Γιατί, μαμά μου, τὴ στιγμὴ ποὺ κάνω ἐλεημοσύνη
νιώθω στὰ στήθη μου γλυκιὰ κι ἀτέλειωτη χαρά;
Κι ὅταν τὸ χέρι μου κρυφὰ τὸν ὀβολό μου δίνη,
γιατί νομίζω, πὼς πετῶ μ’ ἀγγελικὰ φτερά;
- Παιδί μου, κάθε ἄνθρωπος, ὅπου στὸν κὸσμο [μένει,
ἀπ’ τὴ στιγμὴ ποὺ ἔρχεται στὴ γῆ νὰ γεννηθῆ,
ὡς τὴ στιγμὴ τὴν ὕστερη, ποὺ φεύγει καὶ πεθαίνει,
ἔχει ἕνα φύλακ’ ἄγγελο, ποὺ τὸν ἀκολουθεῖ.
Καὶ κάθε πράξη του καλὴ ὁ ἄγγελος τὴν κρίνει
καὶ γελαστός, χαρούμενος σκύβει καὶ τὸν φιλεῖ.
Κι ὅση χαρὰ ἔχει ὁ ἄγγελος, τόση χαρὰ τοῦ δίνει
μ’ ἐκεῖνο τὸ γλυκύτατο κι ἀγγελικὸ φιλί.
Γι’ αὐτὸ καὶ σὺ νὰ χρεωστᾶς μεγάλη εὐγνωμοσύνη,
εὐγνωμοσύνη στοὺς φτωχοὺς θερμὴ καὶ περισσή,
ποὺ πάντα γίνοντ’ ἀφορμὴ μὲ τὴν ἐλεημοσύνη
νὰ χαίρεται ὁ ἄγγελος, νὰ χαίρεσαι καὶ σύ.
Πηγή : Αναγνωστικό Β' Δημοτικού 1948