Κοινωνική Ζωή
Τὸ μικρὸ χωριὸ τοῦ Φώτου δὲν εἶχε σχολεῖο.
Ὁ μικρὸς Φῶτος, ποὺ ἤθελε νὰ μάθη γράμματα, ὅπως ἔλεγε, πήγαινε στὸ σχολεῖο τοῦ ἄλλου χωριοῦ, ποὺ ἦταν ἀρκετὰ μακριά.
Ἕνα βράδυ ὁ Φῶτος γύριζε ἀργὰ στὸ χωριό του. Τοῦ εἶχε πεῖ ἡ μητέρα του νὰ ψωνίση καὶ εἶχε ἀργήσει.
Ἤτανε τὸ τέλος τοῦ φθινοπώρου καὶ ὅταν ἔφτασε στὸ δάσος, εἶχε πέσει πυκνὴ ὁμίχλη. Ὁ Φῶτος μὲ κόπο ξεχώριζε τὸ δρόμο. Εὐτυχῶς εἶχε περάσει τόσες πολλὲς φορές, ἀλλιῶς μποροῦσε νὰ πάρη κάποιον ἄλλο δρόμο.
Ἔτσι καθὼς προχωροῦσε, τοῦ φάνηκε πὼς ἄκουσε δεξιά του, μέσα σ᾽ ἕνα χωράφι, φωνὲς καὶ βογκητά. Στάθηκε νὰ κοιτάξη, ἀλλὰ δὲν μποροῦσε στὴν τόσο πυκνὴ ὁμίχλη τίποτε νὰ ξεχωρίση.
Τότε φοβήθηκε καὶ ἄρχισε νὰ τρέχη μὲ ὅλη του τὴ δύναμη, ἀλλὰ μιὰ γενναία σκέψη τὸν ἔκαμε νὰ σταθῆ πάλι:
- Ὑπάρχει κάποιος, εἶπε μέσα του, ποὺ ὑποφέρει καὶ ζητᾶ βοήθεια. Ἴσως μπορῶ νὰ τὸν βοηθήσω. Πρέπει νὰ κοιτάξω νὰ ἰδῶ ποῦ εἶναι.
Αὐτὴ ἡ σκέψη ξανάφερε ὅλο τὸ θάρρος στὸ μικρὸ Φῶτο. Τὰ βογκητὰ ἐξακολουθοῦσαν. Γύρισε πίσω καὶ προχώρησε πρὸς τὸ μέρος, ποὺ εἶχε φύγει. Πρόσεξε καλύτερα καὶ ξεχώρισε τὴ φωνὴ μικροῦ παιδιοῦ. Ὁδηγημένος ἀπὸ τὴ φωνή, δὲν ἄργησε νὰ βρῆ ἕνα μικρὸ κοριτσάκι πεσμένο καταγῆς.
Ἀπὸ τὴν ὁμίχλη εἶχε χάσει τὸ δρόμο καὶ εἶχε προχωρήσει στὰ χωράφια. Εἶχε πέσει μέσα σὲ ἕνα ἀρκετὰ βαθὺ χαντάκι καὶ δὲν μποροῦσε νὰ σηκωθῆ. Εἶχε χτυπήσει ἐπάνω σὲ μιὰ πέτρα καὶ ἀπὸ τὸ μέτωπό του ἔτρεχε αἷμα.
Ὁ Φῶτος ἀνασήκωσε τὴ μικρούλα κόρη, τὴν ἔπλυνε μὲ καθαρὸ νερό, ποὺ εἶχε τὸ χαντάκι.
῎Επειτα ἔδεσε τὴν πληγὴ στὸ μέτωπό της μὲ τὸ καθαρὸ μαντηλάκι της, ποὺ βρῆκε στὸ τσαντάκι της. Ἔτσι τὴν πῆρε ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τὴν ἔβγαλε ἀπὸ τὸ χαντάκι.
Τὸ κοριτσάκι ἔτρεμε καὶ δὲν μποροῦσε νὰ μιλήση. Καὶ μόνο ὅταν προχώρησαν, εἶπε ὅτι τὸ σπιτάκι της ἤτανε στὴν ἀρχὴ τοῦ χωριοῦ. Πόσο φοβήθηκαν οἱ γονεῖς της, μὸλις τὴν εἶδαν!
Ἡ μικρούλα ἔπεσε στὴν ἀγκαλιὰ τῆς μητέρας της καὶ δὲν μποροῦσε νὰ μιλήση. Ὁ Φῶτος ἐξήγησε τί συνέβη.
- Σ’ εὐχαριστῶ πολύ, πάρα πολύ, καλὸ παιδί, τοῦ εἶπαν οἱ γονεῖς.
Καὶ ὁ μικρὸς Φῶτος πῆγε στὸ σπίτι του εὐχαριστημένος.
Πηγή : Αναγνωστικό Β' Δημοτικού 1948
Χρόνια κατεβαίνει ἀπὸ τὴν πατρίδα του στὴν πολιτεία. Μόλις φθάσῃ τὸ φθινόπωρο, νά τον μὲ τὴ φουφοῦ ἀπ᾽ ἔξω ἀπ’ τὸ σχολεῖο. Τὰ παιδιὰ τὸν πλησιάζουν καὶ τὸν χαιρετοῦν:
- Καλῶς ἦλθες, κὺρ - Χαραλάμπη!
- Εὐχαριστῶ, παιδιά! καλὸ χειμῶνα νὰ περάσωμε. Στὴν ὀρεινή του πατρίδα ἄφησεν ὁλόκληρη οἰκογένεια. Γυναῖκα, ἀγόρια, κορίτσια. Πρέπει νὰ ἐργασθῇ γιὰ νὰ τοὺς ζήσῃ. Τί νὰ κάμῃ ὁ καημένος, ἀφοῦ ἔχει τόσο μεγάλη οἰκογένεια καὶ τὸ χωριό τους εἴναι πτωχό;
- Ζεστά, γερὰ κάστανα! Φωνάζει καὶ πωλεῖ στὰ παιδάκια.
- Γερὰ νὰ μοῦ δώσῃς, κὺρ - Χαραλάμπη. Νὰ μὴν εἶναι χαλασμένα, τοῦ λέγει ἕνας μικρούλης.Καὶ τοῦ δίνει τὰ χρήματα.
- Ἐγὼ πάντα γερὰ πωλῶ. Εἶναι διαλεγμένα αὐτά, ποὺ σοῦ δίνω, ἀπαντᾷ ὁ μπάρμπα - Χαραλάμπης.
Ὁ Πάνος ἀγαπᾷ πολὺ τὰ κάστανα, μὰ σήμερα δὲν ἔχει χρήματα. Δὲν τοῦ ἔδωκε ἡ μητέρα. Στέκεται λίγο πιὸ πέρα ἀπὸ τὴ φουφοὺ καὶ τὰ βλέπει ροδοκοκκινισμένα. Καὶ ἄλλα παιδιὰ στέκονται καὶ βλέπουν ἀπὸ μακριά. Ἐκεῖνα ποὺ ἔχουν χρήματα, ἔρχονται ξέθαρρα καὶ ἀγοράζουν. Ὁ Θανασάκης, ὅταν ἀγοράζῃ, πάντα δίνει καὶ στὸ φίλο του τὸν Παναγῆ.
Καὶ ὁ Παναγῆς πάλι, ὅταν ἀγοράζῃ, δίνει στὸ Θανασάκη.
Μιὰ ἡμέρα ἕνα παιδί, ὁ Μενέλαος, ἧλθε κι ἐστάθηκε κοντὰ στὸ μπάρμπα - Χαραλάμπη. Ἐκοίταζε τὰ κάστανα, μὰ δὲν ἔλεγε τίποτε, Στὸ χέρι του ὅμως εἶχε χρήματα.
- Θέλεις, Μενέλαε, κάστανα; ἐρώτησεν ὁ καστανᾶς. - Ὄχι, κὺρ - Χαραλάμπη. Δὲν ἔχω χρήματα.
- Μὰ νά! αὐτὰ ποὺ κρατεῖς δὲν είναι χρήματα;
- Αὐτὰ τὰ ἔχω γιὰ τετράδιο, κὺρ - Χαραλάμπη. Δὲν τὰ ἔχω γιὰ κάστανα. Αὔριο, ποὺ θὰ μοῦ δώσῃ ἄλλα ὁ πατέρας μου, τότε
θὰ ἀγοράσω.
- Μπράβο, παιδί μου, καλὰ σκέπτεσαι. Μερικὰ παιδιὰ ὅμως δὲν σκέπτονται ὅπως ἐσύ. Ὅταν ἔχουν χρήματα καὶ βλέπουν κουλούρια, καραμέλλες, κάστανα, ἀμέσως ἀγοράζουν. Ἄς εἶχαν τὰ χρήματα γιὰ ν᾽ ἀγοράσουν μολύβι, πέννα, τετράδιο. Ἑσὺ θὰ γίνῃς καλὸ παιδί. Μπορεῖς καὶ κρατιέσαι. Δὲν εἶσαι λιχούδης. Ἔχω κι ἐγὼ στὸ χωριό μου ἕνα ἀγόρι σὰν κι ἐσένα, τὸν Μάνθο. Πηγαίνει στὸ σχολεῖο καὶ πάντα τὸν συμβουλεύω νὰ μὴν εἶναι λιχούδης. Ἡ λιχουδιὰ εἶναι κακὸ πρᾶγμα, παιδί μου.
Πηγή : Αναγνωστικό Β' Δημοτικού 1963
Μετὰ ἕνα μῆνα ἐγέμισεν ὁ ἐλαιῶνας ἀπὸ κόσμο. Ὅλοι ἦλθαν νὰ μαζέψουν τὸ βιό τους. Τὰ παιδάκια μὲ κοφίνια στὸν ὦμο καὶ μὲ σακκοῦλες κατέβαιναν τραγουδῶντας νὰ βοηθήσουν. Ἠ Ξανθούλα ἦλθε μὲ τὸν ἀδελφό της τὸ Ρήγα. Ἡ γιαγιὰ μὲ τὸν πατέρα εἶχαν κατεβῆ πιὸ ἐνωρίς. Μαζί τους ἦταν καὶ δυὸ ἐργάτριες.
Ὁ πατέρας εἶχε μαζί του καὶ μιὰ σκάλα ψηλή. Μερικὰ δένδρα ἧταν δύσκολα στὸ ἀνέβασμα, γιὰ τοῦτο ἔφερε τὴ σκάλα. Ὁ Ρήγας ἐσκαρφάλωνε καὶ ἐγέμιζε τὸ σακκουλάκι ἀπὸ τὰ πιὸ ψηλὰ κλωνάρια. Ἡ γιαγιὰ ἐμάζευε ὅσες ἐλιὲς ἧσαν στὰ χαμηλὰ κλωνάρια καὶ τὶς ἔφθανε. Ἡ Ξανθούλα ἐμάζευε αὐτές, ποὺ ἦταν στὴ γῆ πεσμένες. Καὶ ἐνῷ ἐμάζευε, ἔλεγε:
- Τόσος καρπός, ἀδύνατο νὰ μαζευθῇ.
- Τὸ μάτι δειλό, μὰ τὸ χέρι τολμηρό, τῆς ἀποκρίθηκε ἡ γιαγιά. Καταλαβαίνεις τί θὰ ᾽πῇ αὐτό, Ξανθούλα;
Ἡ Ξανθούλα δὲν τὸ εἶχε καταλάβει καὶ ἡ γιαγιὰ τῆς τὸ ἐξήγησε.
- Τὸ μάτι μας βλέπει, κορίτσι μου, πολλὲς φορὲς μιὰ ἐργασία καὶ τὴ θεωρεῖ πολὺ δύσκολη.Φοβᾶται λοιπὸν καὶ δειλιάζει, πὼς ἡ ἐργασία δὲν θὰ τελειώσῃ ποτέ. Ὄταν ὅμως καταπιασθῇ τὸ χέρι, ποὺ εἶναι τολμηρό, ἡ ἐργασία λίγο - λίγο τελειώνει.
῾Η Ξανθούλα ἐκατάλαβε τότε καὶ εἶπε: - Αὐτὸ παθαίνω ἐγώ, γιαγιά, μὲ τὰ γραψίματα. Πολλὲς φορὲς μοῦ φαίνονται βουνό. Λέγω, πὼς δὲν θὰ τὰ τελειώσω ποτέ. Ὅταν ὅμως ἀρχίσω νὰ γράφω, σιγὰ - σιγὰ τὰ τελειώνω δίχως νὰ τὸ καταλάβω. Μοῦ ἄρεσε, γιαγιά, αὐτὸ ποὺ μοῦ εἶπες.
Καὶ ἡ Ξανθούλα τὸ ἐπανέλαβε:
- Τὸ μάτι δειλό, μὰ τὸ χέρι τολμηρο.
Πηγή : Αναγνωστικό Β' Δημοτικού 1963
Τὴν ἄλλη ἡμέρα τὸ πρωὶ ὁ Χρόνης ἐπῆγε στὸ ξυλουργεῖο τοῦ Γρηγόρη. Εὐτυχῶς ἦταν ἐκεῖ. Ἐπριόνιζε μιὰ σανίδα. Ὅλο τὸ πάτωμα ἦταν γεμᾶτο πριονίδια καὶ ροκανίδια σκορπισμένα. Σ’ ἕνα μεγάλο τραπέζι, τὸν μπάγκο, ἦταν τὰ ἐργαλεῖα. Ἀπ’ αὐτὰ ὁ Χρόνης ἄλλα ἤξερε καὶ ἄλλα δὲν ἤξερε. Εἶδε τὸ πριόνι, τὴν πλάνη, τὸ σκεπάρνι, τὴν τανάλια, τὸ καθένα στὴ θέσι του.
Μερικὰ ἐργαλεῖα τοῦ ἐφάνηκαν περίεργα. Τὰ ἔβλεπε γιὰ πρώτη φορά. Δὲν μποροῦσε νὰ καταλάβῃ σὲ τί τὰ ἐχρησιμοποιοῦσεν ὁ ξυλουργός. Ὅταν ἐκεῖνος ἐτελείωσε τὸ πριόνισμα, ὁ Χρόνης τοῦ εἶπε τὴν παραγγελία, ποὺ εἶχε ἀπὸ τὸν πατέρα του: νὰ ἔλθῃ γιὰ νὰ διορθώσῃ τὴν ἀποθήκη.
- Δὲν μπορῶ, παιδί μου, οὔτε αὔριο οὔτε μεθαύριο νὰ ἔλθω. Τὴν ἄλλη ἑβδομάδα θὰ εὑκαιρήσω. - Ἔχουν λυγίσει τὰ ξύλα τῆς ἀποθήκης, κὺρ-Γρηγόρη, καὶ κοντεύουν νὰ σπάσουν μοῦ εἶπεν ὁ πατέρας. Ὅσο μπορεῖς, ἔλα γρηγορώτερα. Εἶναι ἀνάγκη.
- Καταλαβαίνω, παιδί μου, ἀλλὰ τί νὰ σᾶς κάμω. Ἔχω δουλειὰ ἄλλη, πιὸ βιαστική. Μοῦ εἶναι ἀδύνατο νὰ τὴν ἀφήσω στὴ μέση. Φτειάνω μιὰ σκεπή. Εἶναι φθινόπωρο καὶ μπορεῖ νὰ βρέξῃ. Καὶ τότε δίχως σκεπή, τί θὰ γίνη τὸ σπίτι;
Καί, παίρνοντας ἀνάμεσα ἀπὸ τὰ ξύλα ἕνα χάρακα, λέγει τοῦ Χρόνη :
- Καὶ τώρα, μιὰ ποὺ ἧλθες στὸ μαγαζί μου, στάσου νὰ σοῦ δώσω κι ἕνα χάρακα, νὰ ριγώνῃς τὰ. τετράδιά σου. Εἶναι ἀπὸ ὀξυά. Δὲν στραβώνει. Τέτοιον ἔχει καὶ ὁ γυιός μου ὁ Νικολός. Μοῦ φαίνεται πὼς εἶσθε συμμαθηταί.
- Εἴμεθα καὶ φίλοι καὶ πολλὲς φορὲς μελετοῦμε καὶ μαζί, ἐπρόσθεσεν ὁ Χρόνης.
- Νὰ μελετᾶτε, παιδί μου. Ἐμεῖς γιὰ σᾶς κοπιάζομε. Φροντίστε νὰ μάθετε γράμματα, γιὰ νὰ γίνετε καλοὶ ἄνθρωποι.
Τὴν ἄλλη ἑβδομάδα ὁ Γρηγόρης ἐπῆγε καὶ διώρθωσε τὴν ἀποθήκη. Ἄν τὴν ἄφηναν μερικὲς ἡμέρες ἀκόμα, θὰ ἔπεφτε καὶ τὸ σπίτι τοῦ Χρόνη θὰ ἐπάθαινε μεγάλη ζημιά.
Πόσες τέτοιες ζημιὲς δὲν ἐπρολάβαινε ὁ καλὸς ξυλουργὸς στὸ χωριὸ μὲ τὴν τέχνη του!
Πηγή : Αναγνωστικό Β' Δημοτικού 1963
Τὰ μπράτσα του, γιὰ ἰδέστε,
γυαλίζουν μελανά.
Τὴ νύκτα, τὴν ἡμέρα,
σκυφτός, σφυροκοπᾷ,
δίχως νὰ παίρνῃ ἀνάσα,
στ’ ἀμόνι του κτυπᾷ!
Τὰ οὐράνια δὲν τὰ ξέρει
ποτέ του γαλανά.
Τὴ φλόγα, τὸ σφυρί του,
θωρεῖ παντοτινά.
Τὴ νύκτα, τὴν ἡμέρα,
σκυφτός, σφυροκοπᾷ,
δίχως νὰ παίρνῃ ἀνάσα,
στ’ ἀμόνι του κτυπᾷ.
Ἔχει παιδιά, γυναῖκα,
γι’ αὐτοὺς τόσον καιρὸ
σιδερικὰ σκαρώνει
κάθε λογῆς σωρό.
Τὴ νύκτα, τὴν ἡμέρα,
σκυφτός, σφυροκοπᾷ,
δίχως νὰ παίρνῃ ἀνάσα,
στ’ ἀμόνι του κτυπᾷ.
Τέλλος Ἄγρας
Πηγή : Αναγνωστικό Β' Δημοτικού 1963