Ἡ Φάτνη τῆς Βηθλεὲμ φεγγοβολεῖ στὴν παγωμένη χειμωνιάτικη νύχτα.
Τὸ μαγικὸ ἄστρο, ποὺ καθωδήγησε τοὺς Μάγους, λάμπει σταματημένο ἐκεῖ ἀπὸ πάνω της. Στὶς ἀκτῖνές του, ποὺ ἀπὸ τὰ οὐράνια φθάνουν ὣς τὴ γῆ σὰν τόσες φωτεινὲς σκάλες, ἀνεβοκατεβαίνουν Ἄγγελοι.
Μέσα οἱ τρεῖς Μάγοι γονατιστοὶ προσφέρουν τὰ δῶρά τους σ’ ἕνα νεογέννητο παιδί, ποὺ τὸ κρατεῖ ἡ μητέρα του στὴν ἀγκαλιά της, ἐνῷ οἱ βοσκοὶ τῶν ἀλόγων ἀπὸ πέρα ἑνώνουν τὰ τραγούδια τους μὲ τοὺς ὕμνους τῶν Ἀγγέλων.
Ἑνα βρέφος. Ἀλλὰ τί εἶναι τὸ βρέφος αὐτό, ποὺ γίνονται τόσα θαύματα καὶ στὸ κεφαλάκι του ἀστράπτει ἓνας φωτοστέφανος;
Εἶναι ὁ Θεός, ποὺ εἶχε πάρει τὴ μορφὴ ἑνὸς βρέφους. Εἶναι ὁ Χριστούλης, ποὺ σὲ λίγο θὰ γίνῃ Χριστὸς καί, ἀφοῦ πεθάνῃ μαρτυρικὰ γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, θ’ ἀναστηθῇ, θ’ ἀναληφθῇ, θ’ ἀνέβη πάλι στὸν οὐρανό, ἀπ’ ὅπου κατέβηκε, γιὰ νὰ μείνῃ στὴ γῆ τριαντατρία μόνο χρόνια, καί θὰ καθίσῃ γιὰ πάντα στὰ δεξιὰ τοῦ Πατέρα του.
Δὲν σημαίνει λοιπὸν τίποτε, ἄν σήμερα μᾶς παρουσιάζεται σὰν ἕνα νεογέννητο παιδί στὴν ἀγκαλιὰ τῆς μητέρας του. Τὸ βρέφος αὐτὸ εἶναι ὁ Θεός μας, κι ἄν γοτατίσωμε κι ἐμεῖς μπροστά του καὶ προσευχηθοῦμε, θὰ μᾶς ἀκούσῃ ὁ Χριστούλης σὰν νά 'ταν κιόλας ὁ μεγάλος Χριστός...
Ἂς μποῦμε λοιπὸν στὴ λαμπρὴ Φάτνη, ποὺ βλέπομε μὲ τὴ φαντασία μας, ὅπως τὴν εἴδαμε τόσες φορὲς σὲ ἅγιες εἱκόνες ἢ στὰ παιδιάτικα ὄνειρά μας. Ἄς γονατίσωμε μπροστά του κι ἂς τὸν προσκυνήσωμε. Δὲν πειράζει, ἂν δὲν ἔχωμε νὰ τοῦ προσφέρωμε, σὰν τοὺς Μάγους, «χρυσόν, λίβανον καί σμύρναν». Τὰ δικά μας δῶρα, τὸ ἴδιο εὐπρόσδεκτα ἀπό ἕνα Θεό, εἶναι ἡ πίστι μας, ἡ ἀγάπη μας, ἡ λατρεία μας. Ἔπειτα ἂς προσευχηθοῦμε, ἂς τοῦ ζητήσωμε νὰ μᾶς δώσῃ, ὃ,τι ποθοῦμε περισσότερο.
Ἀλλὰ τί νἆναι αὐτὸ τὸ ποθητό;
Μᾶς τὸ λένε οἱ ῎Αγγελοι μὲ τὸν ὕμνο τους :
«Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ
καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία».
Ναί, αὐτὸ θὰ ζητήσωμε καί μεῖς ἀπὸ τὸν νεογέννητο Χριστούλη: νὰ ξαναφέρῃ στὴ γῆ τὴν εἰρήνη,πού τόσο καιρό τώρα λείπει μακριά Καὶ θὰ τὸν παρακαλέσωμε τόσο θερμά, ὣστε νὰ μᾶς εἰσακούσῃ.
«Ἡ Διάπλασις τῶν Παίδων» Γρηγόριος Ξενόπουλος
Πηγή: Αναγνωστικό Ε´ Δημοτικού 1957