Κοινωνική Ζωή
Τὸ σιδηρουργεῖο τοῦ Μιχάλη εἶναι κοντὰ στὴ μικρὴ πλατεῖα. Ἐκεῖ κοντὰ εἶναι καὶ ὁ Γρηγόρης, ὁ ξυλουργός, καὶ ὁ μπάρμπα - Σταμάτης, ὁ μπαλωματής. Τί σιδερικὰ ἦταν ἐκεῖνα, ποὺ εἶχε στὸ μαγαζί
του ὁ Μιχάλης! ‘Υνιά, δικέλια, κλειδαριές. πέταλα, καρφιά. ἔβλεπες ὅ,τι ἤθελες.
Μὲ τὸ σφυρὶ στὸ χέρι ἐκτυποῦσεν ἕνα πυρωμένο σίδερο ἐπάνω στὸ ἀμόνι. Τὸν ἐβοηθοῦσε καὶ ἕνα παιδί. Καὶ οἱ δυό τους ἧταν κατάμαυροι ἀπὸ τὰ κάρβουνα.
- Σοῦ ἔφερα, κὺρ - Μιχάλη, τὸ ὑνί μας, τοῦ εἶπεν ὁ Χρόνης. Ἐστράβωσεν ἡ μύτη του, νὰ τὸ διορθώσῃς.
Ὁ Μιχάλης τὸ ἐπῆρε καὶ τὸ ἐκοίταξε.
- Ἄφησέ το, παιδί μου, καὶ θὰ τὸ διορθώσω. Σήμερα ὅμως καὶ αὔριο δὲν εὐκαιρῶ. Μεθαύριο θὰ εἶναι ἕτοιμο.
Ὁ Χρόνης ἐκοίταζε τὸ φυσερό. Τὴν ὥρα ἐκείνη ὁ βοηθὸς τοῦ Μιχάλη ἐτραβοῦσεν ἕνα σχοινὶ καὶ τὸ φυσερὸ ἐφυσοῦσε: φούκου! φούκου! Μὲ τὸ φύσημα ἡ φωτιὰ ἐδυνάμωνε καὶ τὸ σίδερο ἐκοκκίνιζε.
Ὁ Χρόνης ἐκοίταζε καὶ τὰ μπράτσα τοῦ σιδερᾶ. Τί δυνατὰ ποὺ ἦταν! Ἐπαρακολουθοῦσε πῶς ἐκτυποῦσε τὸ πυρωμένο σίδερο ἐπάνω στὸ ἀμόνι καὶ πῶς ὕστερα ἀπὸ λίγο ἄρχιζε νὰ μαυρίζῃ. Τότε πάλι τὸ ξανάβαζε στὴ φωτιά.
Πόσο θὰ ἤθελε ὁ Χρόνης νὰ ἐτραβοῦσε καὶ αὐτὸς τὸ σχοινὶ καὶ νὰ κάνῃ μὲ τὸ φυσερὸ φούκου! φούκου! Ἀπ’ ἐκεῖ ὁ Χρόνης ἐπῆγε νὰ εἰδοποιήσῃ τὸν Γρηγόρη, τὸν ξυλουργό, γιὰ νὰ διορθώσῃ τὴν ἀποθήκη, μὰ ἐκεῖνος ἔλειπε.
Ὅταν ἐγύρισε σπίτι, μιλοῦσε ὅλο γιὰ τὸ σιδηρουργὸ και γιὰ τὰ σιδερικά του.
- Ὁ Μιχάλης εἶναι πολὺ χρήσιμος γιὰ τὸ χωριό, παιδί μου, τοῦ εἶπεν ὁ πατέρας. Γιὰ σκέψου, ἂν ἔλειπε. Θὰ ἔπρεπε νὰ πᾶμε γιὰ τὸ παραμικρὸ στὴν πολιτεία. Καὶ εἶναι τεχνίτης πολὺ καλός. Ὅλα τὰ σιδερικά, ποὺ χρειαζόμεθα στὸ χωριό, αὐτὸς τὰ φτειάνει.
- Εἶδα δεμένα καὶ δυὸ ἄλογα, πατέρα, ἀπ’ ἔξω ἀπὸ τὸ μαγαζί. Τί ἤθελαν ἐκεῖ;
- Τοῦ τὰ πηγαίνουν καὶ τὰ πεταλώνει, παιδί μου. Καὶ εἶναι ἄριστος καὶ στὸ πετάλωμα. Μόνος του φτειάχνει τὰ καρφιά, μόνος του τὰ πέταλα, μόνος του ὅλα.
- Εἶδα καὶ ἕναν τροχὸ πέτρινο.
- Τὸν ἔχει γιὰ τρόχισμα, παιδί μου. Τσεκούρια, μαχαίρια, κλαδευτήρια, ψαλίδια, ὅλα μπορεῖ νὰ τὰ τροχίσῃ.
Ὅταν σὲ λίγο ὁ Χρόνης ἔμεινε μόνος, ἐπῆρε τὸ τετράδιο καὶ ἐζωγράφισε τὸ Μιχάλη. Ἐζωγράφισε καὶ τὸ φυσερὸ καὶ τὸ ἀμόνι του.
Πηγή : Αναγνωστικό Β' Δημοτικού 1963
Ζευγαρωμένα, ταιριαστὰ
τὰ βόδια στὸ ζυγό,
μέσ’ στὰ βαθιὰ τὰ μάτια τους
τὴ συλλογή τους κρύβουν.
Καὶ στὸ χωράφι τ ἄσκαφτο
σέρνουν μὲ βῆμα ἀργό,
σέρνουν τὸ ἀλέτρι πίσω τους
καὶ κάπου κάπου σκύβουν.
Τὸ ὑνὶ χαράζει ἀκούραστα
τ’ αὐλάκι τὸ βαθύ,
ξεσκάβοντας. τινάζοντας
τὴν πέτρα, τὸ κοτρώνι.
Κι ὁ ζευγολάτης ἄφωνος
τ’ ἀλέτρι ἀκολουθεῖ
καὶ μὲ βουκέντρα σουβλερὴ
τὰ βόδια του κεντρώνει.
Ευλογημένο τρεῖς φορὲς
τ’ ἀλέτρι τὸ βαρύ !
Εὐλογημένα τρεῖς φορὲς
τὰ βόδια, ὁ ζευγολάτης!
Κι εὐλογημένη τρεῖς φορὲς
ἡ γῆ πού, καρπερή,μὲ δίχως
βαρυγκόμησι.
μᾶς δίνει τὰ καλά της!
Ἰωάννης Πολέμης
Πηγή : Αναγνωστικό Β' Δημοτικού 1963
Τὴν ἄλλη ἡμέρα οἱ γεωργοὶ ἐπῆγαν στὰ χωράφια τους. Ἐπῆγαν γιὰ νὰ ὀργώσουν. Τραγουδοῦν χαρούμενοι. Ὁ μπάρμπα-Σπύρος μὲ τὸ Στέφανο ἐπῆγαν ἀπὸ τοὺς πρώτους.
Τὰ δυό τους βόδια ξεκούραστα σύρουν τὸ ἀλέτρι. Τὸ ὑνὶ σχίζει τὴ γῆ βαθιά. Τὸ χῶμα ἀνασηκώνεται. Τὸ χωράφι παίρνει ἄλλη ὄψι τώρα, ποὺ ὀργώνεται.
- Ὠώ! Μελῆ. Ὠώ! Κανέλλη, ἀκούεται ὁ Στέφανος.
Στὸ μπάρμπα-Σπύρο ἀρέσει αὐτὴ ἡ φωνή. Τοῦ φαίνεται σὰν τραγούδι. Νέος ὤργωνε ὁ ἴδιος. Τώρα, ποὺ ἐγέρασε, ὀργώνει ὁ Στέφανος. Ὁ Στέφανος εἶναι παιδὶ ὑπάκουο, ἀγαπάει τὴ δουλειά. Τὰ βόδια τὰ προσέχει. Βουκέντρα δὲν μεταχειρίζεται. Δὲν θέλει νὰ κάμῃ τὰ ζῷά του νὰ πονοῦν. Τὰ χωράφια τὰ ἔχει καλοπεριποιημένα.
- Ἄν ἔκανε, πατέρα, λίγες ἡμέρες γλυκειές, ὅπως σήμερα, θὰ ἐτελειώναμε τὰ ὀργώματα. Ὕστερα θ’ ἀρχίζαμε τὴ σπορά, λέγει ὁ Στέφανος.
Καὶ χαίρεται, ποὺ βλέπει τὶς αὐλακιὲς νὰ πληθαίνουν.
- Μὲ τὴ βοήθεια τοῦ θεοῦ, ὅλα θὰ γίνουν, παιδί μου.
Ἀνάμεσα στὰ βάτα ἐκείνη τὴν ὥρα ἕνα παιδὶ ψάχνει γιὰ μανιτάρια. Εἶναι ὁ Γιαννάκης. Παιδὶ ὀρφανό. Κάπου-κάπου, φωνάζει σὰν τὸ Στέφανο.
- Ὠώ! Μελῆ. ᾽Ωώ! Κανέλλη.
Ὁ γέρο - Σπύρος ἐφώναξε τὸ Γιαννάκη κοντά του.
- Ἄσχημα κάνεις,παιδί μου, νὰ γυρίζῃς στὶς ἐρημιὲς γιὰ μανιτάρια. Πρέπει νὰ μάθῃς γράμματα. Ὅσο γιὰ τὰ μανιτάρια, τὰ βρίσκεις, ὅποτε θέλεις.
Ὅταν ἐσήμανε ὁ ἑσπερινός, τὸ ὄργωμα ἐσταμάτησε. Ὁ μπάρμπα - Σπύρος καὶ ὁ Στέφανος ἔκαμαν τὸ σταυρό τους. Ὕστερα ἐκίνησαν γιὰ τὸ χωριό. Ὁ γέρος ἐπῆρε μαζί του καὶ τὸ Γιαννάκη. Σ’ ὅλο τὸ δρόμο τὸν ἐσυμβούλευε σὰν παιδί του.
Ὁ Γιαννάκης ἀκούει τὰ λόγια ἐκεῖνα προσεκτικά. Ἀπὸ κανένα δὲν ἔχει ἀκούσει τέτοια λόγια. Γιὰ μιὰ στιγμὴ βουρκώνουν τὰ μάτια του.
- Δὲν ἔχω βιβλίο, λέγει στὸ μπάρμπα Σπύρο. Πῶς θὰ πηγαίνω στὸ σχολεῖο;
- Αὐτὸ νὰ μὴ σὲ στενοχωρῇ. Βιβλίο, σάκκα καὶ ὅ,τι χρειάζεται θὰ σοῦ τὰ ἀγοράσω, ἀπαντᾷ ὁ καλὸς γέροντας.
- Τότε θὰ πηγαίνω. Καὶ ἄλλη φορὰ δὲν θὰ ξαναφύγω ἀπὸ τὸ σχολεῖο.
Καὶ ὁ Γιαννάκης ἐτήρησε τὸ λόγο του. Μὲ τὴ βοήθεια τοῦ μπάρμπα - Σπύρου ἐτελείωσε τὸ Δημοτικό.
Πηγή : Αναγνωστικό Β' Δημοτικού 1963
Ὁ Γιωργάκης εἶναι μικρός. Τὸ παράπονό του εἶναι, ποὺ δὲν τὸν δέχονται στὸ σχολεῖο. Γι’ αὐτὸ λέγει συχνὰ στὴ μητέρα του. - Πότε, μητέρα, θὰ γίνω μαθητής;
Πότε θὰ πηγαίνω στὸ σχολεῖο;
- Ὅταν μεγαλώσῃς, ἀπαντᾷ ἡ μητέρα.
Μὰ καὶ τώρα εἶμαι μεγάλος. Γιὰ κοίταξέ με!
Καὶ σηκώνεται, τεντώνει τὸ σωματάκι του, γιὰ νὰ φανῇ ψηλός. Ὁ πατέρας καὶ ἡ μητέρα ξεκαρδίζονται στὰ γέλια.
Μὰ πιὸ πολὺ γελᾷ ἡ γιαγιά. Γελᾷ ποὺ ὁ ἔγγονός της εἶναι ἔξυπνος Τὸν παίρνει στὴν ἀγκαλιά της καὶ τὸν φιλεῖ. -
Νὰ μᾶς ζήσῃς, παιδάκι μου, τοῦ λέγει.
Ὁ καλὸς Θεὸς νὰ σοῦ χαρίζῃ ὑγεία. Νὰ μάθῃς γράμματα, νὰ γίνῃς καλὸς ἄνθρωπος.
Τὴν ἡμέρα, ποὺ ἄνοιξε τὸ σχολεῖο, ὁ Γιωργάκης ἐστενοχωρήθηκε πολύ.
Ἄχ! μητερούλα. Τί θὰ γίνω τώρα ἐγώ; Ὁ Θανασάκης θὰ πηγαίνῃ στὸ σχολεῖο, ὅλα τὰ παιδιὰ θὰ πηγαίνουν. Ἑγὼ δὲν θὰ μάθω γράμματα;
- Θὰ μάθῃς, παιδάκι μου, μὰ ὅταν θὰ ἔλθῃ ὁ καιρός. Κάμε ὑπομονή.
Ἡ γιαγιά, σὰν τὸν εἶδε νὰ λυπᾶται πολύ, τὸν ἐφώναξε κοντά της.
- Γιατί, Γιωργάκη μου, στενοχωριέσαι; Δὲν εἶμαι μαζί σου ἐγώ; Ἐγὼ θὰ σοῦ μάθω πολλὰ πράγματα. Θὰ πηγαίνωμε μαζὶ περίπατο, θὰ σοῦ λέγω παραμύθια, θὰ σοῦ τραγουδῶ, θὰ σὲ βοηθήσω νὰ γνωρίσῃς καὶ μερικοὺς καλοὺς φίλους.
- Φίλους; Ποιοί εἶναι αὐτοὶ οἱ φίλοι, γιαγιά; - Τοὺς γνωρίζεις καὶ τώρα, παιδί μου. Μὰ ἐγὼ θὰ σὲ βοηθήσω νὰ πιάσῃς φιλία μαζί τους. Ἀπὸ αὔριο θὰ πᾶμε νὰ τοὺς ἰδῇς.
Πηγή: ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟ Β' Δημοτικού 1963
῾Ο Ἀντωνάκης ἦταν ἕνα παιδὶ φρόνιμο. Ποτὲ δὲν ἔλεγε ἄπρεπα λόγια. Οὔτε ἤξερε νὰ εἰπῆ ψέμματα. Στὰ μαθήματά του ἦταν πολὺ τακτικός. Οἱ γονεῖς του ἦσαν εὐχαριστημένοι ἀπὸ τὸν ᾽Αντωνάκη τους καὶ ὑπερήφανοι, ποὺ εἶχαν ἕνα τόσο καλὸ παιδί.
Τελευταῖα ὅμως τὸ παιδὶ αὐτὸ ἄρχισε νὰ χαλᾷ. Ἡ μητέρα του καὶ ὁ πατέρας του δὲν ἤξεραν πῶς νὰ ἐξηγήσουν αὐτὴ τὴν ἀλλαγή. Οὔτε καὶ ὁ δάσκαλος.
Κάποτε ὅμως ἔγινε φανερὸ γιατί ὁ Ἀντωνάκης εἶχεν ἀλλάξει.
Μιὰ ἡμέρα ἐπῆγε στὸ σπίτι τους μιὰ πτωχὴ γυναῖκα, ἡ κυρὰ-Κωνσταντία. Ἧταν ἐκεῖ καὶ ὁ ᾽Αντωνάκης.
- Κύριε Χαρίλαε, εἶπε στὸν πατέρα. Ὁ Ἀντωνάκης σας μοῦ ἐπλήγωσε μὲ τὶς πέτρες μιὰ πάπια. Ἐγὼ εἶμαι γυναῖκα πτωχή. Ἔχω δυὸ ὀρφανὰ νὰ θρέψω. Ἐπερίμενα νὰ τοὺς δίνω κανένα αὐγουλάκι νὰ τρώγουν. Αὐτὸς μοῦ ἐπλήγωσε τὴν πάπια μου. Ἦταν μαζὶ μὲ ἕνα ἄλλο κακὸ παιδί.
῾0 πατέρας καὶ ἡ μητέρα δὲν ἤξεραν τί νὰ ἀπαντήσουν.
- Δὲν θὰ ἦταν ὁ ᾽Αντώνης μας, κυρὰ Κωνσταντία. Λάθος θὰ ἐκάνατε, εἶπεν ὁ πατέρας. Αὐτὸς οὔτε πέτρε ς πετᾷ οὔτε καὶ πηγαίνει μὲ κακὰ παιδιά. Εἶναι παιδὶ μὲ καλὴ ἀνατροφή.
-Τὸν γυιό σας δὲν γνωρίζω, κύριε Χαρίλαε; Τί λέτε; ᾽Αφοῦ εἶναι ἐδῶ, ἂς σᾶς εἰπῆ ὁ ἴδιος, ἂν δὲν ἦταν αὐτός. Νά! σὰν νὰ τὸν βλέπω μὲ τὶς πέτρες στὰ χέρια.
Ἀπὸ τὸ χρῶμα, ποὺ ἐπῆρε τὸ πρόσωπο τοῦ γυιοῦ τους, ἐκατάλαβε ὁ πατέρας, πὼς ἡ γυναῖκα εἶχε δίκιο. Τὴν ἐπῆρε τότε κάτω καὶ τῆς ἔδωκε δυὸ πάπιες ἀπὸ τὶς δικές του. Τῆς ἔδωκε καὶ μερικὰ χρήματα, τῆς ἐζήτησε 39 συγγνώμην καὶ ἡ κυρία ἔφυγε.
Ὄταν ἦλθεν ὁ πατέρας ἐπάνω, εὑρῆκε τὸν Ἀντωνάκη νὰ κλαίῃ ἀπαρηγόρητα καὶ νὰ λέγη στὴ μητέρα του:
-Δὲν θὰ τὸ ξανακάνω, μητερούλα μου. Συγχωρῆστέ με. Ἐγὼ ἐπλήγωσα τὴν πάπια τῆς κυρὰ - Κωνσταντίας. Εἶχα συναναστροφὴ μ’ ἕνα κακὸ παιδί. Δὲν θὰ ξαναπηγαίνω μαζί του.
Ὁ πατέρας ἐστάθηκε λίγη ὥρα ἀμίλητος. Ὕστερα εἶπε :
- Παιδί μου, ἀπὸ τὰ δάκρυα, ποὺ χύνεις, καταλαβαίνω, πὼς μετανοεῖς. ᾽Εγὼ καὶ ἡ μητέρα σου σὲ συγχωροῦμε γιὰ ὅ,τι ἔκαμες. Πρόσεξε ὅμως ἄλλη φορὰ ποιοὺς συναναστρέφεσαι. Δὲν ὑπάρχει χειρότερο πρᾶγμα ἀπὸ τὴν κακὴ συναναστροφή. Εἶναι ἱκανὴ νὰ σὲ καταστρέψῃ.
Πηγή: ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟ Β' Δημοτικού 1963