Ἡ γιαγιά, ποὺ ἐκάθητο σ’ ἕνα χαμηλὸ κάθισμα δίπλα στὸ τζάκι καὶ ἔπλεκε τὴν κάλτσα της, εἶπε:
— Ἐσύ, Κωστάκη, εἶπες γιὰ τὸν πατέρα σου, ποὺ δὲν ἠμπορεῖ νὰ καθίσῃ στὸ σπίτι μ’ αὐτὸν τὸν ἄσχημο καιρό. Πάλι καλά, ποὺ ἡ δουλειὰ τοῦ πατέρα σου δὲν εἶναι σὰν ἄλλες πιὸ βαρειές, ὅπως ἡ δουλειὰ ποὺ ἔκαμνε ὁ πατέρας τῆς κυρὰ - Γιαννούλας.
— Τί δουλειὰ ἔκαμνε, γιαγιά;
— Ἦτο ταχυδρόμος. Ἀπὸ τὸ χωριὸ ἔφευγε κάθε πρωΐ μὲ τὸ μουλάρι του φορτωμένο τὸν ταχυδρομικὸ σάκκο καὶ τὶς παραγγελίες τῶν χωρικῶν καὶ ἐπήγαινε στὴν πόλι, τρεῖς ὧρες δρόμο, περνῶντας δάση, ράχες, ρεμματιές. Καὶ τὸ βράδυ ἐγύριζε πάλι, φέρνοντας τὶς ἐφημερίδες καὶ τὰ νέα, τὶς παραγγελίες καὶ τὰ καινούργια γράμματα, ποὺ τὰ ἐπερίμεναν μὲ λαχτάρα ὅσοι εἶχαν ξενιτεμμένους.
Ἐκάθητο σ’ ἕνα μικρὸ καλυβάκι, στὴν ἄκρη τοῦ χωριοῦ. Τὸν ἔλεγαν κὺρ - Δῆμο καὶ εἶχε τότε τὴ γυναῖκά του καὶ δυὸ κορίτσια, τὴ Στυλιανίτσα, ποὺ ἦτο τότε ἑπτὰ χρονῶν, καὶ τὴ Γιαννούλα, ποὺ ἦτο τότε ὀκτώ χρονῶν. Νά, σὰν τὴν Ἑλενίτσα.
Λοιπόν, ὅ,τι καιρὸς καὶ νὰ ἔκανε, ἤ ἔβρεχε ἤ ἐχιόνιζε ἢ κατέστρεφε ὁ Θεὸς τὸν κόσμο, ὁ κὺρ - Δῆμος ἔπρεπε νὰ πάῃ τὸ ταχυδρομεῖο.
Θυμᾶμαι, τέτοια ἐποχή, ἦτο βαρὺς ὁ χειμῶνας. Τὸ χωριὸ εἶχε σκεπασθῆ μὲ χιόνια τρεῖς ἡμέρες. Ὅλα κάτασπρα. Σπίτια, δρόμοι, δένδρα, βουνά. Ὅλα σὰν νὰ ἐκοιμῶντο κάτω ἀπὸ τὸ παχὺ ἄσπρο χιόνι.
Τὰ τζάκια ἐκάπνιζαν καὶ οἱ ἄνθρωποι, καθισμένοι στὶς γωνιές, ἔλεγαν ἱστορίες καὶ παραμύθια. Ποῦ καὶ ποῦ ἄνοιγε καμμιὰ πόρτα καὶ βιαστικὰ ἐπερνοῦσε κανεὶς νὰ πάῃ στοῦ γείτονα.
Ἐχιόνιζε, ὅλο ἐχιόνιζε. Πυκνὸ - πυκνό, σὰν ἄσπρο μπαμπάκι, ἔπεφτε τὸ χιόνι. Καμμιὰ φορὰ ἐσταματοῦσε λίγο, μὰ γιὰ νὰ ξαναρχίσῃ πάλι πιὸ πυκνό.
Ὁ κὺρ - Δῆμος, μὲ τὸ μουλάρι του φορτωμένο τὸν ταχυδρομικὸ σάκκο, εἶχε φύγει τὴν τακτική του ὥρα. Ἐτυλίχθηκε καλὰ μὲ τὴν κάπα του, ἐσκεπάσθηκε μ’ ἕνα μουσαμᾶ, ποὺ ἄφηνε τὸ νερὸ καὶ τὸ χιόνι νὰ γλιστροῦν, ἐκαβάλλησε στὸ μουλάρι του καὶ ἐπῆρε τὸν τακτικό του δρόμο.
Τὸ βράδυ, τὴ συνηθισμένη ὥρα, ποὺ ἔπρεπε νὰ γυρίσῃ, ὁ κὺρ - Δῆμος δὲν ἐφαίνετο. Ἡ ὥρα ἐπερνοῦσε καὶ ἡ κυρὰ - Δήμαινα ἄρχισε ν’ ἀνησυχῇ. Ἄλλες βραδιές, ποὺ ὁ καιρὸς ἦτο καλός, ἔβγαινε ἢ μόνη της ἢ καὶ μὲ τὰ παιδιὰ μαζί καὶ τὸν ἐπερίμεναν λίγο ἔξω ἀπὸ τὸ χωριό. Πολλὲς φορὲς ἔβγαιναν καὶ ἄλλοι χωριανοί, ποὺ ἀνυπομονοῦσαν νὰ μάθουν γιὰ τὰ γράμματά των ἤ τὶς παραγγελίες των. Καὶ ἐπειδὴ σχεδὸν πάντοτε ξεπέζευε στὸ σπίτι καὶ ὕστερα ἐπήγαινε στὸ γραφεῖο τοῦ Ταχυδρομείου, ἤρχοντο ἐκεῖ καὶ ἐρωτοῦσαν οἱ πιὸ βιαστικοί:
— Κυρὰ - Δήμαινα, ἦρθε ὁ κὺρ - Δῆμος;
Μὰ σήμερα κανεὶς δὲν ἠμποροῦσε νὰ βγῇ. Τὸ χιὸνι ἦτο ἕνα μέτρο καὶ ὅλο ἔπεφτε νέο.
Ἡ κυρὰ - Δήμαινα ἦτο πάρα πολὺ ἀνήσυχη καὶ ὁ νοῦς της ἐπήγαινε στὸ κακό. Κάθε λίγο καὶ λιγάκι ἄνοιγε τὴν πόρτα καὶ βουτοῦσε τὰ μάτια της μέσα στὸ σκοτάδι, μήπως ἰδῇ τὸν ἄνδρα της ἐπάνω στὸ μουλάρι νὰ ἔρχεται ἀπὸ μακριά. Μὰ ἡ ὥρα ἐπερνοῦσε, ἡ νύκτα ἔπεφτε καὶ ὁ κὺρ - Δῆμος δὲν ἐφαίνετο.
Ἐσηκώθηκε καὶ επῆγε στὰ διπλανὰ σπίτια.
— Ὁ ἄνδρας μου δὲν ἐφάνηκε ἀκόμα, ἔλεγε. Τί νὰ κάμω; Δὲν ἠμπορῶ νὰ ἡσυχάσω.
— Ἥσύχασε, κυρὰ - Δήμαινα, τῆς, ἔλεγαν ὅλοι. Θὰ ἔμεινε οτὴν πόλι. Ποῦ νὰ ἔλθῃ μὲ τέτοιο χιόνι;
— Θεέ μου! ἂν ἐβούλιαξε πουθενά, ἂν ξεπάγιασε; ἔλεγε ἡ κυρὰ - Δήμαινα ἀναστενάζοντας. Ἄχ, δουλειὰ καὶ τούτη τοῦ ταχυδρόμου. Παναγία μου, ἄς μὴν ἔχῃ φύγει ἀπὸ τὴν πόλι, ἂς εἶναι καλὰ ὅπου εὑρίσκεται!
Καὶ ἐγύρισε στὸ σπίτι της.
Μὰ ἡσυχία δὲν εἶχε. Νὰ φάῃ δὲν ἠμποροῦσε.
Ἔδωσε στὰ παιδιὰ καὶ ἔφαγαν καὶ τὰ ἔβαλε νὰ κοιμηθοῦν. Ὕστερα, ἄλλοτε ἐκάθητο στὴ φωτιά, ἄλλοτε ἄνοιγε τὴν πόρτα καὶ ἔψαχνε μὲ τὰ μάτια στὸ δρόμο, τὸ σκεπασμένο ἀπὸ τὸ χιόνι.
Ἔξαφνα ἀκούει τὸ σκυλλί των, τὸ Λαθούρη, νὰ γαυγίζῃ καὶ ἀμέσως τὰ χλιμιντρίσματα τοῦ μουλαριοῦ.
Πετιέται ἔξω, μὰ τί νὰ ἰδῇ! Τὸ μουλὰρι εἶχε ἔλθει μοναχό του.
Ψάχνει ἀπὸ δῶ, ψάχνει ἀπὸ κεῖ, φωνάζει «Δῆμο, Δῆμο!» καμμιὰ ἀπάντησι. Τρέχει στοὺς γείτονες σὰν τρελλή. Τὸ χωριὸ σε λιγο, ἀναστατώθηκε. Γιὰ, νὰ ἔλθῃ μόνο του τὸ ζῷο, βέβαια κάτι κακὸ θὰ συνέβηκε στὸν κὺρ - Δῆμο.
Ο ΛΑΘΟΥΡΗΣ ΕΥΡΙΣΚΕΙ ΤΟΝ ΑΦΕΝΤΗ ΤΟΥ
Ἀμέσως ἑτοιμάσθηκαν καὶ ἐξεκίνηοαν πέντε ἄνδρες νὰ πᾶνε νὰ ψάξουν τὸ δρόμο. Παίρνουν μαζί των φτυάρια, φανάρια, ζῷα, παίρνουν καὶ τὸ σκύλλο, τὸ Λαθούρη, καὶ ξεκινοῦν.
Περπατοῦν καὶ ψάχνουν καὶ κάθε τόσο φωνάζουν «Δῆμο!, Δῆμο!» καὶ τεντώνουν τ’ αὐτιὰ ν’ ἀκούσουν καμμιὰ φωνὴ νὰ τοὺς ἀποκρίνεται. Τρέχουν δεξιὰ καὶ ἀριστερά, λαχανιάζουν, ἀψηφοῦν τὸ κρύο, τὸ χιόνι, τὸν κόπο αὐτῆς τῆς ξαγρύπνιας.
Ὅλοι παρακαλοῦν μέσα των καὶ προσεύχονται:
— Θεέ μου, βοήθησέ μας νὰ τὸν εὔρωμε, κάμε τὸ θαῦμά σου!
Καὶ ή δύστυχη ἡ κυρὰ - Δήμαινα στὸ φτωχικό της τὸ καλύβι, γονατιστὴ μπροστὰ στὸ εἰκόνισμα τῆς Παναγίας, παρακαλεῖ:
— Παναγία μου, γλύτωσέ τον, σῶσε τὸν πατέρα τῶν παιδιῶν μου!
Καὶ νά, ἐκεῖ ψηλά, στὸ στρίψιμο τοῦ δρόμου, ὁ σκύλλος, ὁ Λαθούρης, στέκει καὶ μυρίζεται χάμω τὰ χιόνια. Σὲ λίγο ἀρχίζει νὰ σκαλίζῃ καὶ νὰ χώνῃ τὴ μύτη του μέσα, μυρίζοντας καὶ ξεφυσῶντας δυνατά.
Τρέχουν ὅλοι ἐκεῖ γρήγορα, γονατίζουν καὶ ἀρχίζουν νὰ καθαρίζουν τὸ χιόνι, ἐνῷ ὁ Λαθούρης γαυγίζει ἀσταμάτητα, δείχνοντας τὴ χαρά του, ποὺ εὑρέθηκε τὸ ἀφεντικό του.
Ὁ κὺρ - Δῆμος εὑρέθηκε κάτω ἀπὸ τὰ χιόνια ἀναίσθητος, ξεπαγιασμένος. Τὸν ἔτριψαν, τοῦ ἔρριξαν κονιὰκ στὸ στόμα, τὸν ἐσήκωσαν τέλος στὰ χέρια καὶ τὸν ἔφεραν στὸ χωριό, στὸ σπίτι του. Ἡ κυρὰ - Δήμαινα, καθὼς τοὺς εἶδε, ἔβαλε τὶς φωνές:
— Δῆμο, Δῆμό μου, πωπὼ δυστυχία μου, ἡ κακομοῖρα!
— Ἡσύχασε, κυρὰ - Δήμαινα. Δὲν ἔχει τίποτα, θὰ τοῦ περάσῃ.
Τὸν ἔβαλαν στὸ κρεβάτι καὶ μὲ πολλὲς περιποιήσεις κατώρθωσαν νὰ τὸν σώσουν.
Ἔμεινε ὅμως πολὺν καιρὸ ἄρρωστος.
Ὅταν ἐσηκώθηκε καὶ ἐδυνάμωσε λίγο, εἶχαν λειώσει πιὰ τὰ χιόνια. Ἄχισε λοιπὸν πάλι νὰ πηγαινοέρχεται μὲ τὸ ταχυδρομεῖο. Μὲ τὰ χιόνια τοῦ χειμώνα, μὲ τὶς κάψες τοῦ καλοκαιριοῦ ὁ κὺρ - Δῆμος πάντα ἦτο τακτικὸς στὴ δουλειά του. Καὶ ποτὲ δὲν παραπονέθηκε, ἀλλὰ χαρούμενος καὶ καλὸς ἐφρόντιζε νὰ μὴ λείπουν ποτὲ οὔτε τὸ ψωμὶ οὔτε τὰ ροῦχα ἀπὸ τὸ σπίτι. Ἐφρόντιζε νὰ κάνῃ καὶ τὴν οἰκονομία του, ὥσπου κατάφερε νὰ παντρέψῃ καὶ τὶς κόρες του.
Μόνον ἡ κυρὰ - Γιαννούλα ἡ καημένη ἐστάθηκε ἄτυχη, γιατὶ ἐσκοτώθηκε ὁ ἄνδρας της στὸν πόλεμο. Μὰ καὶ αὐτή, σὰν τὸν μακαρίτη τὸν πατέρα της, τρέχει στὴ δουλειὰ ὅσο μπορεῖ καὶ πάντα μὲ τὸν καλὸ λόγο στὸ στόμα καὶ τὴ χαρὰ στὰ μάτια φροντίζει γιὰ τὰ παιδιά της. Ἡ ἐργασία γιὰ τὸν ἄνδρα καὶ ἡ οἰκονομία γιὰ τὴ γυναῖκα γεμίζουν τὸ σπίτι καὶ τὸ κάνουν χαρούμενο
Πηγή: Αναγνωστικό Γ'Δημοτικού 1955