1. ῾Ο Κώστας περπατοῦσε στὸ περιβόλι τους μὲ τὴν ἀδερφούλα του, τὴν Καίτη. ᾽Εκεῖ ποὺ περπατοῦσαν, ἄκουσαν ἕνα θόρυβο, σὰ φτερούγισμα πουλιοῦ. Ὁ θόρυβος ἔβγαινε μέσα ἀπὸ ἓνα πυκνόφυλλο θάμνο.
Πλησιάζουν καὶ βλέπουν στὴ ρίζα τοῦ θάμνου ἕνα μικρὸ πουλάκι, ζαρωμένο ἀπὸ τὸ φόβο του· ἔκανε νὰ πετάξη, ἀλλὰ ἡ μιὰ φτερουγίτσα του δὲν ἄνοιγε, ἦταν μαζεμένη καὶ σερνόταν στὴ γῆ.
Τὰ παιδιὰ κατάλαβαν ὅτι τὸ πουλάκι ἦταν πληγωμένο. Πλησίασαν νὰ τὸ πιάσουν κι αὐτὸ τὸ κακόμοιρο ζάρωνε στὴ ρίζα τοῦ θάμνου κι ἔτρεμε ἀπὸ τὸ φόβο του, κοίταζε λυπητερὰ τὰ παιδιά, σὰ νὰ τοὺς ἔλεγε:
-Ἀφῆστε με νὰ πεθάνω καὶ μὴ μὲ βασανίζετε ἄλλο μοῦ φτάνει ὁ πόνος τῆς πληγῆς μου κάποιο κακὸ παιδὶ μοῦ ἔριξε μιὰ πετρίτσα μὲ τὸ λάστιχο καὶ μοῦ ἔσπασε τὴ φτερούγα μου· ἀφῆστε με λοιπὸν ἥσυχο νὰ πεθάνω ἐδῶ στὰ φύλλα.

2. Ὁ Κωστάκης πῆρε στὰ χέρια του τὸ πουλάκι καὶ τὸ κοίταζε μὲ τὴν Καίτη. ῏Ηταν πληγωμένο πολύ· σπάραζε ἀπὸ τὸ φόβο του στὰ χέρια τοῦ Κωστάκη· ἡ καρδιά του πήγαινε νὰ σπάση.
Τὰ παιδάκια τὸ χάιδευαν καὶ τὸ φιλοῦσαν μὲ πόνο· ἤθελαν νὰ τοῦ δώσουν θάρρος· ἀλλὰ τὸ πουλάκι ἔτρεμε ὁλόκληρο.
Τα παιδάκια ἔτρεξαν στὸ σπίτι.
-Μητέρα, φώναξαν ἀπὸ τὴ σκάλα, βρήκαμε ἕνα πουλάκι πληγωμένο· τρέχει αἷμα ἀπὸ τὴν πληγή του.
῾Η μητέρα τους ζέστανε λίγο νερό, ἔριξε μέσα καὶ λίγο οἰνόπνευμα κι ἔπλυνε καλὰ τὴν πληγὴ τοῦ πουλιοῦ· ἔπειτα τὴν ἄλειψε μὲ λάδι.

-Ἡ φτερούγα δὲ θὰ γίνη ποτὲ καλά, εἶπε ἡ μητέρα· ἂν τὸ ἀφήσωμε ἐλεύθερο, θὰ τὸ ἁρπάξη καμιὰ γάτα. Καλύτερα εἶναι νὰ τὸ βάλωμε στὸ ἀδειανὸ κλουβάκι μας· ἴσως ἔτσι μπορέση νὰ ζήση.
Ἔτσι κι ἔγινε. Τὸ πληγωμένο πουλί, ἕνα σταχτερὸ ἀηδονάκι, βρῆκε τὴν ἡσυχία του στὸ κλουβὶ· ὅλοι κοίταζαν πῶς νὰ τὸ περιποιηθοῦν με σπόρους, μὲ τρυφερὰ φύλλα καὶ νερὸ καθαρό.
Σιγὰ σιγὰ ἡ πληγή του ἔθρεψε καὶ τὸ πουλάκι πηδοῦσε χαρούμενο ἐδῶ κι ἐκεῖ· δὲ φοβόταν πιά· ἅμα ἰδίως πλησίαζαν στὸ κλουβὶ ὁ Κωστάκης κι ἡ Καίτη, αὐτὸ ἔδειχνε ὅλη τὴ χαρά του καὶ δὲν ἤξερε πῶς νὰ εὐχαριστήση τὰ παιδιά, ποὺ τὸ ἔσωσαν.
Ὅταν ἔπαψαν ἐντελῶς οἱ πόνοι, ἄρχισε καὶ νὰ κελαηδῆ. Ὅλο τὸ σπίτι ἀντιλαλοῦσε τὸ χαρούμενο τραγούδι του· τραγουδοῦσε ἀδιάκοπα, σὰ νὰ ἔλεγε:
-Τὸ φτωχὸ τραγουδάκι μου σᾶς φτάνει γιὰ πληρωμὴ τῆς καλωσύνης σας;

Πηγή  : Αναγνωστικό Δ' Δημοτικού 1946

mitera

Κάθε ἡμέρα ἡ μητέρα τῆς Ἑλενίτσας καὶ τοῦ Χρόνη σηκώνεται πρωί. Πιὸ πρωὶ ἀπ’ ὅλους μέσα στὸ  σπίτι. Καθὼς μπαινοβγαίνει στὰ δωμάτια, περπατεῖ σιγὰ - σιγά, για νὰ μὴ ξυπνήσῃ τἀ παιδιά της. Ἔχει  νὰ σκουπίσῃ, νὰ συγυρίσῃ, ν’ ἀνάψῃ φωτιά. Νὰ ψήσῃ τὸν καφὲ γιὰ τὸν πατέρα, ποὺ θὰ φύγῃ γιὰ τὴ δουλειά. Νὰ ἑτοιμάσῃ τὸ ζεστὸ γιὰ τὰ παιδιά της, ποὺ πηγαίνουν στὸ σχολεῖο.

Καὶ ὅταν εἶναι ἡ ὥρα γιὰ νὰ ξυπνήσουν, ἔρχεται σιγά - σιγά, γιὰ νὰ μὴ τά τρομάξῃ, καὶ τὰ φωνάζει μὲ χαϊδευτικὴ φωνή:

- Ἔ! ὑπναρᾶδές μου! Ξυπνᾶτε! Φθάνει πιὰ τόσο ποὺ ἐκοιμηθήκατε.

Ἐκεῖνα ἀκοῦν τὴ φωνή, ἀνοίγουν τὰ μάτια τους, μὰ πάλι τὰ ξανακλείνουν. Τοὺς ἀρέσει ὁ ὕπνος.

Ἡ μητέρα, ὅμως, ἂν δὲν ξυπνήσουν, δὲν φεύγει.

- Τὰ ρουχαλάκια τους εἶναι στὴ θέσι τους ἕτοιμα καὶ καθαρά. Τὰ παπούτσια τους λουστραρισμένα.

Ὅλα εἶναι ἕτοιμα. Ὅταν τὰ παιδιά της νιφθοῦν, ἑτοιμασθοῦν καὶ κάμουν τὴν προσευχή τους, οἱ κοῦπες μὲ τὸ ζεστὸ ρόφημα τὰ περιμένουν στὸ τραπέζι. Βουτοῦν τὸ ψωμί τους στὸ ρόφημα καὶ τρώγουν μὲ μεγάλη ὄρεξι.

- Σιγά! μὴ βιάζεσθε! τοὺς λέγει ἡ μητέρα. Μὴν τρῶτε λαίμαργα. Μασᾶτε καλά. Προσέξετε νὰ μὴ λερώσετε τὰ ροῦχά σας.

Καὶ ὅταν ἡ ῾Ελενίτσα καὶ ὁ Χρόνης χορτάσουν, σηκώνονται καὶ εἶναι ἕτοιμοι γιὰ τὸ σχολεῖο. Αὐτὸ γίνεται κάθε ἡμέρα μὲ τὴ μητέρα. Γίνεται ἑβδομάδες, γίνεται μῆνες, γίνεται χρόνια.

Καὶ σὰν τὴ μητέρα τῆς Ἑλενίτσας καὶ τοῦ Χρόνη κάνουν ὅλες οἱ μητέρες τῶν παιδιῶν.

Ἡ μητέρα πάντα μᾶς ξυπνᾷ μᾶς ἑτοιμάζει γιὰ τὸ σχολεῖο. Αὐτὴ μᾶς φροντίζει καὶ μᾶς παραστέκει στὴν ἀρρώστεια μας. Σ᾽ ὅλα ἡ μητέρα καὶ παντοῦ ἡ μητέρα.

Πηγή  : Αναγνωστικό Β' Δημοτικού 1963

Κάθε πρωί, ποὺ ξυπνᾷ ὁ Φάνης δὲν βλέπει τὸν πατέρα στὸ σπίτι τους. Ἔχει σηκωθῆ ἀπὸ ἐνωρὶς κι ἔχει φύγει γιὰ τὴ δουλειά του. Καὶ ὅταν ἀκόμα εἶναι χειμῶνας καὶ ὁ καιρὸς κακός, καὶ τότε πάλι ὁ πατέρας φεύγει ἀπὸ τὸ σπίτι. Πηγαίνει νὰ ἐργασθῇ.

Ὅταν ὁ Φάνης ἦταν πιὸ μικρός, δὲν ἔνοιωθε γιατί ἔφευγε ὁ πατέρας κι ἔλεγε στὴ μητέρα του;

- Ὀ πατέρας, καλή μου μητερούλα, δὲν μᾶς ἀγαπᾷ. Δὲν κάθεται καθόλου νὰ μᾶς ἰδῇ. Φεύγει πολὺ πρωὶ καὶ δὲν τὸν βλέπομε διόλου.

- Δὲν ἔχεις δίκιο, παιδί μου, νὰ λέγῃς αὐτά. Ἄν ὁ πατέρας δὲν ξυπνήσῃ ἐνωρὶς καὶ δὲν ἐργασθῇ, τότε ποιός θὰ μᾶς θρέψῃ; Ποιός θὰ βγάλῃ χρήματα γιὰ νὰ πληρώσωμε τὸ νοίκι καὶ τὰ ἄλλα μας ἔξοδα; Ποιός θὰ σοῦ πάρῃ βιβλία καὶ τετράδια γιὰ τὸ σχολεῖο; Ἴσα - ἴσα, ἐπειδὴ μᾶς ἀγαπᾷ γιὰ τοῦτο φεύγει τόσο πρωὶ καὶ πηγαίνει στὴ δουλειά του.

Αὐτὰ ἔλεγε στὸ Φάνη ἡ μητέρα του. Αὐτὸς ὅμως ἦταν μικρὸς καὶ δὲν μποροῦσε νὰ καταλάβῃ τὰ λόγια της.

Τώρα ὅμως ὁ Φάνης ἐμεγάλωσε καὶ καταλαβαίνει γιὰ ποιὸ λόγο φεύγει ἐνωρὶς ὁ πατέρας. Τώρα καταλαβαίνει γιατί γυρίζει κατάκοπος καὶ νύκτα στὸ σπίτι. Καὶ τώρα, ποὺ νοιώθει αὐτά, ξέρετε τί παρακαλεῖ τὸν Θεὸ ὁ Φάνης, στὴν προσευχή του; Νὰ τὸν βοηθήσῃ νὰ μεγαλώσῃ ἀκόμα πιὸ πολὺ καὶ νὰ τελειώσῇ τὸ σχολεῖο. Καὶ τότε θὰ εἰπῇ στὸν πατέρα του:

- Καλέ μου πατερούλη! Φθάνει πιὰ ποὺ τόσο ἐδούλεψες. Τώρα ἐμεγάλωσα ἐγὼ τὸ παιδί σου, ὁ Φάνης, καὶ μπορῶ νὰ σὲ βοηθῶ. Ἀπὸ τώρα καὶ πέρα θὰ σηκώνωμαι ἐγὼ πιὸ πρωὶ καὶ θὰ πηγαίνω στὴ δουλειά. Ἐγὼ θὰ φροντίζω γιὰ ὅλους μας. Ἐγὼ θὰ κάνω γιὰ τὸ σπίτι μας ὅ,τι ἔκανες ἐσὺ γιὰ μᾶς ὣς τώρα. Ἐσὺ πιὰ νὰ καθίσῃς νὰ ξεκουρασθῇς.

Αὐτὰ θὰ εἰπῇ στὸν πατέρα του, ὅταν μεγαλώσῃ ὁ Φάνης. Ὁ καλὸς Θεὸς ἂς τὸν βοηθήσῃ νὰ ἐπιτύχη αὐτὸ ποὺ ζητεῖ.

Πηγή  : Αναγνωστικό Β' Δημοτικού 1963

-Βοήθησέ με, Χαρούλα, νὰ πετάξω τὸν ἀετό μου, εἶπε ὁ Νίκος στὴν ἀδερφούλα του, ἀφοῦ προσπάθησε νὰ τὸν  πετάξη μόνος του καὶ δὲν τὸ κατάφερε. Ὁ ἀετὸς σερνόταν ἐπάνω στὴ γῆ.

῾Η Χαρούλα ἔτρεξε μὲ πολλὴ προθυμία, πῆρε τὸν ἀετό, τὸν σήκωσε ψηλὰ καὶ τὸν ἄφησε νὰ πετάξη. Ἀλλὰ ὁ Νίκος δὲν πρόλαβε νὰ τρέξη κι ὁ ἀετὸς ἔπεσε πάλι καταγῆς.

-Ἀδέξια ποὺ εἶσαι, καημένη! Εἶπε ὁ Νίκος.

Σ’ αυτὸ δε φταίω ἐγώ, αποκρίθηκε η Χαρούλα. Τὸ σφάλμα εἶναι δικό σου, ποὺ δὲν ἔτρεξες ἀμέσως, μόλις ἀφῆκα τὸν
ἀετό.

Προσπαθῆστε πάλι, παιδιά, εἶπε ὁ θεῖος τους, ποὺ καθόταν μπροστὰ στὴ θύρα καὶ παρακολουθοῦσε τὸ παίγνίδι τῶν
παιδιῶν.

῾Η Χαρούλα πῆρε πάλι τὸν ἀετὸ καὶ τὸν κράτησε ψηλά. Τὴ φορὰ ὅμως αὐτὴ ὁ Νίκος βιάστηκε πάρα πολύ. ῎Ετρεξε
τόσο ξαφνικά, ποὺ τράβηξε τὸν ἀετὸ ἀπότομα ἀπὸ τὸ χέρι τῆς Χαρούλας. Κι ὁ ἀετὸς ἔπεσε φαρδὺς πλατὺς κάτω, ὅπως καὶ πρῶτα.

-Καὶ τώρα ποιός φταίει; ρώτησε ἡ Χαρούλα.

-Προσπαθῆστε πάλι, ξαναεῖπε ὁ θεῖος τους.

Αὐτὴ τὴ φορὰ κι οἱ δυὸ ἦταν προσεκτικώτεροι. Ἀλλὰ ἕνας ἄνεμος δυνατός, ποὺ φύσηξε ἀπὸ τὸ πλάι, ἅρπαξε τὸν
ἀετὸ καὶ τὸν ἔριξε ἐπάνω σὲ κάτι θάμνους. ᾽Εκεῖ μπλέχτηκε ἡ οὐρά του κι ὁ φτωχὸς ἀετὸς ἔμεινε κρεμασμένος μὲ τὸ
κεφάλι πρὸς τὰ κάτω.

-Τὰ βλέπεις; εἶπε ο Νίκος. Τὸν ἔριξες λοξὰ καὶ γι’ αὐτὸ πῆγε πρὸς αὐτὴ τὴ μεριὰ.

-Μά, Νίκο, μπορῶ ἐγὼ νὰ κάμω τὸν ἄνεμο νὰ φυσήξη κατευθείαν; ἀποκρίθηκε ἡ Χαρούλα.

῾Ο θεῖος τους, ὅταν εἶδε τὸν ἀετὸ κρεμασμένο, σηκώθηκε ἀπὸ τὴ θέση του, ξέμπλεξε τὴν οὐρὰ τοῦ ἀετοῦ καὶ τοὺς εἶπε:

-Ἐλᾶτε, παιδιά. Ἐδῶ ὁ τόπος εἶναι γεμᾶτος ἀπὸ θάμνους. ᾽Ελᾶτε νὰ εὕρωμε ἕνα μέρος πιὸ ἀνοιχτὸ καὶ τότε προσπαθῆστε πάλι.

Καὶ ὁδήγησε τὰ παιδιὰ σ’ ἕνα ὁμαλὸ τόπο, ποὺ ἦταν καταπράσινος ἀπὸ τὴ χλόη.

Ἐκεῖ, ἀφοῦ ἑτοιμάστηκαν, κράτησε πάλι ἡ Χαρούλα τὸν ἀετὸ καὶ τὸν ἀφῆκε ἀκριβῶς τὴ στιγμή, ποὺ ἔκαμε ὁ Νίκος νὰ τρέξη. Ὁ ἀετὸς ἀνέβηκε ψηλὰ σὰν μπαλόνι καὶ πετοῦσε μιὰ χαρά. Μὰ ὁ Νίκος χαρούμενος, ποὺ ἔνιωθε τὸ σπάγγο
νὰ τραβᾶ, στάθηκε γιὰ μιὰ στιγμή, γιὰ νὰ καμαρώση τὸν ἀετό.

Ὁ σπάγγος ὅμως χαλαρώθηκε κι ἐπειδὴ ὁ ἄνεμος δὲν ἦταν ἀρκετὰ δυνατός, ὁ ἀετὸς ἔπεσε πάλι ἐπάνω στὴ χλόη.

-Ἄχ, καημένε Νίκο, δὲν ἔπρετε νὰ σταματήσης, εἶπε ὁ θεῖος. Ἄς εἶναι ὅμως, προσπάθησε πάλι.

-῎Οχι, δὲ θὰ προσπαθήσω πιά, εἶπε ὁ Νίκος στενοχωρημένος. Δὲν εἶναι ἀετὸς αὐτός! Τί νὰ κάθωμαι νὰ βασανίζωμαι μ’ ἕναν ἀετό, ποὺ δὲν πετᾶ.

Κι ὁ θεῖος τοῦ λέει:

-Μπά, Νίκο, θὰ παρατήσης τὸ παιγνίδι σου ὕστερα ἀπὸ τόσους κόπους, ποὺ κάναμε; τόσο εύκολα ἀπελπίζεσαι, ἐπειδὴ σοῦ παρουσιάστηκαν λίγες δυσκολίες; ἔλα, τύλιξε τὸ σπάγγο σου καὶ προσπάθησε πάλι.

Αὐτὴν τὴ φορὰ ὁ ἀετὸς ἀνέβηκε μὲ τὸν ἀέρα σὰ φτερό. Κι ὅταν τελείωσε ὅλος ὁ σπάγγος, ὁ Νίκος στάθηκε,
κρατώντας σφιχτὰ στὸ χέρι του τὸ ξυλαράκι. Ὅλο χαρὰ κοίταζε τὸν ἀετό, ποὺ φαινόταν τώρα σὰ μιὰ μικρὴ ἄσπρη κουκκίδα στὸ γαλάζιο οὐρανό.

-Κοίτα, θεῖε, κοίτα, τί ψηλὰ ποὺ πετᾶ! Καὶ μὲ τί δύναμη τραβᾶ! Θαρρεῖς κι εἶναι ἄλογο, ποὺ τραβᾶ τὸ χαλινάρι. Κι ἄλλο τόσο σπάγγο νὰ εἶχα, θὰ τὸν ἄφηνα ὅλο. Θὰ πήγαινε στὰ σύννεφα!

Ἀφοῦ ὁ Νίκος διασκέδασε ἁρκετὰ μὲ τὸν ἀετό ἄρχισε νὰ τυλίγη σιγὰ σιγὰ τὸ σπάγγο· καὶ ὅταν ἔπεσε ὁ ἀετός, ἔτρεξε
καὶ τὸν σήκωσε. ῾Η χαρά του ἦταν μεγάλη, ὅταν εἶδε, ὅτι ὁ ἀετός του δὲν ἔπαθε τίποτε, ἂν καὶ πετοῦσε τόση ὥρα.

-Θάρθωμε, θεῖε, κι αὔριο μετὰ τὸ μάθημα νὰ προσπαθήσωμε πάλι.

Πηγή  : Αναγνωστικό Δ' Δημοτικού 1946

Ἡ Ἑλενίτσα εἶπε τότε:

— Ἐγὼ κάνω οἰκονομία. Ὅταν ἡ μητέρα ἢ ὁ πατέρας μοῦ δίνουν λεπτὰ γιὰ καραμέλλες, ἀγοράζω λιγώτερες καὶ ὅσα οἰκονομήσω τὰ ρίχνω στὸν κουμπαρᾶ μου.

Ἡ μητέρα τοῦ Κωστάκη τὴν ἐρώτησε:

— Τί θὰ κάμῃς τὰ λεπτά σου, ἅμα γεμίσῃ ὁ κουμπαρᾶς σου, Ἑλενίτσα;

— Θ’ ἀγοράσω ὅ,.τι μοῦ εἰπῆ ἡ μητέρα μου, ἀπάντησε ἡ Ἑλενίτσα.

— Ἑλενίτσα μου, εἶπε ἡ θεία της, πόσα παιδάκια εἶναι πολὺ πτωχὰ καὶ κοιμοῦνται νηστικὰ τὸ βράδυ! Οἱ γονεῖς των δὲν ἔχουν χρήματα νὰ τοὺς πάρουν γάλα, ψωμί. Δὲν εὑρίσκουν ἐργασία καθόλου ἢ πολὺ ὀλίγη. Ἄλλα πάλι παιδάκια εἶναι ὀρφανά. Νά, τὰ παιδιὰ τῆς κυρὰ - Γιαννούλας οὔτε παπούτσια οὔτε καλὰ φορέματα ἔχουν. Μὰ οὔτε καὶ τρώγουν κάθε ἡμέρα ψωμί. Εἶναι, βλέπεις, λίγη ἡ δουλειὰ τῆς καημένης τῆς μητέρας των.

— Ἄν εἶχα πολλὰ λεπτά, εἶπε ἡ Ἑλενίτσα, θὰ ἀγόραζα ὅ,τι χρειάζονται τὰ παιδιὰ τῆς κυρὰ - Γιαννούλας

— Καὶ ἐγώ, καὶ ἐγώ, εἶπε ὁ Κωστάκης.

— Λοιπὸν τώρα, ποὺ θὰ ἔλθῃ ὁ πατέρας σου, Ἑλενίτσα, καὶ ὁ δικός σου, Κωστάκη, θὰ τοὺς εἰποῦμε νὰ σᾶς δίνουν κάθε ἡμέρα ἀπὸ μιὰ δραχμὴ τοῦ καθενός. Ἔτσι ὁ κουμπαρᾶς σας θὰ γεμίζῃ γρήγορα καὶ θὰ μπορῆτε νὰ βοηθᾶτε καὶ τοὺς πτωχοὺς τακτικά.

Τὰ παιδιὰ ἐνθουσιάσθηκαν μ’ αὐτὴ τὴν ἰδέα, ἐκτύπησαν τὰ χέρια των καὶ ἐφώναξαν:

— Ναί, ναί, τί ὡραῖα!

Πηγή  : Αναγνωστικό Γ' Δημοτικού 1955