Κοινωνική Ζωή
Τὰ δυὸ ἐξαδέλφια δὲν εἶχαν ἀπογευματινὸ μάθημα καὶ ἔτσί ἔμειναν νὰ παίξουν μὲ τοὺς νέους φίλους των. Μὰ ὁ καιρὸς ἐχάλασε τὸ ἀπόγευμα καὶ ἀναγκάσθηκαν νὰ μείνουν μέσα στὸ δωμάτιο. Ὁ Κωστάκης ἐβάλθηκε τότε νὰ μάθῃ τὸ Φώτη τῆς κυρὰ - Γιαννούλας τὴν ἀλφαβήτα. Ὥς τὸ βράδυ λοιπόν, ποὺ ἡ κυρὰ - Γιαννολα ἐπῆρε τὰ παιδιά της νὰ φύγῃ, ὁ Φώτης ἤξευρε κάμποσα ψηφία.
Τὴ νύκτα ἐγύρισε βοριᾶς καὶ τὸ πρωΐ τὴν ἄλλη ἡμέρα εἶχε συννεφιὰ καὶ ἔκαμνε τσουχτερὸ κρύο. Τὰ παιδιὰ ἔβαλαν ἀπὸ ἕνα σαλάκι νὰ τοὺς κρατῇ το λαιμὸ καὶ τοὺς ὤμους καὶ ἐπῆγαν στὸ σχολεῖό τους. Τὸ μεσημέρι, ποὺ ἐσχόλασαν, ἔρριχνε ψιλὸ χιονάκι.
Στὸ σπίτι εἶχαν ἀνάψει τὸ τζάκι. Κούτσουρα χονδρὰ ἔκαιαν ἐκεῖ καὶ ἐσπινθήριζαν. Μιὰ ἁπαλὴ ζέστα ἁπλώνετο καὶ ἐγέμιζε τὸ σπίτι.
Τὸ ἀπόγευμα τὰ παιδιὰ ἔμειναν πάλι στὸ σπίτι. Ὅταν ὁ πατέρας τοῦ Κώστάκη καὶ ὁ πατέρας τῆς
Ἑλενίτσας ἐβγῆκαν νὰ τρέξουν στὶς δουλειές των, ὁ Κωστάκης, ἐρώτησε τὴ μητέρα του:
— Μητέρα, γιατί ὁ πατέρας δὲν κάθεται στὸ σπίτι, ὅταν κάνῃ τόσο κρύο;
— Παιδί μου, εἶπε ἡ μητέρα, ὁ πατέρας πρέπει νὰ ἐργασθῇ, γιὰ νὰ κερδίσῃ χρήματα νὰ ζήσωμε. Ἄν ὁ πατέρας δὲν ἐργασθῇ, ποιός θὰ μᾶς φέρῃ ψωμὶ καὶ κρέας; Ποιός θὰ μᾶς ἀγοράσῃ καὶ παπούτσια καὶ ὅ,τι ἄλλο χρειαζόμεθα; Ὁ πατέρας ὁ δικός σου ,ὅπως κι ὁ πατέοας τῆς Ἑλενίτσας, κουράζονται καὶ ὑποφέρουν ὅλους τοὺς κόπους, γιὰ νὰ σᾶς μέγαλώσουν, νὰ γίνετε καλοὶ ἄνθρωποι. Ὅποιος ἐργάζεται ἔχει ἀπ’ ὄλα τὰ καλά. Ὅποιος δὲν ὲργάζεται καὶ εἶναι τεμπέλης γίνεται πτωχός, κουρελῆς καὶ, ζητιᾶνος. Οὔτε τὸν ἀγαπᾷ κανείς.
— Μητέρα, εἶπε ό Κωστάκης, θέλω κι ἐγὼ νὰ ἐργασθῶ καὶ νὰ κερδίζω χρήματα
— Παιδί μου, τοῦ ἀπάντησε ἡ μητέρα του, σὺ τώρα εἶσαι μικρὸς καὶ ἡ ἐργασία σου εἶναι νὰ μαθαίνῃς τὸ μάθημά σου καὶ νὰ εἶσαι φρόνιμος, καλὸς καὶ ὑπάκουος. Ὅταν θὰ μεγαλώσῃς, τότε θὰ ἐργασθῇς, γιὰ νὰ κερδίσῃς χρήματα. Τότε καὶ ὁ πατέρας σου θὰ ξεκουρασθῇ, ποὺ θὰ εἶναι γέρος καὶ δὲν θὰ μπορῇ να ἐργάζεται πιά.
— Καὶ ἐγώ, θεία., εἶπε ἡ Ἑλενίτσα, θὰ κάνω ὅλες τὶς δουλειὲς στὸ σπίτι, ὅταν ἡ μητέρα μου θὰ εἶναι γριά.
Ἡ μητέρα τῆς Ἑλενίτσας, ἐχαμογέλασε εὐχαριστημένη. Ὕστερα ἐπῆρε τὰ στεγνωμένα ροῦχα καὶ ἄρχισε νὰ μπαλώνῃ καὶ νὰ μαντάρῃ τὶς κάλτσες. Ἡ μητέρα τοῦ Κωστάκη ἑτοίμασε τὸ σίδερο γιὰ τὸ σιδέρωμα. Τὰ παιδιὰ ἐπῆραν τὸ βιβλίο τους καὶ ἐδιάβαζαν τὸ μάθημά των. Ὅταν ἐτελείωσαν τὸ μάθημά των, ἄρχισαν νὰ κάμνουν ζωγραφιές.
Ἡ Ἑλενίτσα εἶπε:
—Ἄν ἦσαν ἐδῶ τὰ παιδιὰ τῆς κυρὰ - Γιαννούλας, θὰ τἀ ἐμαθαίναμε νὰ ζωγραφίζουν. Νὰ ἔχουν τάχα φωτιὰ στὸ σπίτι τους;
Πηγή : Αναγνωστικό Γ' Δημοτικού 1955
Ὁ ταχυδρόμος ἔφερε στὸ θεῖο τοῦ Κωστάκη ἀπὸ τὸ Ταχυδρομεῖο τοῦ Κεφαλοχωριοῦ μιὰ εἰδοποίησι, νὰ πάῃ νὰ παραλάβῃ ἕνα δέμα.
Ἐπῆρε μαζί του καὶ τὸν Κωστάκη, ποὺ ἦτο περίεργος νὰ ἰδῇ τὸ Κεφαλοχώρι, Δὲν εἶχε πάει ποτὲ ἄλλη φορὰ ἐκεῖ, ἂν καὶ ἡ ἀπόστασι ἀπὸ ἕνα μονοπάτι ἦτο σχεδὸν μιᾶς ὥρας δρόμος. Ἔκτὸς ἀπὸ τὸ μονοπάτι, ὑπάρχει καὶ δημόσιος δρόμος, ποὺ ἑνώνει τὰ δυὸ χωριά.
Ἔπῆραν λοιπὸν τὸ δημόσιο δρόμο, γιὰ νὰ περπατήσουν πιὸ ἄνετα, κι ἔφθασαν σιγὰ - σιγὰ συζητῶντας ὥς στὸ Γεφύρι. Τὸ Γεφύρι ἦτο βέβαια καὶ τοποθεσία. Μὰ ἦτο καὶ ἀληθινὸ γεφύρι, ποὺ ἕνωνε τὶς δυὸ ὄχθες ἑνὸς μικροῦ ὁρμητικοῦ ποταμοῦ.
— Αὐτὸ τὸ ποτάμι, Κωστάκη, εἶπε ὁ θεῖος, ἔκαμε νὰ κτισθοῦν τόσα χωριὰ γύρω. Γιὰ τὸ νερό. Ἄν δὲν ἦτο αὐτὸ τὸ ποτάμι, πῶς θὰ ἐζοῦσαν τόσοι ἄνθρωποι, χωρὶς νερό; Εἶδες τί γίνεται, ὅταν ἀργῆ νὰ βρέξῃ; Ἀνησυχοῦμε ὅλοι μας γιὰ τὰ ζῷα καὶ τὰ φυτά μας. Ὁ ἀέρας, ὁ ἥλιος, ἡ γῆ καὶ τὸ νερὸ εἶναι τὰ πιὸ μεγάλα δῶρα, ποὺ μᾶς ἐχάρισεν ὁ Θεὸς γιὰ τὴ ζωή μας.
Ὁ ἀέρας χρειάζεται γιὰ τὴν ἀναπνοή μας. Ὁ ἥλιος μᾶς ζεσταίνει καὶ μᾶς φωτίζει. Χωρὶς ἀέρα καὶ χωρὶς ἥλιο, δὲν θὰ εἴχαμε ζωή. Ἡ γῆ εἶναι ἡ μητέρα μας. Αὐτὴ τρέφει καὶ ἐμᾶς καὶ τὰ ζῷα, ποὺ κι αὐτὰ πάλι μᾶς τρέφουν. Χωρὶς νερὸ πάλι, πῶς θὰ ἐγίνοντο ὅλα αὐτά;
— Καὶ ἀπὸ ποῦ κατεβαίνει αὐτὸ τὸ νερό, θεῖε;
— Ἕνα μέρος ἀπ’ αὐτὸ τὸ νερὸ ἔρχεται ἀπὸ πολὺ μακριά. Ἕκαμε πρῶτα ἕνα μακρινὸ ταξίδι κάτω ἀπὸ τὴ γῆ. Ὕστερα ξαναβγῆκε στὸ φῶς ἀπὸ μιὰ σχισμὴ τοῦ βράχου ψηλὰ στὸ βουνό, απ’ ὅπου ἔρχεται τὸ νερὸ τῆς βρύσης τοῦ χωριοῦ μας. Ἐκεῖ τὸ νερὸ εἶναι δροσερὸ καὶ κατακάθαρο. Ἀλλὰ ὅταν μ’ αὐτὸ ἑνωθοῦν τὰ νερὰ τῆς βροχῆς καὶ τοῦ ρυακιοῦ, θολώνει. Τὸ νερό, κατεβαίνοντας, δροσίζει τὰ φυτὰ στὶς ὄχθες. Προχωρεῖ ἔπειτα, πλαταίνει, πηδᾷ ἀπὸ βράχια, συναντᾷ ἄλλα ρυάκια, ποὺ τρέχουν κι αὐτὰ νὰ ἑνωθοῦν μαζἴ του. Ἔτσι σχηματίζεται τὸ ποτάμι αὐτό, ποὺ βλέπομε τώρα νὰ διασχίζῃ τὴν περιοχή.
— Ἄκουσα τὸν παπποῦ νὰ λέγῃ, εἶπε ὁ Κωστάκης, πὼς μιὰ φορὰ τὸ ποτάμι ἐπλημμύρισε κι ἔκαμε γῦρο μεγάλες καταστροφὲς στὰ ζῷα καὶ στὰ περιβόλια.
— Ναί, ἀποκρίθηκτ ὁ θεῖος. Ἦτο τὴ χρονιά, ποὺ ἔπεσε πολὺ χιόνι. Κι ὅταν τὸ χιόνι ἔλειωσε στὶς βουνοκορφές, ἡ κοίτη τοῦ ποταμιοῦ δὲν ἐβάσταξε τόσα νερά. Ὅμως, ὅλοι οἱ κάτοικοι ἀπὸ τὰ γῦρο χωριὰ ἐφρόντισαν ἔπειτα κι ἔφτειασαν κανάλια καὶ προχώματα. Κι ἔτσι ἔμπόδισαν τὸ ποτάμι νὰ ξεχειλίζῃ πιὰ καὶ νὰ πλημμυρῇ.
Μὲ τὴ συζήτησι, χωρὶς νὰ το καταλάβουν, ἔφθασαν στὸ Κεφαλοχώρι, ἐπῆραν τὸ δέμα ἀπὸ το Ταχυδρομεῖο κι ἐγύρισαν στο Χωριό.
Πηγή : Αναγνωστικό Γ' Δημοτικού 1955
Τρεῖς ἄγριες ἐλιὲς εἶχαν φυτρώσει ἐπάνω σ’ ἕνα λόφο. Γύρω τους δὲν ἦσαν ἄλλα δένδρα. Ὅταν ἐφυσοῦσε δυνατὸς ἄνεμος, τὰ ἀδύνατα καὶ λεπτὰ δενδράκια ὑπέφεραν πολύ. Πολλὲς φορὲς ἐκινδύνευσαν νὰ ξερριζωθοῦν καὶ νὰ στρωθοῦν στὸ χῶμα.
Μιὰν ἡμέρα ἡ πιὸ μικρὴ καὶ ἡ πιὸ ἀδύνατη ἀπὸ τὶς τρεῖς εἶπε:
— Ἀγαπημένες μου ἀδελφοῦλες, τὸ μέρος ποὺ φυτρώσαμε εἶναι πολὺ ἄσχημο. Καὶ καθὼς ἐγὼ εἶμαι τόσο μικρὴ κι ἀδύνατη, σήμερα ἢ αὔριο θὰ μὲ ξερριζώσῃ ὁ ἄνεμος. Γι’ αὐτὸ ἂς σμείξωμε τὰ κλαδιά μας, γιὰ νὰ στηρίξῃ ἡ μιὰ τὴν ἄλλη, καὶ ἂς γίνωμε καὶ οἱ τρεῖς σὰν ἕνα δένδρο.
— Πολὺ σωστά, εἶπαν οἱ ἄλλες δυὸ ἀγριελιές. Ἄς γίνωμε λοιπὸν καὶ οἱ τρεῖς σὰν ἕνα δένδρο.
Τὴν ἄλλη ἡμέρα περνῶντας ὁ κὺρ - Δημήτρης, ποὺ εἶχε το κτῆμά του ἐκεῖ κοντά, ἔσκαψε καὶ μάζεψε χῶμα γύρω ἀπὸ τὶς ρίζες των. Ὕστερα τὶς ἐμπόλιασε καὶ ἕνωσε τὰ κλαδιά τους.
Ἀπὸ ἐκείνη τὴν ἡμέρα ἄρχισαν ν’ ἁπλώνουν τὰ κλαδιά τους καὶ οἱ τρεῖς, ὥσπου σὲ λίγον καιρό, ὅποιος τὶς ἔβλεπε ἀπὸ μακριά, ἐνόμιζε πὼς ἦσαν ἕνα δένδρο.
Τοῦ κάκου τώρα ὁ ἄνεμος φυσᾷ δυνατά! Οἱ τρεῖς ἀδελφὲς δὲν φοβοῦνται πιὰ τίποτε. Ἅπλωσαν καὶ τὶς ρίζες τους στὴ γῆ. Καὶ σιγὰ - σιγὰ δυνάμωσε καὶ ὁ κορμός τους. Μεγάλωσαν καὶ εἶναι φορτωμένες ἀπὸ ἐλιές.
— Εὐλογημένο δένδρο ἡ ἐλιά, μὲ τὸ δυνατὸ καὶ τραχὺ κορμό της, ἔλεγε ὁ πατέρας τοῦ Κωστάκη στὰ παιδιὰ τὸ βράδυ, ποὺ γύρισε στὸ σπίτι. Ἀνθεῖ τὸ Μάη. Ἀλλὰ ποιός διακρίνει τοὺς ἀνθούς της; Οὔτε χρώματα φαντακτερὰ ἔχουν οὔτε δυνατὴ μυρωδιά, γιὰ νὰ τραβήξῃ τὸ βιαστικὸ διαβάτη.
Μικρούλης εἶναι κι ὁ καρπὸς καὶ μεγαλώνει σιγὰ - σιγά. Εἶναι ὅμως πλούσιο δῶρο, ποὺ δίνει τὸ δένδρο στὸν καλλιεργητή, ὅταν τὸ περιποιῆται.
Αὐτὸ τὸ δῶρο, κάτω ἀπὸ τὶς βαρειὲς πέτρες τῶν ἐλαιοτριβείων μας, βγάζει το μυρωδᾶτο λάδι, τὴν τόσο ὑγιεινὴ αὐτὴ τροφή. Τὸ λάδι, μαζὶ μὲ τὸ ψωμὶ καὶ τὶς φαγώσιμες ἐλιές, ἀποτελοῦν τὴ βάσι τῆς τροφῆς τοῦ Χωριοῦ μας.
Πηγή : Αναγνωστικό Γ' Δημοτικού 1955
Τὴν ἄλλη ἡμέρα ἄρχισε τὸ πάτημα τῶν σταφυλιῶν στὸ πατητήρι, ποὺ ἦτο γεμᾶτο ὣς ἐπάνω.
Δυὸ γερὰ καὶ καλοδεμένα παλληκάρια ἔπλυναν καθαρὰ - καθαρὰ τὰ πόδια των καὶ ἀνέβηκαν ἐπάνω.
— Καλὰ κρασιά, κὺρ - Δημήτρη. Καὶ τοῦ χρόνου! εἶπαν στὸν πατέρα τοῦ Κωστάκη καὶ ἄρχισαν τὸ πάτημα.
Πλάτς, πλάτς, πλάτς! ἐπατοῦσαν καὶ ἔλειωναν τὰ σταφύλια οἱ δύο νέοι αὐτοὶ ἐργάτες, σὰν νὰ ἐχόρευαν ἕνα παράξενο χορό.
Ἁπὸ τὸν σωλῆνα τοῦ πατητηριοῦ κάτω - κάτω ἔτρεχε ὁ κόκκινος μοῦστος σ’ ἕνα μεγάλο κάδο. Ὁ κὺρ - Δημήτρης, ὁ πατέρας τοῦ Κωστάκη, ἔπαιρνε μὲ τὸν τενεκὲ καὶ ἔρριχνε στὸ βαρέλι, ποὺ ἦτο δίπλα καθαρό, πλυμένο καὶ λιβανισμένο. Ἄδειαζε τοὺς τενεκέδες καὶ τοὺς ἐμετροῦσε: ἕνας, δύο, τρεῖς..
Δίπλα ἐκάθητο ὁ Κωστάκης μ’ ἕνα μολύβι καὶ ἕνα τετράδιο καὶ ἐσημείωνε.
Γιὰ κάθε τενεκὲ ἐτραβοῦσε καὶ μιὰ μικρὴ ἴσια γραμμή. Στὸ τέλος ἐμέτρησε τὶς γραμμὲς καὶ τὶς εὑρῆκε σωστὲς διακόσιες.
— Ὁ Κωστάκης θὰ γίνῃ λαμπρὸς νοικοκύρης, εἶπε ὁ μπάρμπα - Θανάσης, ποὺ τὸν ἔβλεπε.
Ἡ μητέρα τοῦ Κωστάκη ἔφτειασε μὲ μοῦστο νόστιμη μουσταλευριὰ μὲ ἀμύγδαλα, σουσάμι καὶ ψιλὴ κανέλλα. Ἔπειτα ἔφτειασαν μαζὶ μὲ τὴ μητέρα τῆς Ἑλενίτσας μουστοκούλουρα καὶ σουτζούκια γεμισμένα μὲ καρύδια.
Στὸ μεγάλο καζάνι βράζουν μοῦστο γιὰ νὰ φτειάσουν γλυκὸ πετιμέζι, νὰ βουτοῦν τὸ χειμῶνα τὸ ψωμί των.
Πόσα πράγματα δίνει τὸ γλυκὸ σταφύλι!
Ὅταν οἱ δουλειὲς στὸ κτῆμα εἶχαν τελειώσει καὶ ὁ καιρὸς ἄρχισε νὰ δροσίζῃ, οἱ δυὸ οἰκογένειες ἐγύρισαν στὴν πόλι.
Ἐκεῖ στὴν πόλι ἐπερίμενε τὰ παιδιὰ μιὰ καινούργια χαρά, τὸ σχολεῖο.
Πηγή : Αναγνωστικό Γ' Δημοτικού 1955
Ὁ Πετράκης ἔπαιζε μοναχός του στὴν ἀκρογιαλιά. Εἶχε τὸ κουβαδάκι του καὶ τὸ φτυαράκι του κι ἔχτιζε ἕναν πύργο ἀπὸ ἄμμο. Καὶ τί ὄμορφος ποὺ ἦταν ὁ πύργος του! Ὁ ἥλιος δὲν ἔκαιγε καθὸλου καὶ τὸ δροσερὸ ἀεράκι ἔπαιζε μὲ τὰ ξανθὰ μαλλάκια τοῦ Πετράκη.
Τὰ κυματάκια, καθὼς ἔφταναν στὴν ἁπαλὴ ἀμμουδιά, μουρμούριζαν ἕνα σιγανὸ φλὺ φλὺ καὶ χάνονταν. Ὁ Πετράκης ἦταν εὐχαριστημένος. Μάζευε ἄμμο μὲ τὸ φτυαράκι του, γέμιζε τὸ κουβαδάκι, τόφερνε γεμάτο λίγο παραπάνω καὶ τὸ ἄδειαζε. Ἄν τὸν ρωτοῦσε κανεὶς γιατί ἦταν χαρούμενος, δὲ θάξερε κι αὐτὸς τί νὰ πῆ.
Λίγο πιὸ πέρα, ἐπάνω σ’ ἕνα βραχάκι, καθόταν ἡ θείτσα τοῦ Πετράκη καὶ κεντοῦσε. Κάποτε, ποὺ γύρισε ἡ θείτσα νὰ ἰδῆ τί κάνει ὁ Πετράκης, τὸν ρώτησε:
- Τί κάνεις αὐτοῦ, Πετράκη;
Ὁ Πετράκης, ποὺ ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἦταν σκυμμένος, σηκώθηκε σοβαρὸς καὶ κοίταξε τὴ Θείτσα. Ὕστερα στήριξε τὸ φτυάρι καὶ σταύρωσε τὰ παχουλά του χεράκια ἐπάνω στὸ χέρι τοῦ φτυαριοῦ. Ἔτσι εἶδε νὰ κάνη ὁ περιβολάρης στὸν κῆπο τους, ἅμα ἤθελε νὰ ξεκουραστῆ.
- ῎Εχω πάρα πολλὴ δουλειά, ἀποκρίθηκε στὴ θείτσα του ὁ Πετράκης. Χτίζω ἕνα κάστρο.
Ἡ θείτσα χαμογέλασε καὶ ξανάπιασε τὸ ἐργόχειρό της. Ὁ Πετράκης ἔσκυψε κι αὐτὸς καὶ ξανάρχισε τὴ δουλειά του.
Σε λίγο ἕνας μεγάλος σκύλος ἔτρεχε κι ἔπαιζε ἐπάνω στὴν ἀμμουδιά. Καθὼς ἔτρεχε, πήδησε ἐπάνω ἀπὸ τὸ ἀμμουδένιο κάστρο τοῦ Πετράκη καὶ τὸ γκρέμισε.
Ὁ Πετράκης ἦταν λίγο παραπέρα, σκυμμένος, γιὰ νὰ γεμίση τὸ κουβαδάκι του μὲ ἄμμο. Ξαφνικὰ γύρισε καὶ εἶδε, πὼς ὁ σκύλος τοῦ χάλασε τὸ κάστρο του κι ἔβαλε τὰ κλάματα.
῎Ετρεξε τότε κοντὰ ὁ κύριος τοῦ σκύλου καὶ προσπαθοῦσε νὰ ἡσυχάση τὸν Πετράκη. Κοίταξε νὰ τὸν φιλιώση μὲ τὸ σκύλο του, μὰ ὁ Πετράκης δὲν ἄκουε τίποτα. Ἦταν θυμωμένος.
- Δὲ σᾶς θέλω! Φύγετε! Δὲν παίζω μαζί σας! Φώναξε στὸν σκύλο καὶ στὸν κύριό του.
Θύμωσε ὁ Πετράκης κι ἔχασε τὴ χαρά του. Ἄφησε ἀτελείωτο τὸ κάστρο του καὶ πῆγε και κάθισε κοντὰ στὴ θείτσα του. Ἡ θείτσα τότε γιὰ νὰ τὸν παρηγορήση, ἔβγαλε ἕνα κουλούρι ἀπὸ τὴν τσάντα της καὶ τοῦ τόδωσε.
Ὁ Πετράκης, καθὼς ἔτρωγε τώρα τὸ γλυκὸ κουλουράκι του, ξέχασε τὸ κάστρο του. Μάλιστα ξέχασε νὰ μαζέψη καὶ τὰ ἐργαλεῖα του. Ὅταν τελείωσε τὸ κουλουράκι του, ἦταν πάλι χαρούμενος καὶ μιλοῦσε μὲ τὴ θείτσα του. Τὴ ρωτοῦσε γιὰ τὸν Κοντορεβιθούλη καὶ γύρευε νὰ μάθη πόσο μεγάλος θά ἦταν τώρα, ἂν παντρεύτηκε κι ἂν ἔκαμε παιδάκια.
Ἔτσι, καθὼς μιλοῦσε ὁ Πετράκης γιὰ τὸν Κοντορεβιθούλη, πέρασε ἀρκετὴ ὥρα. Στὸ μεταξὺ ἡ θάλασσα φούσκωσε, τὰ κυματάκια ἔγιναν μεγάλα κύματα κι ἀνέβαιναν παραμέσα στὴν ἀμμουδιά. Τὸ πρόσεξε αὐτὸ ὁ Πετράκης καὶ θυμήθηκε τὰ ἐργαλεῖα του. Μὰ ἦταν ἀργά.
Τὸ φτυαράκι του κολυμποῦσε τώρα μέσα στὴ θάλασσα.
- Τὸ φτυάρι μου! Θέλω τὸ φτυάρι μου! Ξεφώνιζε μὲ κλάματα ὁ Πετράκης.
Τ’ ἄκουσε αὐτὸ ὁ κύριος, ποὺ εἶχε τὸ σκύλο και φώναξε:
- Ἴσα, Ἀράπη! Πιάσ’ το Ἀράπη καὶ φέρ’ το! Ὁ Ἀράπης - ἔτσι ἦταν τὸ ὄνομα τοῦ σκύλου - δὲν εἶχε ἀνάγκη νὰ τοῦ τὸ ποῦν δυὸ φορές. Ἔδωσε μιὰ βουτιὰ στὸ νερὸ, ἅρπαξε τὸ φτυαράκι μὲ τὸ στόμα του καὶ τὸ ἔβγαλε ἔξω. Μ’ ἕνα νόημα, ποὺ τοῦ ἔκαμε τότε ὁ κύριός του, τὸ ἄφησε ἐμπρὸς στὰ πὸδια τοῦ Πετράκη.
Ὁ Πετράκης, γεμάτος χαρὰ τώρα, ἀγκάλιασε τὸ βρεγμένο Ἀράπη ἀπὸ τὸ λαιμὸ καὶ τοῦ εἶπε:
- Τί καλὸς σκύλος ποὺ εἶσαι! Πόσο σ’ ἀγαπῶ! Σ’ εὐχαριστῶ, ποὺ μούφερες τὸ φτυάρι μου.
Ὁ Ἀράπης ἔβγαλε τὴ γλωσσάρα του κι ἔγλιψε τὸν Πετράκη στ’ αὐτί. Μὰ αὐτὸ γαργάλισε τόσο πολὺ τὸν Πετράκη, ποὺ δὲν μπόρεσε νὰ κρατήση τὰ γέλια.
Ὁ Πετράκης κι ὁ Ἀράπης ἔγιναν φίλοι. Ἀπὸ τότε ὁ Πετράκης δὲν παίζει μοναχός του στὴν ἀμμουδιά.῎Εχει σύντροφο τὸν Ἀράπη. Δὲν ἔχει παρὰ νὰ τοῦ σφυρίξη μὲ τὴ σφυρίχτρα του. Ὁ Ἀράπης τρέχει ἀμέσως κι ἀρχίζουν μαζὶ τὰ τρελὰ παιγνίδια. Καμιὰ φορὰ μονάχα ὁ Πετράκης μαλώνει τὸν Ἀράπη, γιατὶ μὲ τοὺς πὴδους του τοῦ γκρεμίζει πρόωρα τὰ ἀμμουδένια κάστρα του.
Πηγή : Αναγνωστικό Β' Δημοτικού 1948