Σὰν ἄκουσε αὐτὰ ἡ κυρὰ - Κακή, ἐτραβηξε καὶ αὐτὴ μιὰ ἡμέρα στὸ βουνό. Ἐπῆγε τάχα γιὰ νὰ φέρῃ ξύλα.

- Γειὰ καὶ χαρά σου, γιαγιά, τῆς λένε τὰ παλληκάρια.

- Γειά σας! τοὺς ἀποκρίνεται μὲ φωνὴ ἄγρια.

- Τί γνώμη ἔχεις, γιαγιά, γιὰ τοὺς δώδεκα μῆνες τοῦ χρόνου; Καλοὶ εἶναι ἢ κακοί; Καὶ ποιόν ἐσὺ ἀγαπᾷς περισσότερο;

- Ὅλοι οἱ μῆνες εἶναι κακοὶ καὶ ἀνάποδοι, παιδιά μου. Πάρε τὸν ἕνα καὶ χτύπα τὸν ἄλλον! Κανένα τους δὲν ἀγαπῶ. Κανένας δὲν
ἔχει καμμιὰ χάρι.

- Πολὺ καλά, γιαγιά, τῆς λένε οἱ μῆνες. Πάρε αὐτὰ τὰ ξύλα γιὰ τὴ φωτιὰ κι αὐτὸ ἐδῶ τὸ σακκουλάκι. ῞Οταν θὰ πᾷς στὸ σπίτι σου, τότε νὰ τὸ ἀνοίξης.

῾Η κυρὰ-Κακὴ παίρνει τὰ ξύλα καὶ τὸ σακκουλάκι καὶ φεύγει δίχως νὰ χαιρετίσῃ τὰ παλληκάρια. Φεύγει νὰ φθάσῃ στὸ σπίτι της μιὰ ὥρα ἐνωρίτερα.

Ὅταν καμμιὰ φορὰ ἔφθασε, ἀνοίγει χαρούμενη τὸ σακκουλάκι, μὰ τί νὰ ἰδῇ!

Ἦταν γεμᾶτο πέτρες καὶ τὶς εἶχε κουβαλήσει στὸ σπίτι της, νομίζοντας πὼς ἦταν χρυσᾶ φλωριά, ὅπως τὰ φλωριὰ τῆς κυρὰ - Καλῆς, τῆς γριούλας.

Πηγή: ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟ Β' Δημοτικού 1963