1.Ὁ Κώστας ἦταν δώδεκα χρονῶ παιδὶ κι ἀγαποῦσεπολὺ τοὺς γονεῖς του, τὰ γράμματα καὶ κάτι ἄλλο ἀκόμα: τὸκολύμπι. Ὤ! πῶς τ’  ἀγαποῦσε τὸ κολύμπι!

Η μεγαλύτερη εὐτυχία του ἦταν νὰ σκίζη τὴ θάλασσα,σὰ βαρκούλα,  ἀφήνοντας πίσω του ἕνα ὑγρὸ αὐλάκι ἢ νὰταλαντεύεται γλυκὰ  γλυκὰ στὸ γαλαζοπράσινο νερό.

Τοῦ ἄρεσε νὰ παίζη σὰν ψάρι μέσα στὸ ἥσυχο κύμα, νὰγλιστρᾶ σὰ  δελφίνι νὰ κάνη μακροβούτια να βλέπη θαμπὰτὰ φύκια στὸ βυθὸ  τῆς θάλασσας.

Δὲ φοβόταν τὰ κύματα ἡ θάλασσα τὸν εἶχε κάμει γενναῖο.Προχωροῦσε χωρὶς φόβο ἐπάνω τους καὶ μαζεύοντας δύναμη τὰ πηδοῦσε, χωρὶς νὰ σπάσουν στὸ πρόσωπό του καὶ νὰ σκεπάση ὁ ἀφρὸς τὸ κεφάλι του. Καὶ πότε τὸν ἀνέβαζαν ψηλὰ ψηλά, πότε τὸν κατέβαζαν χαμηλά.

Τὴν αγαποῦσε πολὺ τὴ θάλασσα ὁ Κώστας Τὸν νανούριζε μὲ τὸν  ἥσυχο φλοῖσβο της, τοῦ ἔδινε θάρρος μὲ τὸ θυμότης καὶ τὸν ἔκανε ν’ ἀγαπᾶ τὸν κίνδυνο. Καὶ τί δροσερὸ ποὺἦταν τὸ ἀεράκι της καὶ τί  ὡραῖα μοσκοβολοῦσαν τὰ φύκιατης, ποὺ ἔμοιαζαν σὰν πράσινα  κεντήματα!

2. Μιὰ Κυριακὴ ὁ Κώστας εἶχε κατεβῆ πάλι στὴνἀκρογιαλιά.  Φυσοῦσε ἕνας πενταδρόσερος μπάτης. Τί ὡραίαμέρα γιὰ κολύμπι!  Μὰ δὲν μποροῦσε νὰ κολυμπήση σήμερα. Τὸν ἐμπόδιζεἡ κάτασπρη, κομψή, λινὴ φορεσιά του. Τὴν εἶχε ράψει ἡ μητέρα του μὲ τὰ χέρια της. Κι ὁ Κώστας τὴ φοροῦσε μὲ μεγάλο καμάρι. Πῶς μποροῦσε λοιπὸν τὴν ὁλοκάθαρη φορεσιὰ του νὰ τὴν ἀφήση στὴν ἀκρογιαλιά, ἐπάνω στὰ χαλίκια, κι αὐτὸς νὰ γυρίζη στὴ θάλασσα;

-῎Οχι! σκέφτηκε, δὲ θὰ κολυμπήσω σήμερα.
Διάλεξε τὰ πιὸ καθαρὰ πετραδάκια τῆς ἀκρογιαλιᾶς καὶκάθισε ἐκεῖ μὲ προσοχή. Καὶ παρατηροῦσε ἕνα παιδί, ποὺ κολυμποῦσε πιὸ πέρα καὶ τὰ ἀραγμένα καΐκια στ’ ὄμορφο λιμανάκι τῆς πατρίδας του.

Ξαφνικὰ ἀκούει πολλὲς φωνὲς ἐκεῖ κοντά:

-῾Ο Ἀντώνης τῆς Μήτραινας πνίγεται!

᾽Εκεῖ μπροστά του, ἀρκετὰ βαθιά, ὁ Κώστας βλέπει δυὸχέρια νὰ χτυποῦν δυνατὰ τὴ θάλασσα κι ἕνα κεφάλι νὰ βουλιάζη, νὰ χάνεται κάτω ἀπὸ τὸ νερό. ῏Ηταν τὸ παιδί, ποὺ κολυμποῦσε. Τὸ δυστυχισμένο εἶχε προχωρήσει πολὺ βαθιά, δὲν ἤξερε καλὸ κολύμπι, ἀπόκαμε στὸ δρόμο καὶ πάλευε μὲ τὰ κύματα. Μερικὰ παιδιὰ τὸ εἶχαν ἰδεῖ κι ἔβαλαν τὶς φωνές.

Ὁ Κώστας τινάζεται ἐπάνω, κοιτάζει τριγύρω, κανένα ἄλλο παιδὶ δὲν εἶναι κοντά του. Καμιὰ βάρκα δὲν περνᾶ.

Σὲ λίγο φαίνεται πάλι τὸ κεφάλι τοῦ παιδιοῦ καὶ τὰ χέριατου χτυποῦν ἀπελπιστικὰ τὴ θάλασσα, σὰ νὰ θέλουν νὰ κρατηθοῦν ἀπὸ τὸ νερό μὰ αὐτὸ δὲν πιάνεται, δὲν κρατιέται καὶ τὸ παιδὶ βουλιάζει...

Πιὸ πέρα δυὸ ναῦτες σπρώχνουν στὴ θάλασσα μιὰ βάρκα, τραβηγμένη στὴ στεριὰ κι ένας ἄλλος τρέχει νὰ πάρη τὰ κουπιὰ ἀπὸ ἕνα μαγαζί. Ἀλλὰ θὰ προφτάσουν; Ἀπὸ τὴν ἀκρογιαλιὰ ἀκούονται σπαραχτικὲς φωνές.

-Πνίγεται, πνίγεται! Πάει, χάθηκε!

3. Ἡ καρδιὰ τοῦ Κώστα χτυπᾶ δυνατά· βλέπει πὼς ἡ βάρκα δὲ θὰ προφτάση. Καὶ πῆρε τὴν ἀπόφασή του. Τραβᾶ βιαστικὰ τὸ σακάκι του, τὸ πετᾶ πέρα καὶ ρίχνεται στὴ θάλασσα.

Σὰ θαλασσοπούλι σκίζει τη θάλασσα· οὔτε νιώθει νὰ τὸνβαραίνουν τὰ ροῦχα, ποὺ φορεῖ.

Ὅλος ὁ κόσμος, ποὺ μαζεύτηκε στὴν ἀκρογιαλιά, βάζει τὶς φωνές. Ὅλοι φοβοῦνται, μήπως ἀντὶ γιὰ ἕνα παιδὶ πνιγοῦν δυό. Καὶ περιμένουν μὲ ἀγωνία τὸ ἀποτέλεσμα.

Ὁ Κώστας εἶχε πλησιάσει τώρα, πρόσεχε νὰ ἰδῆ ποῦ θὰ ξαναφαινόταν τὸ κεφάλι τοῦ παιδιοῦ καὶ μόλις τὸ εἶδε,τὸ ἁρπάζει μὲ δύναμη καὶ τὸ κρατεῖ ἔξω ἀπὸ τὸ νερό. Εἶχε διαβάσει πῶς πρέπει νὰ καταπιανώμαστε, γιὰ νὰ σώσωμε ἕναν ποὺ πνίγεται. Πρόσεχε λοιπὸν νὰ μὴν ἀφήση τὸ παιδὶ, ποὺ παράδερνε, νὰ τὸν ἀγκαλιάση, γιατὶ ἔτσι ἦταν κίνδυνος νὰ πνιγοῦν κι οἱ δυό. Μὲ τὸ ἕνα χέρι τὰ σπρώχνει στὴνἀκρογιαλιὰ καὶ μὲ τὸ ἄλλο κολυμπᾶ. Σὰν ἔφτασε στὰ ρηχὰ νερὰ ὁ Κώστας, στηρίζεται στὰ πόδια του καὶ μὲ τὰ δυό του
χέρια σέρνει τὸ παιδὶ στὴν ἀκροθαλλασιά.

swsimo apo pnigmo

Ὅλοι πλησίασαν τὸ παιδὶ κι ἔσκυβαν μὲ καρδιοχτύπιἐπάνω του. Τὸ ἔβαλαν μὲ τὸ κεφάλι κάτω, γιὰ νὰ βγάλη τὴ θάλασσα, ποὺ εἶχε καταπιεῖ. Ἦταν κατάχλομο, σά νεκρό. Εὐτυχῶς σὲ λίγο ἔνιωσαν μιὰν ἀδύνατη ἀναπνοὴ νὰ βγαίνη ἀπὸ τὸ στόμα του.Τὰ κλειστὰ μάτια του ἄνοιξαν κι ἀντίκρισαν τὰ μάτια τῆς μητέρας του, ποὺ τὸ κρατοῦσε
στὴν ἀγκαλιά της.

4. Τότε θυμήθηκαν τὸ σωτήρα τοῦ παιδιοῦ. Ἀλλὰ τοῦκάκου τὸν ζήτησαν τριγύρω τους. Ὁ Κώστας δὲν ἦταν ἐκεῖ.

Ἀφοῦ ἄφησε στὰ χέρια τῶν ἀνθρώπων τὸ ἀναίσθητοσῶμα, τραβήχτηκε παράμερα. Ἦταν τόσο κουρασμένος! Τοῦ φαινόταν, πὼς θὰ λιποθυμοῦσε. Τ’ αὐτιά του βούιζαν κι ὅλα στριφογύριζαν ὁλόγυρά του. Δὲ μποροῦσε νὰ σταθῆ στὰ πόδια του. Κάθισε σὲ μιὰ πέτρα, ἀνάσανε δυνατὰ κι ἀφοῦ συνῆλθε λίγο, πῆρε τὸ σακάκι του καὶ τράβηξε γιὰ τὸ σπίτι του.

Δὲν πῆγε ἀπὸ τὸν πλατὺ δρόμο τῆς ἀκρογιαλιᾶς, ποὺἦταν τὰ ἐμπορικὰ καὶ τὰ καφενεῖα. Χώθηκε σὲ κάτι στενοὺς παράμερους δρομίσκους. ῾Η φορεσιά του, ἡ ὁλοκαίνουργη λινὴ φορεσιά του, ἦταν σὲ κακὴ κατάσταση· τὸ σακάκι του τσαλακωμένο καὶ λερωμένο· τὸ γιλέκο του καὶ τὸ πανταλόνι, κολλημένα ἐπάνω του, ἔσταζαν θάλασσα.

᾽Εκεῖ ποὺ περνοῦσε, οἱ γειτόνισσες τοῦ ἔριχναν περιφρονητικὲς ματιές, σὰ νὰ τοῦ ἔλεγαν:

-Τὸ κακόπαιδο! ῎Επαιζε κι ἔπεσε στὴ θάλασσα. Κρίμα στὰ ὄμορφα καινούργια ροῦχα!

Ὁ Κώστας μποροῦσε νὰ τοὺς πῆ.

-Δὲν ἔπαιζα. Γλίτωσα μιὰ ζωή.Ἀλλὰ δὲν εἶπε τίποτε. Τί τὸν ἔνοιαζε; ἄς ἔλεγαν ὅ,τι ἤθελαν.

5. Ἀνέβηκε μὲ καρδιοχτύπι ὁ Κώστας τὴ σκάλα τοῦσπιτιοῦ. Ὅλο συλλογιζόταν τί θὰ ἔλεγε ἡ μητέρα του, ἅμα τὸν ἔβλεπε σ’ αὐτὴ τὴν κατάσταση.

Κι ἀλήθεια. Ταραχή, λύπη καὶ θυμὸς ζωγραφίστηκαν μονομιᾶς στὸ πρόσωπό της· λίγο ἔλειψε λόγος πικρὸς νὰ βγῆ, ἀπὸ τὰ χείλια της. Ἀλλὰ ὁ Κώστας, ὠχρὸς ἀκόμα ἀπὸτὴ συγκίνηση καὶ τὴν ἐξάντληση, ἔτρεξε κοντά της καὶ τῆς διηγήθηκε τί εἶχε γίνει.

᾽Εκείνη ἄνοιξε τὴν ἀγκαλιά της καὶ τὸν ἔσφιγγε δυνατά.

-Κι ἂν πνιγόσουν κι ἐσύ, παιδί μου; τοῦ εἶπε μὲ τρεμάμενηφωνή.

Καὶ τὰ δάκρυα ἔτρεχαν ἀπὸ τὰ μάτια της καὶ ἀνατρίχιαζεστὴ σκέψη, πὼς κινδύνεψε τὸ παιδὶ της. Καὶ τὸν μάλωνε χαϊδευτικά. Μὰ ὁ Κώστας ἔνιωθε, πὼς ἦταν εὐχαριστημένη ἀπ’ αὐτόν.

6. Ὁ πατέρας τοῦ Κώστα ἦταν στὸ καφενεῖο κι ἐκεῖ ἔμαθετί ἔγινε. ῏Ηρθε βιαστικὰ στὸ σπίτι. Σὰν εἶδε τὸν Κώστα, τὸν σήκωσε ψηλά, τὸν φίλησε καὶ σκούπισε κρυφὰ ἕνα δάκρυ, αὐτὸς ποὺ ποτὲ δὲ δάκρυσε!

Ὅλ’ αὐτὰ τὰ ξαναθυμᾶται ὁ Κώστας κάθε φορὰ ποὺβλέπει τὴ λινὴ φορεσιά, ποὺ μὲ στοργὴ τὴ φύλαξε ἀπὸ τότε. Ξαναβλέπει μπροστὰ του μιὰ ἀπὸ τὶς ὡραιότερες στιγμὲς τῆς ζωῆς του. Νιώθει στὰ χείλια του τὰ φιλήματα τῆς μάνας του καὶ στὸ μάγουλό του τὸ δάκρυ τοῦ πατέρα του.

Ἀλήθεια! Αὐτὴ εἶναι ἡ ὡραιότερη φορεσιὰ ἀπ’ ὅσες φόρεσε ὡς τὰ τώρα.

Πηγή : Αναγνωστικό Δ΄Δημοτικού 1946