trigos

Ὅλος ὁ κόσμος εὑρίσκεται σὲ κίνησι.

Κάρρα καὶ αὐτοκίνητα γεμᾶτα σταφύλια περνοῦν ὁλοένα. Ἀνάμεσα στὰ κλήματα παλληκάρια καὶ κοπέλλες, μὲ τὰ καλάθια στὰ χέρια, τρυγοῦν.

Ὁ Κωστάκης καὶ ἡ Ἑλενίτσα εὑρίσκονται ἀκόμη στὸ κτῆμά των, στὴν ἐξοχή. Ἔχουν τὴν ἄδεια νὰ βοηθήσουν καὶ αὐτοὶ στὸν  τρύγο. Ἀπὸ πολὺ πρωΐ μὲ τὸ γλυκοχάραμα, ἑσηκώθηκαν καἰ ἐπῆγαν καὶ αὐτοὶ στὸ ἀμπέλι μὲ τοὺς ἄλλους ἐργάτες.

Κρατοῦν ὁ καθένας τὸ μικρό του καλαθάκι καὶ ἕνα μαχαιράκι. Σὲ κάθε κλῆμα σταματοῦν. Ἀφήνουν κάτω τὸ καλάθι καὶ κόβουν μὲ πολλὴ προσοχὴ τὸ σταφύλι ἐπάνω στὸ κοτσάνι του. Τὸ βάζουν στὸ καλάθι καὶ κόβουν ἄλλο.

Ἅμα γεμίσουν τὸ καλαθάκι τους, πηγαίνουν καὶ τὸ ἀδειάζουν στὸ μεγάλο κοφίνι. Πόσες φορὲς τὸ ἐγέμισαν καὶ τὸ ἄδειασαν οὔτε  ξεύρουν!

Ἑργάζονται μὲ ὄρεξι μεγάλη καὶ τραγουδοῦν μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς ἄλλους ἐργάτες καὶ τὶς ἐργάτριες διάφορα τραγούδια. Νά ἕνα ἀπ’  αὐτά:

ΕΝΑ ΠΟΥΛΙ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟ ΚΙ ΑΛΛΟ ΠΟΥΛΙ ΒΟΥΝΗΣΙΟ
Ἕνα πουλὶ θαλασσινὸ
κι ἕνα πουλὶ βουνήσιο,
τὰ δυὸ πουλιὰ μαλώνανε
στοῦ σταυραϊτοῦ τὸν τόπο.
Γυρίζει τὸ θαλασσινὸ
καὶ λέει τοῦ βουνήσιου:
— Μὴ μὲ μαλλώνῃς, βρὲ πουλί,
καὶ μὴ μὲ παραδιώχνῃς
κι ἐγὼ πολὺ δὲν κάθομαι
στὸν τόπο τὸ δικό σου.
Ἅν κάτσω Μάη καὶ Θεριστὴ
κι ὅλον τὸν Ἁλωνάρη
κι ἂν πάρω κι ἀπ’ τὸν Αὔγουστο,
τὸν Τρυγητὴ μισεύω.
Κι ἀφήνω γιὰ στὶς ὄμορφες
καὶ γειὰ στὶς μαυρομμάτες
κι ἐγὼ πάω στὸν τόπο μου,
γυρνῶ στοὺς ἰδικούς μου.


Δημοτικό

Πηγή: Αναγνωστικό Γ'Δημοτικού 1955

1.Ὁ Κώστας ἦταν δώδεκα χρονῶ παιδὶ κι ἀγαποῦσεπολὺ τοὺς γονεῖς του, τὰ γράμματα καὶ κάτι ἄλλο ἀκόμα: τὸκολύμπι. Ὤ! πῶς τ’  ἀγαποῦσε τὸ κολύμπι!

Η μεγαλύτερη εὐτυχία του ἦταν νὰ σκίζη τὴ θάλασσα,σὰ βαρκούλα,  ἀφήνοντας πίσω του ἕνα ὑγρὸ αὐλάκι ἢ νὰταλαντεύεται γλυκὰ  γλυκὰ στὸ γαλαζοπράσινο νερό.

Τοῦ ἄρεσε νὰ παίζη σὰν ψάρι μέσα στὸ ἥσυχο κύμα, νὰγλιστρᾶ σὰ  δελφίνι νὰ κάνη μακροβούτια να βλέπη θαμπὰτὰ φύκια στὸ βυθὸ  τῆς θάλασσας.

Δὲ φοβόταν τὰ κύματα ἡ θάλασσα τὸν εἶχε κάμει γενναῖο.Προχωροῦσε χωρὶς φόβο ἐπάνω τους καὶ μαζεύοντας δύναμη τὰ πηδοῦσε, χωρὶς νὰ σπάσουν στὸ πρόσωπό του καὶ νὰ σκεπάση ὁ ἀφρὸς τὸ κεφάλι του. Καὶ πότε τὸν ἀνέβαζαν ψηλὰ ψηλά, πότε τὸν κατέβαζαν χαμηλά.

Τὴν αγαποῦσε πολὺ τὴ θάλασσα ὁ Κώστας Τὸν νανούριζε μὲ τὸν  ἥσυχο φλοῖσβο της, τοῦ ἔδινε θάρρος μὲ τὸ θυμότης καὶ τὸν ἔκανε ν’ ἀγαπᾶ τὸν κίνδυνο. Καὶ τί δροσερὸ ποὺἦταν τὸ ἀεράκι της καὶ τί  ὡραῖα μοσκοβολοῦσαν τὰ φύκιατης, ποὺ ἔμοιαζαν σὰν πράσινα  κεντήματα!

δάσκαλος ἐξήγησε σήμερα γιατί κάνομε στὰ σπίτια μας βασιλόπιττα.

—Στὰ παλιὰ χρόνια, εἶπε στὰ παιδιά, ὅταν ἦτο ἐπίσκοπος στὴν Καισάρεια ὁ Μέγας Βασίλειος, ἔτυχε νὰ εἶναι διοικητὴς τῆς Καππαδοκίας ἕνας εἰδωλολάτρης, πολὺ  κακός, σκληρὸς καὶ φιλοχρήματος ἄνθρωπος. Οἱ ἐπισκέψεις του στὰ διάφορα μέρη τῆς ἐπαρχίας του σκοπὸ εἶχαν τὴ διαρπαγὴ καὶ λεηλασία τῶν θησαυρῶν τῶν Χριστιανῶν. Κάποτε λοιπόν, ποὺ θὰ ἔκανε τὴν ἐπίσκεψί του ὁ κακὸς αὐτὸς ἄρχοντας στὴν Καισάρεια, οἱ Χριστιανοὶ ἔτρεξαν φοβισμένοι στὸ Μέγαν Βασίλειο καὶ τοῦ  ἐζήτησαν τὴ συνδρομή του.

1 Ἰανουαρίου γράφει τὸ ἡμερολόγιο. Ὁ χρόνος ἀλλάζει. Ὁ παλιὸς φεύγει. Ἔρχεται ὁ καινούργιος. Ὁ παλιὸς δὲν γυρίζει πιά. Ὅπως δὲν ξαναγυρίζει τὸ νερό, ποὺ  τρέχει ἀπὸ τὴ βρύση. Ὁ παπποὺς γίνεται πιὸ μεγάλος ἕνα χρόνο. Ὁ πατέρας, ἡ μητέρα, ὁ Παντελάκης, ἡ Κούλα, ὅλοι μεγαλώνομε ἕνα χρόνο ἀκόμη.

Μπάμ! Μπούμ! ἀκούεται νὰ βροντᾷ τὸ κανόνι. Χαιρετᾷ τὸν παλιὸ χρόνο, ποὺ φεύγει, καὶ τὸν καινούργιο ποὺ ἔρχεται.

- Χρόνια πολλά, παππού! εὔχονται τὰ παιδάκια τὸν παππού τους καὶ τοῦ φιλοῦν τὸ χέρι.

- Χρόνια πολλά, παιδάκια μου! Καλὸς κι εὐτυχισμένος ὁ καινούργιος χρόνος, τοὺς εὔχεται κι ἐκεῖνος καὶ τὰ χαίδεύει τρυφερά.

Μὰ ὅταν μείνῃ μόνος ὁ παπποὺς σκέπτεται. Σκέπτεται, πὼς ἦταν καὶ αὐτὸς σὰν τὸν Παντελάκη καὶ σὰν τὴν Κούλα. Καὶ χρόνο μὲ τὸ χρόνο ἔγιναν τὰ μαλλιά του  βαμβάκι. Καὶ τὴν ὥρα ἐκείνη θυμᾶται κάποιο τραγούδι :

ekklisia

Εἶναι παραμονὴ τῆς Πρωτοχρονιᾶς. Τὰ παιδιὰ εἶναι ὅλο χαρά. Φθάνει ὁ Ἅγιος Βασίλης, ὁ γελαστὸς παπποὺς μὲ τὸ σκουφὶ καὶ μὲ τὴν παράξενη φορεσιά. Ἔρχεται καταφορτωμένος. Ὁλόκληρο σακκὶ ἔχει στὴ ράχι του. Καὶ τί δὲν ἔχει μέσα στὸ σακκί! Σφυρίχτρες, στρατιωτάκια, κοὗκλες μεγάλες, κοῦκλες  μικρές, ποδηλατάκια. Γιὰ κάθε παιδὶ ἔχει καὶ ἕνα δῶρο. Γι᾽ αὐτὸ καὶ τὰ παιδιὰ τὸν περιμένουν καὶ τὸν τραγουδοῦν :

Ἀρχιμηνιὰ κι ἀρχιχρονιὰ
κι ἀρχὴ καλός μας χρόνος,
Ἅγιο - Βασίλης ἔρχεται
ἀπὸ τὴν Καισαρεία.
Βαστᾷ εἰκόνα καὶ χαρτί,
χαρτὶ καὶ καλαμάρι.....