Πολιτικό ήθος

  • Ο Καποδίστριας ντροπιάζει το πολιτικό ήθος

    Συνεχίζοντας τήν ἔρευνα καί ἀξιοποίηση τοῦ ὑλικοῦ πού ἀφορᾶ στόν Ἰ. Καποδίστρια, παρουσιάζουµε µιά πολύ ἐνδιαφέρουσα ἐπιστολή µέσα ἀπό τήν ὁποία ἀναδεικνύεται τό σπάνιο ἦθος, τό «πιστεύω» τοῦ Κυβερνήτη, ἀλλά πάνω ἀπ' ὅλα, ἀποδεικνύεται ἡ ἀπόλυτη ταύτιση λόγων καί ἔργων, πεποιθήσεων καί πράξεων τοῦ Κυβερνήτη.

    Μέσα ἀπό τήν ἐπιστολή αὐτή βλέπουµε νά ἀναδύεται ἕνα πολιτικό ἦθος, πού δυστυχῶς ἡ πατρίδα µας δέν γνωρίζει σήµερα. Διαβάζουµε ὅτι ὁ Ἰ. Καποδίστριας ὁλοπρόθυµα βοήθησε τούς Ἕλληνες ὁµοεθνεῖς του, ὅταν ἐκεῖνοι βρίσκονταν σέ δύσκολη θέση, ἀλλά ἡ προσφορά του δέν σταµάτησε ἐκεῖ: σάν στοργικός πατέρας, τούς συµβούλευε καί τούς νουθετοῦσε.

    Ὁ Κυβερνήτης, ὄχι µόνο δέν δέχθηκε κάποιο ὑλικό ὄφελος, ἀλλά καί τό δῶρο, πού µέ ὅλη τήν καρδιά τους οἱ Ἕλληνες ἤθελαν νά τοῦ προσφέρουν σέ ἔνδειξη εὐγνωµοσύνης, τό µετασχηµάτισε καί τούς τό ἀντι¬προσέφερε, ὡς βοήθεια. Οἱ ἴδιοι, ἀφ' ἑνός µέν ἔµειναν εὐχαριστηµένοι διότι προσέφεραν τήν δωρεά τους καί ἐξέφρασαν τήν εὐγνωµοσύνη τους, ἀφ' ἑτέρου δέ ἔφυγαν ὠφεληµένοι, διότι ἡ δωρεά αὐτή θά βοηθοῦσε ὅλη τήν ἑλληνική παροικία, µακροπρόθεσµα.

    Πῶς µπορεῖ νά συγκριθεῖ αὐτό τό ἦθος µέ τό σηµερινό; Ἀλλοίµονο, σήµερα, ἄν βρεθεῖς στήν ἀνάγκη ἑνός πολιτικοῦ ἤ ἑνός ὑψηλόβαθµου ὑπαλλήλου! Τό «δῶρο» ἤ «ἡ µίζα», ὅπως τήν ἀποκαλεῖ ὁ λαός, εἶναι ἐπι¬βε¬βληµένο καί, πολλές φορές, προκαθορισµένο. Ἡ παράνοµη χρηµατική, συνήθως, ἀµοιβή γιά ἐξασφάλιση καλύτερης ἤ ταχύτερης ἐξυπηρέτησης, εἶναι λίαν ἐφαρµοσµένη πρακτική, σήµερα. Ἔχεις νά δώσεις, ἤ ὄχι, εἶναι ἀδιάφορο. Ἐπίσης ἀδιάφορο εἶναι τό ἄν τό αἴτηµά σου ἀποσκοπεῖ ὄχι σέ ἴδιο συµφέρον, ἀλλά στήν ἀνάπτυξη καί τήν πρόοδο τῆς πατρίδας. Ἄν δέν «λαδώσεις», δέν θά προχωρήσει τίποτα!

  • Ο Μέγας Πολιτικός της Ευρώπης και της Ελλάδος Ιωάννης Καποδίστριας

    Ο κ. Κωνσταντίνος Δεσποτόπoυλος έδωσε διάλεξη με θέμα «Ο Μέγας Πολιτικός της Ευρώπης και της Ελλάδος Ιωάννης Καποδίστριας: η Πολιτική στην υπηρεσία της Ηθικής» την Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου 2013, ώρα 19:00 στο Μουσείον της Πόλεως των Αθηνών.

     

  • Ο πολιτικός Καποδίστριας Μάρτυρας της Ρωμηοσύνης

    1. Η αποστολή του Κυβερνήτου ως άρσις Σταυρού

    Στις 2 Απριλίου 1827 η Γ΄ Εθνική Συνέλευση των Ελλήνων ψήφισε τον Καποδίστρια πρώτο Κυβερνήτη της ελευθέρας μικράς Ελλάδος.

     Και εκείνος, έχοντας συνείδηση –ως διπλωμάτης καριέρας– της περιπέτειας, στην οποία εκούσια στρατευόταν, έγραφε στον πιστό φίλο του Εϋνάρδο: «Είμαι αποφασισμένος να άρω τον ουρανόθεν επικαταβαίνοντά μου σταυρόν»1. Με προφητική ενόραση διέβλεπε, ότι η ανάληψη της αποστολής του Κυβερνήτου της Ελλάδος δεν ήταν παρά μαρτυρική πορεία και θυσία. Δεν μπορούσε όμως να αρνηθεί την πρόσκληση της Πατρίδος. Την συγκατανευσή του έβλεπε ως «οφειλήν εις ιεράν υπόθεσίν» της2. Το μέγεθος όμως της θυσίας του ήταν εις θέση να εκτιμήσουν οι άλλοι. Έτσι, ο αυστριακός διπλωμάτης και ιστορικός Πρόκες Όστεν σημειώνει στην ιστορία του, ότι, όπως ήταν τότε η Ελλάδα, πιθανώτερο ήταν να στηρίξει ο Καποδίστριας την Ελλάδα, παρά η Ελλάδα τον Καποδίστρια3. Και πράγματι, ο Καποδίστριας αποτελεί μοναδική περίπτωση –ίσως όχι μόνο στην Ελληνική ιστορία– πολιτικού, που αρνήθηκε κάθε «χρηματικήν χορηγίαν», δια να μη επιβαρύνει το δημόσιο Ταμείο4. Δεν ζήτησε, ούτε πήρε τίποτε από την Πατρίδα, αλλά έδωσε τα πάντα στην Πατρίδα!
  • Οἱ ὑβριστὲς τοῦ Καποδίστρια* ...καὶ ἡ σχέση τους μὲ τὸν διεθνῆ νεοφιλελευθερισμὸ τῆς Σχολῆς τοῦ Σικάγου!

     τοῦ πρέσβεως ἐ.τ. Περικλῆ Νεάρχου

     

    Ὁ Ἀριστείδης Χατζής, ποὺ φέρεται ὡς συντάκτης τοῦ βέβηλου κειμένου γιὰ τὸν Καποδίστρια, στὸ ὄνομα τῆς Ἐπιτροπῆς γιὰ τὸν ἑορτασμὸ τῆς Ἐπετείου τῶν 200 χρόνων ἀπὸ τὴν Ἐπανάσταση τοῦ 1821, εἶναι ὁ κινητήριος νοῦς στὴν μὴ κερδοσκοπικὴ ὀργάνωση ΚΕΦΙΜ, ποὺ ἔχει ὡς σκοπὸ τὴν μελέτη καὶ τὴν διάδοση τοῦ φιλελευθερισμοῦ, νοουμένου στὴν ἐκδοχὴ τοῦ διεθνοῦς νεοφιλελευθερισμοῦ τῆς Σχολῆς τοῦ Σικάγου.
    Ἡ ὀργάνωση αὐτὴ δραστηριοποιεῖται μέσα στὸν Πανεπιστημιακὸ κυρίως χῶρο καὶ στρατολογεῖ φοιτητὲς στὶς ἰδέες τοῦ νεοφιλελευθερισμοῦ, μὲ τὴν ἀξιοποίηση κάθε δυνατοῦ πλεονεκτήματος ποὺ παρέχει ἡ εὔνοια τοῦ ἀκαδημαϊκοῦ δασκάλου καὶ ἡ συνεργασία μὲ ξένες ὀργανώσεις τοῦ διεθνοῦς νεοφιλελευθερισμοῦ, ποὺ συγχέεται σήμερα μὲ τὴν παγκοσμιοποίηση καὶ τὰ ἐθνομηδενιστικὰ ἰδεολογήματα.
    Ὑπάρχει, κατ' ἀρχήν, ἕνα θέμα δεοντολογίας, κατὰ πόσο ἕνας καθηγητὴς Πανεπιστημίου ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ κάνει κατάχρηση τῆς θέσεώς του γιὰ νὰ ἐπιδίδεται σὲ ἰδεολογικὴ προπαγάνδα, μέσω ὀργανώσεων ποὺ ὁ ἴδιος συστήνει καὶ προάγει στὸ...
    Πανεπιστήμιο, συνεργαζόμενος μάλιστα μὲ ξένα κέντρα ἰδεολογικῆς προπαγάνδας.

    Εἶναι πολὺ διαφορετικὴ ἡ διεθνὴς συνεργασία καὶ δραστηριότητα, ποὺ ἀναφέρεται σὲ ἐπιστημονικοὺς σκοποὺς καὶ πολὺ διαφορετικὴ ἡ ἀπροκάλυπτη προπαγάνδα, ποὺ ἐκφεύγει τῶν ὁρίων τῆς πανεπιστημιακῆς τάξεως. Τὸ ΚΕΦΙΜ, ἄλλωστε, δὲν περιορίζεται στὴν ἁπλὴ προπαγάνδα. Προσφέρει εὐκαιρίες προσωπικῆς ἀνελίξεως καὶ σταδιοδρομίας, μέσα ἀπὸ τὶς Εὐρωπαϊκὲς κυρίως ἀλλὰ καὶ ἄλλες διεθνεῖς συνεργασίες καὶ ἐξασφαλίζει, μὲ ἄξονα τὶς ἰδέες τοῦ νεοφιλελευθερισμοῦ, ἀλλά, ὅπως ἀποδεικνύεται, καὶ τοῦ ἐθνομηδενισμοῦ καὶ τοῦ λεγόμενου «πολὺ πολιτισμοῦ». Οἱ εὐκαιρίες δὲν προσφέρονται γενικὰ σὲ ὅλους τους φοιτητὲς τοῦ Πανεπιστημίου, ἀλλὰ στοὺς ἰδεολογικοὺς προσήλυτούς του ΚΕΦΙΜ.

  • Παιδεία

    Ο Καποδίστριας βρήκε την Παιδεία διαλυμένη και στην ουσία μη λειτουργούσα λόγω των χρόνων του πολέμου από το 1821 και μετά. «... Διά τα σχολεία χρειάζονται οικήματα, εγώ δε φθάσας ενταύθα εύρηκα μόνον καλύβας όπου εσκεπάζοντο πλήθος οικογενειών πειναλέων».

    Οι ιδέες του Καποδίστρια για την παιδεία των Ελλήνων πήγαζαν από το Πιστεύω του. Συνοπτικά μπορούμε να πούμε αυτό που ο ίδιος έγραφε: «... Αποτελεί Θεία τιμή το να αναθρέψει κάποιος Ελληνόπαιδες, με τις γνώσεις της Ιεράς μας Θρησκείας, να τους εκπαιδεύσει στην πάτριον γλώσσα και να τους προπαρασκευάσει για ανώτερες Πανεπιστημιακές σπουδές».

    Δεν είναι τυχαία η ίδρυση Υπουργείου «επί των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίου Εκπαιδεύσεως Γραμματείαν»,με γραμματέα τον Ν. Χρυσόγελο, που είχε την ευθύνη για τα Εκκλησιαστικά και τα εκπαιδευτικά θέματα, μια συνύπαρξη που υπάρχει μέχρι και σήμερα. Στις 8 Οκτωβρίου 1829 ο Κυβερνήτης της Ελλάδος Καποδίστριας έγραφε: «ότι η επί των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίου Εκπαιδεύσεως Γραμματείαν, είναι δύο υπηρεσίες αχώριστες ως μίαν εχούσας αρχήν, τον Πατέρα των Φώτων, και προς ένα συντρεχούσας σκοπόν, την ηθικήν των πολιτών διαμόρφωσιν».

    Ο Καποδίστριας πίστευε ότι ο λαός έπρεπε να μορφωθεί διότι αλλιώς θα υπερίσχυε το «δίκαιο του ισχυρότερου στηριζόμενο εις την αμαθίαν και αποκτήνωσιν του πλήθους». Αυτό θα μπορούσε να επιτευχθεί με τον συνδυασμό της πνευματικής και χειρωνακτικής εργασίας και την προώθηση της επαγγελματικής εκπαίδευσης. Παράλληλα πίστευε στην οργάνωση των σχολείων κατά το μοναστηριακό σύστημα. Γι'αυτό προσέθετε αναγνώσματα από πατερικά κείμενα κατά την ώρα του γεύματος και την ώρα του δείπνου. Εβαλε σκοπό και στόχο την ίδρυση ενός τουλάχιστον σχολείου σε κάθε χωριό και κωμόπολη «Εντεύθεν και καταγίνομαι μετ' επιμονής μάλιστα εις τα τρία ταύτα, να συστήσω εις πάσαν κοινότητα έν ή περισσότερα αλληλοδιδακτικά σχολεία, να βάλω θεμέλια τυπικών σχολείων και σχολείων τεχνών και εργοχείρων,...» με σύστημα διδασκαλίας την αλληλοδιδακτική μέθοδο.

    Η αλληλοδιδακτική μέθοδος χρησιμοποιήθηκε από τα μέσα του 17ου αιώνα στην Αγγλία και τελειοποιήθηκε τον 18ο αιώνα στη Γαλλία του Sarazin. Ονομάστηκε έτσι για το λόγο ότι με την καθοδήγηση του δασκάλου χρησιμοποιούνταν οι καλύτεροι μαθητές (οι πρωτόσχολοι) για να διδάσκουν τους υπόλοιπους μαθητές στις μικρότερες τάξεις. Η αλληλοδιδακτική εισήχθη στην Ελλάδα επίσημα απο τον Ιωάννη Κοκκώνη στα χρόνια του Καποδίστρια, ο οποίος και μετέφρασε (1830) τον οδηγό της αλληλοδιδακτικής μεθόδου του Σαραζίνου.

    Ο Καποδίστριας προχώρησε στη σύσταση ειδικών επιτροπών που θα επιδίδονταν «εις την μετάφρασιν και σύστασιν βιβλίων στοιχειωδών και εις την αναθεώρησιν συγγράμματος ήδη μεταφρασμένων, συντεινόντων προς ομοιόμορφον και τελειότερον οργανισμόν των αλληλοδιδακτικών και τυπικών σχολείων».

    Με το υπ’ αριθ. 46 διάταγμα της 18 Οκτωβρίου 1829 συστήθηκε, την οποία αποτελούσαν τέσσερις αρχιερείς ο Αιγίνης Γεράσιμος, ο Ταλαντίου Νεόφυτος, ο Ρεθύμνης Ιωαννίκιος και ο Κυρήνης Παρθένιος. Σ’ αυτήν ανατέθηκε η σύνταξη θρησκευτικών σχολικών βιβλίων (Ευχολογίου, Σύνοψης και Κατήχησης), με βάση το σχέδιο που είχε εκπονήσει ένας άλλος αξιόλογος εκκλησιαστικός άνδρας και λόγιος της εποχής, ο Βαρθολομαίος Κουτλουμουσιανός. Ο Καποδίστριας έδιδε μεγάλη σημασία στην ύπαρξη μιας Σύνοψης ώστε κάθε Έλληνας να μάθει να προσεύχεται αλλά και να διαβάζει και να μαθαίνει σωστά την γλώσσα του.

    Άλλη επιτροπή πάλι, επιφορτίστηκε να επιλέξει μια γραμματική και ένα ανθολόγιο που θα χρησιμοποιούνταν στα Ελληνικά σχολεία. Μέλη της ήταν τρεις σημαντικοί λόγιοι-εκπαιδευτικοί της εποχής, ο ιεροδιάκονος Γρηγόριος Κωνσταντάς, ο Γεώργιος Γεννάδιος και ο Ιωάννης Βενθύλος, από τους οποίους οι δύο πρώτοι είχαν εκπονήσει το 1828 και άλλη μια μελέτη σχετική με τα σχολικά βιβλία.

    Επίσης συστήθηκε η «Επί της Προπαιδείας Επιτροπή» και ανατέθηκε το σημαντικό έργο «των βιβλίων και των αντικείμενων, όσων η Κυβέρνησις έχει χρείαν διά να οργανώση ακολούθως τα αναγκαία εις την Επικράτειαν αλληλοδιδακτικά σχολεία». Μέλη της ήταν oι Dutrone, Ιωάννης Κοκκώνης και Νεόφυτος Νικητόπουλος εποπτευόμενη από τον Ανδρέα Μουστοξύδη.

    Καρπός όλων αυτών των προσπαθειών ήταν η ίδρυση στην Αίγινα, του Ορφανοτροφείου. Στο Ορφανοτροφείο λειτουργούσαν παράλληλα τρία αλληλοδιδακτικά σχολεία. Το ένα ονομάστηκε Ευνάρδειο: «διότι δαπάναις του Ευνάρδου εκτίσθη και συνετηρήθη». Λειτούργησαν πολλά χειροτεχνεία (τορνευτικής, πλεκτικής, ξυλουργικής, σιδηρουργείας, σκυτοτομικής, ραπτικής, τυπογραφίας, βιβλιοδετικής, λιθογραφείας κτλ). Στο Ορφανοτροφείο διδασκόταν και το μάθημα της μουσικής με αποτέλεσμα να συσταθεί και χορωδία. Ο Καποδίστριας όταν επισκέφθηκε το Ορφανοτροφείο και διαπίστωσε την πρόοδο των μαθητών στην μουσική ενέκρινε με Διάταγμα του την αγορά 12 βιολιών και ειδική στολή για τα μέλη της χορωδίας «λευκὸν ποδήρες ένδυμα και ζώνην κυανόχρουν». Επιπλέον λειτούργησε Πρότυπο Σχολείο το οποίο είχε σκοπό τη μόρφωση δασκάλων που θα στελέχωναν τα αλληλοδιδακτικά σχολεία. Επίσης ιδρύθηκε το Κεντρικό Σχολείοτην 1η Νοεμβρίου 1829 με το υπ.άρ. 97 ψήφισμα που σκοπό είχε τη μόρφωση των νέων που θα ήθελαν να ακολουθήσουν Πανεπιστημιακές σπουδές. Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια το ορφανοτροφείο και τα χειροτεχνεία φυτοζωούσαν και αντιμετώπιζαν τεράστια προβλήματα λόγω της αδιαφορίας από την πολιτεία. Επιπλέον, στην Αίγινα ιδρύθηκε η Εθνική Τυπογραφία.

    Στην Τίρυνθα, η Αγροτική Σχολή για τη διδασκαλία των σύγχρονων τρόπων γεωργικής καλλιέργειας και κτηνοτροφίας, το Κεντρικό Πολεμικό Σχολείο Ναυπλίου, η Εκκλησιαστική Σχολή στη μονή Ζωοδόχου Πηγής στον Πόρο για την εκπαίδευση των μελλοντικών κληρικών, το Εμπορικό Σχολείο στην Ερμούπολη από τους εμπόρους της πόλης.
    Σχολεία ιδρύθηκαν στο Ναύπλιο, στο Άργος, στην Τρίπολη, στην Αθήνα , στην Αίγινα, στον Πόρο, στην Ύδρα, στο Γαλαξείδι, στη Ναύπακτο, στη Μεθώνη, στα Φιλιατρά, στην Πάτρα, στα Καλάβρυτα, στη Σκιάθο, στη Σύρο, στην Αμοργό και σε πολλές άλλες πόλεις και νησιά. Συστήθηκαν δευτεροβάθμια σχολεία τα οποία ονόμαζε "πρότυπα" ή "τυπικά", ενώ παράλληλα διατηρήθηκαν και τα λεγόμενα Ελληνικά σχολεία.
    Στις 19 Ιανουαρίου 1831 παραχωρήθηκε χώρος από τον Ιωάννη Καποδίστρια στο Δήμο Φιλιατρών με τον όρο να κτιστεί εκεί από το Δήμο Δημοτικό Σχολείο και ο υπόλοιπος χώρος να καλλιεργείται για την ενίσχυση του Σχολείου: «Παραχωρείται στην Κωμόπολη της Αρκαδίας Φιλιατρά εθνικός τόπος εκτάσεως 11 στρεμμάτων στο κέντρο της Κωμοπόλεως για την οικοδομή διδακτικών καταστημάτων. Όσο μέρος της περιοχής αυτής δεν οικοδομηθεί, θα είναι και θα παραμείνει αναφαίρετος ιδιοκτησία των σχολείων και τα εισοδήματα που θα προέρχονται από τη καλλιέργειά της θα πηγαίνουν για τη συντήρηση των σχολείων».

    Ο Καποδίστριας έδωσε και μεγάλη βαρύτητα στη μόρφωση των κοριτσιών, σε μια εποχή κατά την οποία η θέση της γυναίκας στην κοινωνία ήταν υποβαθμισμένη. Για την εκπαίδευση των κοριτσιών λειτούργησε στη Σύρο, στην Τήνο και στο Ορφανοτροφείο Αιγίνης σχολείο θηλέων. Στην Κόρινθο λειτούργησε μεικτό σχολείο.

    Ο Καποδίστριας μερίμνησε και για την βιωσιμότητα των σχολείων και ίδρυσε το "Γαζοφυλακίο" οι πόροι του οποίου προορίζονταν για την οικονομική ενίσχυση των σχολείων. Προχώρησε στην καθιέρωση της δωρεάν παιδείας για όλους τους μαθητές στο πλαίσιο της παροχής ίσων ευκαιριών μόρφωσης σε όλους ανεξαιρέτως τους πολίτες. Παρόλο που η ανάγκη για επιμόρφωση των δασκάλων ήταν τεράστια δεν δέχτηκε την πρόταση του Γερμανού Χριστιανού-Λουδοβίκου Κορκ να ιδρύσει Διδασκαλείο για τη μόρφωση αλληλοδιδασκάλων. Αυτό διότι ο Καποδίστριας ήξερε ότι είναι προτεστάντης και επιπλέον ήταν μια εποχή κατά την οποία η Κυβέρνηση δεν είχε προβεί στην ίδρυση του Πρότυπου Σχολείου στην Αίγινα.

    Φιλοδοξούσε στην ίδρυση, εν ευθέτω χρόνω, Πανεπιστημίου, αφού συγκεντρώνονταν οι απαραίτητοι οικονομικοί πόροι αλλά και οι υποψήφιοι φοιτητές. Όπως είπε ο Νικόλαος Δραγούμης: «Διότι την δημοτικήν αγωγήν θηρεύων εκείνος δεν εθήρευεν ως σκοπόν και τέρμα της όλης εκπαιδεύσεως, αλλ' ως προστοιχείωσιν εις ανωτέραν βαθμίδα. Μωρός δε ο αρχιτέκτων ο ανεγείρων οικίαν, μεγάλην μάλιστα και πολυτελή, άνευ θεμελίων, τοιαύτην όμως μωρίαν δεν είχεν ο Κυβερνήτης. Την ανωτάτην παιδείαν και ηγάπα και ετίμα και παρεδέχετο και την επί τον νούν και την καρδίαν ευγενεστάτην επίδρασιν των αρχαίων συγγραφέων ωμολόγει είπερ τις και άλλος, διότι είπερ τις και άλλος είχε μελετήσει αυτούς». Προχώρησε στην έκδοση, στις αρχές του 1831 στην Αίγινα της φιλολογικής, επιστημονικής και τεχνολογικής εφημερίδας ποικίλης ύλης ονόματι «ΑΙΓΙΝΑΙΑ» με την συνδρομή του Εθνικού Τυπογραφείου, υπό των Γ. Αποστολίδη Κοσμιτή. Κύριος αρθρογράφος, μεταφραστής και υποκινητής της εκδοτικής φιλόδοξης προσπάθειας ήταν ο αεικίνητος Ι. Καποδίστριας πίσω από τα αρχικά Ι.Κ.

    Ο Καποδίστριας δεν φρόντισε μόνο για την ίδρυση των σχολείων, αλλά και παρακολουθούσε από κοντά τη λειτουργία τους. Αυτό προκύπτει και από την επιστολή του προς τον διευθυντή του αλληλοδιδακτικού σχολείου Ναυπλίου Κ. Νικητόπουλο, στην οποία έγραφε: «....ευφράνθην χθες ευρεθείς εν μέσω των μαθητών σας και ιδών την μελέτην αυτών. Σας ευχαριστεί η Κυβέρνηση δια τον ζήλον καθ' ον διδάσκετε και εις επίδοσιν προάγονται 250 μαθητές μη χλιανόμενος την προαίρεσιν μηδέ καταργών την φιλόπατρη υμών προαίρεσιν υπό τας παντελείς στερήσεις των αναγκαίων...».

    Επιβράβευε τους αρίστους μαθητές με υποτροφίες και βοηθούσε τους απόρους μαθητές να συνεχίσουν τις σπουδές τους: «Να μας σημειώσης εκείνους των μαθητών σου,όσοι έδωκαν αδιακόπως προφανή δείγματα της εμφύτου κλίσεως και ικανότητος των καθότι έχομεν σκοπόν να τους προσκαλέσωμεν δια να τελειοποιηθώσιν εις το πρωτότυπον σχολείον..». Ο Νικόλαος Δραγούμης αναφέρει: «Της δ' αυτής αξιοθαυμάστου προνοίας έδιδε καθ' εκάστην δείγματα της εν Ελλάδι, αγωνιζόμενος διά παντός τρόπου να προβιβάζη τα της παιδείας και διά τούτο επισκεπτόμενος συνεχώς τα σχολεία, ενθαρρύνων ευμενώς διδάσκοντάς τε και διδασκομένους διά λόγου, βραβείων, ευσήμων και αυτογράφων ευχαριστηρίων επιστολών προς νεανίσκους».

    Ήθελε οι δάσκαλοι να έχουν τις απαραίτητες γνώσεις για να διδάξουν και προέτρεπε: «Η επιτροπή δεν θέλει συστήσει ουδένα εις την Κυβέρνηση ως ικανό ινα διευθύνη αλληλοδιδακτικόν σχολείον, εαν δεν είναι ειδήμων της Γραμματικής, και ικανός να εξηγήση εις την καθομιλουμένην τον Αίσωπον,Ισοκράτην και Ξενοφώντα ευχής έργον ήτον να είναι ικανός να εξηγή και Ομηρον».

    Επίσης εμψύχωνε τους δασκάλους: «Διδάσκαλε, είπον μία των ημερών, οδηγείς τας ελπίδας της πατρίδος.» και τους ενίσχυε με χρηματικά βοηθήματα, «δια ν΄αποζημιώσωμεν δε κατά το δίκαιον τους διδασκάλους δια τα έξοδα, όσα μέχρι τούδε έκαμον, θέλοντες να διεγείρουν των μαθητών την φιλοτιμίαν, προσφέρομεν εις αυτούς δωρεάν ανα 300 γρόσια δι' έκαστον των μαθητών οσοι μέλλουν να γενούν παραδεκτοί εις το πρωτότυπον σχολείον».

    Ενώ πολλοί υποστήριζαν ότι κατά τη σχολική περίοδο οι αργίες και οι διακοπές θα ήταν επιζήμιες για την πρόοδο των μαθητών, ο Καποδίστριας με ψήφισμα στις 16.1.1830 όρισε τα αλληλοδιδακτικά σχολεία της Επικράτειας να μην κάνουν μάθημα τις Κυριακές, τις Δεσποτικές, τις Θεομητορικές γιορτές και τις εορτές των μεγάλων Αγίων, και κατά τις γιορτινές μέρες, μετά τη Θεία Λειτουργία οι μαθητές να πηγαίνουν σχολείο και αφού γίνεται εξήγηση του Ιερού Ευαγγελίου της ημέρας, να αρχίζει η συνηθισμένη παράδοση. Οι ώρες παράδοσης να είναι 9-12 το πρωί και 2-5 το απόγευμα και να έχουν διακοπές από 20η Ιουλίου μέχρι 1η Σεπτεμβρίου. Τις ημέρες των διακοπών, εκτός από τις γιορτές, να γίνεται μάθημα μόνο μέχρι το μεσημέρι.

    Σύμφωνα με την έκθεση του Ν. Χρυσόγελου, γραμματέα των εκκλησιαστικών και της δημόσιας εκπαίδευσης, τα λιγοστά σχολεία του αγώνα είχαν αυξηθεί μέχρι το 1831 σε 121, ενώ ο αριθμός των μαθητών σε 9.246 από τους οποίους οι 6.718 φοιτούσαν στα 75 αλληλοδιδακτικά που λειτουργούσαν την περίοδο αυτή στη χώρα.

    Αν συγκρίνει κανείς την έκθεση του Dutrone κατά τον πρώτο χρόνο διακυβέρνησης του Καποδίστρια, με την έκθεση του Ν.Χρυσογέλου στο τέλος του 1830, μένει κατάπληκτος από την έκταση της προόδου που σημειώθηκε μέσα σε δυο μόνο χρόνια.

    Όπως ο Νικόλαος Δραγούμης αναφέρει: «Όπου δε αι κοινότητες εστερούνται ικανών πόρων ή τόπου προς οικοδομήν, σπεύδων ο Κυβερνήτης ήρχετο εις βοήθειαν. Τηλικαύτη δε υπήρξεν η άμιλλα, ώστε εντός ολίγου ανεβλάστησαν ως εκ θαύματος σχολεία και το μέν πρώτον έτος ο αριθμός των διδαχθέντων ανά πάσα την Ελλάδα, μη έχουσα τότε πλέον τον εξήκοντα μυριάδων κατοίκων, ανέβει εις έξ χιλιάδας νέων, το δε δεύτερον, μόλις λήξαντος του πολέμου, υπήρχον εκατόν τριάκοντα αλληλοδιδακτικά και ελληνικά φοιτών δε χιλιάδες δώδεκα».

  • Πιστεύω

    Μελετώντας τη ζωή του Καποδίστρια, δηλ. τις πεποιθήσεις, τις ιδέες και τη στάση του απέναντι σε αυτοκράτορες, καγκελάριους, διπλωμάτες, προύχοντες, Φαναριώτες και τόσους άλλους, καταλήγει κανείς στον εξής προβληματισμό. Από πού αντλούσε την ευθύτητα, την ανδρεία, τη σταθερότητα, τη σωφροσύνη αλλά και τη διορατικότητα για να υψώσει μια φωνή δίκαιη και αληθινή.

    «Ας λέγουν και ας γράφουν ό,τι θέλουν. Θά έλθη όμως κάποτε καιρός, ότε οι άνθρωποι κρίνονται όχι σύμφωνα με όσα είπον ή έγραψαν περί των πράξεών των, αλλά κατ' αυτήν την μαρτυρίαν των πράξεών των. Υπ' αυτής της πίστεως, ως αξιώματος, δυναμούμενος έζησα μέσα εις τον κόσμον μέχρι τώρα, οπότε ευρίσκομαι εις την δύσιν της ζωής μου, καί υπήρξα πάντοτε ευχαριστημένος δια τούτο. Μου είναι αδύνατον πλέον να αλλάξω τώρα. Θα συνεχίσω εκπληρών πάντοτε το χρέος μου, ουδόλως φροντίζων περί του εαυτού μου,καί ας γίνη ό,τι γίνη».

     Με αυτό ακριβώς το ήθος επέλεξε να υπηρετήσει ως διπλωμάτης στη Ρωσία. Συνειδητοποίησε ότι, η μόνη ελπίδα, για να σωθεί το υπόδουλο γένος, είναι η ομόδοξη Ρωσία και όχι οι υπόλοιπες, Προτεσταντικές και Καθολικές στο θρήσκευμα, Δυνάμεις. Ως διπλωμάτης στην υπηρεσία του Τσάρου δεν απορροφήθηκε από το κοσμοπολίτικο περιβάλλον της Ρωσικής αυλής: «Είμαι ευχαριστημένος... (γράφει στον πατέρα του) Αντιστάθηκα στις πιό μεγάλες και γοητευτικές προτάσεις... Έμεινα σταθερός στο να παραιτηθώ από λαμπρές και ανετότατες θέσεις... προκειμένου να μείνω με όλη μου την καρδιά προσκολλημένος... σε όσα εγώ πιστεύω ως ιερά καθήκοντα... Μού προσφέρθηκαν περισσότερες από μιά ωραίες αποκαταστάσεις. Τις αρνήθηκα χωρίς δυσαρέσκειαν. Θα είχα γίνει Κροίσος στα πλούτη, αλλά στους αντίποδες. Θα είχα προχωρήσει κατά χίλια βήματα στην σταδιοδρομία μου, αλλά έξω από τις αρχές μου, από την ατμόσφαιρά μας. Δεν το θέλησα και ούτε θα το θελήσω ποτέ... Ελπίζω στην θεϊκή προστασία...».

    Την ψυχική ανάπαυση και ψυχαγωγία τη βρίσκει αλλού: «Επέρασα την Μεγάλη Εβδομάδα με τον Μητροπολίτην. Καί παρητήθην όλων των οχληρών διπλωματικών γευμάτων. Το αυτό έπραξα και κατά τας δύο πρώτας ημέρας του Πάσχα κατά το εκκλησιαστικόν τυπικόν των οποίων μόνον ηδυνήθην να εκπληρώσω τα θρησκευτικά μου καθήκοντα.» Ανέβηκε τα σκαλιά της διπλωματίας ζώντας πραγματικά μια ζωή ασκητική και δεν έπαυε να διακηρύττει: «Είμαι πεπεισμένος ποτέ να μην εγκαταλείψω τα συμφέροντα της πατρίδας μου. Καμιά θεώρηση των πραγμάτων, οποιαδήποτε κι αν είναι, δεν θα μπορούσε να μ' επηρεάσει να αποστασιοποιηθώ από τα καθήκοντα που μου επιβάλλει η τιμή μου. Τι χρησιμότητα έχει για μένα η υψηλή εύνοια με την οποία με τιμά ο αυτοκράτορας, εφόσον δεν θα είχα τη δυνατότητα να τη χρησιμοποιήσω για να βοηθήσω αυτούς τους ανθρώπους (δηλ. τους συμπατριώτες του), στους οποίους ανήκω ολόψυχα και αποκλειστικά». Ακόμα στον ίδιο τον Τσάρο έλεγε: «Μένω εις τον τόπον μου (το υπουργείο των Εξωτερικών της Ρωσίας) και θέλω μείνει εν όσω θέλω ελπίζει να τους είμαι ωφέλιμος (στους Έλληνες). Οποίαν ημέραν ίδω ότι τα χρέη του υπουργήματός μου είναι ασυμβίβαστα με τα χρέη τα οποία με απαιτεί η πατρίς, πιστεύσατέ με, Κύριέ μου, ότι δεν θέλω αναβάλει ουδεποσώς ν' ακολουθήσω τον δρόμον, τον οποίο πρέπει ν' ακολουθήση πάς τίμιος άνθρωπος».

    Δεν δίστασε μάλιστα ν' αποκαλύψει ότι: «... δεν ηθέλησα ποτέ να είμαι υπήκοός Του, αλλά υπηρέτης Του. Είναι διότι μίαν φοράν είπον εις την Α.Μ. ότι δεν θα αντήλλασον τον τάφον μου που έχω εις την Κέρκυραν με οιανδήποτε αποκατάστασιν εν τω κόσμω».

    Όταν το 1815 ο Τσάρος του ανακοίνωσε την πρόθεσή του να τον διορίσει Υπουργό των Εξωτερικών, αρχικά δεν δέχτηκε, διότι η συνείδηση του δεν του επέτρεπε, να θυσιάσει τα συμφέροντα της πατρίδας του ευρισκόμενος στην υψηλή αυτή θέση.Τελικά υποχώρησε και  δήλωσε στον Τσάρο τα εξής:  «Μεγαλειότατε, εντίμως σας δηλώνω ότι οσάκις ευρεθώ προ του τραγικού διλήμματος να υποστηρίξω τα συμφέροντα της σκλαβωμένης πατρίδος μου ή τα συμφέροντα της αχανούς αυτοκρατορίας σας, δεν θα διστάσω ούτε στιγμή: Θα τεθώ με το μέρος της πατρίδος μου... Θα ήταν εκ μέρους μου αχαριστία, θα παρέβαινα τα καθήκοντά μου προς την γήν που με γέννησε, εάν, προκειμένου να απαλλαγώ από τις πιέσεις που θα μου έκαναν, θεωρούσα τον εαυτό μου ξένον προς την Ελλάδα. Αισθάνομαι όμως τον εαυτό μου ανίκανον για μιά τέτοια θυσία!... Θα ευρίσκομαι σε συνεχή επικοινωνία μαζί τους, θα τους βοηθώ!...» και κατέληξε: «Είμαι Έλλην και θα μείνω Έλλην για πάντα».

    Αυτή την εντιμότητα του την αναγνώρισαν μέχρι και οι εχθροί του. Ως πολιτικό αντίπαλο, μπορεί ο Μέττερνιχ να τον πολεμούσε με ασίγαστο μίσος, αλλά ως άνθρωπο τον θαύμαζε: «Ο μόνος αντίπαλος που δύσκολα ηττάται είναι ο απόλυτα έντιμος άνθρωπος. Και τέτοιος είναι ο Καποδίστριας». Πιστός στη ζωή που επέλεξε απομακρύνθηκε εκούσια από τη θέση του Υπουργού των Εξωτερικών όταν κατάλαβε ότι δεν μπορεί να ελπίζει βοήθεια από τον Τσάρο στον αγώνα των Ελλήνων. Αντιτάχθηκε σθεναρά απέναντί του αρνούμενος να εκτελέσει αποφάσεις: «Ναί, βεβαίως το βλέπω, όπως και σείς. Αλλά δεν είμαι εγώ εκείνος που θα τις εκτελέσει!». Έδωσε την παραίτησή του στον Τσάρο «πιστά αφοσιωμένος στην έντιμη μοίρα της πατρίδος του».

    Η αυτοκράτειρα μητέρα του Τσάρου Νικολάου, Μαρία Θεοδώρεβνα, τον πίεζε να μην αποδεχθεί την εκλογή του ως Κυβερνήτη της Ελλάδος λέγοντας του: «Στην Ελλάδα θα διακινδυνεύσετε τη ζωή σας». Προφητικά λόγια! Ο Καποδίστριας όμως απάντησε: «Εάν δεν δεχθώ την εκλογή μου και η Ελλάς γονατίσει, τί θα πούν για μένα; Νά ένας άνθρωπος, που θα μπορούσε να τη σώσει και προτίμησε μιά λαμπρή θέση στη Ρωσία από τη σωτηρία της πατρίδας του και την άφησε να χαθεί. Αφιέρωσα τη νεότητά μου στην υπηρεσία του αείμνηστου μεγαλόψυχου γιού σας. Έτσι μπορώ σήμερα να προσφέρω στην Ελλάδα τη θυσία των γηρατειών μου!..».

    Υπερασπίστηκε την απόφασή του απέναντι στον Τσάρο: «Η απόφασή μου είναι αμετάκλητη. Πάνω απ' όλα ανήκω στη χώρα μου. Δεν έχω την ψευδαίσθηση να πιστεύω ότι εγώ μονάχος μπορώ να τη σώσω. Όταν βλέπω όμως σε ποιών ανθρώπων τα χέρια βρίσκεται τώρα η τύχη της, δεν μπορώ να αποκρύψω ότι διαθέτω περισσότερα μέσα απ' αυτούς. Πιστεύετε, μεγαλειότατε, ότι θα εγκατέλειπα μιά τόσο λαμπρή θέση, μιά τόσο ένδοξη υπηρεσία και μιά τέλεια εξασφάλιση στη Ρωσία... εάν δεν ένιωθα ότι με προστάζει η επιτακτική ανάγκη των περιστάσεων της χώρας μου και η έλλειψη των ανθρώπων... Μην πιστέψετε καθόλου, μεγαλειότατε, ότι πηγαίνω στην Ελλάδα με τη ρωσική λιβρέα στους ώμους μου. Δεν είμαι εγώ εκείνος που θα σας βοηθούσε να στήσετε εκεί τις σημαίες σας και δεν είμαι εγώ εκείνος που θα σας δάνειζε το χέρι του για να επιτευχθεί ένα δεύτερο έγκλημα, σαν εκείνο του διαμελισμού της Πολωνίας!..»

    Αρνήθηκε να δεχθεί την αποζημίωση που δικαιούνταν από τον Τσάρο για τις υπηρεσίες του - ισόβια σύνταξη εξήντα χιλιάδων φράγκων - με κριτήριο το συμφέρον της πατρίδας του και όχι το δικό του. Αναγνώριζε ότι το ποσό αυτό θα τον βοηθούσε ν' ανακουφίσει τους δυστυχισμένους Έλληνες, αλλά θα έδινε την ευκαιρία στους αντιπάλους του να τον κατηγορήσουν ότι εξαρτάται οικονομικά από τη Ρωσία.

    Ο Καποδίστριας γνώριζε ότι «η κάθοδός του εις την Ελλάδα σημαίνει άνοδον εις τον Γολγοθάν», ήρθε όμως έχοντας την πεποίθηση ότι: «Ο Θεός είναι προστάτης μου... και άνευ ταύτης της πίστεως ούτε εμαυτόν θα ηδυνάμην να κατανοήσω, ούτε να ελπίσω τι». Τοποθέτησε υπεράνω του εαυτού του το συμφέρον της πατρίδας: «Ευτυχείς, διότι ηδυνήθημεν να προσφέρωμεν δι' αυτό το τόσον θεάρεστον έργον τα λείψανα της μετρίας κατατάσεώς μας εις το θυσιαστήριον της πατρίδος!» Το μόνο που ζήτησε από τον Μουστοξύδη κατά τον ερχομό του στην Ελλάδα ήταν: «Ελπίζων δε να έχω και μίαν στέγην εις την Ελλάδα, ως αρχηγός της διοικήσεως, καλόν νομίζω το να περιλαμβάνη και εν μικρόν παρεκκλήσιον...».

    Στην πατρίδα πλέον και ελεύθερος από κάθε δέσμευση υλοποίησε την ανασύσταση του Ελληνικού κράτους θέτοντας πρώτα - πρώτα τις βασικές αρχές. Πρώτη και κύρια αρχή ήταν να διαφυλαχθεί η πίστη και η ζωή της Ορθοδόξου Εκκλησίας διότι: «Οι Έλληνες... ηνωμένοι δια της εις Χριστόν και εις την Αγίαν του Εκκλησίαν σταθεράς πίστεώς των... υποστάντες την οθωμανικήν δυναστείαν, υπό μόνην την σκέπην της Εκκλησίας των διεσώθησαν. Άμα δε τώ ανεγερθήναι εις σώμα Έθνους, οι αυτών αντιπρόσωποι ανεκήρυξαν την Ελληνικήν θρησκείαν, θρησκείαν της επικρατείας,...» και δεύτερο να διασωθεί η ταυτότητα του Έθνους η οποία «... σύγκειται εκ των ανθρώπων, οίτινες από της Αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως δεν έπαυσαν ομολογούντες την Ορθόδοξον Πίστιν και την γλώσσαν των Πατέρων αυτών λαλούντες, και διέμειναν υπό την πνευματικήν ή κοσμικήν δικαιοδοσίαν της Εκκλησίας των, όπου ποτέ της Τουρκίας και αν κατοικώσι».
    Η Εκκλησία έσωσε την πατρίδα και η Εκκλησία του Χριστού θα αποτελέσει τη «σωτηρία του Έθνους, το λίκνο του μέλλοντος». Για να γίνει αυτό εφικτό, ο Καποδίστριας οργάνωσε συστηματικά και γρήγορα την παιδεία. «Αποτελεί θεία τιμή το να αναθρέψει κάποιος Ελληνόπαιδες, με τις γνώσεις της ιεράς μας θρησκείας, να τους εκπαιδεύσει στην πάτριον γλώσσα και να τους προπαρασκευάσει για ανώτερες πανεπιστημιακές σπουδές».

    Με την οργάνωση της παιδείας προσπάθησε να θέσει τα θεμέλια, ώστε τα παιδιά να σπουδάσουν στην πατρίδα τους διότι: «Τα παιδιά μας, ούτως εκείσε κείμενα, οποίας και άν απολαμβάνουν φροντίδος παρά των φιλανθρώπων προστατών, κινδυνεύουν όμως να εκστραφούν της οικείας φύσεως, χάνοντα βαθμηδόν και την αίσθησιν των θρησκευτικών χρεών των, και την χρήσιν της γλώσσης των, και την μνήμην των εφεστίων και ιδιογενών ηθών». Και αλλού: «Χωρίς να γνωρίζουν καλά την Γερμανικήν και την Ελληνικήν, χωρίς να έχουν μίαν κάποιαν ηλικίαν εις την οποίαν ημπορεί κανείς να στερηθή την εκκλησίαν χωρίς να χάση την θρησκείαν του, δεν θα συνεβούλευα ποτέ να τοποθετηθούν εις έν Ινστιτούτον όπου ασκείται η θρησκεία των Διαμαρτυρομένων».

    Πίστευε στην αξία στη εκπαίδευσης βάσει όμως αξιών και χρηστών ηθών. Εφόσον λοιπόν ο λαός θα μορφωθεί με τις αξίες του ευαγγελίου κατόπιν θα ιδρυθή η Ελλάς.

    Χαρακτηριστική υπήρξε η συνομιλία με τον γραμματέα του Νικόλαο Δραγούμη, ο οποίος την εξιστορεί:

    - Σύ δε τί προτιμάς, γράμματα άνευ χρηστών ηθών ή χρηστά ήθη άνευ γραμμάτων;

    Και επειδή κατανεύσας τους οφθαλμούς εσιώπησα, αυτός επαναλαβών τον λόγον

     - Δεν αποκρίνεσαι; Προσέθετο. Διέστρεψε λοιπόν και σε, τόσω νέον, η ελληνική οίησις; Πολλοί λογιώτατοι Έλληνες τους οποίους εγνώρισα εις Βιένναν και αλλαχού, ενόμιζον εαυτούς σοφωτάτους διότι έμαθον ολίγα γράμματα. Αλλ' εάν, ως καυχάσθε, είσθε απόγονοι των Ελλήνων, έπρεπε και να μη λησμονήτε ότι σοφίαν εκείνοι ούτε ενόμιζον ούτε ωνόμασαν μόνην την άσκησιν του νού, αλλά και της ψυχής την καλλιέργειαν. Ο μόνον γράμματα γινώσκων, στερούμενος δε ψυχικής αγωγής, είναι και του χειρίστου κακούργου χείρων, ως μαθών να κακουργή επιτηδειότερον. Γνωρίζεις τον Σ;...
     - Μάλιστα, εξοχώτατε.
     - Αυτός, ως ακούω, είναι εκ των λογιωτέρων, αλλά και εκ των κακοηθεστέρων διότι, ότε διέτριβεν εις Παρισίους, έκλεπτε, περί δε των άλλων αυτού αρετών ουδέν λέγω.
     - Το κακόν υμών είναι ότι μόλις μάθετε μερικούς κανόνας της γραμματικής, έστω και εις την Γερμανίαν, μόλις ιδήτε μερικά βουνά της Ευρώπης και χειροτονείσθε μόνοι διορθωταί της κοινωνίας και νομοθέται της πολιτείας. Πλην, κύριε, άλλο γραμματική, άλλο κοινωνία και άλλο πολιτεία. Τόσο πολύς καπνός γεμίζει τας κεφαλάς υμών, ώστε δεν εννοείτε οποίον και οπόσον χάσμα διαχωρίζει τας δύο τελευταίας από της πρώτης. Οι παλαιοί σοφισταί εγίνωσκον πλείονα γράμματα, και όμως αυτοί ήσαν οι λυμεώνες των Αθηνών.
     Εμού δε εδιπλασιάζετο ο θαυμασμός, ου μόνον διά την χάριν και την σαφήνειαν δι' ων ηρμήνευε την διάνοια αυτού, αλλά και διά την απροσδόκητον ανακάλυψιν ότι οικείοι ήσαν αυτώ οι αρχαίοι.
     
     - Πιθανόν να με νομίζης και συ μετά των κατηγόρων μου φωτοσβέστην. Πλην τι θέλετε; Να συστήσω ακαδημίαν ως του Γκυλφόρδ; Αλλά πριν πατήση τις το κατώφλιον ακαδημίας πρέπει να πατήση το κατώφλιον αλληλοδιδακτικού.
     
    Αγωνίσθηκε να πείσει τους ξένους, διότι με αυτούς πάλεψε περισσότερο παρά με τους Τούρκους, για πόσο δίκαιος ήταν ο αγώνας των Ελλήνων. Χαρακτηριστική ήταν η απάντηση που έδωσε στον Ουίλλμοτ Όρτον, υφυπουργό του Πολέμου, όταν εκείνος έθεσε το ερώτημα: «Τι θα πρέπει να εννοήσουμε σήμερα όταν μιλάμε για την Ελλάδα;». Ο Καποδίστριας τότε απάντησε: «Το Ελληνικόν Έθνος αποτελείται από ανθρώπους, οι οποίοι από την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως δεν έπαυσαν να ομολογούν την πιστότητά τους στην ορθόδοξη πίστη τους, δεν σταμάτησαν ποτέ να ομιλούν την γλώσσα των πατέρων τους, την ελληνική, και παρέμειναν ακλόνητοι υπό την πνευματική ή κοσμική δικαιοδοσία της εκκλησίας τους, σε οποιοδήοτε μέρος της τουρκοκρατουμένης πατρίδας τους και άν ευρίσκονταν».
     Και στο ερώτημα για το ποια θα έπρεπε να είναι τα γεωγραφικά σύνορα της Ελλάδος, απάντησε:
     «Τα σύνορα της Ελλάδος, εδώ και τέσσερις αιώνες, από την πτώση της βυζαντινής αυτοκρατορίας, έχουν οροθετηθεί από ακλόνητα δικαιώματα, τα οποία ούτε ο χρόνος, ούτε οι ανυπολόγιστες συμφορές από τους Τούρκους, ούτε η πολεμική κατάκτηση κατόρθωσαν ποτέ να παραγράψουν. Χαράχθηκαν δε αυτά τα σύνορα από το 1821 από το αίμα το ελληνικό, που χύθηκε στις σφαγές των Κυδωνιών, της Κύπρου, της Χίου, της Κρήτης, των Ψαρών, του Μεσολογγίου και στις πολυάριθμες ναυμαχίες και πεζομαχίες, στις οποίες δοξάσθηκε τούτο το Έθνος... Τα πραγματικά σύνορα της Ελλάδος ήταν εκείνα που περιέγραψε ο Έλληνας γεωγράφος Στράβων: Από την Πελοπόννησο ως τη Μακεδονία και την Ήπειρο, ως τους Αγίους Σαράντα, από τα νησιά του Ιονίου και του Αιγαίου πελάγους ως και τη Μικρά Ασία. Αυτά ήταν τα ιστορικά και φυσικά σύνορα της Ελλάδος, τα οποία οι Έλληνες είχαν ιερό χρέος να διεκδικήσουν. Αυτό το χρέος το ιερό και απαραβίαστο δεν επέτρεπε στην Ελλάδα να περιορίσει ή να σμικρύνει και στο ελάχιστο τα όρια της χώρας της. Αν τα ωμά συμφέροντα των ισχυροτέρων χωρών την αναγκάσουν να σιγήσει αυτό το χρέος, τότε οι Έλληνες θα έχουν δικαίωμα να αναρωτηθούν: Άραγε οι μεσίτριες Δυνάμεις φθάνουν στο σημείο να αναγκάσουν τους Έλληνες να εγκαταλείψουν τους ομογενείς αδελφούς τους στον βάρβαρο οθωμανικό ζυγό;... Οι προστάτριες Δυνάμεις, όσο και αν θέλουν να σταματήσουν τον πόλεμο, σύντομα θα καταλάβουν ότι η ειρήνευση της Ανατολής δεν θα μπορέσει ποτέ να γίνει στερεά και διαρκής, αν δεν στηρίζεται στη βάση της γεωγραφικής δικαιοσύνης, και ας μη νομίζουν ότι είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί μονάχα με τη δύναμη των διαπραγματεύσεων!...»
     Χαρακτηριστικά είναι όσα ανέφερε για την οριοθέτηση του Ελληνικού κράτους τον Οκτώβριο του 1828 σε υπόμνημά του προς τους αντιπροσώπους των τριών Δυνάμεων στη συνδιάσκεψη του Πόρου: «Περί δε των νήσων, εκ τε της ιστορίας και εκ των μνημείων και εκ των λοιπών πάντων μαρτυρείται ομοίως ότι και η Κύπρος και η Ρόδος και πολλαί άλλαι νήσοι, αποσπάσματα εισί της Ελλάδος».

    Ο Καποδίστριας δεν αγκιστρώθηκε στην εξουσία και δεν θέλησε να κυβερνήσει για πάντα την Ελλάδα ακόμα και όταν του δόθηκε η ευκαιρία. Απόδειξη είναι το εξής περιστατικό, το οποίο μαρτυρήθηκε από επιζώντες :«Οι δ' επιζώντες ενθυμούνται ότι, ότε η παρά της εν Άργει Εθνοσυνελεύσεως σταλείσα επιτροπή ίνα υποβάλη αυτώ το εξ εκατόν πεντήκοντα χιλιάδων φοινίκων ψήφισμα είπεν ότι το έθνος ην έτοιμον να ονομάση και ηγεμόνα τον Κυβερνήτην, εκείνος προέτεινεν ως άλλος Φερεκύδης την δεξιάν, υπονοών ότι ο ηγεμών έπρεπε να κατάγεται εξ αίματος βασιλικού και να μη έχη τας χείρας τραχείας ως αυτός ένεκα της πολλής εργασίας». Πίστευε ότι το συμφέρον της Ελλάδος ήταν να έχει ηγεμόνα από βασιλική γενιά ώστε οι Μεγάλες Δυνάμεις να αναγνώριζαν πιο εύκολα την ανεξαρτησία της.

    Επίσης, ήταν αντίθετος στην ιδέα ότι, για να κυβερνήσει, έπρεπε να στηριχθεί στα όπλα. «....Δεν φρονώ ότι η νέα ελληνική κυβέρνησις πρέπει να έλθη εις την Ελλάδα επί κεφαλής λόχων και πυροβόλων. Τούτο είναι έξω των δυνάμεών μου, αλλά και αν ηδυνάμην, δεν θα ηρχόμην τοιουτοτρόπως».

    Αυτή ήταν η ευγενική ψυχή του Καποδίστρια ο οποίος προέτασσε των πάντων το συμφέρον της πατρίδας την οποία υπηρέτησε χωρίς ουδόλως να τη ζημιώσει. Η προσωπική του ζωή ήταν πρότυπο ήθους και χριστιανικών αρχών. Έλληνες από τη Μαριανούπολη, θέλοντας να τον ευχαριστήσουν για τη βοήθειά του προς την κοινότητά τους, του έδωσαν ένα μεγάλο χρηματικό ποσό. Αρνήθηκε να το δεχθεί και για να μην τους προσβάλλει τους είπε: «... δέχομαι το δώρο σας. Αλλά με τον όρο να καταθέσετε αυτά τα χρήματα σε Τράπεζα και με τους τόκους να προσλάβετε Έλληνα διδάσκαλο για να σας διδάσκει τη μητρική σας γλώσσα. Γιατί αποτελεί εντροπή, όντας Έλληνες στην καταγωγή, στο φρόνημα και στη θρησκεία, να αγνοείτε την ευγενέστερη και πλουσιότερη γλώσσα του κόσμου, που την διδάσκονται τόσοι άλλοι αλλοεθνείς...».

    Προσωπικά για τον εαυτό του δεν δέχθηκε ούτε τα αυτονόητα. Αρνήθηκε το επιμίσθιο που του αναλογούσε ως αρχηγός κράτους και το οποίο εγκρίθηκε δύο φορές από τη Βουλή των Ελλήνων και τη Γερουσία. «Διά τον αυτόν τούτον λόγον θέλομεν αποφύγει και ήδη το να δεχθώμεν την προσδιοριζομένην ποσότητα διά τα έξοδα του αρχηγού της επικρατείας, απεχόμενοι, εν όσω τα ιδιαίτερά μας χρηματικά μέσα μας εξαρκούσιν, από του να εγγίσωμεν μέχρι και οβολού τα δημόσια χρήματα προς ιδίαν ημών χρήσιν. Οψέποτε δε βιασθώμεν εις τούτο, εξαντληθέντων διόλου των ιδιαιτέρων ημών πόρων, τότε θέλομεν καταφύγει εις το δημόσιον ταμείον, πλην μόνον δια τα έξοδα, όσα απαιτεί η εκτέλεσις των καθηκόντων μας».

    Αυτός που είχε ζήσει στα παλάτια του Τσάρου, αυτός που ως Υπουργός Εξωτερικών του Τσάρου είχε επηρεάσει ουσιαστικά την εξέλιξη της Ευρώπης, ζούσε φτωχικά.

     Χαρακτηριστικό παράδειγμα της λιτής του ζωής αποτέλεσε το περιστατικό που αναφέρει η βαρώνη Charlotte de Sor και συνέβη όταν ο Καποδίστριας ήταν στη Γενεύη: «Μιά ημέρα, στη διάρκεια μιάς εγκάρδιας συνομιλίας, μου είπε με εκείνη την αξιολάτρευτη απλότητα που τον διέκρινε: "Εκπλήττεσθε γιατί έχω διαλέξει αυτά τα δύο πενιχρά δωμάτια στο σπίτι της κυρίας Lamotte... Μα ο λόγος είναι ότι μου στοιχίζουν μονάχα 30 φράγκα το μήνα και ασφαλώς δεν ξέρετε ότι για τη συντήρηση και των δύο μας (και του υπηρέτη του) δεν πρέπει να ξεπεράσουμε το ποσόν των 6 φράγκων την ημέρα." Χονδρά δάκρυα ύγραναν τα μάτια μου και του έσφιξα το χέρι με συγκίνηση: "Είσθε αξιοθαύμαστος", του είπα βαθιά συγκλονισμένη. "Μα όχι, κυρία μου, απλώς είμαι συνεπής προς τον εαυτό μου! Αυτό είναι όλο. Όταν όλα τα διαβήματα και οι ενέργειές μου, όλες οι γραπτές μου εκκλήσεις ζητούν από τις γενναιόδωρες ψυχές ψωμί και ενδύματα για τους συμπατριώτες μου, όταν, αφού χτύπησα τις πόρτες των παλατιών των πλουσίων, χτύπησα μετά και τις πόρτες των καλυβών των φτωχών, για να συλλέξω τον οβολό του φτωχού, πρέπει να ημπορώ να τους λέω με παρρησία: Έδωσα τα πάντα πριν ζητήσω και τη δική σας βοήθεια για τους αδελφούς μου".

    Και πραγματικά είχε δώσει τα πάντα. Είχε γενναιόδωρα δαπανήσει όλη την αξιόλογη περιουσία του για να υπερασπιστεί την πατρίδα του και δεν κράτησε για τον εαυτό του παρά τα απολύτως αναγκαία για την επιβίωσή του».

    Δεν δίστασε να υποθηκεύσει ολόκληρη τη μεγάλη ακίνητη πατρική περιουσία του στην Κέρκυρα, να δαπανήσει όλα τα χρήματά του για να στηρίξει το νεοσυσταθέν κράτος, να ζήσει ο ίδιος με τρόπο λιτό φέρνοντας τον εαυτό του και την υγιεία του στα όρια, όπως αναφέρει και η Γενική Εφημερίδα της Κυβερνήσεως: «... Ο γιατρός του είπε να βελτιώσει λίγο την τροφή του, ήταν επείγουσα ανάγκη για την υγεία του. Κι εκείνος απήντησε αποφασιστικά: Τότε μονάχα θα βελτιώσω την τροφή μου, όταν θα είμαι βέβαιος ότι δεν υπάρχει ούτε ένα Ελληνόπουλο που να πεινάει...». Ο δε Μακρυγιάννης γράφει για να δείξει τον τρόπο ζωής του: «Ο Κυβερνήτης έτρωγε επί 4 ημέρες μία κότα».

    Δυστυχώς το ήθος και το παράδειγμα του Καποδίστρια δεν μιμήθηκαν οι σύγχρονοι πολιτικοί. Ο Καποδίστριας εισήλθε στη πολιτική βαθύπλουτος έζησε «κοπιών όλον σχεδόν νυχθημερόν και ελάχιστον αναπαυόμενος» και εξήλθε δολοφονημένος και πάμπτωχος.Εν αντιθέσει σύγχρονοι πολιτικοί εισήλθαν πάμφτωχοι στη πολιτική, πολιτεύτηκαν άκοπα και άνετα και εξήλθαν πάμπλουτοι.
  • Τηλεοπτική εκπομπή στο Blue Sky στις 02/04/2009

    Το Πιστεύω του Καποδίστρια και το θαύμα που επιτέλεσε φτιάχνοντας την χώρα σε τρια μόλις χρόνια διαπραγματεύεται η εκπομπή αυτή. Επίσης αντιδιαστέλλεται η προσωπικότητα του Κοραή και του Καποδίστρια καθώς και ο ρόλος του Καποδίστρια στην εκπαίδευση.

     

  • Το όραμα του Ιωάννου Καποδίστρια για τον Ελληνισμό και η ματαίωσή του

    12 & 13 Νοεμβρίου 2021

    3ο ΔιεθνέςΘεολογικόΣυνέδριο

    10:30-10:50 Λέων Μπρανκ – Νικόλαος Καρζής,
    Θεολόγος, Δρ. Θεολογίας - Ηλεκτρολ.- Μηχανικός
    Το όραμα του Ιωάννου Καποδίστρια για τον Ελληνισμό και η ματαίωσή του

  • ΤΟ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑ ΤΟΥ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ ΕΛΕΓΧΕΙ ΤΟ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑ ΜΑΣ!

  • Φατρίες, ἡ μάστιγα τοῦ Ἔθνους!

    Οταν ὁ Καποδίστριας ἦρθε στήν Ἑλλάδα βρῆκε μιά χώρα κατεστραμμένη, χωριά ἐγκατελελειμμένα καί ἐρείπια ἀκόμα νά καπνίζουν ἀπό τίς φωτιές.

    Ὅμως ἕνα ἀπό τά μεγάλα προβλήματα πού ταλάνιζαν τήν ἐποχή καί προξένησαν μεγάλες συμφορές ἦταν τά ἄγρια πάθη καί οἱ διχόνοιες μεταξύ τῶν Ἑλλήνων.

    Πάθη καί διχόνοιες οἱ ὁποῖες εἶχαν τήν ρίζα τους στήν ἀπληστία τῶν φατριῶν κοτζαμπάσηδων νά ἐλέγξουν τόν τόπο.

    Μιά γλαφυρή ἀναφορά τῶν ὅσων συνέβαιναν ἔχουμε στόν ἐνθρονιστήριο λόγο τοῦ Καποδίστρια πού ἐκφώνησε ὁ Θ. Καΐρης στήν Αἴγινα, ὅπου  μεταξύ τῶν ἄλλων ἀναφέρει:

    «Ὅσοι εὑρέθητε εἰς τὴν Ἐθνικὴν ἐκείνην Συνέλευσιν, ἐνθυμεῖσθε ἀκόμη ποῖα ἄγρια πάθη ἠγέρθησαν διὰ νὰ καταστρέψωσιν ὅ,τι ἡ μανία τῶν τυράννων ἤ παρέβλεψεν, ἤ δὲν ἐδυνήθη νὰ ἀφανίσῃ. Ποία φλὸξ διχονοιῶν ἐξήφθη διὰ νὰ κατακαύσῃ, ὅσα τὸ ἐχθρικὸν πῦρ δὲν ἠμπόρεσε νὰ καταφλέξῃ πῶς ὁ Ἕλλην κατὰ τοῦ Ἕλληνος, ὁ συγγενὴς κατὰ τοῦ συγγενοῦς, ὁ ἀδελφὸς κατὰ τοῦ ἀδελφοῦ καθωπλίζετο, καὶ ὁ ἄσπλαγχνος καὶ ἀδυσώπητος  ἐμφύλιος πόλεμος ἑτοιμάζετο νὰ καταφέρῃ τὴν τελευταίαν εἰς τὴν πνέουσαν τὰ λοίσθια πατρίδα πληγήν. Τότε, μόλις τὸ ὄνομα προφέρεται τοῦ  Καποδίστρια, καὶ ὅλα καταπραΰνονται ἡ ὁρμὴ τῶν ἀγρίων παθῶν κατέπαυσε, καὶ τὰ ὀλέθρια τῶν διχονοιῶν ἀποτελέσματα ἐμποδίσθησαν. Φέρετε  ἀκόμη κατὰ νοῦν πόσην χαρὰν ἐπροξένησεν ἡ ἐκλογή του· μὲ ποίαν ἀγαλλίασαν τὴν ἐδέχθησαν οἱ ἐκεῖ εὐρεθέντες· μὲ πόσην ταχύτητα διεδόθη εἰς  ὅλον τὸ ἔθνος καὶ ποίας ἐλπίδας τοῦ ἐνέπνευσεν.»