Ἦταν πρωὶ κι ὁ Νίκος, ἀφοῦ ἑτοιμάστηκε, κάθισε στὸ τραπέζι κοντὰ στὸν πατέρα καὶ στὴ μητέρα του, γιὰ νὰ πάρουν τὸ πρωινό τους.
Ἔξαφνα ὁ Νίκος λέει στὸν πατέρα του:
-Πατέρα, ὁ κύριος Γαρύφαλος ἔχει τρεῖς ἀνθρώπους στὸ σπίτι καὶ πέντε στὸ κτῆμα κι ὃλοι αὐτοὶ ἐργάζονται γι᾽ αὐτόν. ᾽Εμεῖς δὲν ἔχομε κανένα.
Πῶς δεν ἔχομε, εἶπε ὁ πατέρας του. Ἔχομε μάλιστα πολὺ περισσότερους ἀπὸ τρεῖς κι ἀπὸ πέντε, ποὺ ἐργάζονται γιὰ μᾶς καὶ μᾶς βοηθοῦν. Σκέφτηκες πόσοι ἄνθρωποι ἐργάστηκαν, γιὰ νὰ πάρωμε σήμερα τὸ πρωινό μας; Τὸ λιγώτερο ἑκατό.
-῾Εκατό; εἶπε ὁ Νίκος. Τὸ ἑτοίμασε μόνη καὶ μοναχὴ ἡ Μαρία. Κανεὶς ἄλλος δὲν τὴ βοήθησε.
-Ἄς δοῦμε, ἀπάντησε ὁ πατέρας του. Ἡ μητέρα σου ἔχει τὴ στιγμὴ αὐτὴ ἕνα φλιτζάνι τσάι κι ἐγὼ ἕνα φλιτζάνι καφέ. Ξέρεις πὼς ἦρθε τὸ τσάι ἐδῶ;
-Τὸ ἀγόρασες, εἶπε ὁ Νίκος.
-Μάλιστα, τὸ ἀγόρασα στοῦ κ. Μανωλοπούλου, ἀλλὰ ποῦ τὸ βρῆκε αὐτός; βέβαια δὲν τὸ μάζεψε στὸ χωράφι του!
-Τὸ ξέρω, εἶπε ὁ Νίκος. Τὸ τσάι δὲ φυτρώνει στὸν τόπο μας, ἔρχεται ἀπὸ τὴν Κίνα.
-Λοιπὸν σὲ ρωτῶ πόσα πρόσωπα ἐργάστηκαν, γιὰ νὰ γίνη αὐτὸ τὸ φλιτζάνι τοῦ τσαϊοῦ, ποὺ πίνει αὐτὴ τὴ στιγμὴ ἡ μητέρα σου;
-Δύο, ἀποκρίθηκε ὁ Νίκος. ᾽Εσύ, ποὺ τὸ ἀγόρασες κι ὴ Μαρία ποὺ τὸ ἑτοίμασε.
-Κι ἐκεῖνος, ποὺ φύτεψε τὸ φυτὸ στὴν Κίνα; κι ἐκεῖνος, ποὺ μάζεψε τὰ φύλλα καὶ τὰ ἔβαλε νὰ ξεραθοῦν; κι ἐκεῖνος ποὺ ἔκαμε τὴ συσκευασία καὶ κουβάλησε τὸ κιβώτιο στὸ πλοῖο, γιὰ νὰ τὸ φέρη στὸν τόπο μας; Ἔπειτα καὶ τὸ πλοῖο, πόσους ἀνθρώπους χρειάστηκε, γιὰ νὰ γίνη; Καὶ μποροῦσε νάρθη στὸν τόπο μας χωρὶς ναῦτες, χωρὶς πλοίαρχο; Ἔτσι κι αὐτοὺς πρέπει νὰ τοὺς θεωρήσωμε σὰ βοηθούς μας.
Ἔπειτα ἄλλοι ἄνθρωποι πῆραν τὰ κιβώτια ἀπὸ τὸ πλοῖο καὶ τὰ κουβάλησαν σὲ κάποια ἀποθήκη. Τότε ὁ κ. Μανωλόπουλος, ὁ παντοπώλης, ἀγόρασε ἓνα δυὸ κιβώτια καὶ τὰ ἔστειλε στὸ κατάστημά του. Ἔτσι ἐγὼ ἀγόρασα ἀπ’ αὐτὸν ἓνα κουτάκι κι ἡ Μαρία ζέστανε τὸ νερὸ κι ἑτοίμασε τὸ τσάι.
Ἀλλὰ κι ἡ Μαρία δὲ θὰ μποροῦσε νὰ τὸ προσφέρη στὴ μητέρα σου, ἂν δὲν εἴχαμε φωτιὰ καὶ τσαγιέρα καὶ φλιτζάνια καὶ πιατάκια. Καὶ γιὰ νὰ τὰ ἀποχτήσωμε, πρέπει νὰ ἔχουν ἐργαστῆ πάρα πολλοὶ ἄνθρωποι.
-Καὶ τὰ κουταλάκια κι ἡ ζάχαρη γιὰ τὸ τσάι; πρόσθεσε ὁ Νίκος. Μοῦ δίνετε, σᾶς παρακαλῶ, μιὰ φέτα ψωμὶ μὲ βούτυρο;
-Μάλιστα εἶπε ὁ πατέρας του, ἂν μοῦ πῆς πόσοι ἄνθρωποι βοηθοῦν, γιὰ νὰ γίνουν ὅλ’ αὐτά.
-῎Ω, νὰ σοῦ πῶ πατέρα, εἶπε ὁ Νίκος. Καταλαβαίνω, πὼς χρειάστηκαν χιλιάδες ἄνθρωποι, για νὰ μᾶς ἑτοιμάσουν ἓνα πρόγευμα. ῾Ωρισμένως χρειάστηκαν περισσότεροι ἀπὸ ἑκατὸ γιὰ ἓνα φλιτζάνι τσάι κι αὐτὸ εἶναι μονάχα ἕνα μέρος ἀπὸ τὸ πρόγευμά μας. Ποτὲ δὲ φανταζόμουν, ὅτι τόσοι ἄνθρωποι ἐργάζονται γιὰ μᾶς.
Πηγή : Αναγνωστικό Δ' Δημοτικού 1946