Πολὺ μεγάλες εἶναι οἱ χάρες, ποὺ χρεωστοῦμε στὸν Ἥλιο. Ἂς ἀφήσουμε τὸ καλοκαίρι, ποὺ ἡ ζέστη του καλοκαρδίζει ὅλους καὶ πρὸ πάντων ἐκείνους, ποὺ μένουν σὲ ψυχρὰ κλίματα. Τὸν χειμῶνα, ὅταν χιονίζῃ καὶ παγώνῃ κι οἱ νύκτες εἶναι μεγάλες καὶ μαῦρες καὶ παγερές, καμμιὰ φορὰ θὰ νομίζῃς, πὼς μᾶς ξέχασε. Ὅμως, θωρητὸς ἢ ἀθώρητος, ἐκεῖνος πάντα μᾶς ἔχει στὸ νοῦ του καὶ φροντίζει γιὰ τὴν καλοπέρασί μας, μὲ τρόπους ποὺ δὲν τοὺς σκεφθήκαμε ποτέ.
Ἂς σᾶς δώσω ἕνα παράδειγμα:
Σήμερα τὸ πρωῒ ξυπνήσατε νωρίς, ὅπως συνηθίζετε. Σ’ αὐτὴ τὴ χειμερινὴ ἐποχὴ ἦταν σκοτάδι ἀκόμη, ὅταν ξυπνήσατε, καὶ κρύος ἄνεμος φυσοῦσε ἔξω στοὺς δρόμους. Ἀφοῦ πλυθήκατε καλὰ καὶ ντυθήκατε, καθίσατε ὅλοι ὁλόγυρα στὸ τραπέζι μὲ τοὺς δικούς σας. Ἡ καλή σας μητέρα σᾶς ἄναψε μὲ τὰ ξύλα εὐχάριστη φωτιά, ποὺ σᾶς ζεσταίνει.
Στὴ φωτιὰ ἑτοιμάζεται ὁ καφές, ποὺ θὰ πιῆτε, πρὶν πᾶτε στὸ σχολεῖο σας, καὶ ψωμὶ ἕτοιμο κομμένο φέτες εἶναι κοντά σας, γιὰ νὰ βουτήξετε.
Μὰ θὰ μοῦ πῆτε: « Τί ἔχει νὰ κάμῃ ὁ καφὲς καὶ τὸ ψωμί, τὸ φῶς καὶ ἡ φωτιὰ μὲ τὸν Ἥλιο καὶ μὲ τὶς ἀκτῖνές του ».
Νά τί ἔχει νὰ κάμῃ:
Τὰ ξύλα ἔρχονται ἀπὸ τὸ δάσος καὶ τὸ δάσος ἔγινε γιατὶ κατεβαίνουν ἀκτῖνες ἀπὸ τὸν Ἥλιο καὶ τρέφουν τὰ δένδρα του. Ἡ ζέστη καὶ τὸ φῶς, ποὺ σκορπᾶ ὁ ῞Ηλιος τόσο μεγαλόδωρα, ρουφήχθηκαν ἀπὸ τὰ φύλλα τῶν φυτῶν καὶ ἀποθηκεύθηκαν μέσα στοὺς κορμούς. Κι ὅταν κόψαμε τὰ ξύλα καὶ τ’ ἀνάψαμε τὸ πρωῒ καὶ σκόρπιζαν μιὰ χαρά, ζέστη καὶ φῶς, αὐτὰ δὲν ἔκαναν τίποτε ἄλλο, παρὰ ξανάβγαζαν γιὰ μᾶς ἕνα μέρος ἀπὸ τὴν παρακαταθήκη ἐκείνη τῶν ἀκτίνων.
- Ἔτσι ὁ Ἥλιος βοήθησε σημαντικὰ στὴν καλοπέρασί μας, ἀφοῦ μᾶς προμήθευσε τὴ φωτιά, ποῦ μᾶς ζεσταίνει καὶ μᾶς βράζει τὸν καφέ.
Ὁ Ἥλιος ὅμως καὶ μὲ ἄλλον τρόπο ἀκόμη μᾶς χορήγησε τὸν πρω- ινό μας καφέ, γιατὶ μήπως δὲ γεννᾶ καὶ τὸν ἴδιο καφέ; Ὁ καφὲς ἔγινε σ’ ἄλλες πολὺ μακρινὲς χῶρες - ἴσως στὴ Βραζιλία, - ὅπου τὸ φυτὸ μεγάλωσε καὶ ἄνθισε ἀπὸ τὴ ζέστη τῶν ἀκτίνων. Ἔπειτα ἦρθε ἀπὸ τὴ Βραζιλία στὴν Εὐρώπη καὶ ἀπ’ ἐκεῖ σὲ μᾶς μὲ ἀτμόπλοιο. Ἀπὸ ἐδῶ τὰ καράβια τὸν μεταφέρουν σ’ ὅλα τὰ μικρότερα λιμάνια μὲ τὴ βοήθεια τῶν πανιῶν τους, ποὺ τὰ φουσκώνει ὁ ἄνεμος. Ὁ ἄνεμος εἶναι πέρασμα μεγάλων ὄγκων ἀπὸ ἀέρα, ποὺ σκορπίζονται ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος τῆς γῆς ὣς τὸ ἄλλο.
Τί εἶναι ὅμως ἐκεῖνο, ποὺ κάνει τὸν ἀέρα νὰ φυσᾶ; Γιατὶ βέβαια δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ τρέχῃ ἐδῶ κι ἐκεῖ, χωρὶς νὰ τὸν σπρώχνῃ κάποια σημαντικὴ δύναμι. Ἐδῶ πάλι παρατηροῦμε τὴν ἐπίδρασι τοῦ Ἡλίου.
Μερικὰ μέρη τῆς γῆς ζεσταίνονται ἀπὸ τὸν Ἥλιο. Ὁ ἀέρας ρουφᾷ τὴ ζέστη ἀπὸ τὴ γῆ καὶ ζεσταίνεται. Ὁ ζεστὸς ἀέρας, ἐπειδὴ γίνεται ἀνάλαφρος, ἀνεβαίνει πρὸς τὰ ἐπάνω, ἐνῶ ἄλλος ἀέρας, δροσερώτερος ὁλοένα, ἔρχεται στὴ θέσι του, γιὰ νὰ τὸν ἀντικαταστήσῃ. Γιὰ νὰ τὸ κάμῃ ὅμως αὐτό, πρέπει φυσικὰ νὰ μετατοπισθῇ ἀπὸ ἕνα μέρος τῆς γῆς σὲ ἄλλο, κι ἔτσι γίνεται ἄνεμος. Αἰτία λοιπὸν νὰ γίνωνται οἱ ἄνεμοι τῆς γῆς εἶναι ὁ Ἥλιος.
Μὲ ὅμοιον τρόπο μποροῦμε νὰ ἐξηγήσωμε τὴ σχέσι τοῦ ζεστοῦ νεροῦ μὲ τὸν Ἥλιο. Τὸ νερὸ ζεσταίνεται ἐπάνω στὴ φωτιὰ καὶ τὴ φωτιὰ τὴν ἔκαμαν οἱ ἀκτῖνες. Ἔτσι βλέπομε, ὅτι ἡ θερμότητα τοῦ Ἡλίου ἔκαμε τὸ νερὸ νὰ βράσῃ.
Μὰ καὶ τὸ νερὸ τὸ ἴδιο ἢ ἦλθε ἀπὸ τὴ βρύση, ποὺ τὴν ἑνώνει μακρινὸς σωλήνας μὲ τὴν πηγή, ἢ ἀπὸ βαθὺ πηγάδι, ποὺ εἶναι στὴν αὐλή μας. Ἀπ’ ὅπου ὅμως κι ἂν τὸ πήραμε, ἡ ἀληθινή του ἀρχὴ δὲν εἶναι ἐδῶ κάτω στὴ γῆ, ἀλλὰ ἐπάνω στὸν οὐρανό.
Ὅλα τὰ νερὰ ἔρχονται ἀπὸ τὰ σύννεφα. Τὰ σύννεφα χύνουν κάτω τὴ βροχὴ - ἢ κάποτε τὸ χιόνι καὶ τὸ χαλάζι - καὶ τὸ νερὸ αὐτό, πέφτοντας κάτω, κατασταλάζει βαθειὰ μέσα στὴ γῆ καὶ γεμίζει τὰ πηγάδια μας καὶ τὶς πηγές. Τὸ νερὸ λοιπὸν τοῦ πρωϊνοῦ σας καφὲ βρίσκεται μέσα σὲ σύννεφα, ποὺ ἀρμένιζαν ψηλὰ στὸν οὐρανό.
Μὰ ἂς κοιτάξωμε ἀκόμη λίγο παραπέρα, γιὰ νὰ ἰδοῦμε ἀπὸ ποῦ ἔρχονται τὰ σύννεφα. Βέβαιο εἶναι, πὼς τὰ σύννεφα δὲν εἶναι ἄλλο τίποτε παρὰ ὑδρατμοί. Καὶ ἀφοῦ ρίχνουν ἀκατάπαυστα βροχὴ κάτω στὴ γῆ, πρέπει νὰ βρεθῇ τρόπος νὰ ξαναγεμίζῃ ἡ ἀποθήκη αὐτὴ τοῦ νεροῦ.
Ἐδῶ πάλι βρίσκομε τὸν καλό μας φίλο, τὸν Ἥλιο, ποὺ μᾶς βοηθεῖ κρυφά. Ρίχνει τὶς θερμές του ἀκτῖνες ἐπάνω στοὺς ὠκεανοὺς καὶ ἡ θερμότητα μεταμορφώνει μέρος τοῦ νεροῦ σὲ ἀτμό. Ὁ ἀτμός, ἐπειδὴ εἶναι ἐλαφρότερος, ἀνεβαίνει πολὺ ψηλά. Ἐκεῖ ὁ ἀτμὸς μεταμορφώνεται πάλι σὲ σύννεφα κι οἱ ἄνεμοι στέλνουν τὰ σύννεφα νὰ δροσίζουν τὶς διψασμένες στεριὲς τῆς γῆς.
Ἔτσι βλέπετε πῶς ὁ Ἥλιος μᾶς προμῆθεύει νερὸ ἀπὸ τοὺς μεγάλους ὠκεανούς, ποὺ σκεπάζουν τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς σφαίρας μας, καὶ τὸ στέλνει ἔπειτα μὲ τοὺς ἀνέμους νὰ γεμίσῃ τὶς πηγές μας.

Μὰ προσέξετε ἀκόμη καὶ μιὰν ἄλλη μικρὴ καλωσύνη τοῦ εὐεργέτου μας! Τὸ νερὸ τῶν ὠκεανῶν εἶναι ἁλμυρὸ καὶ μὲ ἁλμυρὸ νερὸ καφὲς βέβαια δὲν γίνεται. Ὁ Ἥλιος ὅμως, ὅταν σηκώνῃ τὸν ἀτμὸ ἀπὸ τὴ θάλασσα, ἀφήνει πολὺ στοχαστικὰ τὸ ἁλάτι καὶ μᾶς προμηθεύει γλυκὸ καὶ καθαρὸ νερό.

Πηγή  : Αναγνωστικό Ε' Δημοτικού 1955

1. ῾Ο ρωμαϊκὸς στρατὸς τὸ 87 π.Χ. εἶχε κυριέψει τὴν Ἀθήνα. ῾Η ὡραία πόλη καταστράφηκε κι οἱ Ἀθηναῖοι ἔγιναν δοῦλοι τῶν Ρωμαίων. Οἱ κατακτητὲς μοίρασαν ἀναμεταξύ τους τοὺς κατοίκους καὶ τὰ λάφυρα, ποὺ σωρεύτηκαν ἀπὸ τὴ διαρπαγή.
῾Ο Ρωμαῖος στρατηγός, ποὺ ἀνέλαβε νὰ μοιράση τὰ παιδιά, θέλησε νὰ δοκιμάση τὴν ἐξυπνάδα τους, μὲ τὸ σκοπὸ νὰ κρατήση τὰ πιὸ ἔξυπνα γιὰ τοὺς δικούς του ἀξιωματικούς.
Πρόσταξε λοιπὸν τὰ παιδιὰ νὰ γράψη τὸ καθένα ἐπάνω στὸ πινακίδιό του ὅ,τι ἤθελε.
῞Υστερα ὁ ἴδιος ὁ στρατηγός, ἐξετάζοντας ὅ,τι ἔγραψαν, διάβασε ἐπάνω στὸ πινακίδιο ἑνὸς μικροῦ Ἀθηναίου τοὺς παρακάτω στίχους τοῦ Ὁμήρου:
«Καλότυχος καὶ τρισκαλότυχος ἐκεῖνος, ποὺ ἔπεσε πολεμώντας κάτω ἀπὸ τὰ τείχη τῆς Τροίας! Αὐτὸς δὲν εἶδε τὴν καταστροφὴ τῆς πατρίδας του» .

2. ῾Ο στρατηγὸς γεμάτος κατάπληξη, ἀλλὰ καὶ συγκινημένος, πρόσταξε νὰ φέρουν τὸ παιδὶ μπροστά του.

Τὸ παιδὶ παρουσιάστηκε ἀτάραχο. Στὸ πρόσωπό του ἦταν ζωγραφισμένη ἡ θλίψη, ἀλλὰ περισσότερο ἡ περηφάνια. Ἔδειχνε, πὼς ἦταν ἀποφασισμένο ν’ ἀντικρίση ἤρεμο τὴν τιμωρία, ποὺ τὸ περίμενε.
Ὁ στρατηγὸς ἀτένισε γιὰ μιὰ στιγμὴ σιωπηλὸς τὸ μικρὸ Ἀθηναῖο κι ὕστερα, πιάνοντάς του μὲ καλοσύνη τὸ χέρι, τοῦ λέει:
-Εσὺ ποὺ ξέρεις ν’ ἀγαπᾶς τὴν πατρίδα σου, ἀκόμα καὶ καταστραμμένη, εἶσαι ἄξιος, νὰ ζήσης ἐλεύθερος. Μεῖνε στὴν πατρίδα σου, παιδί μου.

Πηγή  : Αναγνωστικό Δ' Δημοτικού 1946

1. Ὁ θεῖος ὁ Κωστὴς ἦταν περίφημος φαγάς. Ὄχι πῶς ἔτρωγε πολὺ ὁ ἄνθρωπος. Ἀγαποῦσε ὅμως τὰ ὡραῖα καὶ ἐκλεκτὰ φαγώσιμα. Κι ἐπειδὴ ἦταν γιατρὸς στὸ πολεμικὸ ναυτικὸ καὶ ταξίδευε συχνά, ἔφερνε κάθε φορὰ ἀπὸ τὰ ταξίδια του ὅλα τὰ καλά. Στὸ σπίτι του ἔβρισκε κανείς ὅ,τι μποροῦσε νὰ ἐπιθυμήση.
Ὁ θεῖος δὲν εἶχε οἰκογένεια δική του. Ζοῦσε μὲ μιὰ γριὰ αδερφή του. Μὰ ἀπὸ τὸ σπίτι του δὲν ἔλειπαν ποτὲ οἱ καλεσμένοι. Δὲν μποροῦσε ποτὲ νὰ φάη μόνος του. Ἤθελε τὰ ἐκλεκτά του πράματα νὰ τὰ χαίρωνται καὶ ἄλλοι. Καὶ κάθε μεσημέρι καὶ κάθε βράδυ ἔφερνε πάντα δυὸ τρεῖς φίλους μαζὶ του.
-᾽Ελᾶτε νὰ φᾶμε μαζί, τοὺς ἔλεγε. Δὲν ἔχω καμιὰ προετοιμασία. Θὰ φᾶμε ὅ,τι βρίσκεται.
Μὰ οἱ φίλοι του ἤξεραν, πὼς τὸ «ὅ,τι βρίσκεται» τοῦ θείου Κωστῆ δὲν μποροῦσε νὰ τὸ βρῆ κανεὶς οὔτε στὸ πλουσιώτερο προετοιμασμένο γεῦμα.
Συχνὰ τὶς Κυριακές, ποὺ δὲν εἴχαμε σχολεῖο, μᾶς ἔπαιρνε κι ἐμᾶς τὰ παιδιὰ στὸ σπίτι του καὶ μᾶς ἔκανε τραπέζι. Τί χαρὰ ποὺ εἴχαμε, νὰ πᾶμε στοῦ θείου! Γιατὶ δὲν εἶχε μόνο ὡραῖα φαγώσιμα καὶ γλυκά, ἀλλὰ μᾶς ἔλεγε καὶ ὡραῖες ἱστορίες ἀπὸ τὰ ταξίδια του.

2. Ὅταν καθώμαστε στὸ τραπέζι, εἴχαμε περιέργεια νὰ ἰδοῦμε τί θὰ μᾶς παρουσιάση ἐκείνη τὴ μέρα ὁ θεῖος. Κι ὁ θεῖος ἄρχιζε:
-Πρῶτα παιδιά μου, θὰ σᾶς βγάλω λίγο αὐγοτάραχο τοῦ Μεσολογγίου, λίγες ἐλιὲς τῶν Καλαμῶν καὶ λίγη κοπανιστὴ τῆς Μυκόνου· γιὰ ν’ ἀνοίξη ἡ ὄρεξή σας.

Κάθε πράμα μᾶς τόλεγε μὲ τὴν πατρίδα του. Καὶ μᾶς ἐξηγοῦσε, ὅτι κάθε τόπος στὴν πατρίδα μας βγάζει κι ἀπὸ ἕνα ἢ περισσότερα ἐκλεκτὰ πράματα. Ἀλλοῦ βγαίνουν βραστερὰ ὄσπρια, ἀλλοῦ ἐκλεκτὸ λάδι, ἀλλοῦ καλὸ κρασί, ἀλλοῦ ὡραῖα τυριὰ καὶ ἀλλοῦ πάλι ἄλλα.
Κι ἀφοῦ παίρναμε τὰ ὀρεκτικὰ μας, μᾶς ἔλεγε:
-Τώρα θὰ φᾶμε σούπα ἀπὸ τραχανὰ τῆς Ἀράχοβας, ποὺ μοῦ τὸν ἔστειλε ἕνας φίλος ἀπ’ ἐκεῖ. Εἶναι ὡραία καὶ θρεπτικὴ σούπα ἀπὸ σιτάρι κοπανισμένο καὶ βουτηγμένο στὸ γάλα, ποὺ τὸ ξεραίνουν ὕστερα στὸν ἥλιο. Θὰ ἰδῆτε!
Καὶ ἦταν νοστιμώτατος ἀλήθεια ὁ τραχανὰς τῆς Ἀράχοβας. ῎Επειτα, ἐπειδὴ ἤξερε, πὼς μᾶς ἀρέσουν τὰ γλυκὰ φαγητά, μᾶς εἶχε πάντα ἢ κρέας μὲ ξερὰ δαμάσκηνα ἢ κρέας μὲ κάστανα, κατὰ τὴν ἐποχή.
-Φᾶτε, μᾶς ἔλεγε. Τὰ δαμάσκηνα εἶναι τῆς Σκοπέλου ποὺ βγάζει καὶ τὰ ὡραῖα ἀχλάδια. Κι εἶναι καλύτερα ἀπὸ τὰ ξενικά, ποὺ μᾶς φέρνουν ἐδῶ. Τὰ κάστανα εἶναι τοῦ Βόλου. Βγάζει κι ἡ Κρήτη ὡραῖα κάστανα, ἀλλὰ ἐκεῖνα εἶναι, γιὰ νὰ τρώγωνται ψητὰ στὴ θράκα.
Κι ἔπειτα μᾶς ἔβγαζε τὸ τυρί. Πόσων εἰδῶν τυριὰ δὲν ἔχει ὁ θεῖος.
-Πάρτε ὅποιο σᾶς ἀρέσει, μᾶς ἔλεγε. Σᾶς ἔχω ἐδῶ κεφαλίσιο τῆς Κρήτης, τουλουμοτύρι καὶ φορμαγέλα τοῦ Παρνασσοῦ, τυρὶ τῶν Ἀγράφων, μυζήθρα τῆς Μυτιλήνης. Δοκιμάστε λίγο ἀπ’ ὅλα.
Κι ὕστερα τὸ φροῦτο. Πόσων λογιῶν φροῦτα! ᾽Εκτὸς ἀπὸ τὰ φροῦτα τῆς ἐποχῆς μᾶς παρουσίαζε ἀφράτα ἀμύγδαλα τῆς Χίου, καρύδια ἀπὸ τὰ Τρίκαλα τῆς Ζήρειας, ποὺ ἔσπαζαν μὲ τὰ δάχτυλα, σύκα τῆς Κύμης καὶ τῶν Καλαμῶν, σταφίδα σουλτανίνα τῆς Κορίνθου καὶ μαύρη τοῦ Αἰγίου. Εἴχαμε μάθει κι ἐμεῖς τὴν καταγωγή τους.

-Νὰ καὶ τὸ μέλι τοῦ ῾Υμηττοῦ, μᾶς ἔλεγε, ποὺ μυρίζει θυ- μάρι! Ἄν θέλετε, φᾶτε το, μὲ τὰ καρύδια σας. Λιγάκι ὅμως ἀπ’ ὅλα, νὰ μὴ στομαχιάσετε.
Μὰ δὲ στομαχιάζαμε ποτὲ. Γιατί ὁ θεῖος φρόντιζε νὰ παίρνωμε λίγο ἀπ’ ὅλα. ῎Επειτα ὅλα του τὰ φαγητὰ ἦταν μαγειρεμένα μὲ εκλεκτὰ ὑλικά.
-Φᾶτε ἄφοβα, μᾶς ἔλεγε. Τὸ βούτυρο εἶναι ἀνόθευτο ἀπὸ τὰ Γιάννενα καὶ μοῦ τὸ στέλνουν κατευθείαν ἀπὸ τὴ στάνη. Τὸ λάδι τῆς σαλάτας εἶναι ἀπὸ τὴν Κέρκυρα κι ἀπὸ τὰ καλύτερα. Πάρτε κι ἕνα δάχτυλο γλυκὸ κρασὶ τῆς Σαντορίνης νὰ πιῆτε στὴ ὑγειὰ μου. Δὲ σᾶς βλάπτει.
Καὶ μᾶς ἔβαζε ἀπ’ ὅλα μόνος του. ῾Ως καὶ τὸ λεμόνι ἀκόμα μᾶς ἔστυβε στὸ φαΐ μας.
-῾Ωραῖα τὰ λεμόνια τοῦ Πόρου, ἔλεγε. Ὅλο ζουμὶ καὶ ἄρωμα.
Καὶ ψωμὶ εἶχε πάντα μαῦρο, σιταρένιο. Σὰ γιατρός, ἔλεγε, πὼς εἶναι πιὸ καλὸ γιὰ τὴν ὑγεία ἀπὸ τὸ ἄσπρο. Τούστελνε ταχτικὰ μ’ ἕναν καμαρότο τῶν βαποριῶν μιὰ κουμπάρα του ἀπὸ τὴ Θεσσαλία.
3. Τὶ δὲν τρώγαμε τέλος πάντων στοῦ θείου Κωστῆ. Καὶ σὰ νὰ μὴν ἔφταναν ὅλ’ αὐτὰ τὰ καλά, ποὺ μᾶς ἔδινε, μᾶς ἔλεγε:

-Νάχαμε καὶ βιδελάκι τῆς Τήνου! Εἶναι νοστιμώτατο. Νάχαμε καὶ πετάλια παστὰ ἀπὸ τὴ λιμνοθάλασσα τοῦ Μεσολογγίου! Νάχαμε καὶ λίγο χέλι ἀπὸ τὴ λίμνη τῶν Ἰωαννίνων! Βαρὺ εἶναι, δὲ σᾶς λέω, ἀλλὰ εἶναι νοστιμώτατο στὴ σούβλα, ψημένο μὲ φύλλα δάφνης ἀνάμεσα. Νάχαμε καὶ κανένα πεπόνι τοῦ Ἄργους...
Ὅλο «νάχαμε» καὶ «νάχαμε» ὁ φαγὰς ὁ θεῖος.
Κι ὃταν ἀποτρώγαμε, ἐκεῖνος ἄναβε ἕνα τσιγαράκι ἀπὸ

μυρωδάτο καπνὸ τῆς Ξάνθης καὶ τῆς Καβάλλας -καπνὸ τοῦ Ἀγρινίου κάπνιζε τὶς ἄλλες ὧρες- καὶ μᾶς ἔλεγε ἱστορίες απὸ τὰ ταξίδια του.
-Μὰ ποῦ εἶναι ὅλα αὐτὰ τὰ μέρη, ποὺ μᾶς λές, θεῖε, καὶ ποὺ κάνουν τόσα ὡραῖα πράματα; τὸν ρωτούσαμε.
-Φέρτε τὸν χάρτη, μᾶς ἔλεγε, νὰ τὰ βροῦμε.
Φέρναμε τὸ χάρτη τῆς ῾Ελλάδας καὶ βρίσκαμε ὅλα τὰ μέρη. Καὶ κάθε φορὰ ποὺ μᾶς ἔκανε τραπέζι, βρίσκαμε ἄλλα.
Ὁ καημένος ὁ θεῖος Κωστής. Τώρα δὲν τρώει πιά. Πέθανε. Μὰ ἐμεῖς δὲν τὸν ξεχνοῦμε ποτέ. Δὲν καλοτρώγαμε μόνο στὸ σπίτι του. Μάθαμε τρώγοντας καὶ τὴ Γεωγραφία τῆς Ἑλλάδας.

Πηγή  : Αναγνωστικό Δ' Δημοτικού 1946

1. Σ’ ἕνα χωριὸ τῆς Στερεᾶς ῾Ελλάδας τὸν καιρὸ τῆς με- γάλης ἐπιδημίας τοῦ δαγκείου τρία παιδιά, ὁ Μάρκος, ὁ Ἀντρέας κι ὁ Σπύρος, ἀπὸ τὴν ἴδια γειτονιὰ καὶ τὰ τρία, πήγαιναν ἕνα πρωὶ στὸ σχολεῖο.
Καθὼς πήγαιναν, εἶδαν ἀπὸ μακριά, ἐκεῖ ποὺ ἔπεφταν τὰ τελευταῖα σπίτια τοῦ χωριοῦ, ἄντρες καὶ γυναῖκες μαζωμένες.
Ζύγωσαν νὰ ἰδοῦν τί τρέχει κι εἴδαν τότε ὅλον αὐτὸ τὸν κόσμο νὰ σκύβη, νὰ μαζεύη πέτρες καὶ νὰ τὶς βάζη ἀράδα σὲ μιὰ γραμμή, ποὺ προχωροῦσε ὁλοένα καὶ τριγύριζε τὰ σπίτια. Τὰ παιδιὰ εἶχαν ἰδεῖ ὡς τώρα τοὺς συγχωριανούς τους νὰ κάνουν πολλὲς δουλειὲς στὸ χωριό. Νὰ σκάβουν, νὰ χτίζουν, νὰ κάνουν φράχτες γύρω ἀπὸ τὰ κτήματα, ἀλλὰ τέτοια δουλειὰ δὲν εἶχαν ἰδεῖ ποτέ τους. Τοὺς φάνηκε περισσότερο σὰν τὰ παιγνίδια, ποὺ κάνουν στὰ χώματα τὰ πολὺ μικρὰ παιδάκια, παρὰ σὰ δουλειὰ γιὰ μεγάλους. Καὶ τοὺς ἦρθαν γέλια, νὰ βλέπουν μεγάλους ἀνθρώπους καὶ γέρους ἀκόμα, νὰ παίζουν σὰν παιδάκια.
2. Ὁ Μάρκος, ὁ μεγαλύτερος ἀπὸ τὰ τρία παιδιά, καθὼς ζύγωσαν, γνώρισε μέσα στοὺς ἀνθρώπους, ποὺ ἔκαναν τὴν παράξενη αὐτὴ δουλειά, ἕναν κουμπάρο τους, τὸν μπαρμπα-

Γεώργη. Τὸν καλημέρισε καὶ τὸν ρώτησε:
-Τί κάνετε αὐτοῦ, μπάρμπα;
-Τί νὰ κάνωμε,παιδί μου! Τοῦ εἶπε ὁ μπαρμπα-Γεώρ- γης. Ζώνομε τὸ χωριό, γιὰ νὰ μὴν περάση καὶ μᾶς ἔρθη κι ἐδῶ τὸ θανατικό, ποὺ ἔπεσε στ’ ἄλλα τὰ χωριά. Ὁ Θεὸς νὰ φυλάη, ὅλο καὶ μᾶς ζυγώνει, παιδί μου. Στὸ Καστρί, ποὺ εἶναι μιὰ ὥρα ἀπ’ ἐδῶ, δὲν ἔμεινε ἄνθρωπος στὸ πόδι. Καὶ πόσοι πεθαίνουν, ἕνας Θεὸς τὸ ξέρει! Τί νὰ κάμωμε, λοιπόν παιδί μου; Σηκωθήκαμε πρωὶ πρωὶ καὶ ζώνομε τὸ χωριό.
Κι ἔσκυψε πάλι βιαστικὰ ὁ μπαρμα-Γεώργης στὴ δουλειά του μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους.
-Κι ἅμα τὸ ζώσετε, μπάρμπα, τὸ χωριό, ρώτησε δειλὰ ὁ Μάρκος, δὲ θάρθη τὸ θανατικό;
-῎Ετσι ἔχουν νὰ ποῦν, παιδί μου... τοῦ εἶπε, χωρὶς νὰ σηκώση τὸ κεφάλι του ἀπὸ τὴ βιαστικὴ δουλειὰ, ὁ μπαρ- μπα-Γεώργης. Ἔτσι τὸ βρήκαμε, ἔτσι τὸ κάνομε.

3. Τὰ παιδιά, ἐπειδὴ ἦταν κι ἡ ὥρα περασμένη, ἄφησαν τοὺς συγχωριανούς τους καὶ τράβηξαν νὰ πᾶνε στὸ σχολεῖο τους. Ὅσο λίγα γράμματα κι ἄν ἤξεραν, κατάλαβαν, πὼς ἕνα τέτοιο ἀστεῖο τεῖχος, ποὺ ἔφτιαναν οἱ χωριάτες, δὲν μποροῦσε νὰ σταματήση τὸ δρόμο τῆς ἀρρώστιας.
-᾽Εγὼ δὲν τὰ πιστεύω αὐτά, εἶπε ὁ Μἀρκος στ’ ἄλλα παιδιά. Ὅμως θὰ τὸ πῶ τοῦ δασκάλου, νὰ ἰδοῦμε τί λέει κι αὐτός.
Τ’ ἄλλα δυὸ παιδιὰ πίστευαν καὶ δὲν πίστευαν.

4. Ὅταν πῆγαν στὸ σχολεῖο, ὁ Μάρκος, ποὺ εἶχε πάντα περισσότερο θάρρος ἀπὸ τοὺς ἄλλους, παρουσιάστηκε στὸ δάσκαλο καὶ τοῦ εἶπε αὐτὰ ποὺ εἶδαν τὸ πρωί.
-Τὸ ξέρω, παιδιά μου, τὸ ξέρω, τοὺς εἶπε ὁ δάσκαλος κουνώντας τὸ κεφάλι του. Μὰ τί νὰ τούς κάμης τοὺς χωρι- κούς; μήπως ἀκοῦν; ᾽Εδῶ καὶ τρεῖς μέρες τοὺς μάζεψα στὴν πλατεῖα μαζὶ μὲ τὸν πρόεδρο τῆς Κοινότητας καὶ τὸν παπὰ τοῦ χωριοῦ καὶ τοὺς ἐξήγησα τὶς ὁδηγίες, ποὺ μᾶς ἔστειλαν ἀπὸ τὴν Ἀθήνα, γιὰ νὰ φυλαχτοῦμε ἀπὸ τὴν ἐπιδημία· τοὺς εἶπα τί πρέπει νὰ κάμουν. Μήπως ἔκαμαν τίποτε; Τὴν ἄλλη μέρα, τὴν περασμένη Κυριακή, τοὺς εἶδα ὅλους στὰ καφενεῖα καὶ στὰ οἰνοπωλεῖα, σὰν καὶ πάντα. Ἀντὶ νὰ κάμουν αὐτὰ ποὺ ἔπρεπε, ἀραδιάζουν τώρα πετραδάκια, γιὰ νὰ κλείσουν τὸ δρόμο τῆς ἀρρώστιας!
Καὶ ξανακούνησε πάλι λυπητερὰ τὸ κεφάλι του ὁ δάσκαλος. Ὅλα τὰ παιδιὰ τοῦ σχολείου, ποὺ ἦταν μαζεμένα ὁλόγυρα, ἄκουαν τὰ λόγια του μὲ προσοχή. Τότε ὁ Μάρκος προχώρησε δυὸ βήματα, σὰ νὰ εἶχε πάρει μέσα του κάποια ἀπόφαση καὶ ρώτησε τὸ δάσκαλο.
-Καὶ τί ἔπρεπε νὰ κάμουν οἱ χωριάτες, κύριε;

5. Πρῶτα πρῶτα νὰ καθαρίσουν τὸ χωριό, εἶπε ὁ δάσκαλος. Τὸ χωριό μας βρωμᾶ ὁλόκληρο. Μᾶς ἔφαγε ἡ μύγα καὶ τὸ κουνούπι. Αὐτὰ φέρνουν ὅλες τὶς ἀρρώστιες. Γιὰ νὰ ἐξολοθρεύσωμε λοιπὸν τὴ μύγα καὶ τὸ κουνούπι, πρέπει νὰ καθαρίσωμε τὸ χωριὸ ἀπὸ τὶς ἀκαθαρσίες τῶν ζώων καὶ τὶς ἄλλες ἀκαθαρσίες, ὅπου ἀφήνουν τ’ αὐγά τους οἱ μύγες, καὶ νὰ σκεπάσωμε, ὅπου μποροῦμε, τὰ στάσιμα νερά, ὅπου ἀφήνουν τ’ αὐγά τους τὰ κουνούπια. Ὅπου δὲν μποροῦμε νὰ τὰ σκεπάσωμε ἤ ν’ ἀνοίξωμε δρόμο νὰ φύγουν, πρέπει νὰ ρίξωμε ἐπάνω τους πετρέλαιο, γιὰ νὰ μὴν μποροῦν νὰ γεννηθοῦν ἄλλα κουνούπια. Αὐτὰ μᾶς γράφουν ἀπὸ τὴν Ἀθήνα νὰ κάμωμε.
-Καὶ δὲν μποροῦν νὰ γίνουν αὐτά, κύριε; ρώτησε ὁ Μάρκος.

-Γίνονται καὶ παραγίνονται, παιδί μου, εἶπε ὁ δάσκαλος· λίγα χέρια χρειάζονται, λίγος κόπος καὶ λίγα φτυάρια. Καί, δόξα σοι ὁ Θεός, ἀπ’ ὅλα αὐτὰ βρίσκονται στὸ χωριό. Ὅσο γιὰ τὸ λίγο πετρέλαιο, ποὺ θὰ χρειαστῆ, ὁ Πρόεδρος τῆς Κοινότητας φάνηκε πρόθυμος νὰ τὸ ἀγοράση. Ἀλλὰ λείπει ἡ καλὴ θέληση, παιδιά μου. Καὶ πρῶτα ἀπ’ ὅλα λείπει κάτι ἄλλο. Οἱ ἀγράμματοι χωριανοὶ δὲν τὰ πιστεύουν αὐτά, ποὺ τοὺς λέμε, γιατὶ δὲν τὰ καταλαβαίνουν. Γι’ αὐτὸ δὲ θέλουν νὰ τὰ κάμουν.

6 Ὅσο μιλοῦσε ὁ δάσκαλος, τὰ μάτια τοῦ Μάρκου ἔλαμπαν ἀπὸ μιὰ παράξενη εὐχαρίστηση. Γύρισε κι ἔριξε μιὰ ματιὰ στ’ ἄλλα παιδιὰ, ἔπειτα γύρισε πρὸς τὸ μέρος τοῦ δασκάλου καὶ τοῦ εἶπε μὲ ζωηρὴ καὶ χαρούμενη φωνή:
-Αὐτὰ ποὺ δὲ θέλουν νὰ κάμουν οἱ χωριανοί μας, κύριε, θὰ τὰ κάμωμε ἐμεῖς.
῾Ο δάσκαλος δὲν καλοκατάλαβε.
-Ποιοὶ ἐσεῖς; εἶπε.
-᾽Εμεῖς, ὅλα τὰ παιδιὰ τοῦ σχολείου, ἀποκρίθηκε ὁ Μάρκος. Εἴμαστε πενήντα παιδιά. Σὲ μιὰ μέρα τὸ χωριὸ θὰ λάμπη.
-Μάλιστα, μάλιστα, κύριε, φώναξαν μὲ μιὰ φωνὴ ὅλα, τὰ παιδιά. Θὰ τὰ κάμωμε ἐμεῖς.
῾Ο δάσκαλος μόνο ποὺ δὲν ἔκλαιγε ἀπὸ τὴ συγκίνησή του.
-Εὖγε, παιδιά μου! Εἶπε. ῎Ετσι δείχνετε, πὼς ὅσα μαθαίνετε κάθε μέρα σ’ αὐτὰ τὰ θρανία, δὲν πηγαίνουν χαμένα.
Καὶ σὲ λιγάκι ξαναεῖπε ἀποφασιστικά:
-Λοιπὸν αὔριο, παιδιά, δὲν ἔχει μάθημα. Ἀπὸ τὸ πρωὶ θὰ ξεκινήσωμε ὅλοι κι ἐγὼ μαζὶ σας, γιὰ νὰ σᾶς δείχνω τί πρέπει νὰ γίνη. Καὶ θὰ καθαρίσωμε τὸ χωριὸ καὶ θὰ σκεπάσωμε ὅλα τὰ στάσιμα νερά. Ὁ Πρόεδρος τῆς Κοινότητας θὰ φροντίση νὰ μᾶς βρῆ ὅ,τι μᾶς χρειάζεται. Θὰ πάρωμε καὶ τὸ χωροφύλακα μαςί, γιὰ νὰ μὴ βροῦμε ἐμπόδια ἀπὸ κανένα. Καὶ τὸ βράδυ, ὅταν γυρίσουν οἱ χωριανοὶ ἀπὸ τὰ χωράφια, θὰ βροῦν τὸ χωριὸ, ἀγνώριστο. Κι αὐτὴ ἡ δουλειὰ θὰ γίνεται μιὰ φορὰ τὴν ἑβδομάδα ἀπὸ ὅλους μας. Σύμφωνοι, παιδιά;
-Σύμφωνοι! Φώναξαν ὅλα τὰ παιδιὰ μ’ ἕνα στόμα.
7. Κι ἔτσι ἔγινε. Τὸ χωριὸ ἔλαμψε ἀπὸ τὴν καθαριότητα. Τ’ ἀκίνητα νερά, ποὺ πρασίνιζαν σ’ αὐλὲς καὶ δρόμους καὶ χα- ντάκια, ἔλειψαν ἀπὸ παντοῦ ἢ σκεπάστηκαν μὲ πετρέλαιο.
῾Η μύγα καὶ τὸ κουνούπι χάθηκαν. Καὶ τὸ μόνο χωριὸ ἀπ᾽ ὅλα τὰ γύρω χωριά, ποὺ δὲν τὸ χτύπησε ἡ κακὴ ἀρρώστια, ἦταν τὸ χωριὸ τῶν καλῶν παιδιῶν.

Οἱ χωρικοὶ τώρα ἔλεγαν, πὼς τὸ χωριὸ σώθηκε ἀπὸ τὸ ζώσιμο, ποὺ τοῦ ἔκαμαν μὲ τὰ πετραδάκια.
Τὸ ἔλεγαν, μὰ δὲν τὸ πίστευαν κι οἱ ἴδιοι. Ἤξεραν, πὼς καὶ ἄλλα χωριὰ κοντά τους ζώστηκαν μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, ἀλλὰ ἡ ἀρρώστια τὰ ρήμαξε.
-Ἄς λένε ὅ,τι θέλουν οἱ χωριανοί, εἶπε ὁ δάσκαλος στὰ παιδιά, ποὺ τὸ εἶχαν παράπονο. ᾽Εσεῖς κάματε αὐτό, ποὺ ἔπρεπε. Κι ἄς μὴ σὰς τὸ ἀναγνωρίζουν ἐκεῖνοι. Σώσατε τὸ χωριὸ ἀπὸ τὴν ἀρρώστια. Αὐτὸ σᾶς εἶναι ἀρκετό, γιὰ νὰ εἶστε ὑπερήφανοι σ’ ὅλη σας τὴ ζωή.

Πηγή  : Αναγνωστικό Δ' Δημοτικού 1946

1. ῾Η χαρὰ τοῦ Ἀλκιδάμα δὲν περιγράφεται, ὅταν ἕνα καλοκαιρινὸ πρωὶ ξεκίνησε ἀπὸ τὴν Ἀθήνα μαζὶ μὲ τὸν πατέρα του καὶ μερικοὺς ἄλλους Σπαρτιάτες γιὰ τὴ Σπάρτη. Πόσον καιρὸ τὴν εἶχε ὀνειρευτῆ αὐτὴ τὴ μέρα!
Ὁ Ἀλκιδάμας ἦταν ἕνα Σπαρτιατόπουλο, ποὺ ζοῦσε τὸν καιρό, ποὺ οἱ Ἕλληνες πολεμοῦσαν μὲ τοὺς Πέρσες. Φαινόταν, πὼς εἶχε περάσει τὰ δώδεκα χρόνια, ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα μόλις εἶχε κλείσει τὰ δέκα. Σὲ ξεγελοῦσε τὸ ψηλὸ ἀνάστημά του καὶ τὸ γυμνασμένο κορμί του. Ὁ πατέρας του λεγόταν Δαμάρατος κι εἶχε μείνει χρόνια στὴν Ἀθήνα γιὰ ὑπηρεσία τῆς πατρίδας του, τῆς Σπάρτης.
῎Ετσι ὁ Ἀλκιδάμας δὲ θυμόταν διόλου τὴν πατρίδα του. Ἤξερε μόνο ὅ,τι εἶχε ἀκούσει ἀπὸ τὴ μητέρα του καὶ τὸν πατέρα του.
Ὅταν ἔστριβαν γιὰ τὴν Ἐλευσίνα, ἔριξε πίσω του μιὰ τελευταία ματιά. ῾Η Ἀκρόπολη ὑψωνόταν μὲ μεγαλοπρέπεια καὶ τὸ χάλκινο ἄγαλμα τῆς θεᾶς Ἀθηνᾶς ἄστραφτε στὸν ἥλιο καὶ βεβαίωνε τὸ μικρὸ Ἀλκιδάμα, πὼς ἡ θεὰ ἐξακολουθοῦσε νὰ προστατεύη τὴν ἀγαπημένη της πόλη.
῎Εκαμαν ἀρκετοὺς σταθμούς, ὥσπου νὰ φτάσουν στὴ Σπάρτη. Ὁ τελευταῖος σταθμὸς ἦταν ἡ Τεγέα.

2. Ὅταν πλησίασαν στὴ Σπάρτη καὶ τὴν εἶδαν ἐπάνω ἀπὸ τοὺς λόφους ν’ ἁπλώνεται κάτω στὸν κάμπο, ὁ Ἀλκιδάμας δὲν παραξενεύτηκε, γιατὶ δὲν εἶχε οὔτε τείχη οὔτε ἀκρόπολη. Ἤξερε ἀπὸ τὸν πατέρα του, πὼς τείχη της ἀνίκητα ἦταν τὰ γενναῖα στήθη τῶν παλικαριῶν της.
Πέρασαν τὴ μικρὴ γέφυρα τοῦ Εὐρώτα καὶ μπῆκαν στὴν πόλη.

Τὰ σπίτια ἦταν ἁπλὰ καὶ μικρά. Πολλοὶ Σπαρτιάτες ἔτρεξαν νὰ τοὺς καλωσορίσουν. Στὴν πλατεία μάλιστα κάθισαν λίγο μαζὶ μὲ έναν ὅμιλο Σπαρτιατῶν. ᾽Εντύπωση προξένησε στὸν Ἀλκιδάμα ὁ τρόπος τους. Μόλις μιλοῦσε κανένας γεροντότερος, ἀμέσως σώπαιναν οἱ νεώτεροι κι ἄκουγαν μὲ προσοχὴ καὶ σεβασμό. Ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἦρθε κοντὰ ἕνας ἄλλος γέρος. Φοροῦσε μόνο χιτώνα, ὃπως ὅλοι κι ἀκουμποῦσε στὸ ραβδί του. Ἀμέσως σηκώθηκαν ὅλοι καὶ τοῦ ἔδωσαν τὴν πρώτη θέση νὰ καθίση.

3. Τὴν ἄλλη μέρα πολὺ πρωὶ ὁ Ἀλκιδάμας βγῆκε ἔξω μαζὶ μὲ τὸν πατέρα του. Ἡ μητέρα του ἡ Ἀγησάνδρη, τὸν φίλησε καὶ τοῦ εἶπε:
«Παιδί μου, ἀπὸ δῶ καὶ μπρὸς μητέρα σου θὰ εἶναι ἡ Σπάρτη. Θὰ πᾶς ἀπὸ σήμερα μαζὶ μὲ τ’ ἄλλα παιδιά της στοὺς στρατῶνες. Καὶ μὴν ξεχνᾶς, πὼς ὁ πατέρας σου νίκησε πάντα στὶς μάχες, ποὺ πῆρε μέρος».
Ὁ Ἀλκιδάμας ἔφυγε σιωπηλός. Σὲ λίγο ἔφτασαν σ’ ἓναν ἀνοιχτὸ χῶρο. Στὴν ἄκρη ἦταν μιὰ δεντροστοιχία καὶ στ᾽ ἄλλο μέρος ἕνα γυμναστήριο, ὅπου γυμνάζονταν ἑκατοντάδες παιδιὰ τῆς ἴδιας ἡλικίας. Οἱ μικροὶ ἔκαναν στρατιωτικὰ γυμνάσια, σὰν τέλειοι στρατιῶτες. Στὴν Ἀθήνα τὰ παιδιὰ ἀποτελοῦσαν χορωδίες ἢ χόρευαν στρατιωτικοὺς χορούς, ὄχι ὅμως μὲ τόση τέχνη κι ἐπιδεξιότητα, σὰν κι αὐτὰ ποὺ ἔβλεπε ὁ Ἀλκιδάμας.
Ὅλα τὰ παιδιὰ ἦταν ἡλιοκαμένα, λιγνὰ καὶ γρήγορα σὰν πουλιά. Κοίταζε μὲ πόση ταχύτητα ἔκαναν τὰ γυμνάσια. Στὴ στιγμὴ ἐκτελοῦσαν τὰ προστάγματα τοῦ ἀρχηγοῦ, τοῦ φαλαγγάρχη. Πότε πηδοῦσαν μποστά, προφυλαγμένα κάτω ἀπὸ τὶς ἀσπίδες τους πότε πρόβαλλαν μεμιᾶς τὰ κοντάρια τους καὶ σχημάτιζαν ἔτσι ἕναν ἀμυντικὸ τοῖχο. Ἦταν φοβερὸ νὰ βλέπης αύτὸ τὸ θανατηφόρο τοῖχο. Τώρα καταλάβαινε γιατί ἦταν περιττὰ τὰ τείχη κι ἡ ἀκρόπολη.
Ξαφνικὰ σταματοῦσαν, γύριζαν πίσω κι ἔτρεχαν ὅλα μαζὶ μὲ μεγάλη ἀταξία. Στὸ τέλος ὅμως τοῦ γηπέδου σταματοῦσαν κάνοντας μεταβολή.
Καὶ νά! τὸ κάθε παιδὶ βρισκόταν στὴ θέση του καὶ πρόβαλλε τὸ κοντάρι του. ῾Ο Ἀλκιδάμας δὲν μποροῦσε νὰ κρύψη τὸ θαυμασμό του γιὰ τὴν τελειότητα, ποὺ γίνονταν οἱ ἀσκήσεις.
Σὲ λίγο μέσα σ’ αὐτὲς τὶς φάλαγγες θὰ ἔμπαινε κι ὁ Ἀλκιδάμας. Τ’ ὄνειρό του νὰ γίνη ἀληθινὸ παλικάρι τῆς Σπάρτης ἀλήθευε.

4. ῾Ο Ἀλκιδάμας μπῆκε ἀμέσως στὴ γραμμὴ καὶ τὰ γυμνάσια ἄρχισαν. Ἦταν πολὺ σκληρότερα ἀπὸ ὅ,τι τὰ φανταζόταν. Τ’ ἄλλα παιδιὰ ἦταν πιὸ γυμνασμένα. ῎Ετσι, ὅταν πηδοῦσε ἐμπρός, τὸ πήδημα τοῦ Ἀλκιδάμα ἦταν πιὸ μικρὸ ἀπ’ ὅλα τ’ ἄλλα. Ὅταν πάλι ἔκαναν ἔφοδο, τὸν πρόφταιναν καὶ μιὰ φορὰ τὸν ἔριξαν κάτω.
Μὰ ὁ Ἀλκιδάμας τὸ πῆρε ἀπόφαση νὰ τὰ μάθη καλὰ τὰ γυμνάσια. Ὅλη τὴν ὥρα στριφογύριζαν μέσα στὸ μυαλό του τὰ λόγια τῆς μητέρας του.
Στὸ τέλος ὁ ἀρχηγὸς πρόσταξε:
-Στὸν Εὐρώτα!
Στὴν ὄχθη τοῦ ποταμοῦ Εὐρώτα τὰ παιδιὰ σπόρπισαν κι ἔκοβαν καλάμια μὲ τὰ χέρια τους χωρὶς κανένα ἐργαλεῖο καὶ μάζευαν βοῦρλα. Ὅταν ἔκοψαν ἀρκετά, τὰ κουβάλησαν στοὺς στρατῶνες.
Γιὰ δεῖπνο εἶχαν τὰ παιδιὰ λίγο σιταρένιο ξερὸ ψωμὶ καὶ μιὰ μαύρη σούπα, τὸ μέλανα ζωμό, ὅπως τὸν ἔλεγαν. Ὕστερα κοιμήθηκαν ἐπάνω στὰ καλάμια, ποὺ εἶχαν κόψει.

῎Ετσι κοιμήθηκαν ὅλοι κι ὁ ἀρχηγός τους. Γιὰ τὸ μεγαλεῖο τῆς πατρίδας τους ἔπρεπε νὰ μάθουν νὰ ὑποφέρουν ὅλες τὶς στερήσεις.

5. Τὴν ἄλλη μέρα ὁ Ἀλκιδάμας ρώτησε τοὺς ἄλλους:
-Πότε πηγαίνουν τὰ παιδιὰ στὰ σπίτια τους;
-Σπίτι; δὲν πηγαίνομε σπίτι. Δὲν εἴμαστε πιὰ μωρά. Τώρα εἴμαστε στοὺς στρατῶνες, τοῦ ἀπάντησαν καὶ γέλασαν μαζί του.
Ὅταν ὅμως ἀργότερα τὰ παιδιὰ ἔπεσαν στὸν Εὐρώτα, ὁ Ἀλκιδάμας τοὺς ξεπέρασε ὅλους στὸ κολύμπι· γιατὶ στὴν Ἀθήνα εἶχε γίνει πολὺ δυνατὸς στὰ θαλασσινὰ γυμνάσια. Τὰ παιδιὰ τὸ πρόσεξαν τὸ κατόρθωμα τοῦ Ἀλκιδάμα καὶ τοῦ ἔδειξαν ἐκτίμηση. Τὴν ἴδια μέρα μάλιστα ἕνα ἀπὸ τὰ παιδιά, ὁ Λαοδάμας, τοῦ χάρισε ἕνα κοντάρι. Τοῦτο ἦταν μεγάλο δεῖγμα φιλίας.

6. Τὴν τρίτη μέρα ὁ λόχος τοῦ Ἀλκιδάμα πῆγε μὲ τὰ μεγαλύτερα παιδιὰ στὰ δάση τοῦ Ταϋγέτου νὰ κυνηγήσουν ἀγριογούρουνα.
Ὁ Ταύγετος εἶναι πολὺ ἄγριο καὶ ἀπότομο βουνό, πιὸ ψηλὸ ἀπὸ τὰ βουνὰ τῆς Ἀθήνας. Περνοῦσαν ἀπὸ πυκνὲς τοῦφες θάμνων, ποὺ φαίνονταν πὼς δὲν εἶχε ξαναπεράσει ἀπὸ ἐκεῖ ἄνθρωπος. Ὑπῆρχαν ἀπότομες πλαγιές, ποὺ γιὰ νὰ σκαρφαλώσουν, ἔπρεπε νὰ πιάνη ὁ ἕνας τὸ χέρι τοῦ ἄλλου καὶ νὰ τὸν τραβᾶ.
Κάποτε τὰ σκυλιὰ ἄρχισαν νὰ τρέχουν ἐδῶ κι ἐκεῖ μὲ τὶς μύτες στὸ χῶμα καὶ νὰ γαβγίζουν ἀνυπόμονα.
- Βρῆκαν τὰ γουρούνια, φώναξαν τὰ παιδιὰ κι ἔτρεξαν ἀπὸ κοντὰ.
Τί ἔξοχο θέαμα γιὰ τὸν Ἀλκιδάμα, νὰ βλέπη τὸ μεγάλο

θηρίο νὰ τρέχη ἀνάμεσα ἀπὸ θάμνους τόσο γρήγορα! Ἔπειτα τὸ ἀγριογούρουνο σὲ μιὰ χαράδρα γύρισε ξαφνικὰ πίσω κι ἔπεσε ἐπάνω στὰ σκυλιά. Ἀλήθεια, τὶ φοβερὰ δόντια ποῦ εἶχε!
Ὁ ἀρχηγός τους ὅμως πήδησε μπροστὰ καὶ χτύπησε μὲ τὸ κοντάρι του τὸ ἀγριογούρουνο κατάστηθα. Κι οἱ ἄλλοι ἔκαμαν τὸ ἴδιο καὶ τὸ φοβερὸ θηρίο κυλίστηκε νεκρό.

7. Αὐτὸ τὸ βράδυ ὁ λόχος τοῦ Ἀλκιδάμα δὲν ξαναγύρισε στοὺς στρατῶνες. Ἔμεινε ἔξω στὸ ὕπαιθρο. Ἄναψαν μεγάλη φωτιὰ κι οἱ δοῦλοι ἔκοψαν τὸ ἀγριογούρουνο, πέρασαν τὰ κομμάτια στὶς σοῦβλες καὶ τὶς ἔβαλαν στὴ φωτιά. Ὅλα τὰ παιδιὰ ἔφαγαν ἐκεῖνο τὸ βράδυ μὲ πολλὴν ὄρεξη.
Ὁ Ἀλκιδάμας δὲν ξέχασε ποτὲ αὐτὴ τὴ νύχτα. Τὴν ἔκανε ἀλησμόνητη ὁ δροσερὸς καὶ μυρωμένος ἀέρας, ἡ ὄμορφη φωτιὰ μέσα στὸ σκοτεινὸ δάσος καὶ τὸ θέαμα τοῦ Ταϋγέτου, ποὺ ὕψωνε τὴν κορυφή του ὡς τ’ ἄστρα. Μὰ πάνω ἀπ’ ὅλα τὸν ἔκανε ὑπερήφανο τὸ συναίσθημα, πὼς μεγάλωσε πιά, κι ἔγινε ἄντρας.
Τὴ νύχτα ἐκείνη ὅλα τὰ παιδιὰ κοιμήθηκαν χάμω στὸ χῶμα, ἐνῶ γύρω ξαγρυπνοῦσαν τὰ σκυλιά.

8. Πέρασαν χρόνια ἀπὸ τότε. Ὁ Ἀλκιδάμας μεγάλωσε πιὰ κι ἔγινε ἄντρας πραγματικός. Στὰ γυμνάσια εἶχε γίνει ὁ πρῶτος ἀπὸ τὰ παιδιὰ τῆς ἡλικίας του. Τὰ ξεπερνοῦσε στὸ πήδημα, στὸ λιθάρι καὶ στὸ κοντάρι. Μὰ ἐκεῖ ποὺ εἶχε φτερά, ἦταν τὸ τρέξιμο. Ἔλαβε μέρος στοὺς Ὀλυμπιακοὺς ἀγῶνες καὶ νίκησε στὸ τρέξιμο δυὸ φορές. Ὅλοι οἱ Ἕλληνες τὸν ζητωκραύγασαν καὶ τ’ ὄνομα τῆς Σπάρτης δοξάστηκε στὸ στάδιο τῆς Ὀλυμπίας.
Τί ὡραῖος ποὺ ἦταν, ὃταν τοῦ φοροῦσαν τὸ στεφάνι τοῦ νικητῆ! Γιατὶ ὁ Ἀλκιδάμας μὲ τὰ γυμνάσια εἶχε κάμει ὄμορφο σῶμα. Μαῦρα μάτια καὶ μαῦρα μαλλιά, ὡραῖο κεφάλι, πλατὺ στῆθος καὶ ψηλοὺς ὤμους, χέρια καὶ πόδια δυνατὰ κι εὐκίνητα. Πόσο τὸν καμάρωνε ὁ πατέρας του!
Εἶχε λάβει μέρος σ’ ὅλες τὶς μάχες καὶ πρῶτος εἶχε ἀνεβῆ τὰ τείχη σὲ πολλὰ κάστρα. Ἡ μητέρα του τοῦ ἔδινε γελαστὴ καὶ περήφανη κάθε φορὰ τὴν ἀσπίδα, γιατὶ ἤξερε, πώς θὰ τὴ φέρη πάντα νικητής.
Ὅλοι τὸν καμάρωναν στὴ Σπάρτη γιὰ τὴν ἀνδρεία του καὶ τοὺς καλούς του τρόπους στοὺς μεγαλυτέρους του. Κι οἱ μητέρες ἔλεγαν στὰ παιδιά τους:
-Νὰ γίνετε σὰν τὸν Ἀλκιδάμα.
Ἀργότερα ὁ Ἀλκιδάμας διηγόταν, πὼς σὲ ὅλη του τὴ ζωὴ ὁδηγό του εἶχε τὰ πρῶτα ἐκεῖνα λόγια τῆς μητέρας του:
«Παιδί μου, ἀπὸ τώρα καὶ πέρα μητέρα σου θὰ εἶναι ἡ Σπάρτη. Καὶ μὴν ξεχνᾶς, πὼς ὁ πατέρας σου νίκησε πάντα στὶς μάχες, ποὺ πῆρε μέρος».

Πηγή  : Αναγνωστικό Δ' Δημοτικού 1946