Ὁ Κωστάκης πρωῖ - πρωῖ ἐξύπνησε καὶ ἄκουσε τὸν πατέρα του, ποὺ ἔψαλλε:
«Μεγαλομάρτυς Δημήτριεεε...»
Ἆ, ναί! Ἀμέσως ἐθυμήθηκε. ῾Ο πατέρας του ἔχει σήμερα τὴν ἑορτή του. Ἡ μητέρα του θὰ φορέσῃ τὸ καινούργιο της φόρεμα καὶ θὰ στέκεται στὴ σάλα νὰ δέχεται τὶς ἐπισκέψεις. Ἡ σάλα θὰ εἶναι ὡραῖα στολισμένη μὲ ἁγιοδημητριάτικα καὶ τριαντάφυλλα καὶ στὸ ἑρμάρι θὰ εἶναι σωρὸ γλυκά, κουραμπιέδες, σοκολάτες...
Ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἐμπῆκε ἡ μητέρα.
— Κωστάκη, ἐξύπνησες; εἶπε. — Ναί, μητέρα, θὰ σηκωθῶ, ἀποκρίθηκε ὁ Κωστάκης.
— Φόρεσε γρήγορα τὰ καινούργια ροῦχά σου, τὶς κάλτσες σου καὶ τὰ παπούτσια σου. Ὁ πατέρας, ἡ γιαγιά, ὁ θεῖος καὶ ἡ Ἑλενίτσα θὰ πᾶτε στὴν ἐκκλησία.
Ὁ Κωστάκης ἐφόρεσε τὶς ἄσπρες του κάλτσες καὶ τὰ μαῦρα παπουτσάκια του, τὰ λουστρίνια. Ὕστερα ἐπῆγε μπροστὰ στὸν καθρέπτη, ἐκοιτάχθηκε καὶ εἶπε:
— Τώρα ὁ πατέρας θὰ εἰπῇ, πὼς εἶμαι ἕνα καλὸ παιδὶ καὶ καθαρό. Ἐμπῆκε στὴν τραπεζαρία. Ὁ πατέρας του φρέσκος, μὲ τὸ ἄσπρο του κολλαριστὸ ὑποκάμισο καὶ τὰ καινούργια του μαῦρα ροῦχα, ἔλεγε στὴν Ἑλενίτσα, ποὺ εἶχε ἔλθει λίγο πρίν, ντυμένη τὸ καλό της φόρεμα:
— Στὴν ἐκκλησία τὰ καλὰ παιδιὰ στέκουν φρόνιμα καὶ προσέχουν τί λέγει ὁ παπᾶς καὶ τί ψάλλει ὁ ψάλτης.
Καθὼς εἶδε τὸν Κωστάκη, εἶπε:
— Ἆ, Κωστάκη, θὰ εἶσαι φρόνιμος στὴν ἐκκλησία.
— Ναί, πατέρα, θὰ εἶμαι φρόνιμος, ἀποκρίθηκε ὁ Κωστάκης,
—Ἐμπρὸς λοιπόν, πᾶμε!
Πηγή: ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟ Γ Δημοτικοῦ σχολείου 1955