1. Σ’ ἕνα χωριὸ τῆς Στερεᾶς ῾Ελλάδας τὸν καιρὸ τῆς με- γάλης ἐπιδημίας τοῦ δαγκείου τρία παιδιά, ὁ Μάρκος, ὁ Ἀντρέας κι ὁ Σπύρος, ἀπὸ τὴν ἴδια γειτονιὰ καὶ τὰ τρία, πήγαιναν ἕνα πρωὶ στὸ σχολεῖο.
Καθὼς πήγαιναν, εἶδαν ἀπὸ μακριά, ἐκεῖ ποὺ ἔπεφταν τὰ τελευταῖα σπίτια τοῦ χωριοῦ, ἄντρες καὶ γυναῖκες μαζωμένες.
Ζύγωσαν νὰ ἰδοῦν τί τρέχει κι εἴδαν τότε ὅλον αὐτὸ τὸν κόσμο νὰ σκύβη, νὰ μαζεύη πέτρες καὶ νὰ τὶς βάζη ἀράδα σὲ μιὰ γραμμή, ποὺ προχωροῦσε ὁλοένα καὶ τριγύριζε τὰ σπίτια. Τὰ παιδιὰ εἶχαν ἰδεῖ ὡς τώρα τοὺς συγχωριανούς τους νὰ κάνουν πολλὲς δουλειὲς στὸ χωριό. Νὰ σκάβουν, νὰ χτίζουν, νὰ κάνουν φράχτες γύρω ἀπὸ τὰ κτήματα, ἀλλὰ τέτοια δουλειὰ δὲν εἶχαν ἰδεῖ ποτέ τους. Τοὺς φάνηκε περισσότερο σὰν τὰ παιγνίδια, ποὺ κάνουν στὰ χώματα τὰ πολὺ μικρὰ παιδάκια, παρὰ σὰ δουλειὰ γιὰ μεγάλους. Καὶ τοὺς ἦρθαν γέλια, νὰ βλέπουν μεγάλους ἀνθρώπους καὶ γέρους ἀκόμα, νὰ παίζουν σὰν παιδάκια.
2. Ὁ Μάρκος, ὁ μεγαλύτερος ἀπὸ τὰ τρία παιδιά, καθὼς ζύγωσαν, γνώρισε μέσα στοὺς ἀνθρώπους, ποὺ ἔκαναν τὴν παράξενη αὐτὴ δουλειά, ἕναν κουμπάρο τους, τὸν μπαρμπα-

Γεώργη. Τὸν καλημέρισε καὶ τὸν ρώτησε:
-Τί κάνετε αὐτοῦ, μπάρμπα;
-Τί νὰ κάνωμε,παιδί μου! Τοῦ εἶπε ὁ μπαρμπα-Γεώρ- γης. Ζώνομε τὸ χωριό, γιὰ νὰ μὴν περάση καὶ μᾶς ἔρθη κι ἐδῶ τὸ θανατικό, ποὺ ἔπεσε στ’ ἄλλα τὰ χωριά. Ὁ Θεὸς νὰ φυλάη, ὅλο καὶ μᾶς ζυγώνει, παιδί μου. Στὸ Καστρί, ποὺ εἶναι μιὰ ὥρα ἀπ’ ἐδῶ, δὲν ἔμεινε ἄνθρωπος στὸ πόδι. Καὶ πόσοι πεθαίνουν, ἕνας Θεὸς τὸ ξέρει! Τί νὰ κάμωμε, λοιπόν παιδί μου; Σηκωθήκαμε πρωὶ πρωὶ καὶ ζώνομε τὸ χωριό.
Κι ἔσκυψε πάλι βιαστικὰ ὁ μπαρμα-Γεώργης στὴ δουλειά του μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους.
-Κι ἅμα τὸ ζώσετε, μπάρμπα, τὸ χωριό, ρώτησε δειλὰ ὁ Μάρκος, δὲ θάρθη τὸ θανατικό;
-῎Ετσι ἔχουν νὰ ποῦν, παιδί μου... τοῦ εἶπε, χωρὶς νὰ σηκώση τὸ κεφάλι του ἀπὸ τὴ βιαστικὴ δουλειὰ, ὁ μπαρ- μπα-Γεώργης. Ἔτσι τὸ βρήκαμε, ἔτσι τὸ κάνομε.

3. Τὰ παιδιά, ἐπειδὴ ἦταν κι ἡ ὥρα περασμένη, ἄφησαν τοὺς συγχωριανούς τους καὶ τράβηξαν νὰ πᾶνε στὸ σχολεῖο τους. Ὅσο λίγα γράμματα κι ἄν ἤξεραν, κατάλαβαν, πὼς ἕνα τέτοιο ἀστεῖο τεῖχος, ποὺ ἔφτιαναν οἱ χωριάτες, δὲν μποροῦσε νὰ σταματήση τὸ δρόμο τῆς ἀρρώστιας.
-᾽Εγὼ δὲν τὰ πιστεύω αὐτά, εἶπε ὁ Μἀρκος στ’ ἄλλα παιδιά. Ὅμως θὰ τὸ πῶ τοῦ δασκάλου, νὰ ἰδοῦμε τί λέει κι αὐτός.
Τ’ ἄλλα δυὸ παιδιὰ πίστευαν καὶ δὲν πίστευαν.

4. Ὅταν πῆγαν στὸ σχολεῖο, ὁ Μάρκος, ποὺ εἶχε πάντα περισσότερο θάρρος ἀπὸ τοὺς ἄλλους, παρουσιάστηκε στὸ δάσκαλο καὶ τοῦ εἶπε αὐτὰ ποὺ εἶδαν τὸ πρωί.
-Τὸ ξέρω, παιδιά μου, τὸ ξέρω, τοὺς εἶπε ὁ δάσκαλος κουνώντας τὸ κεφάλι του. Μὰ τί νὰ τούς κάμης τοὺς χωρι- κούς; μήπως ἀκοῦν; ᾽Εδῶ καὶ τρεῖς μέρες τοὺς μάζεψα στὴν πλατεῖα μαζὶ μὲ τὸν πρόεδρο τῆς Κοινότητας καὶ τὸν παπὰ τοῦ χωριοῦ καὶ τοὺς ἐξήγησα τὶς ὁδηγίες, ποὺ μᾶς ἔστειλαν ἀπὸ τὴν Ἀθήνα, γιὰ νὰ φυλαχτοῦμε ἀπὸ τὴν ἐπιδημία· τοὺς εἶπα τί πρέπει νὰ κάμουν. Μήπως ἔκαμαν τίποτε; Τὴν ἄλλη μέρα, τὴν περασμένη Κυριακή, τοὺς εἶδα ὅλους στὰ καφενεῖα καὶ στὰ οἰνοπωλεῖα, σὰν καὶ πάντα. Ἀντὶ νὰ κάμουν αὐτὰ ποὺ ἔπρεπε, ἀραδιάζουν τώρα πετραδάκια, γιὰ νὰ κλείσουν τὸ δρόμο τῆς ἀρρώστιας!
Καὶ ξανακούνησε πάλι λυπητερὰ τὸ κεφάλι του ὁ δάσκαλος. Ὅλα τὰ παιδιὰ τοῦ σχολείου, ποὺ ἦταν μαζεμένα ὁλόγυρα, ἄκουαν τὰ λόγια του μὲ προσοχή. Τότε ὁ Μάρκος προχώρησε δυὸ βήματα, σὰ νὰ εἶχε πάρει μέσα του κάποια ἀπόφαση καὶ ρώτησε τὸ δάσκαλο.
-Καὶ τί ἔπρεπε νὰ κάμουν οἱ χωριάτες, κύριε;

5. Πρῶτα πρῶτα νὰ καθαρίσουν τὸ χωριό, εἶπε ὁ δάσκαλος. Τὸ χωριό μας βρωμᾶ ὁλόκληρο. Μᾶς ἔφαγε ἡ μύγα καὶ τὸ κουνούπι. Αὐτὰ φέρνουν ὅλες τὶς ἀρρώστιες. Γιὰ νὰ ἐξολοθρεύσωμε λοιπὸν τὴ μύγα καὶ τὸ κουνούπι, πρέπει νὰ καθαρίσωμε τὸ χωριὸ ἀπὸ τὶς ἀκαθαρσίες τῶν ζώων καὶ τὶς ἄλλες ἀκαθαρσίες, ὅπου ἀφήνουν τ’ αὐγά τους οἱ μύγες, καὶ νὰ σκεπάσωμε, ὅπου μποροῦμε, τὰ στάσιμα νερά, ὅπου ἀφήνουν τ’ αὐγά τους τὰ κουνούπια. Ὅπου δὲν μποροῦμε νὰ τὰ σκεπάσωμε ἤ ν’ ἀνοίξωμε δρόμο νὰ φύγουν, πρέπει νὰ ρίξωμε ἐπάνω τους πετρέλαιο, γιὰ νὰ μὴν μποροῦν νὰ γεννηθοῦν ἄλλα κουνούπια. Αὐτὰ μᾶς γράφουν ἀπὸ τὴν Ἀθήνα νὰ κάμωμε.
-Καὶ δὲν μποροῦν νὰ γίνουν αὐτά, κύριε; ρώτησε ὁ Μάρκος.

-Γίνονται καὶ παραγίνονται, παιδί μου, εἶπε ὁ δάσκαλος· λίγα χέρια χρειάζονται, λίγος κόπος καὶ λίγα φτυάρια. Καί, δόξα σοι ὁ Θεός, ἀπ’ ὅλα αὐτὰ βρίσκονται στὸ χωριό. Ὅσο γιὰ τὸ λίγο πετρέλαιο, ποὺ θὰ χρειαστῆ, ὁ Πρόεδρος τῆς Κοινότητας φάνηκε πρόθυμος νὰ τὸ ἀγοράση. Ἀλλὰ λείπει ἡ καλὴ θέληση, παιδιά μου. Καὶ πρῶτα ἀπ’ ὅλα λείπει κάτι ἄλλο. Οἱ ἀγράμματοι χωριανοὶ δὲν τὰ πιστεύουν αὐτά, ποὺ τοὺς λέμε, γιατὶ δὲν τὰ καταλαβαίνουν. Γι’ αὐτὸ δὲ θέλουν νὰ τὰ κάμουν.

6 Ὅσο μιλοῦσε ὁ δάσκαλος, τὰ μάτια τοῦ Μάρκου ἔλαμπαν ἀπὸ μιὰ παράξενη εὐχαρίστηση. Γύρισε κι ἔριξε μιὰ ματιὰ στ’ ἄλλα παιδιὰ, ἔπειτα γύρισε πρὸς τὸ μέρος τοῦ δασκάλου καὶ τοῦ εἶπε μὲ ζωηρὴ καὶ χαρούμενη φωνή:
-Αὐτὰ ποὺ δὲ θέλουν νὰ κάμουν οἱ χωριανοί μας, κύριε, θὰ τὰ κάμωμε ἐμεῖς.
῾Ο δάσκαλος δὲν καλοκατάλαβε.
-Ποιοὶ ἐσεῖς; εἶπε.
-᾽Εμεῖς, ὅλα τὰ παιδιὰ τοῦ σχολείου, ἀποκρίθηκε ὁ Μάρκος. Εἴμαστε πενήντα παιδιά. Σὲ μιὰ μέρα τὸ χωριὸ θὰ λάμπη.
-Μάλιστα, μάλιστα, κύριε, φώναξαν μὲ μιὰ φωνὴ ὅλα, τὰ παιδιά. Θὰ τὰ κάμωμε ἐμεῖς.
῾Ο δάσκαλος μόνο ποὺ δὲν ἔκλαιγε ἀπὸ τὴ συγκίνησή του.
-Εὖγε, παιδιά μου! Εἶπε. ῎Ετσι δείχνετε, πὼς ὅσα μαθαίνετε κάθε μέρα σ’ αὐτὰ τὰ θρανία, δὲν πηγαίνουν χαμένα.
Καὶ σὲ λιγάκι ξαναεῖπε ἀποφασιστικά:
-Λοιπὸν αὔριο, παιδιά, δὲν ἔχει μάθημα. Ἀπὸ τὸ πρωὶ θὰ ξεκινήσωμε ὅλοι κι ἐγὼ μαζὶ σας, γιὰ νὰ σᾶς δείχνω τί πρέπει νὰ γίνη. Καὶ θὰ καθαρίσωμε τὸ χωριὸ καὶ θὰ σκεπάσωμε ὅλα τὰ στάσιμα νερά. Ὁ Πρόεδρος τῆς Κοινότητας θὰ φροντίση νὰ μᾶς βρῆ ὅ,τι μᾶς χρειάζεται. Θὰ πάρωμε καὶ τὸ χωροφύλακα μαςί, γιὰ νὰ μὴ βροῦμε ἐμπόδια ἀπὸ κανένα. Καὶ τὸ βράδυ, ὅταν γυρίσουν οἱ χωριανοὶ ἀπὸ τὰ χωράφια, θὰ βροῦν τὸ χωριὸ, ἀγνώριστο. Κι αὐτὴ ἡ δουλειὰ θὰ γίνεται μιὰ φορὰ τὴν ἑβδομάδα ἀπὸ ὅλους μας. Σύμφωνοι, παιδιά;
-Σύμφωνοι! Φώναξαν ὅλα τὰ παιδιὰ μ’ ἕνα στόμα.
7. Κι ἔτσι ἔγινε. Τὸ χωριὸ ἔλαμψε ἀπὸ τὴν καθαριότητα. Τ’ ἀκίνητα νερά, ποὺ πρασίνιζαν σ’ αὐλὲς καὶ δρόμους καὶ χα- ντάκια, ἔλειψαν ἀπὸ παντοῦ ἢ σκεπάστηκαν μὲ πετρέλαιο.
῾Η μύγα καὶ τὸ κουνούπι χάθηκαν. Καὶ τὸ μόνο χωριὸ ἀπ᾽ ὅλα τὰ γύρω χωριά, ποὺ δὲν τὸ χτύπησε ἡ κακὴ ἀρρώστια, ἦταν τὸ χωριὸ τῶν καλῶν παιδιῶν.

Οἱ χωρικοὶ τώρα ἔλεγαν, πὼς τὸ χωριὸ σώθηκε ἀπὸ τὸ ζώσιμο, ποὺ τοῦ ἔκαμαν μὲ τὰ πετραδάκια.
Τὸ ἔλεγαν, μὰ δὲν τὸ πίστευαν κι οἱ ἴδιοι. Ἤξεραν, πὼς καὶ ἄλλα χωριὰ κοντά τους ζώστηκαν μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, ἀλλὰ ἡ ἀρρώστια τὰ ρήμαξε.
-Ἄς λένε ὅ,τι θέλουν οἱ χωριανοί, εἶπε ὁ δάσκαλος στὰ παιδιά, ποὺ τὸ εἶχαν παράπονο. ᾽Εσεῖς κάματε αὐτό, ποὺ ἔπρεπε. Κι ἄς μὴ σὰς τὸ ἀναγνωρίζουν ἐκεῖνοι. Σώσατε τὸ χωριὸ ἀπὸ τὴν ἀρρώστια. Αὐτὸ σᾶς εἶναι ἀρκετό, γιὰ νὰ εἶστε ὑπερήφανοι σ’ ὅλη σας τὴ ζωή.

Πηγή  : Αναγνωστικό Δ' Δημοτικού 1946