Τὴν ἄλλην ἡμέρα τὸ πρωΐ, ἐπῆγαν τὰ παιδιὰ μὲ τὸν πατέρα τοῦ Κωστάκη νὰ ἰδοῦν καὶ τὸ λιμάνι. Νά την ἡ θάλασσα, ἡ μεγάλη θάλασσα, γεμάτη μικρὰ ἀφρισμένα κύματα. Γαλαζοπράσινη ἁπλώνεται ὥς πέρα μακριά, ἐκεῖ ποὺ φαίνεται σὰν νὰ ἑνώνεται μὲ τὸν οὐρανό. Ποτὲ τὰ παιδιὰ δὲν εἶχαν φαντασθῆ τόσο μεγάλη καὶ τόσο ὡραία τὴ θάλασσα, ποὺ τὴν ἔκανε πιὸ ὡραία καὶ ἡ λιακάδα.
Ὄμορφα σπίτια στολίζουν τὴν παραλία κι ἕνας λιμενοβραχίονας προχωρεῖ μέσα στὴ θάλασσα.
Δυὸ βαπόρια φορτηγὰ ἦσαν ἀραγμένα στὸ λιμάνι καὶ ἐπερίμεναν νὰ φορτώσουν. Ἄλλο μεγάλο βαπὸρι ἐφάνηκε οτὴν εἴσοδο τοῦ λιμανιοῦ. Ἦτο τὸ καράβι τῆς γραμμῆς, ποὺ ἄραζε σὲ διά·φορα λιμάνια, ὥσπου νὰ φθάσῃ στὸ μεγάλο λιμάνι τοῦ Πειραιᾶ. Τὰ παιδιὰ ὅλο κι ἐρωτοῦσαν γιὰ τὴ θἁλασσα, γιὰ τὰ πλοῖα.
— Ἡ θάλασσα, τοὺς ἔλεγε ὁ κὺρ - Δημήτρης, μ’ ὅλες τὶς τρικυμίες της καὶ μ’ ὅλη τὴν ἀπεραντοσύνη της, ἦτο πάντα ἕνας μεγάλος δρόμος, ἀνοικτὸς στοὺς ἀνθρώπους.
Οἱ πρῶτοι θαλασσοπόροι μὲ θάρρος, μὰ καὶ μὲ περιέργεια νὰ γνωρίσουν τὸν κόσμο, ἔφευγαν μὲ μονόξυλα. Μαζί τους ἔπαιρναν καὶ διάφορα προϊόντα τῆς πατρίδος τους. Κι ὕστερα ἀπὸ ἕνα μακρινὸ κι ἐπικίνδυνο ταξίδι, ἀντίκρυζαν μὲ λαχτάρα τὴν καινούργια γῆ. Στ’ ἀκρογιάλι τῆς καινούργιας γῆς τοὺς ἐπερίμεναν ἄλλοι παράξενοι ἄνθρωποι, ποὺ μιλοῦσαν μιὰ γλῶσσα διαφορετικὴ ἀπὸ τὴ δική τους.
Οἱ θαλασσοπόροι τότε τοὺς ἔδειχναν καὶ τοὺς ἔδιναν κάποια ὡραῖα πραγματάκια, ἀπὸ τὰ προϊόντα ποὺ εἶχαν φέρει μαζί τους. Καὶ οἱ ἄγνωστοι, μὲ σαστισμένα μάτια, ἅπλωναν δειλὰ τὰ χέρια τους καὶ τὰ ἔπαιρναν. Κι ἔδιναν δικά τους προϊόντα, ποὺ οἱ θαλασσοπόροι τὰ ἔφερναν πίσω στὴν πατρίδα τους.
— Σήμερα, ἐξακολούθησε ὁ κὺρ - Δημήτρης, ὅσο μεγάλες κι ἂν εἶναι οἱ θάλασσες, δὲν ἔχουν πιὰ μυστικὰ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους. Τὰ πλοῖα δὲν κάνουν πιὰ δρὸμους ἀγνώστους. Πηγαίνουν γρήγορα καὶ κατ’ εὐθεῖαν στὴ γῆ, ποὺ θέλουν νὰ πᾶνε. Δὲν ἔχουν πιὰ ἀνάγκη ἀπὸ τὸν ἀέρα, γιὰ νὰ φουσκώσῃ τὰ πανιά τους καὶ νὰ τὰ σπρώχνῃ. Κινοῦνται γοργὰ μὲ μεγάλες μηχανές. Καὶ σὲ λίγες ἡμέρες μποροῦν νὰ φθάσουν στὰ πιὸ μακρινὰ λιμάνια.
Ὅπως στὰ παλιὰ χρόνια, ἔτσι καὶ σήμερα, τὰ πλοῖα κουβαλοῦν ἐδῶ κι ἐκεῖ προϊὸντα τῆς γῆς, προϊόντα τῶν χεριῶν καὶ τῶν μηχανῶν.
Τὸ βαπόρι εἶχε πλησιάσει πιὰ καὶ ἄρχισε μιὰ μεγάλη κίνησις στὸ λιμάνι. Βάρκες ἐπήγαιναν κοντὰ κι ἔπαιρναν ἐπιβάτες, ποὺ τοὺς ἔφερναν στὴν ἀποβάθρα.

Πηγή  : Αναγνωστικό Γ' Δημοτικού 1955