Ἡ Κατινούλα ἦταν ἕνα μικρὸ κοριτσάκι στὴν ἡλικία σας. Ἦταν κι ἐκείνη ὀχτὼ χρονῶ κι εἶχε πολλὰ προτερήματα. ῏Ηταν καλὴ μαθὴτρια καὶ ἐπιμελής. Ἄκουε πάντα τοὺς μεγαλυτέρους της καὶ ποτὲ δὲν ἔλεγε ψέματα. Εἶχε ὅμως κι ἕνα φοβερὸ ἐλάττωμα. Ἀγαποῦσε πολὺ τὰ λουλούδια.
Καὶ θὰ πῆτε: ᾽Ελάττωμα εἶναι ν’ ἀγαπάη κανεὶς τὰ λουλούδια; Καὶ βέβαια εἶναι ἐλάττωμα, γιὰ ὅποιον ἀγαπάει τὰ λουλούδια σὰν τὴν Κατινούλα.
Ἡ Κατινούλα ἀγαποῦσε τὰ λουλούδια καὶ τὰ ἔκοβε. Βέβαια θὰ πῆτε μὲ τὸ νοῦ σας, πὼς ἔκοβε τὰ λουλούδια, γιὰ νὰ τὰ βάλη στὰ ἀνθοδοχεῖα καὶ νὰ στολίση τὸ σπίτι. Γιὰ νὰ μπορῆ ἔτσι νὰ χαίρεται ἀπὸ κοντὰ τὰ ὄμορφα χρώματά τους καὶ τὴ γλυκιὰ μυρωδιά τους. Ἔ λοιπόν, ἡ Κατινούλα ἔκοβε τὰ λουλούδια, μόνο γιὰ νὰ τὰ κόβη καὶ γιὰ κανέναν ἄλλο σκοπὸ. Κι ἐδῶ ἴσα ἴσα εἶναι τὸ ἐλάττωμα της.
Γέμιζε τὰ χέρια της, τὴν ποδιά της, τὸ καλαθάκι της κι ὕστερα τὰ σκὸρπιζε κάτω καὶ με χορούς, μὲ πηδήματα, μὲ γέλια καὶ χαρὲς τὰ τσαλαπατοῦσε καὶ τάκανε λιῶμα.
Μιὰ μέρα, ἀφοῦ ἔκαμε τὸν περίπατό της στὸν κάμπο καὶ στὰ χωράφια, ἀφοῦ ἔκοψε καὶ θέρισε ἄφθονα λουλούδια, κουράστηκε καὶ κάθισε κάτω ἀπὸ ἕνα μεγάλο πεῦκο. Ἦταν τόσο κουρασμένη, ὥστε πρὶν περάσουν δυὸ λεπτὰ τῆς ὥρας, τὴν πῆρε ὁ ὕπνος... Ἅμα ἔκλεισε τὰ μάτια της, τῆς φάνηκε πὼς βρέθηκε μέσα σ’ ἕναν ὡραῖο κῆπο μεγάλο καὶ ἀπέραντο. ᾽Εκεῖ ἦταν φυτρωμένα χίλιες χιλιάδες λουλούδια. Ὅλα ἦταν τόσο ὡραῖα καὶ δροσερά, ποὺ ἡ Κατινούλα δὲν κρατήθηκε. Ἔτρεξε κι ἔκοψε ἕνα κι ὕστερα ἄλλο κι ἄλλο κι ἄλλο... Γέμισε τὴν ἀγκαλιά της κι ἔσκυψε νὰ κὸψη μιὰ μεγάλη μαργαρίτα. Ξαφνικὰ ἄκουσε μιὰ φωνή. Τρόμαξε καὶ στάθηκε νὰ κοιτάξη δεξιά, ἀριστερά, τριγύρω, γιατὶ ἡ φωνὴ ἐκείνη ἔμοιαζε μὲ ἀνθρώπινη.
Μὰ δὲν εἶδε κανένα. Πρὸσεξε καλύτερα καὶ τὸτε κατάλαβε, πὼς ἡ φωνή, ποὺ τῆς μιλοῦσε, ἔβγαινε μὲς ἀπὸ τὸ λουλούδι, ποὺ ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἦταν ἕτοιμη νὰ κόψη.
Κι ἡ φωνὴ ἔλεγε:
- Στάσου, κακὸ κορίτσι! Ἄφησέ με νὰ ζήσω λιγάκι ἀκόμη. Ἀρκετὰ ἀδερφάκια μου ἔχεις κόψει κι ἔχεις καταστρέψει ὡς τώρα: Ἄν τὰ ἔβαζες τουλάχιστο μέσα στὸ νερό, θὰ μποροῦσαν καὶ δυὸ καὶ τρεῖς μέρες ἀκόμα νὰ μοσκοβολοῦν, νὰ μένουν δροσερὰ κι ὅσοι τὰ βλέπουν νὰ τὰ καμαρώνουν. ᾽Εσὺ ὅμως, ἀσυλλόγιστο κορίτσι, μᾶς κόβεις καὶ μᾶς καταστρέφεις ἀμέσως. Γιὰ ποιό λόγο ἔχεις τόση κακία μὲ μᾶς; ἐμεῖς ποτὲ δὲ σὲ βλάψαμε. Συλλογίσου λιγάκι! Θὰ σοῦ ἄρεσε ἐσένα νὰ σὲ πετάξουν καταγῆς καὶ νὰ σὲ τσαλαπατὴσουν, ὅπως μᾶς τσαλαπατᾶς ἐμᾶς; Ὄχι βέβαια! Γιατί λοιπὸν σὲ μᾶς τὰ κακὸμοιρα κάνεις ὅ,τι δὲ θέλεις οἱ ἄλλοι νὰ κάμουν σὲ σένα;... Κι ἐμεῖς ψυχὴ ἔχομε καὶ πονοῦμε!
Τὴ στιγμὴ ἐκείνη ἡ Κατινούλα ἄνοιξε τὰ μάτια. Ὅλα εἶχαν χαθῆ ἀπὸ μπροστά της. Εἶδε, πὼς βρισκὸταν καθισμένη, ὅπως πρὶν, κάτω ἀπὸ τὸ μεγάλο πεῦκο καὶ πὼς κείτονταν χάμω, ἀνακατωμένα μὲ τὸ χῶμα καὶ τὰ χαλίκια, τὰ ἄνθη ὅλου τοῦ άγροῦ, ποὺ εἶχε κόψει πρωτύτερα. Οἱ παπαροῦνες, οἱ μαργαρίτες, οἱ ἀγριοβιολέτες, πεταμένες ὅλες καὶ μαδημένες. Αὐτὴ τὶς εἶχε μαδήσει καὶ τσαλαπατήσει.
- Ἄχ! τὰ κακόμοιρα τὰ λουλουδάκια! Εἶπε, καθὼς μάζευε μὲ ἀγάπη τὰ λίγα, ποὺ εἶχαν ἀπομείνει στὸ καλαθάκι της. Τί κακὴ ποὺ ἦμουν μαζί σας! Ἀπὸ τώρα ὅμως σᾶς ὑπόσχομαι πὼς θὰ διορθωθῶ.
Κι ἀληθινά. Ἡ Κατινούλα ἀπὸ τότε κράτησε τὴν ὑπόσχεσή της. Ἀγαποῦσε τὰ λουλούδια κι ὅταν τῆς ἄρεσε νὰ κόψη κανένα, τὸ ἔκοβε μὲ προσοχὴ καὶ τὸ κρατοῦσε μὲ ἀγάπη. Κι ὅταν ἔφτανε στὸ σπίτι της, ἔτρεχε γρήγορα νὰ βάλη τὰ λουλούδια μέσα στὰ ἀνθοδοχεῖα. Τὰ λόγια τῆς μαργαρίτας, ποὺ εἶδε στὸ ὄνειρό της, ποτὲ δὲν τὰ λησμόνησε. Σκεπτὸταν τότε πόσο θὰ ὑπέφερε αὐτή, ἂν κανένα κακὸ παιδὶ τὴν ἔριχνε κάτω καὶ τὴν πατοῦσε, ὅπως αὐτὴ ἄλλοτε ἔκανε στὰ κακόμοιρα τὰ λουλουδάκια!
Πηγή : Αναγνωστικό Β' Δημοτικού 1948