Θρησκευτική Ζωή
Ἔφθασαν στὴν ἐκκλησία. Ἦτο γεμάτη ἀπὸ κόσμο.
Ὁ πατέρας τοῦ Κωστάκη, ὁ κὺρ - Δημήτρης, ἀγόρασε κεριά, τ’ ἄναψε καὶ τὰ ἔβαλε μπροοτὰ στὴν εἰκόνα. Τὰ κανδήλια ἦσαν ἀναμμένα καὶ φεγγοβολοῦσε ὅλη ἡ ἐκκλησία.
Ἔκαμαν τὸ σταυρό τους, ἀσπάσθηκαν τὴν εἰκόνα ὅλοι μὲ τὴ σειρὰ καὶ ὕστερα ἐστάθηκαν στὴ θέσι των. Ὁ ψάλτης ἔψαλλε. Ὅλοι ἐστέκοντο μ’ εὐλάβεια, ἀμίλητοι κι ἄκουαν προσεκτικά.
Ὅταν ἐβγῆκαν τὰ Ἅγια, ὅλοι ἐγονάτισαν καὶ ἔκαναν τὸ σταυρό τους.
«Τῶν ὑπὲρ πίστεως καὶ Πατρίδος πεσόντων εἶπε ὁ παπᾶς.
Ὅλοι ἔκαναν τὸ σταυρό τους μὲ συγκίνησι. Θυμήθηκαν τὰ παλληκάρια, ποὺ ἐσκοτώθηκαν τὰ τελευταῖα χρόνια, πολεμῶντας γιὰ τὴν Ἐλευθερία καὶ τὴ Δόξα τῆς Πατρίδος, ὅπως τοὺς εἶπε στὸ λόγο του ὁ δάσκαλος.
Ὁ Κωστάκης καὶ ἡ Ἑλενίτσα ἐκοίταζαν τὶς εἰκόνες καὶ ἐθαύμαζαν τὰ ὡραῖα χρυσᾶ φορέματα, ποὺ ἐφοροῦσαν οἱ Ἅγιοι. Ὁ Χριστούλης, στὴν ἀγκαλιὰ τῆς Παναγίας, εὐλογοῦσε μὲ τὸ χεράκι του κι ἐχαμογελοῦσε.
Ὁ Κωστάκης προσευχήθηκε:
«Χριστέ μου, βοήθησέ με νὰ γίνω πολὺ καλὸς ἄνθρωπος».
Καὶ ἡ Ἑλενίτσα προσευχήθηκε ἀπὸ μέσα της καὶ εἶπε:
«Παναγίτσα μου, βοήθηοέ με νὰ γίνω μιὰ καλὴ νοικοκυρά».
Ὕστερα ἀπὸ λίγο ὁ Κωστάκης εἶπε σιγὰ τῆς Ἑλενίτσας:
— Κοίταξε τὸ μάτι τοῦ Θεοῦ ἐκεῖ ψηλά.
Ἡ Ἑλενίτσα ἐκοίταξε. Ἕνα μεγάλο μάτι ἦτο ἐκεῖ ψηλά, ἐπάνω ἀπὸ τὴν ῾Ωραία Πύλη, καὶ τοὺς ἐκοίταζε.
Ὁ πατέρας τοῦ Κωστὰκη εἶπε:
— Σιωπή! Κάμετε τὸ σταυρό σας.
Ὁ Κωστάκης ἔκαμε τὸ σταυρό του καὶ εἶπεπάλι μέσα του:
«Θεέ μου, Σὲ παρακαλῶ, δῶσε στὸν πατέρα μου, ποὺ ἔχει σήμερα τὴ γιορτή του, πολλὴ χαρὰ καὶ εὐτυχία».
Ἡ Ἑλενίτσα ἐκοίταξε τοὺς ἁγίους καὶ εἶπε σιγὰ στὸν Κωστάκη:
— Κωστάκη, γιατί οἱ ἅγιοι φοροῦν χρυσὸ στεφάνι;
— Ὁ πατέρας ἔχει εἰπεῖ, πὼς οἱ ἅγιοι ἔχουν ἅγιο φῶς, ποὺ εἶναι κάτι σὰν φωτεινὸ στεφάνι γύρω στὸ κεφάλι τους, ἀπάντησε σιγὰ ὁ Κωστάκης.
Μὰ ὁ πατέρας του εἶπε πάλι:
— Μὴ μιλᾶτε. Ἀκοῦστε τί λέγει ὁ παπᾶς.
Ἡ Ἑλενίτσα ἐπρόσεχε πολύ, μὰ δὲν καταλάβαινε τί ἔλεγε ὁ παπᾶς καὶ εἷπε μὲ τὸν νοῦ της:
— Πρέπει νὰ σταθῶ ἀκίνητη καὶ προσεκτική, ὥσπου νὰ σχολάσῃ ἡ ἐκκληοία.
Καθὼς ἐκοίταξε τὸ χρυσὸ κανδήλι, ποὺ ἐκρέμετο ἐπάνω ἀπὸ τὴν Ὡραία Πύλη, τῆς ἦλθε στὸν νοῦ τὸ ποίημα, ποὺ τῆς εἶχε μάθει ἡ μητέρα της:
Χρυσὸ καντήλι κρέμεται
μπροστὰ στὸ εἰκονοστάσι.
Χύνει τὸ φῶς του τὸ ἁπαλὸ
κι ὅλα γλυκαίνουν ἀπ’ αὐτό,
μιὰ ἀκτῖνα του ἂν τὰ φθάσῃ.
Ἕνα καντήλι ἀκοίμητο
κάθε καρδιὰ φωτίζει
καὶ τῆς γλυκαίνει τὸν παλμό,
σὰν εἶναι πάντα στὸ καλό,
ποὺ ὁ Θεὸς ὁρίζει.
Σὲ λίγο ἐπλησίασε κοντά της ἡ σὔμμαθήτριά της ἡ Γεωργία καὶ τῆς ἐψιθύρισε:
— Ἑλενίτσα, μὲ γειὰ τὸ καινούργιο σου φόρεμα· ποιός σοῦ τό ’ραψε;
Μὰ ἡ Ἑλενίτσα δὲν ὡμίλησε καθόλου, παρὰ ἔκαμε νόημα τῆς Γεωργίας νὰ σιωπήσῃ.
Ὅταν ὁ παπᾶς εἶπε τὸ «Δι’ εὐχῶν τῶν ἁγίων...», ὁ πατέρας τοῦ Κωστάκη εἶπε:
— Πᾶμε νὰ πάρωμε ἀντίδωρο.
Στὴν Ὡραία Πύλη ἐστέκετο ὁ παπᾶς καὶ ἐμοίραζε τὸ ἀντίδωρο. Ὁ κόσμος ἔπαιρνε ἀντίδωρο, τοῦ ἐφιλοῦσε τὸ χέρι καὶ ἔφευγε κάμνοντας τὸ σταυρό του.
Ἐπῆραν ὅλοι ἀντίδωρο καὶ ὁ πατέρας τοῦ Κωστάκη εἶπε στὰ παιδιά:
— Εἷμαι πολὺ εὐχαριστημένος σήμερα ἀπὸ σᾶς, γιατὶ ἐσταθήκατε στὴν ἐκκλησία φρόνιμα.
Καθὼς ἔβγαιναν ἀπὸ τὴν ἐκκλησία, οἱ γνωστοὶ ἐχαιρετοῦσαν τὸν πατέρα τοῦ Κωστάκη καὶ τοῦ ἔλεγαν:
— Χρόνια πολλά, κὺρ - Δημήτρη!
Ὁ Κωστάκης ἐθυμήθηκε τὸ ποίημα γιὰ τὴν Κυριακή, ποὺ εἶχαν μάθει στὸ σχολεῖο:
Πηγή : Αναγνωστικό Γ' Δημοτικού 1955
Μέσα στὴν αὐλὴ ἑνὸς μεγάλου σπιτιοῦ παίζουν δυὸ κοριτσάκια. Εἶναι ὄμορφα καὶ καλοντυμένα. Τὸ ἕνα παίζει μ’ ἕνα μεγάλο τόπι. Τὸ ἄλλο κρατεῖ ἀπ’ τὸ χέρι μιὰ κούκλα κουτσὴ καὶ προσπαθεῖ νὰ τὴν κάμη νὰ περπατήση.
- Γιατί, Χριστινάκι, παίζεις μὲ τὴν παλιά σου τὴν κούκλα; γιατί δὲ φέρνεις ἐκείνη, ποὺ σοῦ χάρισε φέτος τὴν πρωτοχρονιὰ ἡ μαμά σου;
-Δὲν τὴν ἔχω πιά, Λιλίκα. Τὴ χάρισα!
-Τὴ χάρισες; κρίμα στὴν κούκλα! Καλέ, ἐκείνη ἦταν σὰ ζωντανή! Μὰ γιατί τὴ χάρισες;
- ῏Ηρθε, ὅταν κοιμόμουνα καὶ κάθισε κοντά μου ὁ καλός μου ὁ ἄγγελος. ᾽Εκεῖνος μοῦ εἶπε νὰ τὴ χαρίσω.
- Δὲν καταλαβαίνω τί μοῦ λές. Ποιός ἄγγελος;
- Ἄκουσε νὰ ἰδῆς πῶς ἔγινε. Κοιμόμουν κι ἄκουσα ἕνα φροῦ φροῦ ξαφνικά. Τὰ φτερά του ἔκαναν αὐτὸν τὸν κρότο. Μοῦ τὸ εἶχε πεῖ ἡ μαμά μου. Τὸ βράδυ τῆς πρωτοχρονιᾶς ἔρχεται καὶ ξαγρυπνᾶ κοντὰ στὰ καλὰ παιδιὰ ὁ καλός τους ἄγγελος. Καὶ τὸν περίμενα γιατὶ δὲν εῖχα κάμει καμιὰν ἀταξία ὅλον αὐτὸ τὸν καιρό.
- Καὶ πῶς ἦταν; δὲν τὸν φοβήθηκες; ἦταν πολὺ μεγάλος;
- ῏Ηταν σὰν καὶ μᾶς μικρούλης. Τὰ μαλλάκια του ἔλαμπαν σὰν τὸν ἥλιο. Τοῦ ἔδειξα τὴν κούκλα μου, ποὺ κοιμόταν στὸ πλευρό μου. ῎Εσκυψε ἐπάνω ἀπ’ τὸ κρεβατάκι μου, μὲ κοιταξε καὶ μοῦ εἶπε:
- Θέλω νὰ μοῦ κάνης μιὰ χάρη, Χριστινάκι. Στὴ ζητῶ, γιατὶ εἶσαι φρόνιμη κι ἔχεις καλὴ καρδιά. Πίσω ἀπ’ τὴν αὐλή σας, μέσα σ’ ἕνα παλιὸ σπιτάκι, κάθεται ἕνα κοριτσάκι σὰν καὶ σένα καλό. Εἶναι ὅμως τόσο φτωχό! Δὲν ἔχει μανούλα. Τὴν πρωτοχρονιὰ τὴν πέρασε πάλι μὲ ξερὸ ψωμάκι. Δὲν εἶναι κρίμα; χάρισέ της αὐτὴν τὴν ὡραία κούκλα νὰ τῆς χαμογελᾶ.
Ἐγὼ τρόμαξα. Πῆρα τὴν κούκλα καὶ τὴν ἔσφιξα στὴν ἀγκαλιά μου.
- Νὰ τῆς δώσω τὴν ἄλλη, τὴν παλιά, τοῦ εἶπα. Δὲν εἶναι καὶ τόσο χαλασμένη.
Μὰ τὸ ἀγγελούδι δὲ μοῦ ξαναμίλησε. Σάλεψε τὰ φτεράκια του, φροῦ φροῦ καὶ χάθηκε...
Τότε ἐμένα μὲ πῆραν τὰ κλάματα.
- Καὶ ἡ κούκλα σου; τί ἔγινε ἡ κούκλα;
- Ἅμα ξύπνησα, τὰ θυμήθηκα ὅλα. Τί θὰ λέη γιὰ μένα τ’ ἀγγελάκι στὸν οὐρανό, σκεπτόμουνα. Δὲν μποροῦσα νὰ ἡσυχάσω. Λοιπόν, χωρὶς νὰ πῶ τίποτε στὴ μαμά μου, πῆρα τὴν καινούργια κούκλα. Κατέβηκα σιγὰ σιγὰ τὴ σκάλα. Ἄνοιξα τὴν πόρτα τῆς Μαριγούλας καὶ μπῆκα μέσα.
«Πάρε, τῆς λέω, Μαριγούλα, τὴν κούκλα μου νὰ σοῦ χαμογελᾶ».
- Πό, πό! Φαντάζομαι πῶς θάκανε!
- Ναί! Τὴν κοίταζε καὶ δὲ χόρταινε. Μοῦ λέει: «Τί ὄμορφη! Τόσο ὄμορφη καὶ μοῦ τὴ χαρίζεις;»
- Καὶ γύρισες μ’ ἄδεια τὰ χέρια; πῶς σὲ λυπᾶμαι!
- Στὴν ἀρχὴ κι ἐγὼ λυπήθηκα. Ὕστερα μ᾽ ἔπιασε ἔτσι μιὰ χαρά, ποὺ μοῦ ἐρχόταν νὰ φωνάξω!
- Καὶ τ’ ἀγγελάκι δὲν τὸ εἶδες πιά;
- Ὅχι, μὰ τώρα ξέρω, πὼς εἶναι εὐχαριστημένο μαζί μου. Καὶ θὰ ξανάρθη τοῦ χρόνου. Θὰ καθίση κοντὰ στὸ κρεβάτι μου ὅλη τὴ νύχτα τῆς πρωτοχρονιᾶς. Ἔτσι μοῦ εἶπε ἡ μαμά μου. Κι ὅ,τι μοῦ ζητήσει τότε πάλι, θὰ τὸ κάμω.
- Ἅχ! ὅταν τὸ ξαναϊδῆς, παρακάλεσέ το νάρθη καὶ σὲ μένα. Ἄς ἔρθη κι ἂς μοῦ ζητήση ὅ,τι θέλει γιὰ τὰ φτωχὰ τὰ παιδάκια. Ἀκόμη κι ἐκεῖνο τὸ χρυσοδεμένο βιβλίο, ποὺ μοῦ χάρισε ἡ θείτσα μου.
- ῎Εννοια σου, Λιλίκα. Ὅταν ξανάρθη, θὰ τοῦ τὸ πῶ. Καὶ νὰ δῆς, ποὺ θάρθη καὶ σὲ σένα. Εἶναι τὸσο καλὸ!
Πηγή : Αναγνωστικό Β' Δημοτικού 1948
Ἄν ἤμουν φτερωτὸ πουλί,
μὲ τὴ λαλιὰ τὴν πιὸ καλὴ
τὸ Σύμπαν θὰ ξυπνοῦσα.
Ἄν ἤμουνα μιὰ λουλουδιά,
τὴν πιὸ γλυκειά μου μυρωδιὰ
στὸ Σύμπαν θὰ σκορποῦσα.
Εἶμαι παιδάκι γνωστικὸ
κι ἔχω ψυχὴ καὶ λογικὸ
κι ἔχω καρδιὰ μὲ πίστι.
Γι’ αὐτὁ πλαγιάζω ἢ ξυπνῶ,
προσεύχομαι καὶ ἀνυμνῶ
τοῦ Σύμπαντος τὸν Κτίστη.
Γεώργιος Βιζυηνός
Πηγή: ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟ Β' Δημοτικού 1963
Εἰς τὸ βουνὸ ψηλὰ ἐκεῖ
εἶν’ ἐκκλησιὰ ἐρημική·
τὸ σήμαντρό της δὲν κτυπᾷ
δὲν ἔχει ψάλτη οὐδὲ παπᾶ.
Ἕνα κανδήλι θαμπερὸ
καὶ ἕναν πέτρινο σταυρὸ
ἔχει στολίδι μοναχὸ
τὸ ἐκκλησάκι τὸ πτωχό.
Μὰ ὁ διαβάτης, σὰν περνᾷ,
στέκεται καὶ τὸ προσκυνᾷ
καὶ μὲ εὐλάβεια πολλὴ
τὸν ἄσπρο του σταυρὸ φιλεῖ.
Ἄγγελος Βλάχος
Πηγή: ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟ Β' Δημοτικού 1963
῏Ησαν φοβεραὶ αἱ ἡμέραι, κατὰ τὰς ὁποίας ὁ ἄγγελος τοῦ Κυρίου ἐκάλει τὸν Ἂγιον Δημήτριον νὰ ἐγκαταλείπῃ τὴν πόλιν του.
Ἄγριοι καὶ πολυάριθμοι ἐπιδρομεῖς ἐπήρχοντο ἐναντίον τῆς Θεσσαλονίκης, οἱ Σλαῦοι, ὁ μεγαλύτερος κίνδυνος τῆς μεσαιωνικῆς ἡμῶν αὐτοκρατορίας. Ἀπὸ τὸν 2ον-3ον αἰῶνα μ. Χ. ἀρχίζουν οἱ Σλαῦοι ὡς χείμαρρος ἀκράτητος νὰ κατέρχωνται πρὸς τὴν χερσόνησον τοῦ Αἵμου. ῾Επὶ τέσσαρας πέντε αἰῶνας αἱ ἐπιδρομαί των διασπείρουν τὴν φρίκην καὶ τὸν τρόμον εἰς τὰς ἑλληνικὰς χώρας.
Ἦλθεν ἐποχὴ τὸν 7ον αἰῶνα, ὅτε οἱ Σλαῦοι εἶχον καλύψει ὅλην τὴν ῾Ελληνικὴν χερσόνησον. Καὶ ἐκινδύνευε τότε τὸ Ἒθνος ἡμῶν τὸν μέγιστον τῶν κινδύνων. Ἀλλὰ προπύργιον ἀγέρωχον ὅλης τῆς ῾Ελληνικῆς φυλῆς ὑψώθη τότε ἐπὶ δύο αἰῶνας ἡ μεγάλη Θεσσαλονίκη. Καὶ εἰς τὰ κολοσσιαῖα αὐτῆς τείχη ἐθραύσθησαν τὰ πελώρια κύματα τοῦ σλαυϊκοῦ χειμάρρου.
Ἀπὸ πολυαρίθμους φυλὰς ἀποτελούμενοι οἱ Σλαῦοι τῆς Μακεδονίας, σύροντες μεθ’ ἑαυτῶν καὶ ἄλλα βαρβαρικὰ φύλα, ὡς τοὺς Ἀβάρους, τοὺς Βουλγάρους, ἀρχίζουν ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ 6ου αἰῶνος, ἐπὶ’ αὐτοκρατορίας ᾽Ιουστινιανοῦ, τοὺς φοβεροὺς πολέμους πρὸς κατάληψιν τῆς Θεσσαλονίκης. ᾽Επὶ δύο ὅλους αἰῶνας, ἀπὸ τὸν 6ον ἕως τὸν 8ον, κάθε ὀλίγον ἐπιπίπτουν λυσσαλέοι ἐναντίον τῆς πόλεως.