— Ψάρια! φρέσκα ψάρια! ἀκούσθηκε ὁ ψαρᾶς ἀπὸ τὸ δρόμο.
— Τρέχα, Ἑλενίτσα, καὶ φώναξέ τον, εἶπε ἡ μητέρα τῆς Ἑλενίτσας.
Κοντός, κόκκινος, μὲ παλιὰ ροῦχα, ξυπόλυτος, μὲ γυρισμένα τὰ πανταλόνια καὶ μ’ ἕνα σκοῦρο μανδήλι γῦρο στὸ λαιμό του, ὁ ψαρᾶς ἐκρατοῦσε ἕνα πανέρι γεμᾶτο ψάρια.
— Θὰ πάρετε ψάρια, μικρούλα μου; ἐρώτησε μὲ τὴ χονδρή του φωνή.
— Πέρασε στὴν αὐλή, εἶπε ἡ Ἑλενίτσα.
— Τί ψάρια ἔχεις; ἐρώτησε ἡ μητέρα τῆς Ἑλενίτσας.
— Νὰ πάρῃς μπαρμπούνια, κυρία, λέγει ὁ ψαρᾶς, εἶναι πολὺ φρέσκα.
Δὲν εἶχε ἀκόμη καλὰ - καλὰ ἀκουμπήσει τὸ πανέρι καὶ νά καὶ ἡ γάτα, ποὺ ἐπλησίασε νὰ τὰ ἐπιθεωρήσῃ.
— Ψίτ, ψίτ, Λουλούκα, τῆς ἔκαμε ἡ Ἑλενίτσα, καὶ τὴν ἔδιωξε.
Στὸ πανέρι ἦσαν λογιῶν - λογιῶν ψάρια.
Εἶχε μπαρμπούνια μεγάλα κόκκινα, τσιποῦρες στακτόμαυρες μὲ ἀσημένια κοιλιά, λιθρίνια τριανταφυλλένια, σαφρίδια μὲ τὸ χρυσὸ γαζὶ στὸ πλάγι των. Τὰ μάτια των ἐμαύριζαν, τὰ σπάραχνά των ἐκοκκίνιζαν, ἐμοσχοβολοῦσαν θάλασσα.
Ἔβαλε στὴ ζυγαριά του καὶ ἐζύγισε κάμποσα μπαρμπούνια.
Ἡ μητέρα τῆς Ἑλενίτσας τὰ ἔβαλε σὲ μιὰ λεκάνη, ἐπλήρωσε τὸν ψαρᾶ καί, ἅμα ἔφυγε ἐκεῖνος, εἶπε:
— Ἔλα, Ἑλενίτσα,νὰ τὰ καθαρίσωμε.
ΣΤΗΝ ΚΟΥΖΙΝΑ
Ἐπῆγαν μαζὶ στὴν κουζίνα. Ἡ μητέρα τῆς Ἑλενίτσας ἐπῆρε ἕνα ψάρι στὸ χέρι, τὸ ἐκράτησε ἀπὸ τὴν οὐρὰ καὶ εἶπε:
— Ἔτσι θὰ τὸ ξύσῃς μὲ τὸ μαχαίρι, νὰ βγοῦν τὰ λέπια. Μὲ προσοχή, νὰ μὴν κοπῇς.
Ἡ Ἑλενίτσα ἐπῆρε τὸ ψάρι καὶ ἄρχισε νὰ τὸ ξελεπίζῃ.
— Γιατί τὰ ἔχουν τὰ λέπια, μητέρα; ἐρώτησε.
— Εἶναι τὸ φόρεμά των, ἀποκρίθηκε ἡ μητέρα της. Γλιστροῦν ἔτσι εὔκολα μέσα στὸ νερό.
— Νά το, τὸ ἐκαθάρισα! εἶπε σὲ λίγο ἡ Ἑλενίτσα, δείχνοντάς το.
―Τώρα νὰ κόψῃς τὰ πτερύγιά του, ἔτσι, ἔδειξε ἡ μητέρα της.
Ἡ μητέρα τὰ ἔκοψε καὶ ἡ Ἑλενίτσα εἶπε:
— Τὸ καημένο, πῶς θὰ ἐκολυμβοῦσε γρήγορα - γρήγορα μέσα στὴ θάλασσα μὲ τὰ τέσσερα πτερύγιά του.
— Καὶ μὲ τὴν οὐρά του, ποὺ τὴν ἔχει σὰν τιμόνι, ἐπρόσθεσε ἡ μητέρα.
Καὶ σὲ λίγο εἶπε:
— Κοίταξε τώρα, θ’ ἀνοίξω τὴν κοιλιά του. Κοίτα τὸ στομάχι του καὶ τὰ ἔντερά του.
— Τί τρώγουν, μητέρα; ἐρώτησε ἡ Ἑλενίτσα.
— Τὸ μπαρμπούνι τρώγει μικρὰ ζουζουνάκια, ποὺ χώνονται στὸ βυθὸ τῆς θάλασσας. Βουτᾷ λοιπὸν τὸ στόμα του μέσα στὸν ἄμμο καὶ ψάχνει. Γι’ αὐτὸ ἔχει καὶ βοῦρκο πολλὲς φορὲς στὰ ἐντόσθιά του.
— Γιὰ ἰδές, μητέρα, κάτω ἀπὸ τὸ σαγόνι του!
— Ἆ, αὐτὰ εἶναι τὰ μουστάκια του. Τώρα νά, θὰ βγάλω καὶ τὰ σπάραχνά του, βλέπεις;
Καὶ λέγοντας αὐτὰ ἐτράβηξε τὰ κόκκινα σπάραχνα, σὰν μικρὰ στρογγυλὰ κτενάκια.
— Αὐτὰ, εἶναι τὰ πνεμόνια των, εἶπε. Μ’ αὐτὰ ἀναπνέει ἀέρα μέσα ἀπὸ τὸ νερό.
Ὕστερα, καθὼς ἐκαθάριζε ἕνα ἄλλο, εἶπε:
— Ἆ, γιὰ ἰδές, αὐτὸ ἔχει καί αὐγά. Ἰδές! αὐτὸ τὸ ἄσπρο πρᾶγμα, ποὺ βλέπεις, εἶναι χιλιάδες μικρούτσικα αὐγὰ κολλημένα μαζὶ τὸ ἕνα μὲ τὸ ἄλλο.
— Τόσο μικρούλια;
— Ναί, ἀπὸ αὐτὰ βγαίνουν ψαράκια μικρούλια σὰν τὸ κεφάλι τῆς καρφίτσας καὶ σιγὰ - σιγὰ μεγαλώνουν.
Ἀφοῦ τὰ ἐκαθάρισαν καλὰ ὅλα, τὰ ἔπλυναν μὲ ἄφθονο νερὸ καὶ ἔρριξαν ἐπάνω ἀρκετὸ ἁλάτι. Ὕστερα ἡ μητέρα τὰ ἔβαλε μέσα στὸ φανάρι καὶ τὸ ἔκλεισε καλά, γιατὶ ἡ γάτα δὲν ἦτο καθόλου ἥσυχη. Ἀφοῦ ἔφαγε τὰ ἐντόσθια, ποὺ τῆς ἔρριξαν, ἐγύριζε ὁλοένα ἐκεῖ στὰ πόδια των νιαουρίζοντας ἀδιάκοπα.
— Θὰ ἑτοιμάσωμε τώρα νὰ βράσωμε τὰ φασολάκια, εἶπε ἡ μητέρα, καὶ τὰ ψάρια θὰ τὰ τηγανίσωμε, ὅταν πλησιάζῃ τὸ μεσημέρι, γιὰ νὰ εἶναι ζεστὰ στὸ τραπέζι.
Ὕστερα ἔπλυναν καὶ οἱ δυὸ τὰ χέρια τους, ἔβγαλαν τὶς ποδιὲς τῆς κουζίνας καὶ ἐπῆγαν μέσα νὰ συγυρίσουν τὸ σπίτι.
Ἡ Ἑλενίτσα γεμάτη εὐχαρίστησι ἔλεγε ἀπὸ μέσα της:
— Πόσο θὰ εὐχαριστηθῇ ὁ πατέρας τὸ μεσημέρι, ποὺ θὰ τοῦ εἰπῶ, ὅτι ἐβοήθησα τὴ μητέρα!
Πηγή : Αναγνωστικό Γ' Δημοτικού 1955