Κοινωνική Ζωή
Ὅταν ἀρχινᾷ ἡ ζέστη τοῦ καλοκαιριοῦ, τὰ παιδιὰ μαζεύονται στὴν ἄκρη τοῦ χωριοῦ, ποὺ περνᾷ ἕνα αὐλάκι. Ἐκεῖ παίζουν μὲ τὸ νεράκι. Λούζονται, ρίχνουν βαρκοῦλες, ψαρεύουν.
- Ἤσυχα νὰ παίζετε, τοὺς λέγουν οἱ μητέρες τους. Νὰ μὴ βρέχετε τὰ ροῦχά σας. Μπορεῖ νὰ κρυώσετε.
Ὁ Νῖκος φτειάνει καραβάκια ἀπὸ χαρτί. Τὰ ρίχνει στὸ νερὸ κι ἐκεῖνα χόπ! χόπ! ταξιδεύουν.
- Είμαι καπετάνιος, λέγει ὁ Νῖκος. Κάνω ταξίδια. Πηγαίνω σὲ ὅλον τὸν κόσμο. Οὔτε τὴ θάλασσα φοβοῦμαι οὔτε τὰ κύματα.
Ὁ Λουκᾶς ἔχει μανία μὲ τὸ ψάρεμμα. Παίρνει ἕνα καλάμι, δένει ἕνα ἀγκίστρι και ψαρεύει.
- Ὤ! πόσα ψάρια ἔπιασα σήμερα! Ἐγέμισα ὁλόκληρο πανέρι. Ποιός θὰ τὰ πάρῃ νὰ τὰ πωλήσῃ; λέγει στὴν συντροφιά του.
- Ἐγώ! πετιέται ὁ Παντελῆς. Ἐγὼ μπορῶ καὶ φωνάζω δυνατά: Ψάρια! Πάρτε φρέσκα ψάρια.
- Ναί, ἀλλὰ δὲν ξέρεις νὰ ζυγίζῃς καὶ νὰ κάνῃς λογαριασμό, τοῦ παρατηρεῖ ὁ Λουκᾶς. Θὰ προτιμήσω τὸν Θᾶνο γιὰ πωλητή.
Καὶ δίνει στὸν Θᾶνο τὸ γεμισμένο πανεράκι. Τί ἔχει αὐτὸ μέσα, μὴ ρωτᾶτε. Ἔχει πετρίτσες, ξυλαράκια, χορταράκια.
Πηγή : Αναγνωστικό Β' Δημοτικού 1963
Ἡ Ἀσπασία δὲν πηγαίνει ἀκόμη στὸ σχολεῖο, γιατὶ εἶναι μικρή. Εἶναι ὅμως πολὺ ἔξυπνη κι εὐγενική. Οἱ ἄνθρωποι τῆς γειτονιᾶς ὅλοι τὴν ξέρουν καὶ τὴν ἀγαποῦν.
Μὰ καὶ αὐτὴ τοὺς ξέρει καὶ τοὺς ἀγαπᾷ. Ὅπου τοὺς εὑρίσκει, τοὺς φέρεται εὐγενικὰ καὶ τοὺς χαιρετᾷ. Προσέχει πάντοτε, ὅταν μιλῇ μὲ μεγαλυτέρους, νὰ μεταχειρίζεται καὶ τὶς λέξεις κύριος καὶ κυρία.
- Καλημέρα σας, κύριε Νῖκο, Καλημέρα σας, κυρία Λουκία.
Στὸ σπίτι τὸ κοριτσάκι αὐτὸ ποτὲ δὲν κάθεται ἄνεργο. Ἄν καὶ εἶναι μικρό, πάντοτε βοηθεῖ τὴ μητέρα του.
- Τί δουλειὰ θέλεις, μητέρα, νὰ κάμω; ἐρωτᾷ ἡ Ἀσπασία.
Καὶ ἡ μητέρα τῆς δίνει πάντοτε εὔκολες ἐργασίες. Πολλὲς φορὲς τὴν στέλνει καὶ στὸ γειτονικὸ μαγαζάκι καὶ ψωνίζει. Καὶ τί ὡραῖα ποὺ δίνει στὸ μπακάλη νὰ καταλάβῃ τί θὰ ψωνίσῃ.
- Κύριε Θεμιστοκλῆ! τοῦ λέγει. Ἡ μητέρα μοῦ, εἶπε νὰ μοῦ δώσῃς μιὰ ὀκὰ ζάχαρι καὶ δυὸ κουτιὰ σπίρτα. Ὁρίστε καὶ τὰ χρήματα.
Ὁ μπακάλης δίνει στὸ κορίτσι τὰ ψώνια καὶ κάπου - κάπου τοῦ ἐπιστρέφει καὶ ρέστα.
- Πρόσεχε, Ἀσπασία, νὰ μὴ σοῦ πέσουν.
- Μάλιστα, κύριε Θεμιστοκλῆ, θὰ προσέχω. Χαίρετε.
Καὶ ὅταν φθάνῃ σπίτι της, δίνει σωστὸ λογαριασμὸ στὴν μητέρα.
Μιὰ ἡμέρα, ἡ θεία Ἑλένη ἐπῆρε μαζί της τὴν Ἀσπασία καὶ ἐπῆγαν νὰ ἐπισκεφθοῦν τὴν κυρία Κλεοπάτρα.
Ἡ κυρία αὐτὴ εὐχαριστήθηκε, ὅταν εἶδε τὸ εὐγενικὸ κοριτσάκι. Τί φρόνιμα λόγια ἦταν ἐκεῖνα! Τί προσεκτικὲς ἀπαντήσεις ποὺ ἔδινε! Καὶ μὲ τί προσοχὴ ἐπῆρε τὸ γλυκό, ποὺ τοῦ
προσέφεραν! Δὲν τὸ ἔβαλε ὅλο μαζὶ λαίμαργα στὸ στόμα, ἀλλὰ τὸ ἔκοβε λίγο - λίγο, μὲ τὸ κουταλάκι. Ἐπῆρε προσεκτικὰ τὸ νερὸ ἀπὸ τὸ δίσκο. Οὔτε στάλα δὲν ἔσταξε στὰ ροῦχα καὶ στὸ πάτωμα.
Ὅλη τὴν ὥρα, ποὺ ἐμιλοῦσαν οἱ μεγάλες κυρίες, ἡ Ἀσπασία ἐκαθόταν φρόνιμα - φρόνιμα καὶ ἄκουε. Γιὰ νὰ τὴν εὐχαριστήσῃ ἡ κυρία Κλεοπάτρα, τὴν ἐπῆγε σ’ ἕνα μικρὸ δωματιάκι. Ἐκεῖ ἦσαν δυὸ ζωντανὰ κουνελάκια. Ἦσαν καὶ δυὸ ἄλλα παιδάκια τῆς γειτονιᾶς, ὁ Λουκιανὸς καὶ ἡ Θάλεια.
Πόση διαφορὰ ὅμως εἶχεν ἡ Ἀσπασία ἀπὸ ἐκεῖνα! Τὰ γειτονόπουλα δὲν ἄφηναν καθόλου σὲ ἡσυχία τὰ καημένα τὰ ζῷα. Τὰ ἔπιαναν, ἐτραβοῦσαν τ’ αὐτιά τους, τὰ ἐκυνηγοῦσαν
κι ἐκεῖνα τὰ δυστυχισμένα δὲν ἤξεραν πῶς νὰ προφυλαχθοῦν. Ἡ Ἀσπασία ἐπῆρε λίγα μουρόφυλλα στὸ χεράκι της καὶ τοὺς ἔδωκε καὶ γιὰ νὰ τὰ ἐνθαρρύνῃ τὰ ἐχάιδεψε.
- Δὲν εἶναι σωστό, εἶπε στὸ Λουκιανὸ καὶ στὴ Θάλεια, νὰ τὰ πειράζωμε. Ἐλᾶτε νὰ τοὺς δώσετε νὰ φᾶνε. Ἔτσι ποὺ τὰ κάνετε ἀγριεύουν. Δὲν θέλουν νὰ παίξουν μαζί μας.
Ὅταν ἡ Ἀσπασία μὲ τὴ θεία ἐχαιρέτισαν τὴν κυρία Κλεοπάτρα γιὰ νὰ φύγουν, τοὺς εἶπε:
- Ὅταν θὰ γεννήσῃ ἡ κουνέλα μου, θὰ δωρήσω στὴν Ἀσπασία ἕνα ὄμορφο κουνελάκι. Εἶναι κοριτσάκι φρόνιμο καὶ ἔχει καλοὺς τρόπους. Ὅταν ξανὰ ἔλθῃς, κυρία Ἑλένη, σὲ παρακαλῶ νὰ μοῦ φέρῃς πάλι τὴν Ἁσπασία.
Πηγή : Αναγνωστικό Β' Δημοτικού 1963
Ἡ ὥρα εἶναι πέντε. Τὸ κουδούνι τοῦ σχολείου σήμανε ἔξοδο καὶ σὲ λίγο ὁ δρόμος γέμισε ἀπὸ παιδιά.
Τρία μεγάλα ἀγόρια γυρίζοντας στὸ σπίτι τους λοξοδρομοῦν ἐκεῖ κοντὰ σὲ κάποιο οἰκόπεδο κί ἀρχίζουν νὰ παίζουν βόλους. Τὸ ἕνα εἶναι ὄμορφο παιδὶ μὲ γαλανὰ μάτια κι ὁλόξανθα μαλλιά, εἶναι ζωηρὸ καὶ χαριτωμένο. Τὸν φωνάζουν Στέργιο.
Τὴν τσέπη του ὁ Στέργιος τὴν εἶχε πάντοτε γεμάτη βόλους· εἶχε ἀκόμη ἕνα παλιὸ ρολόγι χωρὶς δεῖχτες, ἕνα μαχαιράκι, σπάγγους κι ἄλλα πράματα.
Ὁ Στέργιος κατόρθωσε μιὰ μέρα νὰ γλιτώση ἕνα κοριτσάκι, ποὺ λίγο ἔλειψε νὰ τὸ παρασύρη ἓνα αὐτοκίνητο.
Δὲν ἦταν καθόλου ὑπερήφανος· ἦταν σεμνὸ καὶ φιλότιμο παιδί. ῏Ηταν τὸ πιὸ ἀγαπημένο παιδὶ τοῦ σχολείου καὶ στὰ διαλείμματα, δὲν ἄκουε κανείς, παρὰ Στέργιο ἀπὸ δῶ, Στέργιο ἀπὸ κεῖ. Ὅλα τὰ παιδιὰ τὸν ἀγαποῦσαν κι ἤθελαν νὰ τὸν ἔχουν φίλο.
Στὴν πιὸ καλὴ στιγμὴ τοῦ παιγνιδιοῦ ἀκούεται ἕνας μεγάλος θόρυβος καὶ τρίξιμο τροχῶν. Τὰ παιδιὰ βούλωσαν τ’ αὐτιά τους καὶ γύρισαν νὰ ἰδοῦν.
Εἶδαν ἕνα καροτσάκι γεμάτο παλιοσίδερα, ποὺ τὸ ἔσπρωχνε ἕνα φτωχὸ γεροντάκι. Τὰ σίδερα αὐτά, καθὼς ἀναταράζονταν, ἔκαναν δαιμονισμένο κρότο. Τὸ φόρτωμα ἦταν βαρὺ κι ὁ δρόμος ἀνηφορικός.
Ὁ καημένος ὁ γέρος, μόλις ἔφτασε κοντὰ στὰ παιδιά, σταμάτησε γιὰ μιὰ στιγμὴ ὁλοκόκκινος ἀπὸ τὸ δρόμο καὶ τὴν κούραση. Πῆρε βαθιὰ ἀναπνοή, σφούγγισε τὸν ἱδρώτα, ποὺ κατέβαινε αὐλάκι ἀπὸ τὸ ζαρωμένο του πρόσωπο κι ἦταν ἔτοιμος νὰ τραβήξη πάλι τὸ δρόμο του. ῾Ο Στέργιος εἶδε τὸ γέρο ἐξαντλημένο καὶ κάτι ξύπνησε μέσα του. Ἄφησε τὸ παιγνίδι, τὸν πλησίασε καὶ τοῦ εἶπε εὐγενικά:
-Μπάρμπα, εἶσαι πολὺ κουρασμένος. Θέλεις νὰ σὲ βοηθήσω;
-῾Ο Θεὸς νὰ σ’ ἔχη καλά, παιδί μου.
῾Ο Στέργιος ἔσπρωχνε τώρα τὸ καροτσάκι μὲ ὅλη του τὴ δύναμη καὶ διαβαίνοντας μπροστὰ στοὺς συντρόφους του,
φώναξε:
-Παιδιά, νὰ μὲ περιμένετε. Νίκο, νὰ μὴν πειράξουν τοὺς βόλους μου. αὶ προχώρησε σπρώχνοντας τὸ καροτσάκι. Μὰ εἶχε μεγάλο βάρος καὶ μὲ δυσκολία ἔβγαλε τὸν ἀνήφορο.
Ὅταν ἔφτασε στὸ ἴσιωμα, τὸ ἀφῆκε.
-῎Εχε γειὰ τώρα, μπάρμπα, εἶπε κι ἔφυγε, χωρὶς τὸ γεροντάκι νὰ προλάβη νὰ τὸν εὐχαριστήση.
Ὁ Στέργιος κατακόκκινος ἔτρεξε πάλι στοὺς φίλους του κι ἐξακολούθησε τὸ παιγνίδι του.
Δὲ μίλησε γιὰ τὴν πράξη του, μὰ οὔτε καὶ τ’ ἄλλα δυὸ ἀγόρια τοῦ εἶπαν τίποτε. Μονάχα τὸν κοιτάζουν καὶ τὸν θαυμάζουν. Ἄχ! πῶς θὰ ἤθελαν κι αὐτὰ νὰ βρίσκονταν στὴ θέση του!
Πῆραν ἕνα μάθημα:
Ὅταν καμιὰ φορὰ ἔβλεπαν ἄνθρωπο σὲ δύσκολη θέση, ἀκολουθοῦσαν τὸ παράδειγμα, ποὺ τοὺς ἔδωσε ὁ Στέργιος.
Πηγή : Αναγνωστικό Δ' Δημοτικού 1946
Σὰν ἕνα πελώριο πουλί, μὲ ἀνοικτὲς τὶς γυαλιστερές του φτεροῦγες στὸν ἥλιο, ἐπετοῦσε ἕνα ἀεροπλάνο στὸν ἀέρα, ἕνα μεσημέρι ἐπάνω ἀπὸ τὸ Χωριό.
Ὁ κόσμος ἐβγῆκε στὶς θύρες καὶ στὰ παράθυρα καὶ μὲ μανδήλια τὸ ἐχαιρετοῦσε.
Ἀσφαλῶς κάποιο τολμηρὸ Ἑλληνόπουλο τὸ ὡδηγοῦσε μὲ χέρι σταθερό, ποὺ μποροῦσε καὶ νὰ τὸ χαμηλώνῃ ὥς στὴν κορφὴ τοῦ πιὸ ψηλοῦ καμπαναριοῦ κι ὕστερα νὰ τὸ ἀνεβάζῃ ψηλά. Τόσο ψηλά, ποὺ μόλις νὰ φαίνεται, σὰν ἕνα σημάδι στὸν οὐρανό.
— Τὸ ἀεροπλάνο ἔχει καταργήσει πιὰ τὴν ἀπόστασι, εἶπε ὁ κὺρ - Πέτρος στὸν πατέρα του, ποὺ ἦτο καθισμένος στὸν ἥλιο.
Ὁ κὺρ - Πέτρος εἶχε ταξιδεύσει πολλὲς φορὲς μὲ ἀεροπλάνο καὶ ἤξευρε τί ἔλεγε. Ἀπὸ ψηλὰ οἱ πεδιάδες καὶ οἱ κοιλάδες φαίνονται σὰν ἕνα πολύχρωμο χαλί, ποὺ τὸ στολίζουν ἀπ’ ἐδῶ τὰ δάση μὲ βαθυπράσινο χρῶμα καὶ ἀπ’ ἐκεῖ τὰ ποτάμια μ’ ἀσημένια σειρήτια.
— Τὴν πιὸ μεγάλη πόλι, ἐξακολούθησε ὁ κὺρ - Πέτρος, τὴν περνᾷ τὸ ἀεροπλάνο γιὰ μιὰ στιγμή. Κι ἐνῷ γιὰ νὰ πᾷς ἀπὸ τὸν Πειραιᾶ στὴν Κέρκυρα θέλεις εἴκοσι δυὸ ὦρες μὲ τὸ πλοῖο, μὲ τὸ ἀεροπλάνο πᾷς γιὰ μιάμιση ὥρα ἀπὸ τὴν Ἀθήνα. Ἔτσι γρήγορα πᾷς καὶ στὰ Ἰωάννινα, στὴ Θεσσαλονίκη, στὴν Κρήτη, στὴ Ρόδο καὶ σ’ ἄλλες πόλεις τῆς πατρίδος μας, Τὸ ἀεροπλάνο ἐξυπηρετεῖ σπουδαῖα τὶς ἀνάγκες τοῦ ἀνθρώπου.
— Ἀπὸ τὰ παλιὰ χρόνια εἶχε ὁ ἄνθρωπος τὴ φλογερὴ ἐπιθυμία νὰ πετάξῃ στὸν ἀέρα, εἶπε ὁ Κωστάκης.
Καὶ διηγήθηκε τότε στὸν παπποῦ τὸ μῦθο, ποὺ ἄκουσε κάποτε στὸ σχολεῖο, γιὰ τὸ Δαίδαλο καὶ τὸν Ἴκαρο.
Πηγή : Αναγνωστικό Γ' Δημοτικού 1955
— Ντρίν! Ντρίν! Ντρίν! ἀντήχησε τὸ κουδούνι τοῦ τηλεφώνου. Τρέχει στὸ διάδρομο ὁ Γιῶργος καὶ παίρνει τὸ ἀκουστικό.
— Ἐμπρός! Ποιός ὁμιλεῖ, παρακαλῶ;... Ἐσὺ εἶσαι, πατέρα;... Ἐδῶ εἶναι τὰ παιδιά... Νὰ ἔλθωμε στὸ μεταξουργεῖο; Κι ἔπειτα στὸν κινηματογράφο; Ἆ! ὡραῖα... Θὰ ἔλθωμε ἀμέσως.
Ἀπὸ τὸ μεταξουργεῖο ὁ κύριος Θᾶνος εἰδοποιοῦσε τὸ Γιῶργο νὰ πάῃ μὲ τὰ παιδιὰ στὸ μεταξουργεῖο, γιὰ νὰ τὸ ἰδοῦν. Ὕστερα θὰ τοὺς ἔπαιρνε, νὰ τοὺς πάῃ ὅλους στὸν κινηματογράφο.
Ἡ Ἑλενίτσα ἐσκέφθηκε:
— Ἄλλο θαῦμα πάλι αὐτὸ τὸ τηλέφωνο! Στὴν Κοινότητά τους ἔχουν τηλέφωνο. Ἀλλὰ δὲν τὸ χρησιμοποιοῦν ὅποια ὥρα θέλουν καὶ οὔτε γιὰ μικροπράγματα. Τηλεφωνοῦν μόνο τὰ τηλεγραφήματα, ποὺ θὰ σταλοῦν στὴν πολιτεία. Ἄν ἦτο εὔκολο, θὰ ἔπαιρνε στὸ τηλέφωνο καὶ τὰ ἐξαδελφάκια της ἀπὸ τὴν Ἀθήνα.
Ὁ Γιῶργος εἶπε, πὼς ἐδῶ καὶ 30 χρόνια ὁ μεγάλος Ἰταλὸς ἐφευρέτης Γουλιέλμος Μαρκόνι ἐπέτυχε μὲ τὸ τηλέφωνο νὰ μιλοῦν οἱ ἄνθρωποι μὲ ὅλες τὶς χῶρες τῆς γῆς. Ἔτσι ἐπικοινωνοῦν μεγάλα πλοῖα, ποὺ ταξιδεύουν στὶς, μεγάλες θάλασσες, στοὺς ὠκεανούς. Κι ἂν εὑρεθοῦν σὲ κίνδυνο, καλοῦν ἄλλα πλοῖα σὲ βοήθεια, ποὺ τοὺς ἔρχεται βιαστικὴ καὶ σῴζει ἀπὸ τὸ θάνατο χιλιάδες ἀνθρώπινες ζωές.
Τὸ ἀπόγευμα ἔκαμαν ὅλα τὰ παιδιὰ ἕνα περίπατο στὴν πόλι καὶ τὸ βραδάκι ὁ Γιῶργος τὰ ἐπῆγε στὸ ξενοδοχεῖο, ὅπου τὰ ἐπερίμενε ὁ κὺρ - Δημήτρης.
Πηγή : Αναγνωστικό Γ' Δημοτικού 1955