1. ῾Η χαρὰ τοῦ Ἀλκιδάμα δὲν περιγράφεται, ὅταν ἕνα καλοκαιρινὸ πρωὶ ξεκίνησε ἀπὸ τὴν Ἀθήνα μαζὶ μὲ τὸν πατέρα του καὶ μερικοὺς ἄλλους Σπαρτιάτες γιὰ τὴ Σπάρτη. Πόσον καιρὸ τὴν εἶχε ὀνειρευτῆ αὐτὴ τὴ μέρα!
Ὁ Ἀλκιδάμας ἦταν ἕνα Σπαρτιατόπουλο, ποὺ ζοῦσε τὸν καιρό, ποὺ οἱ Ἕλληνες πολεμοῦσαν μὲ τοὺς Πέρσες. Φαινόταν, πὼς εἶχε περάσει τὰ δώδεκα χρόνια, ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα μόλις εἶχε κλείσει τὰ δέκα. Σὲ ξεγελοῦσε τὸ ψηλὸ ἀνάστημά του καὶ τὸ γυμνασμένο κορμί του. Ὁ πατέρας του λεγόταν Δαμάρατος κι εἶχε μείνει χρόνια στὴν Ἀθήνα γιὰ ὑπηρεσία τῆς πατρίδας του, τῆς Σπάρτης.
῎Ετσι ὁ Ἀλκιδάμας δὲ θυμόταν διόλου τὴν πατρίδα του. Ἤξερε μόνο ὅ,τι εἶχε ἀκούσει ἀπὸ τὴ μητέρα του καὶ τὸν πατέρα του.
Ὅταν ἔστριβαν γιὰ τὴν Ἐλευσίνα, ἔριξε πίσω του μιὰ τελευταία ματιά. ῾Η Ἀκρόπολη ὑψωνόταν μὲ μεγαλοπρέπεια καὶ τὸ χάλκινο ἄγαλμα τῆς θεᾶς Ἀθηνᾶς ἄστραφτε στὸν ἥλιο καὶ βεβαίωνε τὸ μικρὸ Ἀλκιδάμα, πὼς ἡ θεὰ ἐξακολουθοῦσε νὰ προστατεύη τὴν ἀγαπημένη της πόλη.
῎Εκαμαν ἀρκετοὺς σταθμούς, ὥσπου νὰ φτάσουν στὴ Σπάρτη. Ὁ τελευταῖος σταθμὸς ἦταν ἡ Τεγέα.
2. Ὅταν πλησίασαν στὴ Σπάρτη καὶ τὴν εἶδαν ἐπάνω ἀπὸ τοὺς λόφους ν’ ἁπλώνεται κάτω στὸν κάμπο, ὁ Ἀλκιδάμας δὲν παραξενεύτηκε, γιατὶ δὲν εἶχε οὔτε τείχη οὔτε ἀκρόπολη. Ἤξερε ἀπὸ τὸν πατέρα του, πὼς τείχη της ἀνίκητα ἦταν τὰ γενναῖα στήθη τῶν παλικαριῶν της.
Πέρασαν τὴ μικρὴ γέφυρα τοῦ Εὐρώτα καὶ μπῆκαν στὴν πόλη.
Τὰ σπίτια ἦταν ἁπλὰ καὶ μικρά. Πολλοὶ Σπαρτιάτες ἔτρεξαν νὰ τοὺς καλωσορίσουν. Στὴν πλατεία μάλιστα κάθισαν λίγο μαζὶ μὲ έναν ὅμιλο Σπαρτιατῶν. ᾽Εντύπωση προξένησε στὸν Ἀλκιδάμα ὁ τρόπος τους. Μόλις μιλοῦσε κανένας γεροντότερος, ἀμέσως σώπαιναν οἱ νεώτεροι κι ἄκουγαν μὲ προσοχὴ καὶ σεβασμό. Ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἦρθε κοντὰ ἕνας ἄλλος γέρος. Φοροῦσε μόνο χιτώνα, ὃπως ὅλοι κι ἀκουμποῦσε στὸ ραβδί του. Ἀμέσως σηκώθηκαν ὅλοι καὶ τοῦ ἔδωσαν τὴν πρώτη θέση νὰ καθίση.
3. Τὴν ἄλλη μέρα πολὺ πρωὶ ὁ Ἀλκιδάμας βγῆκε ἔξω μαζὶ μὲ τὸν πατέρα του. Ἡ μητέρα του ἡ Ἀγησάνδρη, τὸν φίλησε καὶ τοῦ εἶπε:
«Παιδί μου, ἀπὸ δῶ καὶ μπρὸς μητέρα σου θὰ εἶναι ἡ Σπάρτη. Θὰ πᾶς ἀπὸ σήμερα μαζὶ μὲ τ’ ἄλλα παιδιά της στοὺς στρατῶνες. Καὶ μὴν ξεχνᾶς, πὼς ὁ πατέρας σου νίκησε πάντα στὶς μάχες, ποὺ πῆρε μέρος».
Ὁ Ἀλκιδάμας ἔφυγε σιωπηλός. Σὲ λίγο ἔφτασαν σ’ ἓναν ἀνοιχτὸ χῶρο. Στὴν ἄκρη ἦταν μιὰ δεντροστοιχία καὶ στ᾽ ἄλλο μέρος ἕνα γυμναστήριο, ὅπου γυμνάζονταν ἑκατοντάδες παιδιὰ τῆς ἴδιας ἡλικίας. Οἱ μικροὶ ἔκαναν στρατιωτικὰ γυμνάσια, σὰν τέλειοι στρατιῶτες. Στὴν Ἀθήνα τὰ παιδιὰ ἀποτελοῦσαν χορωδίες ἢ χόρευαν στρατιωτικοὺς χορούς, ὄχι ὅμως μὲ τόση τέχνη κι ἐπιδεξιότητα, σὰν κι αὐτὰ ποὺ ἔβλεπε ὁ Ἀλκιδάμας.
Ὅλα τὰ παιδιὰ ἦταν ἡλιοκαμένα, λιγνὰ καὶ γρήγορα σὰν πουλιά. Κοίταζε μὲ πόση ταχύτητα ἔκαναν τὰ γυμνάσια. Στὴ στιγμὴ ἐκτελοῦσαν τὰ προστάγματα τοῦ ἀρχηγοῦ, τοῦ φαλαγγάρχη. Πότε πηδοῦσαν μποστά, προφυλαγμένα κάτω ἀπὸ τὶς ἀσπίδες τους πότε πρόβαλλαν μεμιᾶς τὰ κοντάρια τους καὶ σχημάτιζαν ἔτσι ἕναν ἀμυντικὸ τοῖχο. Ἦταν φοβερὸ νὰ βλέπης αύτὸ τὸ θανατηφόρο τοῖχο. Τώρα καταλάβαινε γιατί ἦταν περιττὰ τὰ τείχη κι ἡ ἀκρόπολη.
Ξαφνικὰ σταματοῦσαν, γύριζαν πίσω κι ἔτρεχαν ὅλα μαζὶ μὲ μεγάλη ἀταξία. Στὸ τέλος ὅμως τοῦ γηπέδου σταματοῦσαν κάνοντας μεταβολή.
Καὶ νά! τὸ κάθε παιδὶ βρισκόταν στὴ θέση του καὶ πρόβαλλε τὸ κοντάρι του. ῾Ο Ἀλκιδάμας δὲν μποροῦσε νὰ κρύψη τὸ θαυμασμό του γιὰ τὴν τελειότητα, ποὺ γίνονταν οἱ ἀσκήσεις.
Σὲ λίγο μέσα σ’ αὐτὲς τὶς φάλαγγες θὰ ἔμπαινε κι ὁ Ἀλκιδάμας. Τ’ ὄνειρό του νὰ γίνη ἀληθινὸ παλικάρι τῆς Σπάρτης ἀλήθευε.
4. ῾Ο Ἀλκιδάμας μπῆκε ἀμέσως στὴ γραμμὴ καὶ τὰ γυμνάσια ἄρχισαν. Ἦταν πολὺ σκληρότερα ἀπὸ ὅ,τι τὰ φανταζόταν. Τ’ ἄλλα παιδιὰ ἦταν πιὸ γυμνασμένα. ῎Ετσι, ὅταν πηδοῦσε ἐμπρός, τὸ πήδημα τοῦ Ἀλκιδάμα ἦταν πιὸ μικρὸ ἀπ’ ὅλα τ’ ἄλλα. Ὅταν πάλι ἔκαναν ἔφοδο, τὸν πρόφταιναν καὶ μιὰ φορὰ τὸν ἔριξαν κάτω.
Μὰ ὁ Ἀλκιδάμας τὸ πῆρε ἀπόφαση νὰ τὰ μάθη καλὰ τὰ γυμνάσια. Ὅλη τὴν ὥρα στριφογύριζαν μέσα στὸ μυαλό του τὰ λόγια τῆς μητέρας του.
Στὸ τέλος ὁ ἀρχηγὸς πρόσταξε:
-Στὸν Εὐρώτα!
Στὴν ὄχθη τοῦ ποταμοῦ Εὐρώτα τὰ παιδιὰ σπόρπισαν κι ἔκοβαν καλάμια μὲ τὰ χέρια τους χωρὶς κανένα ἐργαλεῖο καὶ μάζευαν βοῦρλα. Ὅταν ἔκοψαν ἀρκετά, τὰ κουβάλησαν στοὺς στρατῶνες.
Γιὰ δεῖπνο εἶχαν τὰ παιδιὰ λίγο σιταρένιο ξερὸ ψωμὶ καὶ μιὰ μαύρη σούπα, τὸ μέλανα ζωμό, ὅπως τὸν ἔλεγαν. Ὕστερα κοιμήθηκαν ἐπάνω στὰ καλάμια, ποὺ εἶχαν κόψει.
῎Ετσι κοιμήθηκαν ὅλοι κι ὁ ἀρχηγός τους. Γιὰ τὸ μεγαλεῖο τῆς πατρίδας τους ἔπρεπε νὰ μάθουν νὰ ὑποφέρουν ὅλες τὶς στερήσεις.
5. Τὴν ἄλλη μέρα ὁ Ἀλκιδάμας ρώτησε τοὺς ἄλλους:
-Πότε πηγαίνουν τὰ παιδιὰ στὰ σπίτια τους;
-Σπίτι; δὲν πηγαίνομε σπίτι. Δὲν εἴμαστε πιὰ μωρά. Τώρα εἴμαστε στοὺς στρατῶνες, τοῦ ἀπάντησαν καὶ γέλασαν μαζί του.
Ὅταν ὅμως ἀργότερα τὰ παιδιὰ ἔπεσαν στὸν Εὐρώτα, ὁ Ἀλκιδάμας τοὺς ξεπέρασε ὅλους στὸ κολύμπι· γιατὶ στὴν Ἀθήνα εἶχε γίνει πολὺ δυνατὸς στὰ θαλασσινὰ γυμνάσια. Τὰ παιδιὰ τὸ πρόσεξαν τὸ κατόρθωμα τοῦ Ἀλκιδάμα καὶ τοῦ ἔδειξαν ἐκτίμηση. Τὴν ἴδια μέρα μάλιστα ἕνα ἀπὸ τὰ παιδιά, ὁ Λαοδάμας, τοῦ χάρισε ἕνα κοντάρι. Τοῦτο ἦταν μεγάλο δεῖγμα φιλίας.
6. Τὴν τρίτη μέρα ὁ λόχος τοῦ Ἀλκιδάμα πῆγε μὲ τὰ μεγαλύτερα παιδιὰ στὰ δάση τοῦ Ταϋγέτου νὰ κυνηγήσουν ἀγριογούρουνα.
Ὁ Ταύγετος εἶναι πολὺ ἄγριο καὶ ἀπότομο βουνό, πιὸ ψηλὸ ἀπὸ τὰ βουνὰ τῆς Ἀθήνας. Περνοῦσαν ἀπὸ πυκνὲς τοῦφες θάμνων, ποὺ φαίνονταν πὼς δὲν εἶχε ξαναπεράσει ἀπὸ ἐκεῖ ἄνθρωπος. Ὑπῆρχαν ἀπότομες πλαγιές, ποὺ γιὰ νὰ σκαρφαλώσουν, ἔπρεπε νὰ πιάνη ὁ ἕνας τὸ χέρι τοῦ ἄλλου καὶ νὰ τὸν τραβᾶ.
Κάποτε τὰ σκυλιὰ ἄρχισαν νὰ τρέχουν ἐδῶ κι ἐκεῖ μὲ τὶς μύτες στὸ χῶμα καὶ νὰ γαβγίζουν ἀνυπόμονα.
- Βρῆκαν τὰ γουρούνια, φώναξαν τὰ παιδιὰ κι ἔτρεξαν ἀπὸ κοντὰ.
Τί ἔξοχο θέαμα γιὰ τὸν Ἀλκιδάμα, νὰ βλέπη τὸ μεγάλο
θηρίο νὰ τρέχη ἀνάμεσα ἀπὸ θάμνους τόσο γρήγορα! Ἔπειτα τὸ ἀγριογούρουνο σὲ μιὰ χαράδρα γύρισε ξαφνικὰ πίσω κι ἔπεσε ἐπάνω στὰ σκυλιά. Ἀλήθεια, τὶ φοβερὰ δόντια ποῦ εἶχε!
Ὁ ἀρχηγός τους ὅμως πήδησε μπροστὰ καὶ χτύπησε μὲ τὸ κοντάρι του τὸ ἀγριογούρουνο κατάστηθα. Κι οἱ ἄλλοι ἔκαμαν τὸ ἴδιο καὶ τὸ φοβερὸ θηρίο κυλίστηκε νεκρό.
7. Αὐτὸ τὸ βράδυ ὁ λόχος τοῦ Ἀλκιδάμα δὲν ξαναγύρισε στοὺς στρατῶνες. Ἔμεινε ἔξω στὸ ὕπαιθρο. Ἄναψαν μεγάλη φωτιὰ κι οἱ δοῦλοι ἔκοψαν τὸ ἀγριογούρουνο, πέρασαν τὰ κομμάτια στὶς σοῦβλες καὶ τὶς ἔβαλαν στὴ φωτιά. Ὅλα τὰ παιδιὰ ἔφαγαν ἐκεῖνο τὸ βράδυ μὲ πολλὴν ὄρεξη.
Ὁ Ἀλκιδάμας δὲν ξέχασε ποτὲ αὐτὴ τὴ νύχτα. Τὴν ἔκανε ἀλησμόνητη ὁ δροσερὸς καὶ μυρωμένος ἀέρας, ἡ ὄμορφη φωτιὰ μέσα στὸ σκοτεινὸ δάσος καὶ τὸ θέαμα τοῦ Ταϋγέτου, ποὺ ὕψωνε τὴν κορυφή του ὡς τ’ ἄστρα. Μὰ πάνω ἀπ’ ὅλα τὸν ἔκανε ὑπερήφανο τὸ συναίσθημα, πὼς μεγάλωσε πιά, κι ἔγινε ἄντρας.
Τὴ νύχτα ἐκείνη ὅλα τὰ παιδιὰ κοιμήθηκαν χάμω στὸ χῶμα, ἐνῶ γύρω ξαγρυπνοῦσαν τὰ σκυλιά.
8. Πέρασαν χρόνια ἀπὸ τότε. Ὁ Ἀλκιδάμας μεγάλωσε πιὰ κι ἔγινε ἄντρας πραγματικός. Στὰ γυμνάσια εἶχε γίνει ὁ πρῶτος ἀπὸ τὰ παιδιὰ τῆς ἡλικίας του. Τὰ ξεπερνοῦσε στὸ πήδημα, στὸ λιθάρι καὶ στὸ κοντάρι. Μὰ ἐκεῖ ποὺ εἶχε φτερά, ἦταν τὸ τρέξιμο. Ἔλαβε μέρος στοὺς Ὀλυμπιακοὺς ἀγῶνες καὶ νίκησε στὸ τρέξιμο δυὸ φορές. Ὅλοι οἱ Ἕλληνες τὸν ζητωκραύγασαν καὶ τ’ ὄνομα τῆς Σπάρτης δοξάστηκε στὸ στάδιο τῆς Ὀλυμπίας.
Τί ὡραῖος ποὺ ἦταν, ὃταν τοῦ φοροῦσαν τὸ στεφάνι τοῦ νικητῆ! Γιατὶ ὁ Ἀλκιδάμας μὲ τὰ γυμνάσια εἶχε κάμει ὄμορφο σῶμα. Μαῦρα μάτια καὶ μαῦρα μαλλιά, ὡραῖο κεφάλι, πλατὺ στῆθος καὶ ψηλοὺς ὤμους, χέρια καὶ πόδια δυνατὰ κι εὐκίνητα. Πόσο τὸν καμάρωνε ὁ πατέρας του!
Εἶχε λάβει μέρος σ’ ὅλες τὶς μάχες καὶ πρῶτος εἶχε ἀνεβῆ τὰ τείχη σὲ πολλὰ κάστρα. Ἡ μητέρα του τοῦ ἔδινε γελαστὴ καὶ περήφανη κάθε φορὰ τὴν ἀσπίδα, γιατὶ ἤξερε, πώς θὰ τὴ φέρη πάντα νικητής.
Ὅλοι τὸν καμάρωναν στὴ Σπάρτη γιὰ τὴν ἀνδρεία του καὶ τοὺς καλούς του τρόπους στοὺς μεγαλυτέρους του. Κι οἱ μητέρες ἔλεγαν στὰ παιδιά τους:
-Νὰ γίνετε σὰν τὸν Ἀλκιδάμα.
Ἀργότερα ὁ Ἀλκιδάμας διηγόταν, πὼς σὲ ὅλη του τὴ ζωὴ ὁδηγό του εἶχε τὰ πρῶτα ἐκεῖνα λόγια τῆς μητέρας του:
«Παιδί μου, ἀπὸ τώρα καὶ πέρα μητέρα σου θὰ εἶναι ἡ Σπάρτη. Καὶ μὴν ξεχνᾶς, πὼς ὁ πατέρας σου νίκησε πάντα στὶς μάχες, ποὺ πῆρε μέρος».
Πηγή : Αναγνωστικό Δ' Δημοτικού 1946