Κοινωνική Ζωή
Ἥσυχο, ἀπαλό, ζεστὸ φυσᾶ τὸ ἀεράκι. ῾Η χλὸη πρασινίζει. Τὰ ματάκια τῶν δέντρων ἀνοίγουν καὶ προβάλλουν πράσινα φυλλαράκια. Ὕστερ’ ἀπὸ τὶς ἀνεμῶνες ἄνθισαν οἱ μενεξέδες καὶ τὰ λευκὰ ζαμπάκια. Σὲ λίγο μὲ τὴ σειρά τους θ’ ἀνοίξουν καὶ τ’ ἄλλα λουλούδια.
- Λάλα, λάλα, λά, λαρά! Ἀκούεται ἡ φωνὴ ἑνὸς κότσυφα. Μάρτης ἦρθε καὶ χαρά! Προτοῦ νὰ ἔρθουν τὰ χελιδόνια, θάχω χτίσει τὴ φωλιά. Κι ἀλήθεια, ἔχτισε τὴ φωλιά του με τὴ γυναίκα του κι αὐτὴ γέννησε πέντε αὑγά. Ἦταν ἄσπρα μὲ κοκκίδες πράσινες καὶ καστανές. Ἔπειτα ἡ μητέρα ἄρχισε νὰ κλωσᾶ κι ἐκεῖ κοντὰ ὁ κότσυφας καθισμένος κελαηδοῦσε, γιὰ νὰ τῆς κρατῆ συντροφιά.
- Λά, λαρά! Μάρτης εἶναι καὶ χαρά! Ὤ, σὲ λίγο θάχωμε πουλάκια.
Καὶ δὲν ἄργησαν νὰ βγοῦν πέντε γυμνὰ πουλάκια με μεγάλο κίτρινο ράμφος! Ἀμέσως ἄνοιξαν ἕνα μεγάλο στόμα καὶ φώναξαν:
- Πεινοῦμε! Πεινοῦμε!
Μητέρα τότε καὶ πατέρας δὲν ἔβρισκαν ἡσυχία. Πετοῦσαν κι ἔφερναν μύγες καὶ σκουλήκια κι ἔτρεφαν τὰ μικρούλια τους. Ὁ πατέρας τους μόνο τὴ νύχτα ἔβρισκε καιρὸ νὰ κελαηδῆ τὴ χαρά του, νὰ νανουρίζη τ’ ἀγαπημένα του πουλάκια.
Ἕνα παιδὶ ἄκουσε τὸ κελάηδημα τοῦ κότσυφα κι ἔψαξε νὰ βρῆ τὴ φωλιά του. Ἄργησε νὰ τὴ βρῆ, ἀλλὰ τὴ βρῆκε. Ἀνέβηκε στὸ δέντρο κι ἅρπαξε τὰ τέσσερα κοτσυφάκια. Τὸ μεγαλύτερο κατόρθωσε νὰ ριχτῆ κάτω ἀπὸ τὴ φωλιά του καὶ νὰ κρυφτῆ στὰ χαμόκλαδα.
Ἦρθαν οἱ γονεῖς καὶ βρῆκαν τὴ φωλιά τους ἀδειανή. Φώναζαν κι ἔκλαιαν.
- Οὔτε ἕνα δὲ μᾶς ἔμεινε, εἶπε ἡ μητέρα.
- Ἐδῶ εἶμαι! Ἄκουσαν μιὰ φωνὴ καὶ εἶδαν κάτω νὰ βγαίνη ἀπὸ τὰ χαμόκλαδα τὸ μεγαλύτερό τους παιδάκι.
Πῆγαν, τὸ πῆραν κι αὐτὸ τοὺς εἶπε:
- ῞Ενας μεγάλος δράκοντας μὲ μεγάλα μάτια, ποὺ πετούσανε φωτιές, ἄπλωσε τὸ μεγάλο;του χέρι κι ἅρπαξε καὶ τὰ τέσσερα ἀδερφάκια μου μεμιᾶς. Ἐγὼ ἀπὸ τὸ φόβο μου ρίχτηκα κάτω κι ἔτσι σώθηκα.
- Δόξα νάχη ὁ Θεός, ποὺ μᾶς ἔμεινε ἔστω κι ἕνα!
Εἶπε ἡ μητέρα.
Τὸ τραγούδι τοῦ πατέρα ἦταν πολὺ λυπητερό. Ὅποιος τὸ ἄκουγε καὶ γνώριζε γιατί θρηνοῦσε, δὲν μποροῦσε νὰ κρατήση τὰ δάκρυα.
Τὸ παιδί, ὁ δράκος, ὅπως τὸ εἶπε τὸ μικρὸ κοτσυφάκι, ἔβαλε τὰ τέσσερα κοτσυφάκια στὸ κλουβί. Τοὺς ἔφερνε σκουλὴκια, ἔκοβε μικρὰ κομματάκια ἀπὸ κρέας, τὰ περνοῦσε σ’ ἕνα μυτερὸ καλαμάκι καὶ τάδινε στὰ πουλάκια. Αὐτὰ στὴν ἀρχὴ δὲν ἤθελαν νὰ φᾶνε τίποτε. Καλύτερα νὰ πέθαιναν, παρὰ νὰ εἶναι σ’ ὅλη τους τὴ ζωὴ φυλακισμένα.
Τὸ μεγαλύτερο ὅμως ἀπὸ τὰ τέσσερα εἶπε:
- Πρέπει νὰ ζὴσωμε. Ἅμα μεγαλώσουν τὰ φτερά μας, ποιός ξέρει τί γίνεται;
Καὶ τὰ κοτσυφόπουλα ἔτρωγαν καὶ μεγάλωναν.
Τί χαρὰ εἶχαν, ὅταν δοκίμασαν τὶς φτεροῦγες τους κι εἶδαν, πὼς μποροῦσαν νὰ πετάξουν.
- Ἄχ! ν’ ἄφηνε τὴν πορτούλα ἀνοιχτή, ἢ νὰ μᾶς ἄνοιγε κανένας ἄλλος! Ἔλεγαν.
Κι ὁ μεγαλύτερος ἀδερφὸς ἔλεγε:
- Πρῶτα νὰ πετάξω ἐγὼ καὶ πίσω μου ἐσεῖς.
Πρόσεξα τὸ δρόμο καὶ ξέρω μὲ κλειστὰ τὰ μάτια νὰ πετάξω ἴσια στὴ φωλιά μας.
- Ὁ καημένος ὁ πατέρας! Πρόσθεσε τὸ μικρότερο. Τὸ τραγούδι του μοιάζει μὲ κλάμα. Ἀλλὰ δὲν πιστεύω νὰ βγοῦμε. Τὸ κακόπαιδο ὅλο καὶ περισσότερο προσέχει νὰ μὴν ἀφήση τὴν πόρτα
ἀνοιχτή!
Καὶ ὅμωςὑπῆρχε κάποιος, ποὺ τὰ λυπότανε τὰ τέσσερα ἀδερφάκια. Καταλάβαινε τὸν πόνο τους καὶ τὸν πόνο τοῦ πατέρα καὶ τῆς μητέρας τους. Κι ἕνα πρωί, ποὺ ἔλειπε ὁ ἄγριος δράκοντας, ρθε, ἄνοιξε τὴν πόρτα τῆς φυλακῆς κι ἄφησε τοὺς μικροὺς φυλακισμένους ἐλεύθερους.
Ἦταν ἡ μικρούλα ἀδερφὴ τοῦ παιδιοῦ. Δὲν εἶχαν προσέξει, πὼς τὰ κοίταζε θλιμμένη, οὔτε καταλάβαιναν, πὼς ἡ μικρούλα περίμενε νὰ μεγαλώσουν πρῶτα οἱ φτεροῦγες τους.
- Γρήγορα στὴ μανούλα σας! Εἶπε ἡ μικρούλα, καθὼς τοὺς ἄνοιξε τὸ κλουβί.
Κι ἐκεῖνα κελάηδησαν χαρούμενα σὰ νὰ τῆς ἔλεγαν:
- Ὁ Θεὸς νὰ σοῦ δώση ὅλα τὰ καλά!
Πέταξαν καὶ σὲ λίγο ἦταν στὴ φωλίτσα τους. Τί ἔγινε τὸτε, τὸ καταλαβαίνετε.
Ὁ πατέρας κότσυφας τὴ νύχτα τοῦ Μάη ξανάλεγε χαρούμενος ὅ,τι εἶπαν τὰ πουλάκια:
- Ὁ Θεός, μικρούλα, νὰ σοῦ δώση ὅλα τὰ καλά!
Πηγή : Αναγνωστικό Β' Δημοτικού 1948
Κάποια ἡμέρα ἦλθε στὸ αὐλάκι νὰ παίξη καὶ ὁ Θᾶνος. Ἐπροσπάθησε νὰ κάμῃ ἕνα μύλο, ποὺ νὰ γυρίζῃ μὲ νερό, ἀλλὰ δὲν τὸ ἐκατάφερε.
- Τότε θὰ κάμω κάτι ἄλλο ἐσκέφθηκεν ὁ Θᾶνος:
Τὰ παιδιὰ βλέπουν πὼς ἐργάζεται καὶ τὸν ρωτοῦν:
- Τί κτίζεις, Θᾶνο;
- Κτίζω μύλο, Θὰ φέρνετε ν’ ἀλέθετε γεννήματα. Σιτάρι, βρίζα, ἀραποσίτι, ὅ,τι θέλετε. Στὸ μύλο μου θὰ ἔχω περιστέρια, πάπιες,, ὄρνιθες κι ἕνα μεγάλο γουρούνι. Ἔτσι δὲν ἔχουν ὅλοι οἱ μυλωνᾶδες;
- Καὶ πῶς θὰ ἀλέθῃ ὁ μύλος σου; ἐρωτᾷ ὁ Νικολός. Θὰ τὸν κάμῃς νερόμυλο;
- Ὄχι. Δὲν θὰ τὸν κάμω νερόμυλο. Θὰ γυρίζῃ μὲ ἀέρα. Θὰ τὸν κάμω ἀνεμόμυλο, εἶπεν ὁ Θᾶνος. Δὲν βλέπετε, πὼς τὸν κτίζω σὲ ψήλωμα; Ἄν θέλετε, ἐλᾶτε νὰ μὲ βοηθήσετε νὰ τὸν τελειώσωμε γρήγορα. Τὰ παιδιὰ ἐδέχθηκαν. Ἄλλα κουβαλοῦν πλακίτσες, ἄλλα ἄμμο, ἄλλα ξύλα. Ὡς καὶ ἡ Σταυρούλα ἐβοήθησε. Αὐτὴ ἦταν ἕνα μικρὸ κοριτσάκι. Ἐκουβαλοῦσε μ’ ἕνα τενεκεδάκι νερό, γιὰ νὰ κάμουν λάσπη.
Μὲ τὴν βοήθεια ὅλων τῶν παιδιῶν ὁ μύλος δὲν ἄργησε νὰ κτισθῇ. Ὁ Θᾶνος, σὰν πρωτομάστορας, τὸν ἔκανε πολὺ τεχνικό. Δὲν τοῦ ἔλειπε τίποτε. Εἶχε τὴν θύρα του, τὰ παράθυρα καὶ μιὰ μικρὴ ξύλινη ροδίτσα, γιὰ νὰ γυρίζῃ, ὅταν φυσᾷ ἀέρας.
Στὴν κορφὴ τῆς σκεπαστῆς ἔμπηξε μιὰ μικρὴ Ἑλληνικὴ σημαία.
- Νὰ φαίνεται, πὼς εἶναι μύλος Ἑλληνικός, εἶπεν ὁ Θᾶνος.
Τί χαρὰ ποὺ ἐδοκίμασαν τὰ παιδιά, σὰν τὸν εἶδαν τελειωμένο!
- Νὰ μᾶς ζήσῃς, Θᾶνε, ἐφώναζαν.
- Ἄν μὲ ἀφήνατε μόνο, δὲν θὰ μποροῦσα νὰ τὸν τελειώσω. Αὐτὸ ποὺ ἔγινε, ἔγινε γιατὶ μ’ ἐβοηθήσατε. Ἀπ’ ἐδὤ καὶ πέρα, ἂς εἴμεθα στὴ δουλειὰ ἑνωμένοι. Ἔτσι θὰ κάνωμε ὡραῖα
πράγματα, τοὺς εἶπε ὁ Θᾶνος. Καὶ τώρα ἐλᾶτε νὰ παίξωμε ἕνα παιγνίδι.
Τὸ παιγνίδι τοῦ μυλωνᾶ.
- Ἐγὼ θὰ εἶμαι ὁ μυλωνᾶς. Καὶ σεῖς θὰ μοῦ φέρνετε ἀλέσματα γιὰ ν’ ἀλέθω.
Πρῶτος ὁ Τάκης ἔφερε ν’ ἀλέσῃ βρίζα.
- Νὰ μοῦ τὴν ἀλέσῃς, λέγει, καλὰ καὶ γρήγορα.
- Καλὰ μπορῶ νὰ σοῦ ὑποσχεθῶ, πὼς θὰ τὴν ἀλέσω. Ἀλλὰ γρήγορα,πῶς νὰ σοῦ ὑποσχεθῶ; Μήπως ξέρω, ἂν θὰ φυσήσῃ ἀέρας.
- Σ’ αὐτὸ ἔχεις δίκιο, εἶπεν ὁ Τάκης.
Τώρα ἦλθε ὁ Νικολός. Ἔφερε τὸ σιτάρι του σὲ μιὰ χαρτοσακκούλα.
- Θέλω νὰ μοῦ τὸ ἀλέσῃς ψιλό. Εἶναι διαλεγμένο σπυρὶ - σπυρί. Δὲν ἔχει μέσα καθόλου μαυράδια.
- Θὰ προσπαθήσω, εἶπεν ὁ μυλωνᾶς, νὰ σ’ εὐχαριστήσω.
Ἔπειτα ἦλθαν ἄλλα παιδιὰ καὶ ἐκουβάλησαν ἀραποσίτι καὶ ἄλλα γεννήματα, Τὰ ἔφεραν μέσα σὲ κουτιὰ ἀπὸ σπίρτα, σὲ σπασμένα πιατάκια καὶ σὲ ποτηράκια. Μερικὰ ἔλεγαν στὸν μυλωνᾶ:
- Ἄν δὲν εὐχαριστηθοῦμε, δὲν θὰ ξαναπατήσωμε στὸ μύλο σου.
Ὁ Ἀλέκος ἔφερε σιτάρι νὰ τὸ ἀλέσῃ πλιγούρι.
- Χονδρούτσικο νὰ μοῦ τὸ κάνῃς. Δὲν θέλω ψιλό.
Ἕνα παιδάκι ἐζήτησε ν’ ἀγοράσῃ κοττόπουλα.
Μὰ ὁ Θᾶνος δὲν τοῦ ἔδωκε.
- Μοῦ τὰ ἔπνιξεν ὅλα ἡ ἀλεποῦ, τοῦ εἶπε. Μπῆκε στὸ κοττέτσι ἕνα βράδυ καὶ δὲν μοῦ ἄφησε κανένα.
- Καὶ ὁ σκύλος; Δὲν τὴν ἐκυνήγησε;
- Ἦταν ἄρρωστος, εἶπεν ὁ Θᾶνος.
Ἔτσι τὰ παιδιὰ μὲ τὸ παιγνίδι τοῦ μυλωνᾶ ἐπέρασαν μὲ γέλια καὶ χαρὲς ἀρκετὴ ὥρα. Ἔπειτα ἐβράδυασε καὶ καθένα ἐπῆγε σπίτι του.
Πηγή : Αναγνωστικό Β' Δημοτικού 1963
Μὰ τὸ ὡραιότερο παιγνίδι τὸ ἔχει ὁ Τάσος. Ἔχει ἕνα μαγικὸ καράβι. Αὐτὸ εἶναι ἕνα αὐγό, ποὺ δὲν βουλιάζει ποτέ.
- Ὅποιος κατορθώσῃ καὶ κάμῃ τὸ αὐγὸ νὰ μείνῃ στὸν πάτο θὰ τοῦ τὸ χαρίσω, λέγει ὁ Τάσος.
Ὅλα τὰ παιδιὰ ἐδοκίμασαν. Ὅλα τὸ ἐπῆραν καὶ τὸ ἐβύθισαν στὸ νερό. Μόλις ὅμως τὸ ἄφηναν, τάκ! ἀνέβαινε. - Ἀλήθεια, εἶναι μαγικό, Κάποια δύναμι ἔχει, ποὺ τὸ σπρώχνει ἐπάνω, παρετήρησαν τὰ παιδιά.
- Σὲ λίγο θὰ ἔχωμε κι ἐμεῖς ἀπὸ ἕνα καράβι μαγικό, εἶπαν ὁ Βασίλης μὲ τὸ Δημητρό.
Καὶ νά! ἔφεραν ἀπὸ τὸ σπίτι τους ἀπὸ ἕνα αὐγό.
Ἀλλά, ὅταν τὰ ἔβαλαν στὸ νερό, ἐπῆγαν στὸν πάτο. Πῶς ὅμως τ’ αὐγὸ τοῦ Τάκη πλέει; Αὐτὸ εἶναι περίεργο.
῾Ο Τάκης εἶναι παιδὶ καλόψυχο. Ὅ,τι βρίσκει μὲ τὸ νοῦ του δὲν τὸ κρύβει. Ἀγαπᾷ νὰ τὸ μαθαίνουν καὶ τ’ ἄλλα παιδιά.
- Ἐλᾶτε νὰ σᾶς εἰπῶ τὸ μυστικό μου, τοὺς λέγει. Τὸ αὐγό μου στέκεται, γιατὶ εἶναι ἐλαφρό. Εἶναι μονάχα ἡ φλούδα. Τοῦ λείπουν ὁ κρόκος καὶ τὸ ἀσπράδι. Τὸ ἐτρύπησα μὲ μιὰ καρφίτσα καὶ τὸ ἐρρούφηξα, εἶπε γελῶντας ὁ Τάκης.
Ὅποιος θέλει καράβι μαγικὸ ἂς ρουφήξῃ ἕνα αὐγό.
Δὲν ἐπέρασε πολλὴ ὥρα καὶ τὰ παιδιὰ τὸν ἐμιμήθηκαν. Πολλὰ καράβια σὲ λίγο ἀρμένιζαν ἐπάνω στὸ νερό. Ὁ Τάκης χαίρεται, ποὺ βλέπει τόσα παιδιὰ νὰ παίζουν εὐχαριστημένα.
- Χόπ! Χόπ! φωνάζουν. Καὶ καμαρώνουν τὰ καράβια τους, ποὺ ταξιδεύουν.
- Χαρὰ σὲ σᾶς, ἀγοράκια μου! ἀκούεται μιὰ γέρικη φωνή. Εἶναι ὁ γέρο - Νικολός, ποὺ ἦταν στὰ νιᾶτά του καπετάνιος ἀληθινός. Ἐχάρηκεν ὁ γέροντας, ποὺ ἔπαιζαν τὰ παιδιὰ μὲ τὸ νερὸ ἥσυχα, καὶ τοὺς εἶπε:
- Ἄμποτε νὰ σᾶς ἀξιώσῃ ὁ Θεὸςνὰ γίνετε καὶ ἀληθινοὶ καπεταναῖοι στὴ θάλασσα. Νὰ δοξάσετε τὴν Ἑλλάδα μας.
Πηγή : Αναγνωστικό Β' Δημοτικού 1963
Ἐκεῖ σὲ μιὰ ἄκρη τοῦ αὐλακιοῦ εἶναι καὶ ὁ Σταυράκης. Αὐτὸς εἶναι ἕνα μικρὸ παιδάκι. Καὶ αὐτὸς θέλει νὰ ἔχῃ μιὰ βάρκα. Μαζεύει καὶ τὶς βάζει στὸ νερό. Θέλει σώνει καλὰ νὰ τὶς κάμῃ νὰ σταθοῦν. Αὐτὲς ὅμως μπλούμ! βυθίζονται στὸν πάτο. Μαζεύει ἄλλες πιὸ πλατειές, Μὰ κι ἐκεῖνες βουλιάζουν. Δὲν ξέρει ὁ Σταυράκης, πὼς στὸ νερὸ οἱ πέτρες δὲν στέκονται.
Ἐγὼ θὰ σοῦ δώσω κάτι, ποὺ δὲν βουλιάζει, τοῦ λέγει ἡ Νίνα.
Καὶ τοῦ δίνει ἕνα κουτὶ ἀπὸ τσιγάρα.
Ὁ μικρὸς τ’ ἀφήνει στὸ νερὸ καὶ λάμπουν τὰ ματάκια του ἀπὸ χαρά. Βλέπει, πὼς τὸ κουτὶ πλέει. Ἔγινε βάρκα.
- Εὐχαριστῶ, Νίνα, τῆς λέγει.
- Θὰ τὴν φορτώσωμε κιόλας, Σταυράκη. Ἐσὺ θὰ τὴν ὁδηγῇς. Θὰ κρατῇς τὰ κουπιά.
- Ναί, Νίνα. Ἐγὼ θὰ τὴν ὁδηγῶ, λέγει ὁ μικρὸς μὲ περηφάνεια.
Πηγή : Αναγνωστικό Β' Δημοτικού 1963
Λίγο πιὸ πέρα ἀκούεται μιὰ φωνὴ τραγουδιστή:
- Βαρκάρης ἐδῶ! Βάρκα γιὰ περίπατο! Εἶναι ὁ Ἀνδρέας αὐτός, ποὺ φωνάζει. Ἡ βάρκα του ἔχει καὶ κουπιά, ἔχει καὶ παννάκι. Ἔνα κουτάκι ἀπὸ χαρτόνι εἶναι ἡ βάρκα τοῦ Ἀνδρέα. Καὶ ὅπως αὐτὸς εἶναι ξυπόλυτος, μοιάζει σὰν βαρκάρης.
- Καλέ, πόσα θέλεις γιὰ ἕναν περίπατο; λέγει ἡ ᾽Αλίκη.
- Ἕνα δεκάρικο.
- Ἕνα δεκάρικο! Εἶναι πολλά, ἀπαντᾷ τὸ κορίτσι. Μὰ τὴν ὥρα ποὺ ἔλεγαν αὐτά, ἔγινε κάτι.
Τὸ χαρτόνι ἔλειωσε καὶ ἡ βάρκα διαλύθηκε.
- Πάει ἡ βαρκούλα μου! φωνάζει ὁ Ἀνδρέας. Τώρα τί θὰ γίνω;
- Τυχερὴ ἤμουν, ποὺ δὲν ἐμπῆκα, λέγει ἡ Ἀλίκη. Ἀλλοίμονό μου, τί θὰ ἐπάθαινα.
Πηγή : Αναγνωστικό Β' Δημοτικού 1963