Τὸ βράδυ πρὶν πέση στὸ κρεβατάκι της ἡ Κατινίτσα, κάνει αὐτὴ τὴν προσευχή :
- Παναγίτσα μου, φύλαγε τὸν πατέρα μου,τὴ μαμά μου, τὰ ἀδερφάκια μου, τὴ θείτσα μου καὶ ὅλους μου τοὺς συγγενεῖς. Φύλαξε ὅλο τὸν κόσμο καὶ τὰ καλὰ παιδάκια. Καλοξημέρωσέ με καὶ κάνε με καλὸ καὶ φρόνιμο κοριτσάκι.
Καμιὰ φορὰ ἡ Κατινίτσα ξεχνιέται καὶ κάνει τὴν προσευχή της μὲ κλεισμένα τὰ μάτια ἀπὸ τὴ νύστα. Τότε κᾶνει λάθος καὶ λέει:
- Θείτσα μου, φύλαγε τὴν Παναγίτσα μου. ῎Η: - Ἀξίωσέ με καὶ καλοξημέρωσέ με, νὰ γίνω καλὸ κορίτσι. Μὰ αὐτὰ δὲν εἶναι τίποτε. ῾Η Παναγίτσα ξέρει τί θέλει νὰ πῆ καὶ τὴν ἀκούει.
Τὸ κακὸ εἶναι, ποὺ πολλὲς φορὲς ἡ Κατινίτσα, ἀπὸ τὴν πολλὴ νύστα, βαριέται νὰ πῆ τὴν προσευχή της. Ἄλλη φορὰ πάλι τὸ ξεχνᾶ καὶ κάποτε πεισμώνει καὶ κλαίει.
- Δὲν ντρέπεσαι, ποὺ σὲ βλέπει ἡ Παναγίτσα; τῆς λέει ἡ γιαγιά της. - ῾Η Παναγίτσα δὲ βλέπει ἀπὸ δῶ, ἀποκρίνεται ἡ Κατινίτσα. Ξέρω ἐγὼ κατὰ ποῦ εἶναι γυρισμένα τὰ μάτια της.
Ἀλήθεια, τὰ μάτια τῆς Παναγίτσας εἶναι γυρισμένα ψηλὰ κατὰ τὸ ταβάνι. Εἶναι μιὰ παλιὰ ὡραία εἰκόνα. Εἶναι κρεμασμένη στὸν τοῖχο, ἐπάνω ἀπὸ τὸ κρεβατάκι τῆς Κατινίτσας.
- ῾Η Παναγίτσα βλέπει παντοῦ. Βλέπει ὅπου θέλει, τῆς ἀποκρίνεται ἡ γιαγιά της. Μὰ καὶ νὰ μὴ σὲ βλέπη, μήπως δὲ σ’ ἀκούει; Βέβαια. ῾Η Παναγίτσα ἔχει αὐτιά.Καὶ ἡ Κατινίτσα συλλογίζεται τώρα, πὼς τὰ αὐτιὰ τῆς Παναγίτσας τ’ ἀκοῦνε ὅλα, ὅπου κι ἄν εἶναι γυρισμένα. Ὅμως ἡ Κατινίτσα, ἂν καὶ τὸ παραδέχεται αὐτό, δὲ σηκώνεται νὰ κάμη τὴν προσευχή της.
Ἡ γιαγιὰ τῆς Κατινίτσας ὑποφέρει πολύ, γιὰ νὰ τὴν καταφέρη νὰ κάμη τὴν προσευχή της. Καμιὰ φορὰ ἡ γιαγιὰ βαριέται τὸ πεῖσμα τῆς Κατινίτσας καὶ τὴν ἀφήνει νὰ κοιμηθῆ χωρὶς προσευχή.
- ῎Ετσι, σὰν ἕνα κακὸ παιδί, τῆς λέει.
Τὴν ἄλλη μέρα ἡ Κατινίτσα δὲν εἶναι καθόλου καλὸ κορίτσι. Κάνει ἀταξίες. Ἡ μαμὰ τὴ μαλώνει καὶ στὸ τραπέζι δὲ τῆς δίνουν φροῦτο. Φυσικά! Δὲν ἔκαμε τὴν προσευχή της, δὲν παρακάλεσε τὴν Παναγίτσα νὰ τὴ βοηθήση! Πῶς μπορεῖ λοιπὸν νὰ εἶναι φρόνιμο κορίτσι;
Ἡ Κατινίτσα μετάνιωσε. Τὸ βράδυ ὅταν νυστάξη κάνει μόνη της τὴν προσευχή της, χωρὶς νὰ τὴν παρακαλέσουν. Τώρα ἡ Κατινίτσα εἶναι καλὸ κορίτσι. Εἶναι μιὰ χαρὰ νὰ τὴ βλέπης καὶ νὰ Γονατίζει στὸ κρεβατάκι της καὶ σηκώνει τὸ κεφάλι της μὲ τὰ ξανθὰ σγουρόμαλλα πρὸς τὴν εἰκόνα. Τὰ χεράκια της τὰ σταυρώνει ἐμπρὸς στὸ στῆθος της καὶ ἡ φωνούλα της γλυκιὰ καὶ καθαρὴ ἀκούεται νὰ λέη:
«Παναγίτσα μου, φύλαγε τὸν μπαμπά μου, τὴ μαμά μου....
Ὕστερα σὰν τὸ πουλάκι γέρνει στὸ κρεβατάκι της και ἀποκοιμιέται.
Πηγή: Άναγνωστικό γιὰ τὴ δευτέρα τάξη τοῦ δημοτικοῦ σχολείου
ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΣΧΟΛΙΚΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ 1948