαν ως εξής: «Εκείνα των τμημάτων της ελληνικής ηπείρου (στερεάς) τα οποία έλαβαν το ενεργότερο μέρος τυχόντα της μείζονος υποστηρίξεως κατά την επανάστασιν, εντός δε των οποίων ο χριστιανικός πληθυσμός εν γένει προβάλλει, λόγω του αριθμού και της εκτάσεως των ιδιοκτησιών του, τους καλλίτερους τίτλους προς ανεξαρτησίαν κατά τις επιδιώξεις της συνθήκης, περιλαμβάνονται μεταξύ του Ισθμού της Κορίνθου και των υψηλών ορέων που διατρέχουν  την στερεάν από τον κόλπον της Αρτης μέχρι εκείνων του Ζητουνίου (Λαμίας) και του Βόλου»13. Οι πρέσβεις τόνιζαν επίσης ότι θεωρούσαν απαραίτητη την Εύβοια για την ασφάλεια της Αττικής, Βοιωτίας και Λοκρίδας. Χωρίς να ρωτήσουν τέλος την ελληνική εθνοσυνέλευση, οι πρέσβεις πρότειναν επιβολή κληρονομικού ηγεμόνα στην Ελλάδα.

Ο Καποδίστριας δεν περιορίστηκε μόνο στον διπλωματικό αγώνα για τα σύνορα. Φρόντισε να υποστηρίξει τις διεκδικήσεις του διατηρώντας σημαντικά στρατιωτικά ερείσματα στις υπό συζήτησιν περιοχές. Επωφελούμενος του ρωσοτουρκικού πολέμου, οργάνωσε μυστικά ένοπλα σώματα που εισέβαλλαν στη Στερεά για να ανακαταλάβουν το Μεσολόγγι και άλλες περιοχές της Αττικοβοιωτίας και της Ακαρνανίας. Στόχος τους το γνωστό διπλωματο-στρατιωτικό τρυκ της δημιουργίας τετελεσμένων14.

Τα σύνορα που πρότεινε η πρεσβευτική διάσκεψη του Πόρου ήταν πολύ ικανοποιητικά για τα δεδομένα της εποχής και επετεύχθησαν μόνο με τη θερμή υποστήριξη του γάλλου πρέσβη Ριβωπιέρ και τη δεδομένη συμπάθεια των Ρώσων προς το πρόσωπο του Καποδίστρια. Παρόλα αυτά ο κυβερνήτης έκανε μια μάλλον διπλωματική διαμαρτυρία, επειδή έμειναν τελικά απέξω η Ήπειρος, η Σάμος και η Κρήτη15. Διευκρινίζουμε εδώ ότι το αποτέλεσμα της διάσκεψης του Πόρου δεν ήταν παρά μια πρόταση προς τη μόνιμη διάσκεψη του Λονδίνου, στην οποία όμως στηρίχτηκαν όλες οι εδαφικές συζητήσεις στη συνέχεια.

Η Διάσκεψη του Λονδίνου έλαβε τις προτάσεις των πρέσβεων από τον Πόρο, αλλά λόγω εσωτερικών διαφωνιών δεν τολμούσε ούτε να τις αποδεχτεί, ούτε και να τις απορρίψει. Σημειωτέον ότι η Ρωσία προς γενική έκπληξη, δεν είχε μέχρι τότε μεγάλες επιτυχίες  στον πόλεμο. Το γεγονός αυτό ενθάρρυνε τους Βρετανούς να κάνουν ένσταση ως προς την Ακαρνανία. Το πρόβλημά τους ήταν ότι η περιοχή αυτή ήταν πολύ κοντά στα Ιόνια Νησιά και δεν διακινδύνευαν την εξάπλωση της επαναστατικής φλόγας σε εδάφη που βρίσκονταν υπό την κηδεμονία τους. Κατηγορήθηκε μάλιστα τότε και ο πρέσβης της Σ. Κάνιγκ ότι παρασύρθηκε στον Πόρο από τον φιλελληνισμό του και λησμόνησε τα βρετανικά συμφέροντα. Η ένσταση δεν έγινε δεκτή αλλά οι Βρετανοί έκαναν άλλο κόλπο: Ανέσυραν ξαφνικά το πρωτόκολλο εγγυήσεως που είχαν φροντίσει να υπογράψουν το Νοέμβριο του 1828 και ζήτησαν από τους Έλληνες να αποσύρουν το στρατό τους από τη Στερεά -καθότι το πρωτόκολλο εκείνο εγγυάτο μόνο τη Πελοπόννησο. Ευτυχώς ο Καποδίστριας, διακινδυνεύοντας ουσιαστικά να χάσει την υποστήριξη της Αγγλίας, αγνόησε για πρώτη φορά τόσο ανοιχτά το αίτημα αυτό. Στο πλευρό του είχε τη Γαλλία που θεωρούσε την Ελλάδα θνησιγενή χωρίς τη Στερεά16. Ο Καποδίστριας ένιωθε πως δεν είχε άλλη επιλογή. Τι κράτος θα ήταν αυτό με σύνορα στον Ισθμό, υποτελές στο Σουλτάνο και χωρίς δικαίωμα του λαού να έχει λόγο στην εκλογή του ηγεμόνα του;

Πάνω που συζητιόταν όλα αυτά ο ρωσικός στρατός αρχίζει την νικηφόρα επέλαση τρομάζοντας τους Αγγλους που ήθελαν πάση θυσία να αποφύγουν τη σύνδεση της ίδρυσης της Ελλάδας με τη ρωσική νίκη. Γι αυτό και έσπευσαν να δώσουν μια λύση στο ελληνικό πρόβλημα αποδεχόμενοι τελικά την εισήγηση του Πόρου.

Έτσι στις 22 Μαρτίου 1829 υπογράφτηκε από τις τρεις Δυνάμεις το Πρωτόκολλο του Λονδίνου που ρυθμίζει οριστικά το ελληνικό ζήτημα. Ηπειρωτική μεθόριος ήταν η προταθείσα γραμμή κόλπου Άρτας - κόλπου Βόλου. Περιλαμβάνονταν επίσης στα ελληνικά εδάφη η Εύβοια, οι Κυκλάδες και τα νησιά παρά την Πελοπόννησο. Πραγματικά ο ρωσικός στρατό έφτασε στις 19 Αυγούστου πολύ κοντά στην πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας. Ο στρατηγός Ντίμπιτς πίεσε τον ηττημένο Σουλτάνο να δεχτεί όλους τους ρωσικούς όρους. Έτσι με το άρθρο 10 της συνθήκης της Αδριανουπόλεως της 14 Σεπτεμβρίου 1829 η Ρωσία επέβαλε στη Πύλη να δεχτεί τη συνοριακή γραμμή κόλπου Άρτας- κόλπου Βόλου για την Ελλάδα17. Η Αγγλία θεώρησε προσβλητικό για το γόητρό της αυτό το άρθρο αλλά ο Ντίμπιτς απαίτησε να περιληφθεί18.

Στην Ελλάδα τα νέα προξένησαν μεγάλη χαρά. Η θριαμβευτική νίκη των Ρώσων όμως ανησύχησε πολύ βαθιά την βρετανική ηγεσία που αποφάσισε να αγωνιστεί να αλλάξει την εδαφική συμφωνία του 1829 και να φροντίσει για τη δημιουργία ενός ελληνικού κράτους μικρού -για να μην απειλεί ούτε τα Επτάνησα, ούτε την Πύλη, και ανεξάρτητου, για να μην καταντήσει έρμαιο των Ρώσων19.

Εν ολίγοις η επόμενη πρόταση που προώθησε η Βρετανία στη Διάσκεψη περιείχε και καλά νέα -την ανεξαρτησία έναντι της αυτονομίας- και κακά -τα μειωμένα σύνορα. Η Γαλλία δέχτηκε ευχαρίστως την ανεξαρτησία αλλά όχι και τη μείωση των συνόρων20. Το παράδοξο είναι ότι την βρετανική πρόταση δέχτηκε τελικά ο Νικόλαος αφενός γιατί ήταν κουρασμένος πια από τις ατελείωτες αυτές διαπραγματεύσεις για την Ελλάδα, και αφετέρου γιατί έχοντας πια όλες τις δάφνες της νίκης μπορούσε να αποσπάσει από το Σουλτάνο όλα τα εμπορικά προνόμια που επιθυμούσε για τη χώρα του21. Για την Ελλάδα είχε αγωνιστεί αρκετά -άλλωστε τα μικρά σύνορα θα την έκαναν πιο ευάλωτη και θα έπεφτε ευκολότερα στα χέρια του.

Έτσι στις 22 Ιανουαρίου/3 Φεβρουαρίου 1830 τα τρία ιδρυτικά πρωτόκολλα ανακηρύσσουν την Ελλάδα ανεξάρτητο κράτος με μοναρχικό πολίτευμα και σύνορα που δεν περιλαμβάνουν την Ακαρνανία και τμήμα της Αιτωλίας αλλά με την Εύβοια, τη Σκύρο και τις Κυκλάδες22. Το δεύτερο όριζε βασιλιά της Ελλάδας τον Λεοπόλδο του Σαξ Κοβούργου και το τρίτο όριζε τα δικαιώματα των καθολικών στην Ελλάδα, κατά γαλλική απαίτηση23. Η χάραξη της γραμμής  θα γινόταν από τους εκπροσώπους των Δυνάμεων εντός εξαμήνου από την υπογραφή.

Η Πύλη αναγκαστικά αποδέχτηκε την ανεξαρτησία της Ελλάδας Ο Καποδίστριας όμως πραγματικά αγανάκτησε με τη νέα τροπή των πραγμάτων. Ήταν πεπεισμένος ότι οι ξένοι ήθελαν να υποβιβάσουν τη χώρα σε αποικία24. Το χειρότερο είναι ότι αυτός έγινε τελικά ο αποδέκτης της ογκούμενης δυσαρέσκειας των οπλαρχηγών και του λαού της Δυτικής Ελλάδας, που πίστευαν ότι δεν χειρίστηκε καλά το εδαφικό ζήτημα25. Μαζί μ’ αυτούς διαμαρτύρονταν και όλοι όσοι του καταμαρτυρούσαν δικτατορικές τάσεις και πολιτικό αυταρχισμό26. Ο Καποδίστριας αποδέχτηκε αναγκαστικά το πρωτόκολλο αλλά δεν εγκατέλειψε την προσπάθεια. Άρχισε αντίθετα έναν συστηματικό ανένδοτο αγώνα για διεύρυνση των συνόρων.

Αρχικά δήλωσε στη Διάσκεψη διπλωματικά ότι μόνο η Εθνοσυνέλευση ήταν σε θέση να επικυρώσει οριστικές συμφωνίες. Έτσι άφησε μια πόρτα ανοιχτή για την περίπτωση που οι συνθήκες επέτρεπαν βελτίωση. Στη συνέχεια δεν δέχτηκε να αποσύρει αμέσως τον ελληνικό στρατό από τα μέρη που έμειναν εκτός συνόρων με τη δικαιολογία ότι ούτε οι Τούρκοι είχαν φύγει ακόμα από την Αττική και την Εύβοια. Τόνισε δε στις Δυνάμεις ότι θα υπήρχε σε λίγο πολύ σοβαρό πρόβλημα με τους πρόσφυγες που θα συνέρρεαν27. Έβαλε επίσης στο παιγνίδι και τον μελλοντικό βασιλιά Λεοπόλδο ενημερώνοντάς τον για τα προβλήματα που θα είχε μια χώρα με τόσο στενόχωρα σύνορα. Ο Λεοπόλδος πείστηκε και ζήτησε αμέσως από τον Αμπερντίν να συμπεριλάβει και την Κρήτη στο νέο κράτος μαζί με στρατιωτικές και οικονομικές εγγυήσεις. Στις 24 Φεβρουαρίου 1830 όμως οι Δυνάμεις θεώρησαν ‘αυθάδη’ τα αιτήματα του, και τον πίεσαν να αποδεχτεί το στέμμα χωρίς άλλες απαιτήσεις28. Αυτός το αποδέχτηκε πράγματι αλλά με την ενθάρρυνση του Καποδίστρια συνέχισε σταθερά τις πιέσεις29.

Ο Καποδίστριας ευχαρίστως θα παρέδιδε τη ηγεσία της Ελλάδας στο νέο ηγεμόνα παρόλα που πολλά του έχουν καταμαρτυρηθεί επ’ αυτού. Είχε κουραστεί άλλωστε από τον οξύτατο ανταγωνισμό των αντιπάλων του που μεταχειρίζονταν όλα τα μέσα για να υπονομεύσουν τη θέση του. Ήλπιζε μάλιστα ότι ο Λεοπόλδος αφενός θα έφερνε μαζί του και τη βρετανική χρηματική και πολιτική υποστήριξη και  αφετέρου θα συντελούσε στην κατάπαυση του εμφυλίου. Άρχισε λοιπόν αλληλογραφία μαζί του για να τον ενημερώσει για την πραγματική κατάσταση της χώρας, έτσι ώστε να απαιτήσει από τις Δυνάμεις τα απαραίτητα για την επιβίωσή της. Δυστυχώς έτσι φούντωσε την οργή των εχθρών του στο εσωτερικό και το εξωτερικό. Όλοι πίστευαν ότι ο κυβερνήτης πολεμάει ύπουλα τη λύση Λεοπόλδου για παραμείνει ο ίδιος ισόβιος ηγέτης της Ελλάδας30. Όμως ο παράξενος και αυταρχικός αυτός άνθρωπος ήξερε ότι δεν μπορούσε να προσφέρει τίποτα πια στη χώρα του με τόση εχθρότητα που είχε καταφέρει να ξεσηκώσει από τόσες πολλές κατευθύνσεις. Κι αν τελικά ο Λεοπόλδος έφτασε να παραιτηθεί από το θρόνο της Ελλάδας δεν ήταν εξαιτίας του Καποδίστρια αλλά εξαιτίας των μεγάλων προβλημάτων που θα αντιμετώπιζε σ’ αυτή τη φτωχή χώρα με τόσο μειωμένα σύνορα31. Αυτοί οι προβληματισμοί οδήγησαν τελικά το Λεοπόλδο στην οριστική άρνηση την 9/21 Μαίου 1830 -μια άρνηση που ίδιος συνέδεσε με το εδαφικό πρόβλημα. Ο Καποδίστριας μετά και από τη γνωστοποίηση των επιστολών που έστειλε στον Λεοπόλδο, φοβήθηκε ότι θα του ζητηθούν ευθύνες αλλά ευτυχώς η Γερουσία ενέκρινε τη στάση του32

Ενώ όμως στο εσωτερικό της Ελλάδας η διαμάχες μεταξύ καποδιστριακών και αντικαποδιστριακών είχαν φτάσει στο απροχώρητο, στην ευρωπαϊκή σκηνή άρχισαν να εμφανίζονται κάποιες θετικές για την ελληνική υπόθεση εξελίξεις. Στα τέλη Ιουλίου του 1830 λαϊκή επανάσταση ανέτρεψε τους συντηρητικούς Βουρβώνους και ανέβασε στο γαλλικό θρόνο τον φιλελεύθερο Λουδοβίκο-Φίλιππο. Ακολούθησαν οι εξεγέρσεις των Ιταλών, των Πολωνών και των Βέλγων. Η Ευρώπη είχε δηλαδή μεγαλύτερα προβλήματα από το ελληνικό, γι αυτό και η Διάσκεψη σταμάτησε για λίγο την αναζήτηση νέου ηγεμόνα αλλά και η επιτροπή χάραξης των ελληνικών συνόρων ποτέ δεν άρχισε το έργο που της είχε ανατεθεί33.

Το θετικότατο για την Ελλάδα ήταν ότι ο νέος γάλλος ηγέτης ήταν φιλέλληνας και αποφάσισε να στηρίξει την Ελλάδα διορίζοντας τον εμπειρότατο Ταλεϋράνδο στη διάσκεψη του Λονδίνου34. Θετικές αλλαγές σημειώθηκαν και στην Βρετανία. Τη θέση του Ουέλινγκτον πήρε το φιλελεύθερο κυβερνητικό σχήμα Γκρέη -Πάλμερστον35.

Έτσι η νέα σύνθεση εκπροσώπων των Δυνάμεων, δηλαδή οι Ταλεϋράνδος, Πάλμερστον και Ματούστζεβικ, μετά από μακρές συνομι λίες, υπέγραψαν στις 14/26 Σεπτεμβρίου 1831 νέο πρωτόκολλο για το ελληνικό θέμα. Το πρωτόκολλο αυτό ζητούσε βελτίωση της συνοριακής γραμμής μετά από διαπραγματεύσεις με την Πύλη36.

Το μεγαλύτερο πρόβλημα όμως ήταν ότι οι αποφάσεις περί συνόρων που είχαν ληφθεί το Φεβρουάριο ήταν -υποτίθεταιοριστικές και αμετάκλητες. Πώς θα μπορούσαν οι Δυνάμεις να δικαιολογήσουν την διεύρυνση που είχαν αποφασίσει;

Ο Ταλεϋράνδος έδωσε τη λύση. Οι πρέσβεις πήραν εντολή να ισχυριστούν στον Σουλτάνο ότι τα αρχικά σύνορα είχαν χαραχτεί επί λανθασμένου χάρτου με αποτέλεσμα να είναι εναντίον πάσης γεωγραφικής και φυσικής διαιρέσεως της χώρας. Με τη δικαιολογία αυτή αποφάσισαν ως επιβαλλόμενη γραμμή ασφαλείας την γραμμή κόλπου Άρτας - κόλπου Βόλου. Στην περίπτωση που οι Οθωμανοί έφερναν αντίρρηση, οι πρέσβεις θα τους υπενθύμιζαν α) ότι τα εδάφη αυτά είναι άγονα και με πολεμοχαρείς κατοίκους και β) ότι αυτή ακριβώς τη συνοριακή γραμμή είχε δεχτεί η Πύλη με τη συνθήκη της Αδριανουπόλεως37. Τέλος η Διάσκεψη ειδοποίησε τους πρέσβεις να αρχίσουν τις διαπραγματεύσεις μόνο αφού φτάσει εκεί ο Σ. Κάνιγκ, που είχε εμπειρία ως προς το ελληνικό συνοριακό ζήτημα.

Εν τω μεταξύ στο εσωτερικό της Ελλάδας τα πράγματα χειροτέρευαν συνεχώς. Ο κυβερνήτης προσπαθώντας να εφαρμόσει το πρόγραμμά του (διοικητική διαίρεση της χώρας, αναδιανομή της γης σε ακτήμονες κλπ) και να περιορίσει τη δύναμη των τοπικών αρχηγών και τις πελατειακές σχέσεις, έδωσε λαβή στους αντιπάλους του να τον πολεμήσουν ανοιχτά, προκαλώντας ταυτόχρονα άμεση ανάμιξη  των ξένων στα εσωτερικά του ελληνικού κράτους38. Η δολοφονία του στις 27 Σεπτεμβρίου/ 9 Οκτωβρίου 1931 απέδειξε πόσο ανέφικτη ήταν η αλλαγή νοοτροπίας του ελληνικού λαού και πόσο ισχυρές ήταν οι παραδοσιακές ηγετικές ομάδες που τον πολέμησαν39. Μόλις έφτασε στο Λονδίνο η είδηση της δολοφονίας του Καποδίστρια από τους πολιτικούς του αντιπάλους Κ. και Γ. Μαυρομιχάλη40 η Διάσκεψη πανικοβλήθηκε και έστειλε μήνυμα στην Ελλάδα ότι αναζητεί επειγόντως ηγεμόνα.

Τελικά επελέγη οριστικά τον Φεβρουάριο του 1832 ο ανήλικος Όθωνας της ευγενούς πρωσικής δυναστείας των Βίτελσβαχ, γιος του φιλέλληνα βασιλιά Λουδοβίκου41.

Έτσι στις 27 Ιουνίου/9 Ιουλίου 1832 υπογράφτηκε από τους πρέσβεις των Δυνάμεων και την Πύλη ο διακανονισμός που θα όριζε τα νέα και οριστικά σύνορα του ελληνικού κράτους. Με το άρθρο 1 γινόταν δεκτή η παλιά γραμμή κόλπου Άρτας - κόλπου Βόλου. Η αποζημίωση που θα έδιναν οι Ελληνες στον Σουλτάνο για την μεγαλύτερη εδαφική απώλεια ανερχόταν σε σαράντα εκατομμύρια τουρκικά γρόσια.

Η Σάμος, παρά την εντυπωσιακή συμμετοχή της στην εξέγερση, δεν ενσωματώθηκε τελικά στο ελληνικό κράτος.

Η Πύλη ζήτησε από τους πρέσβεις να της στερήσουν τις Βόρειες Σποράδες (Σκιάθος, Σκόπελος, Ηλιοδρόμια) γιατί ήταν αναγκαίες για την ασφάλεια της αυτοκρατορίας. Ζήτησε επίσης να επιβληθεί ένα είδος αποστρατικοποίησης της νέας χώρας. Οι πρέσβεις του υποσχέθηκαν να μεταβιβάσουν τις επιθυμίες του στη Διάσκεψη Λονδίνου και τον ανάγκασαν να υπογράψει τη συνθήκη. Στις 18/30 Αυγούστου 1832 η Διάσκεψη απέρριψε τα τουρκικά αιτήματα.

Ο Καποδίστριας, παρότι νικημένος, είχε τελικά νικήσει42.

----------------------------------------------------------------

1. Παπασωτηρίου X., Ο αγώνας για την ελληνική ανεξαρτησία, πολιτική και στρατηγική των Ελλήνων και της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, 1821-1832, Ι. Σιδερής, Αθήνα, 1996, σελ. 140-235.
2. Ολόκληρη τη διακοίνωση της βρετανικής κυβέρνησης που αναγνωρίζει τους Ελληνες ως εμπολέμους βλ. στο Ι. Starleton, Τhe political life of the right honorable George Canning, vol. II, London, 1831, σελ.409. Στην πραγματικότητα βέβαια ο Κάνιγκ αναγνώρισε στους Ελληνες το δικαίωμα στη νηοψία, παραδεχόμενος απλώς ότι υπήρχε μέγα πρόβλημα με την πειρατεία στο Αιγαίο -πρόβλημα για το βρετανικό στόλο κυρίως.
3. Την περιόδο εμφύλιας σύγχυσης που κατέληξε στην πρόσκληση του Καποδίστρια, όπως και τις διαθέσεις και τις προετοιμασίες του ίδιου για την ανάληψη των καθηκόντων του βλ. στο C.M. Woodhouse, Capodistria, the founder of greek independence, London, Oxford University Press, 1973, σελ.330-50.
4. Την αντίδραση του γαλλικού τύπου βλ. αναλυτικά στο J. Dimakis, La presse francaise face a la chute de Missolonghi et la bataille navale de Navarin, Institute for Balkan Studies, Thessaloniki, 1976.
5. Αναλυτικά για τις οδηγίες βλ. στο C.M. Woodhouse, The battle of Navarino, London, 1965, σελ. 42-8 και 51-3 και E. Codrington,Documents relating to the recall of the Vice-Αdmiral sir E. Codrington on behalf of the officers, seamen and marines engaged in the battle of Navarino, London (χωρίς ημερομηνία) και Compressed narrative of the proceedings of Vice-Admiral sir E. Codrington during his command of His Magesty’s ships and vessels on the mediterranean station, from the 28th of February 1827, until the 22nd of August 1828, London (χωρίς ημερομηνία). Η Ολγα Σπάρο λέει ότι ο ρώσος ναύαρχος είχε οδηγίες να δράσει έστω και μόνος του, ενώ ο βρετα- νός είχε πιεστεί να μην προχωρήσει παρά σε έλεγχο των ρωσοτουρκικών αψιμαχιών (Ο. Σπάρο, ο.π., σελ. 213-6)
6. Για τη ρωσική πολιτική στο ελληνικό ζήτημα την εποχή εκείνη βλ. το Γ. Ιωαν- νίδου-Μπιτσιάδου, «Η ρωσική διπλωματία στη δεύτερη φάση της ελληνικής επανα- στάσεως (από τα τέλη του 1825 μέχρι το 1830)», Βαλκανικά Σύμμεικτα, 1989, 3, σελ. 59-70. Βλ. επίσης το Δ. Λουλέ, Ο ρόλος της Ρωσίας στη διαμόρφωση του ελληνικού κράτους, Αθήνα, 1981, ολόκληρο.
7. Το σχετικό κείμενο βλ στο Α.Δασκαλάκη, ο.π., σελ. 803-4.
8. Oι πρέσβεις των Δυνάμεων στην Κωνσταντινούπολη έπαιζαν αποφασιστικό ρόλο και στις δύσκολες αγγλορωσικές σχέσεις και στο Ανατολικό Ζήτημα τελικά, δεδομένου ότι οι δύο χώρες είχαν μεγάλο πρόβλημα επικοινωνίας με αποτέλεσμα να βασίζονται πολύ στους εκπροσώπους τους (J. Daly, Russian seapower and the Eastern Question, Naval Institute Press, 1991, σελ. 67).
9. Περί των σχέσεων του Καποδίστρια και της διάσκεψης του Λονδίνου κατά το αποφασιστικότατο αυτό διάστημα βλ. το D.C. Fleming, John Capodistrias and the Conference of London, 1828-1831, IMXA, Thessaloniki, 1970.
10. Τις οδηγίες βλ. στο D.Dakin, Ο αγώνας..., σελ. 326.
11. C.M. Woodhoouse, «Diplomatic development nineteenth and twentieth century», J. Coumoulides ed., Greece in transition…, σελ. 94.
12. Δ. Ματζουλίνου, Ιωάννης Καποδίστριας, 1776-1831, Β’, Εστία, Αθήνα, 1990, σελ. 636-637.
13. Ι. Ματζουλίνου, ο.π., σελ. 642., Α. Δασκαλάκης, ο.π., σελ. 738-9.
14. Α. Δασκαλάκη, ο.π., σελ 737.
15. Το υπόμνημα που είχε δώσει ο Καποδίστριας με τις θέσεις επί του εδαφικού ζητήματος βλ. στο Α. Σούτσου, Συλλογή των εις το εξωτερικόν Δημόσιον Δίκαιον της Ελλάδος αναγομένων επισήμων εγγράφων, Αθήνα, 1858, σελ. 64.
16. Α.Δασκαλάκης, ο.π., σελ. 856. Η Γαλλία αντίθετα αγωνίστηκε πολύ για την απελευθέρωση της Στερεάς, την οποία, όπως είπαμε, θεωρούσε πολύ σημαντική: Χωρίς αυτήν η Ελλάδα θα ήταν ένα πολύ αδύναμο κράτος στη διάθεση της Βρετανίας. Γι αυτό -και για να αυξήσει τη γαλλική επιρροή βεβαίως- μετά την αποχώρηση των Τούρκων από την Πελοπόνησο, παρέμεινε τμήμα του γαλλικού στρατού για να συνεχίσει τον αγώνα στη Στερεά υπό την καθοδήγηση του Καποδίστρια (Δ. Θεμελή- Κατηφόρη, Το γαλλικό ενδιαφέρον για την Ελλάδα, ο.π., σελ. 80).
17. Περί της συνθήκης αυτής που συντάραξε την Οθωμανική Αυτοκρατορία και τις επιπτώσεις της στην Ευρώπη βλ. αναλυτικά το Nicolae Ciachir, “The Adrianople Treaty (1829) and it’s european implications”, Revue des Ėtudes SudEst Europėenes, Tome XVII, 4, 1979, σελ. 695-713.
18. Α. Δασκαλάκης, ο.π., σελ. 854. Bλ. Επίσης το Barbara Jelavich, Russia’s Balkan entanglements 1806-1914, Cambridge University Press, 1991, σελ. 42-89.
19. Σε μια επιστολή του στον Αμπερντήν γράφει πολύ χαρακτηριστικά εκείνη την εποχή: «Πάει πια, αυτή είναι η πραγματικότητα. Δεν μπορούμε να κρατήσουμε στα πόδια της την Αυτοκτρατορία ως μεγάλη δύναμη. Και μαζί τελείωσε και η ηρεμία στον κόσμο. (...) Το μόνο που θέλω είναι να απεμπλακούμε από το ελληνικό ζήτημα χωρίς να χάσουμε την τιμή μας και χωρίς να διακινδυνεύσουμε την ασφάλεια των Ιονίων Νήσων» (D.Dakin, Ο αγώνας..., σελ. 344-5). Βλ. επίσης ομιλία του υπουργού Εξωτερικών της Αγγλία Αμπερντίν για την βρετανική εξωτερική πολιτική στη βουλή των Λόρδων στο Δ. Ματζουλίνου, Ιωάννης Καποδίστριας, σελ. 741.
20. Φυσικά ούτε ο Μέτερνιχ, ούτε ο Ουέλιγκτον αλλά ούτε και ο Τσάρος δέχτηκαν τις προτάσεις της γιατί καθόλου δεν ήθελαν να δουν την επιρροή της να αυξάνεται δραματικά στην Ελλάδα. Ετσι η Γαλλία αναγκάστηκε τελικά να αποδεχτεί τις βρετανικές προτάσεις.
21. Εννοείται ότι σ’ αυτήν την κατεύθυνση υπερθεμάτιζε η Αυστρία ( Α. Πρόκες- Οστεν , Ιστορία της επαναστάσεως των Ελλήνων κατά του οθωμανικού κράτους εν έτει 1821 και της ιδρύσεως του ελληνικού βασιλείου διπλωματικώς εξεταζομένη, τ. ΙΙ, Αθήνα, 1869, σελ. 372).
22. Την οριοθέτηση αυτή βρήκαν εξοργιστική όχι μόνο οι ενδιαφερόμενοι Ελληνες αλλά και Βρετανοί, όπως ο στρατηγός Τσώρτς, ο οποίος έστειλε πολυσέλιδο υπόμνημα στη βρετανική βουλή και τον υποψήφιο βασιλιά Λεοπόλδο σχετικά με το συνοριακό πρόβλημα (R. Church, Observations on an eligible line of frontier of Greece, London, 1930), ο ιστορικός Φίνλεϋ (Βλ. Γ. Φίνλεϋ, Ιστορία της ελληνικής επαναστάσεως, επιμ. Τάσου Βουρνά, τ. ΙΙ, Αθήνα, 1954, σελ. 215) κλπ.
23. Το μεγαλύτερο κομμάτι των ελλήνων καθολικών, που υπολογίζονταν γύρω στις 30.000, ήταν απόγονοι δυτικών οικογενειών που παρέμειναν από την εποχή των σταυροφόρων ή της Φραγκοκρατίας, από Βενετσιάνους ή Γενοβέζους ή και από κολλήγους συνδεδεμένους με αυτούς. Ηδη στη δεκαετία του 1830 ο αριθμός τους είχε αρχίσει να μειώνεται δραστικά στην ηπειρωτική Ελλάδα και την Πελοπόννησο και σε μικρότερο βαθμό στην Ανδρο και την Πάρο, όπου υπήρχαν ενορίες ολόκληρες στο παρελθόν. Εξακολουθούσαν να υπάρχουν κυρίως στα νησιά και δη στη Νάξο, στην Τήνο, όπου η βενετική κυριαρχία ήταν πιο μακρόχρονη, στη Σύρο, λιγότερο στη Σαντορίνη κλπ. Οσο διαρκούσε η Τουρκοκρατία, οι καθολικοί τελούσαν υπό γαλλική προστασία. Η Γαλλία δαπανούσε μάλιστα σημαντικά ποσά για συντήρηση εκκλησιών, μοναστηριών κλπ. Στη συνέχεια η Γαλλία παραιτήθηκε της προστασίας τους υπέρ του ελληνικού κράτους, εξασφαλίζοντας όμως την ελεύθερη λατρεία για τους καθολικούς. (Φ. Τιρς, Η Ελλάδα του Καποδίστρια, ο.π., σελ. 155-7. Ο σ. σημει- 152 Ελένη Διβάνη ώνει ότι οι καθολικοί επίσκοποι προέρχονταν σχεδόν πάντα από την Ιταλία και οι μαθητές εκπαιδεύονταν κατά το ιταλικό μοντέλο). Την επανάσταση και την ανεξαρτησία της Ελλάδας οι καθολικοί την είδαν με κάποια επιφύλαξη αφού θεωρούσαν ασφαλέστερες τις συνθήκες ζωής τους μέσα στο πλαίσιο της πολυθρησκευτικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ανάλογη ήταν και η αντιμετώπιση των Εβραίων που ζούσαν στα τμήματα που σταδιακά εντάχθηκαν στην Ελλάδα. Η στάση αυτή αποδεικνύει ότι η κυρίαρχη ταυτότητα στα Βαλκάνια της εποχής εκείνης ήταν η θρησκευτική (βλ. Charles Frazee, «The greek catholic islanders and the revolution of 1821», East European Quarterly, 1979, XIII, 3, σελ. 315-26.
24. Π. Πετρίδης, «Η εξωτερική πολιτική του Κυβερνήτη και η συμβολή του στην κατοχύρωση της εθνικής ανεξαρτησίας 1825-1831», στο συλλογικό Ο Ιωάννης Καποδίστριας και η συγκρότηση του ελληνικού κράτους..., σελ. 92.
25. Βλ. αναλυτικά τη διδακτορική διατριβή του Σ. Παπαδόπουλου, Η επανάσταση στην Δυτική Στερεά Ελλάδα, Θεσσαλονίκη, 1962, ιδίως 114 επομ.
26. Τις περισσότερες κατηγορίες που εκτοξεύτηκαν εναντίον του Καποδίστρια βλ. στο F. Thiersch, De l’ état actuel de la Grèce et des moyens d’ arriver a sa restauration, vol. I, Leipzig, 1833.
27. Πρέπει όμως να διευκρινίσουμε ότι ο Καποδίστριας δεν έπαιζε το παιγνίδι της ανυπακοής με τις Δυνάμεις παρά μόνο όσο ήταν απολύτως λογικό, νόμιμο και αναμενόμενο. Αντίθετα οι κάτοικοι της Δ. Ελλάδας του καταμαρτυρούσαν ότι έδειξε υπερβολική υποταγή στους ξένους, προσπαθώντας σε κάθε περίπτωση να υπακούει στα συμπεφωνηθέντα. Αν συμφωνήθηκε να εκκενώσει τη Στερεά, ήταν αποφασισμένος να το κάνει χωρίς φασαρίες. Σε όσους τον κατηγορούσαν απαντούσε ότι οι κάτοικοι δεν πρέπει να δείχνουν ανυπόταχτοι γιατί έτσι θα έδιναν λαβή να πιστέψουν για τους Έλληνες ότι δεν τηρούν τις συμφωνίες. Αυτό θα ήταν κατά τη γνώμη του το καλύτερο δώρο για τους Τούρκους που δεν ήθελαν να κάνουν καμμιά συμφωνία με τους Ελληνες ισχυριζόμενοι ότι δεν θα την τηρήσουν (Σ. Παπαδόπουλου, ο.π., σελ 153 -173.
28. Δ. Ματζουλίνου, ο.π., σελ. 732-3.
29. O Kαποδίστριας έστειλε στο Λεοπόλδο αντίγραφο της διακοίνωσης των τριών αντιπρέσβεων αλλά και της δικής του απάντησης προς αυτούς καθώς και το υπόμνημα της Γερουσίας σχετικά με τα εθνικά δίκαια, έτσι ώστε να ενημερωθεί σφαιρικά και να μπορεί να τα στηρίξει και ο ίδιος με επιχειρήματα. Λεπτομέρειες βλ. στο Θανάση Χρήστου, Τα σύνορα του ελληνικού κράτους και οι διεθνείς συνθήκες (1830-1947), τ. Πρώτος, Τα πρώτα σύνορα του ελληνικοού κράτους (1830-1832), εκδ. Δημιουργία, Αθήνα, 1999, σελ. 29-32. Τους όρους του Λεοπόλδου βλ. στο Α. Δασκαλάκη, ο.π., σελ 1014-18.
30. Χαρακτηριστικά ο άγγλος διπλωμάτης Ντόκινς διέδιδε ότι ο Καποδίστριας προσπαθούσε να οργανώσει στα Επτάνησα αντιβρετανική εξέγερση πείθοντας και τον ήδη αρνητικό Ουέλινγκτον ότι κινδύνευε βρετανικό έδαφος (D.Dakins, Ο αγώνας..., σελ. 355)
31. Ακόμα κι ο βρετανός στρατηγός Τσώρτς του έγραψε τότε ένα πικρό γράμμα επικρίνοντας το πρωτόκολλο που στερούσε την Ελλάδα από τη δυτικές περιοχές που ο ίδιος είχε αποσπάσει από τους Τούρκους. Ο στρατηγός πίστευε ότι η καλύτερη συνοριακή γραμμή ήταν η γραμμή Αμβρακικού-Παγασητικού. Στην περιοχή αυτή είχαν ήδη εγκατασταθεί ελληνικοί πληθυσμοί από βορειότερες περιοχές σχηματίζοντας πολυάριθμα χωριά σε μέρη που πριν το 1829 ήταν έρημα. Πώς θα τους επιβάλλουμε πάλι τον τουρκικό ζυγό; κατέληγε αγανακτισμένος ο Τσώρτς (D.Dakin, Ο αγώνας..., σελ.356-7).
32. Εγγραφα που φωτίζουν πολύ τη σχέση Καποδίστρια Λεοπόλδου βλ. στο C.W. Crawley, John Capodistrias unpublished documents, Institute for Balkan Studies, 1970, ολόκληρo. O σ. πιστεύει ακράδαντα ότι ο κυβερνήτης δεν ήθελε να δυναμιτίσει τη λύση Λεοπόλδου. Είχε καλές προθέσεις αλλά έκανε κάποιους άτσαλους χειρισμούς. Αντίθετα άλλοι ιστορικοί πιστεύουν στην ενοχή του (Βλ.E. Driault- M. LHeritier, Histoire diplomatique de la Grèce, vol. II, Paris, 1925, σελ. 10-31).
33. Κ. Μένδελσον-Μπαρτόλδυ, Ιστορία της Ελλάδος από της εν έτει 1453 αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως υπό των Τούρκων μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων, τ. ΙΙ, Αθήνα, 1876, σελ. 313.
34. Σχεδόν όλη η κυβέρνηση του τέως δούκα της Ορλεάνης ήταν φιλέλληνες. Πολλά προσέφερε ο γνωστός φιλέλληνας Εϋνάρδος (Σ. Θεοτόκη, Αλληλογραφία Καποδίστρια - Εϋνάρδου 1826-1831, Τ. Α-Β, Αθήνα, 1930).
35. Ο Πάλμερστον γνωστοποίησε αμέσως στον βρετανό αντιπρέσβυ στο Ναύπλιο ότι οι προστάτιδες σκέπτονται την επέκταση των ελληνικών συνόρων και του ανέθεσε να συμβουλέψει ιδιωτικά τον Καποδίστρια να μην προβεί στην εκκένωση της Αιτωλοακαρνανίας (Ε. Πρεβελάκης, «Ο διακανονισμός της Κωνσταντινουπόλεως 9/21 Ιουλίου 1832», Μνημοσύνη, 1974-5, 5, σελ. 201-83). Ηταν άλλη μια παρτίδα στο σκάκι που έπαιζαν οι Ρώσοι με τους Αγγλους. Η Margaret Lamb (“Writing up the Eastern Question in 1835-1836”, International History Review, 1993, XV, 2, σελ. 239- 268) υποστηρίζει ότι εκείνη την εποχή η Ρωσία είχε γίνει πιο απειλητική για τα βρετανικά συμφέροντα γιατί αναβάθμισε τη θέση της στην Κασπία θάλασσα, πράγμα που μεταφραζόταν σε απειλή του δρόμου των Ινδιών και δυνητική υπονόμευση του ελέγχου της Περσίας. Δεν μπορούσε λοιπόν να της επιτρέψει η Μεγάλη Βρετανία να πάρει κι άλλους πόντους στην ελληνική υπόθεση.
36. Αναλυτικά το κείμενο περί οροθεσίας βλ. στο Θανάση Χρήστου, Τα σύνορα του ελληνικού κράτους και οι διεθνείς συνθήκες, σελ. 38-43.
37. Το επιχείρημα είχε ακριβώς ως εξής: «Η Αιτωλία και Ακαρνανία εισίν άγονοι και πτωχαί χώραι, ων ο ευάριθμος αλλά πολεμικός λαός ουδέποτε υπετάχθη καθ’ ολοκληρίαν εις την εξουσίαν της Πύλης. Η κτήσις των δύο τούτων επαρχιών, αντί να παρέξη εις την Οθωμανικήν Αυτοκρατορίαν αύξησιν εσόδων ή ισχύος, δεν είναι δι’ αυτήν ει μη πηγή ανησυχίας και ταραχής, ενώ εις την ελληνικήν κυβέρνησιν ήθελε παρέξει όριον κατάλληλον, πλήρην ασφάλειαν και τα μέσα διατηρήσεως φιλικών προς την Τουρκίαν σχέσεων, αμοιβαίως απαραιτήτων» (Θ. Χρήστου, ο.π., σελ. 41).
38. Την οικονομική πολιτική του Καποδίστρια βλ. αναλυτικά στο D. Loules, Τhe financial and economic policies of president Ioannis Capodistrias, 1828-1831, Iωάννινα, 1985, ολόκληρο. Βλ. επίσης το Χ. Στρατηγοπούλου, Κοινωνικο-νομικές απόψεις της διοικήσεως του Ιωάννη Καποδίστρια (1828-31), Σάκκουλας, Κομοτηνή, 1988 και το Σ. Παπαγεωργίου, Η στρατιωτική πολιτική του Καποδίστρια: Δομή, οργάνωση και λειτουργία του στρατού ξηράς της καποδιστριακής περιόδου, Εστία, Αθήνα, 1986. Μια συνολική θεώρηση της καποδιστριακής περιόδου βλ. στα Α. Πρασσά επιμ., Πρακτικά επιστημονικού συμποσίου Ιωάννης Καποδίστριας, 170 χρόνια μετά, 1827- 1997, Ναύπλιο, 26-28 Σεπτεμβρίου 1997, Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Αργολίδας, Ναύπλιο, 1998.
39. Η επικράτηση των προυχόντων που σηματοδοτήθηκε από τη δολοφονία του Καποδίστρια, παγιώθηκε αργότερα κατά την οθωνική περίοδο και σημάδεψε την εξέλιξη του ελληνικού κράτους (Γ. Κοντογιώργης, «Το κράτος του Καποδίστρια: Ιδεολογικά θεμέλια και κοινωνικές συνιστώσες», Δελτίο Εταιρείας Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, 1986).
40. Η οικογένεια των Μαυρομιχαλαίων την εποχή της επανάστασης ήλεγχε όλη τη Μάνη. Αφού έλαβαν ενεργό μέρος στον αγώνα, διεκδίκησαν αμέσως ηγετική θέση και στην διαμορφούμενη ιεραρχία του νέου κράτους χωρίς επιτυχία. Το συγκεντρωτικό σύστημα του Καποδίστρια υπονόμευσε τα προνόμια τους και δεν τους εξασφάλισε μια κοινωνική θέση ανάλογη με αυτή που είχαν στο παρελθόν. Αυτή ήταν και η αιτία της πολιτικής τους σύγκρουσης με τον κυβερνήτη. Αναλυτικά βλ. το άρθρο του Χ. Λούκου, «Η ενσωμάτωση μιας παραδοσιακής αρχοντικής οικογένειας στο νέο ελληνικό κράτος: Η περίπτωση των Μαυρομιχαλαίων», Τα Ιστορικά, 1984,1,2, σελ. 283-96. Για την αντιπολίτευση που έγινε στον Κυβερνήτη και τα επιχειρήματα στα οποία στηρίχτηκε βλ. αναλυτικά τη μελέτη του Χ. Λούκου, Η αντιπολίτευση κατά του κυβερνήτη Καποδίστρια 1828-1831, Θεμέλιο, Αθήνα, 1988. Για τον αντίκτυπο που είχε στο συλλογικό υποσυνείδητο των Ελλήνων ο Καποδίστριας, που χαρακτηρίστηκε κατά καιρούς ήρωας και κατά καιρούς εγωπαθής, αυταρχικός και αρχομανής προδότης βλ. το ενδιαφέρον βιβλίο της Χ. Κουλούρη-Χ. Λούκου, Τα πρόσωπα του Καποδίστρια, Ο πρώτος κυβερνήτης της Ελλάδας και η νεοελληνική ιδεολογία (1831-1996), Πορεία, Αθήνα, 1997. Στο βιβλίο υπάρχει επίσης πληρέστατη βιβλιογραφία για τον Καποδίστρια.
41. Οι σχετικές λεπτομέρειες ρυθμίστηκαν με τη «Συνθήκη περί Ελλάδος συνομολογηθείσα εν Λονδίνω μεταξύ των τριών Δυνάμεων και της Βαυαρίας την 7ην Μαίου 1832», η οποία δεν παρέλειπε να τονίσει εμφατικά ότι τα σύνορα του ελληνικού κράτους ήταν ακόμα σε διαπραγμάτευση.
42. Το κείμενο αυτό βασίζεται εν πολλοίς στην μελέτη μου Η εδαφική ολοκλήρωση της Ελλάδας, 1830-1947, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα, 2000.

Πηγή : Διημερίδα Διεθνείς Σχέσεις, Ιστορία και Εξωτερική Πολιτική της Ελλάδος, στην εποχή του Κυβερνήτου Ιωάννη Καποδίστρια