Ο Καποδίστριας και η κεντρική διπλωματικήεκπροσώπηση της Ελλάδος
Βασίλειος Κασάπογλου
Πανεπιστημιακός
Ι. Προδιάθεση
Η διεθνής εκπροσώπηση ενός κράτους, τ.έ. η εξασφάλιση της συνεχούς και ενεργού παρουσίας του στις διεθνείς διακρατικές σχέσεις σε διμερές και πολυμερές παγκόσμιο και περιφερειακό επίπεδο, συνιστά, αμέσως μετά την κατοχύρωση της συνταγματικής νομιμότητας in foro domestico, και ταυτοχρόνως με την διασφάλιση της εθνικής αμύνης και ασφαλείας, την πλέον σημαντική αρμοδιότητα του αρχηγού του κράτους, εξ ου και αυτός, ως προς το εν λόγω λειτούργημα, καλείται «διεθνής παραστάτης» (=εκπρόσωπος) της πολιτείας. Ομως η επιτυχής εκπροσώπηση του κράτους στις διεθνείς σχέσεις του προϋποθέτει την ύπαρξη μίας καλώς οργανωμένης, στελεχωμένης και αποτελεσματικώς λειτουργούσας διπλωματικής υπηρεσίας, τ.έ. κλάδου της δημοσίας διοίκησης επιφορτισμένου με την διεύθυνση και διαχείριση των εξωτερικών υποθέσεων του κράτους, ο οποίος να εξασφαλίζει την συνεχή και αποδοτική συμμετοχή του σε όλες τις ανά την υφήλιο διεργασίες και εξελίξεις του διεθνούς κοινωνικού γίγνεσθαι. Εξ ου και η διπλωματική υπηρεσία έχει την αυτή ζωτική στρατηγική σημασία με τις ένοπλες δυνάμεις του κράτους, εφ' όσον και αυτή –κατά τον γνωστό αφορισμό– διαρκώς διεξάγει μάχες με τα άλλα κράτη δι' ειρηνικών μέσων. Διότι, ακριβώς, το κράτος, μέσω της θεσμικής και νομικώς ισότιμης διμερούς και πολυμερούς συνεργασίας του με τα λοιπά ομόλογά του συστατικά μέλη της διεθνούς κοινότητας των κρατών, διασφαλίζει την αποτελεσματική προάσπιση και προώθηση των συμφερόντων του και την ειρηνική διεκδίκηση των δικαιωμάτων του.Γι' αυτόν, λοιπόν, τον λόγο και κάθε νεοσύστατο κράτος επιδιώκει την ταχύτερη και ευρύτερη δυνατή επίσημη διεθνή αναγνώρισή του, τ.έ. την καθολική και ανεπιφύλακτη νομική παραδοχή εκ μέρους των προϋφισταμένων κρατών, της υπόστασής του ως νομικώς ισότιμης με αυτά οργανωμένης, αυθύπαρκτης και κυρίαρχης πολιτικής οντότητας (πολιτείας), μέλος της παγκόσμιας κοινότητας των κρατών. Αυτός, άλλωστε, είναι, επίσης, ο λόγος για τον οποίο τα εθνικο-απελευθερωτικά κινήματα των λαών, κατά την διάρκεια των αγώνων τους προς αποτίναξη του ζυγού των δυναστών τους, επιζητούν την σύναψη έστω και στοιχειωδών ατύπων σχέσεων με τον μεγαλύτερο δυνατό αριθμό κρατών, ούτως ώστε να επιτυγχάνουν, τουλάχιστον, την de facto ευμενή αντιμετώπισή τους και, ακολούθως, μετά την επικράτησή τους, την de iure αναγνώριση της πολιτειακής τους ύπαρξης και του ρόλου τους στην διεθνή πολιτική ζωή.
Συνεπώς, δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι, ήδη η Α' Εθνική Συνέλευση των επαναστατημένων Ελλήνων, η οποία συνήλθε στην Επίδαυρο και εκήρυξε «ενώπιον Θεού και ανθρώπων» την «πολιτικήν ύπαρξιν και ανεξαρτησίαν» του επί 4 σχεδόν αιώνες «υπό την φρικώδη Οθωμανικήν δυναστείαν» Ελληνικού έθνους, με το «Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος»,1 το οποίο εψήφισε, ομοφώνως, την 1.1.1822,2 περιέλαβε μεταξύ των «περί σχηματισμού της Διοικήσεως» καταστατικών διατάξεων του πρώτου μετά την Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως ανεξαρτήτου, ενιαίου και συντεταγμένου Ελληνικού κράτους,3 και ειδική πρόνοια περί της «επιστασίας (=μέριμνας) των Εξωτερικών υποθέσεων»4.
Ειδικότερα, ο πρώτος αυτός «Επαναστατικός» –και κατά το ουσιαστικό περιεχόμενό του– φιλελεύθερος και δημοκρατικός καταστατικός χάρτης του νέου Ελληνικού κράτους προέβλεπε, εν προκειμένω, τα εξής: «Το Εκτελεστικόν Σώμα (= Κυβέρνηση) εκλέγει οκτώ Υπουργούς, πρώτος μεταξύ των οποίων είναι ο Αρχιγραμματεύς της Επικρατείας (= Πρωθυπουργός) έχων εν ταυτώ την επιστασίαν (= μέριμνα) των Εξωτερικών [υποθέσεων] (...)»5. Επίσης, διελάμβανε ότι: «Το Εκτελεστικόν Σώμα διορίζει τους πρέσβεις και όλους τους διπλωματικούς υπουργούς (= υπαλλήλους) της Διοικήσεως παρά ταις ξέναις Αυλαίς (= κυβερνήσεις).» «Οφείλει να ιδεάζει (= ενημερώνει) ακριβώς το Βουλευτικόν Σώμα περί των σχέσεων της Ελλάδος με τας ξένας δυνάμεις (...).» και, τέλος: «Εχει το δικαίωμα ανταποκρίσεως (= επικοινωνίας) με τας ξένας Αυλάς επιχειρήσεως οποιασδήποτε διαπραγματείας με αυτάς την δε κήρυξιν πολέμου και συνθήκην ειρήνης, ως και περί παντός άλλου συνθήκην, χεωστεί να τας υποβάλλει εις το Βουλευτικόν Σώμα διά να τας εγκρίνη.»6.
Εξ άλλου, τα αυτά και για τους αυτούς, ακριβώς, πολιτικούς και νομικούς λόγους επανέλαβε, σχεδόν verbatim, και το αμέσως επόμενο αναθεωρητικό του προηγουμένου δεύτερο «Επαναστατικό» σύνταγμα της νέας Ελλάδος, το «Προσωρινόν Πολίτευμα» ή «Νόμος της Επιδαύρου», το οποίο εψήφισε, την 13.4.1823, η συνελθούσα στο Αστρος Β΄ Εθνοσυνέλευση,7 και ίσχυσε κατά τα επόμενα 4 έτη, τα ιδιαιτέρως κρίσιμα για την ευόδωση του Αγώνα της εθνικής ανεξαρτησίας και της πολιτικής και εδαφικής αποκατάστασης του υποδούλου Γένους.
Πάντως, το τρίτο, κατά σειρά, και οριστικό, πλέον, «Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος», το οποίο (μετά πολλών βασάνων) εψήφισε, την 1.5.1827, η συνελθούσα στην Τροιζήνα Γ΄ Εθνοσυνέλευση, είναι εκείνο, το οποίο έθεσε, κατά πληρέστερο και συστηματικότερο των δύο αμέσως προηγουμένων του «προσωρινών» συνταγμάτων τρόπο, τους κανόνες άσκησης της εξωτερικής πολιτικής του νέου κράτους και τις βάσεις της διεθνούς αναγνώρισης και εκπροσώπησής του. Συναφώς, επισημαίνεται ότι, η Γ΄ Εθνοσυνέλευση, ολοκλήρωσε την τελική διατύπωση του κειμένου του εν λόγω Συντάγματος μετά έναν, ακριβώς, μήνα αφ' ότου, κατόπιν υπομνήματος, το οποίο της υπέβαλαν οι απελευθερωτές της Ελλάδος στρατηλάτες Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και Γεώργιος Καραϊσκάκης, είχε ήδη ομοφώνως και πανηγυρικώς εκλέξει, «εν ονόματι του Ελληνικού Εθνους», ως «Κυβερνήτην» (Président) της «Ελληνικής Πολιτείας» (= Δημοκρατίας),8 με θητεία 7 ετών (1828-1834),9 τον πανευρωπαϊκής –άρα και παγκοσμίου για τα τότε δεδομένα– αίγλης επιφανή Ελληνα διπλωμάτη και πολιτικό κόμητα Ιωάννη Α. Καποδίστρια10. Και τούτο, προκειμένου το νέο αυτό συνταγματικό κείμενο να αποδίδει, επακριβώς, το οριστικό δημοκρατικό πολίτευμα της νέας Ελλάδος, τ.έ. το πάγιο σύστημα διακυβέρνησής της, το οποίο εγκαθίδρυσε η Γ΄ Εθνοσυνέλευση βάσει του προτύπου των νέων, τότε, συνταγμάτων των ΗΠΑ και της Ελβετίας, εμπνευσμένων από τους θεσμούς της αρχαίας Αθηναϊκής Δημοκρατίας.
Συγκεκριμένως, το πρώτο αυτό «Προεδρικό» Σύνταγμα της Τροιζήνος11 –ίσως δε και το πλέον φιλελεύθερο όλων των νέων ξένων δημοκρατικών συνταγμάτων της εποχής– προέβλεπε σχετικώς τα εξής: «Χωρίς την συγκατάθεσιν της Βουλής δεν δύναται να κάμη η Κυβέρνησις ούτε πολέμου κήρυξιν, ούτε συνθήκην ειρήνης, συμμαχίας, φιλίας, εμπορίου, ουδετερότητος. (...).»12 επίσης, ο Κυβερνήτης, ως διεθνής παραστάτης του κράτους: «Φροντίζει περί της εσωτερικής και εξωτερικής ασφαλείας του Εθνους» «Ανταποκρίνεται (= επικοινωνεί) με τας ξένας Δυνάμεις» «Κηρύττει πόλεμον, κλείει ειρήνην, συνδέει (= συνάπτει) συνθήκας (...) κατά το 95 άρθρον» «Πέμπει πρέσβεις, προξένους, πράκτορας (...) εις τας ξένας Επικρατείας, και δέχεται παρ' αυτών παρομοίως»13 και, τέλος: «Η Νομοτελεστική εξουσία (= Κυβέρνηση) έχει [τους εξής, κατά τάξη] Γραμματείς (= υπουργούς):
α) τον επί των Εξωτερικών (...) »14. Από τις ανωτέρω διατάξεις και των τριών αυτών πρώτων ιδρυτικών πράξεων της νέας Ελλάδος αμέσως προκύπτει η προεξάρχουσα και βαρύνουσα σημασία, την οποία απέδιδαν οι συντάκτες τους στην διοργάνωση της μέλλουσας παρουσίας και δράσης της επί της διεθνούς πολιτικής σκηνής, υπό το βάρος, μάλιστα, των συνεχώς μεταβαλλομένων στάσεων και διαθέσεων των αλληλοανταγωνιζομένων για την υπεροχή τους στην Βαλκανική και στην Μεσόγειο 3 μεγάλων Συμμαχικών Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσσίας) επί του «Ελληνικού Ζητήματος»15.
Βεβαίως, το Σύνταγμα της Τροιζήνος, παρ' όλη, μάλιστα, την νομοτεχνική αρτιότητά του έναντι των δύο προηγουμένων του, καθώς και την δημοκρατική βάση, δομή και προοπτική του, δεν έμελλε, τελικώς, να τεθεί σε ισχύ για τους επομένους τρεις βασικούς λόγους:α) διότι, κατόπιν εισήγησης του Καποδίστρια, την οποία υπέβαλε, ευθύς μετά την αποβίβασή του στην Αίγινα, την 18.1.1828, προς τις εκλεγείσες από την Γ΄ Εθνοσυνέλευση για το ενδιάμεσο μέχρι και της έλευσής του στην Ελλάδα διάστημα προσωρινή Βουλή και μεταβατική 3/μελή «Αντικυβερνητική Επιτροπή»,16 και, την οποία αμφότερες ομοφώνως υιοθέτησαν, η εφαρμογή του Συντάγματος αυτού ανεστάλη, προσωρινώς, λόγω των εκτάκτων στρατιωτικών, πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών, οι οποίες επικρατούσαν, καθ' όλες, τις άλλωστε ελάχιστες, απελευθερωμένες περιοχές της Ελλάδος, και καθιστούσαν παντελώς αδύνατη την πλήρη και ουσιαστική εφαρμογή του. Και, όντως, καίτοι είχαν παρέλθει τρεις μήνες από της καθοριστικής του πολιτικού μέλλοντος της Ελλάδος καταναυμάχησης του Τουρκο-Αιγυπτιακού στόλου από τις 3 Συμμάχους Χριστιανικές Δυνάμεις, στο Ναυαρίνο, την 20.10.1827, τα αιμοχαρή στίφη του Ιμπραΐμ δεν είχαν, ακόμη, εγκαταλείψει ολοσχερώς την Πελοπόννησο, οι δε πολεμικές εξελίξεις στην (ανατολική και δυτική) Στερεά Ελλάδα ήσαν αμφίρροπες, ενώ, εξ άλλου, υπήρχε πάνδημη ένδεια ένεκα των εκτεταμένων εχθρικών καταστροφών και διάχυτη πολιτική αναρχία εκ των εμφυλίων συγκρούσεων.
β) διότι οι 3 «Προστάτιδες» Μεγάλες Δυνάμεις, με δέλεαρ την de iure διεθνή αναγνώριση της ανεξαρτησίας της Ελλάδος, με τα συναφθέντα μεταξύ αυτών και ερήμην της ίδιας, τριμερή Πρώτο και Δεύτερο Πρωτόκολλα του Λονδίνου, της 3.2.1830, ανέτρεψαν το καθιερωμένο και από τις προηγηθείσες 3 πρώτες Εθνικές Συνελεύσεις των Ελλήνων νόμιμο πολίτευμά της ως προεδρικής δημοκρατίας και της επέβαλαν το καθεστώς της απόλυτης (άνευ συντάγματος) μοναρχίας. Ενώ, συγχρόνως αναγόρευσαν (viz διόρισαν) και ως κληρονομικό «Κυριάρχη Ηγεμόνα» (Prince Souverain) της Ελλάδος τον Αγγλοδίαιτο Γερμανό πρίγκιπα Λεοπόλδο του Saxe-Coburg. Κατ' αυτόν, λοιπόν, τον ανενδοίαστο και πραξικοπηματικό τρόπο προέβησαν, επίσης, ταυτοχρόνως, και στην de facto κατάργηση και του Ελληνα Κυβερνήτη 4 συναπτά έτη προ της κανονικής λήξης, το 1834, της νόμιμης 7/ετούς θητείας του. Η δε συνέχιση της θητείας Καποδίστρια μετά την τελική άρνηση του Λεοπόλδου να αποδεχθεί το «στέμμα» της Ελλάδος (21.5.1830) και μέχρι την δολοφονία του (11.10.1831),απλώς και μόνον μετέθεσε μόλις κατά 17, ακόμη, μήνες την έκτοτε de facto υπαγωγή της Ελλάδος υπό την πολιτική και οικονομική εξάρτηση των 3 Δυνάμεων, την οποία συντηρούσαν τα ενταύθα πειθήνια όργανά τους αλλοδαποί εστεμμένοι και ημεδαποί στρατευμένοι πολιτικοί παράγοντες.
Αυτός, άλλωστε, ήταν και ο μόνος λόγος της φυσικής εξολόθρευσης του Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια, του διεθνώς διασήμου πολιτικού και πρώτου μεταβυζαντινού Ελληνα και Ορθοδόξου ηγέτη του Γένους, από δύο, κατά τα άλλα, γενναίους Ελληνες αγωνιστές, μεταβληθέντες σε τυφλά φανατισμένα ενεργούμενα της Αγγλο-Γαλλικής πολιτικής στην νέα Ελλάδα17. Και τούτο, διότι, όπως αναφέρει, μεταξύ πολλών άλλων διακεκριμένων Ευρωπαίων διανοητών και επισκεπτών της Ελλάδος, ο Γάλλος ιστορικός, δημοσιολόγος και ακαδημαϊκός Joseph-François Michaud, η Αγγλία και η Γαλλία, φοβούμενες την επέκταση της παρουσίας και της επιρροής της Ρωσσίας, εκτός των Ελλήνων και στους λοιπούς υπό Τουρκική,ακόμη, κατοχή σλαβικούς και ορθοδόξους χριστιανικούς λαούς της Βαλκανικής, καθώς και στις μεγάλες θαλάσσιες εμπορικές οδούς του Αιγαίου και του Ιονίου Πελάγους και, γενικότερα, της Μεσογείου, διέβαλαν, συστηματικώς, τον Καποδίστρια, ήδη πολύ προ της εκλογής του, ως εκπρόσωπο της Ρωσσικής εξωτερικής πολιτικής στην Ελλάδα18.
γ) διότι και μετά την εξόντωση του Καποδίστρια, οι 3 Σύμμαχοι, πλην αλληλοδιαγκωνιζόμενες για την πολιτική εξουσίαση της Νοτιοανατολικής Ευρώπης και της Μεσογείου, Μεγάλες Δυνάμεις, προκειμένου να επιτύχουν την εδραίωση της διηνεκούς πολιτικής κηδεμόνευσής τους επί της Ελλάδος, της επέβαλαν, εκ νέου, και πάλι ερήμην της, διά της μεταξύ αυτών και της Βαυαρίας συναφθείσας Συνθήκης του Λονδίνου, της 7.5.1832, ως απόλυτο (άνευ συντάγματος) κληρονομικό μονάρχη τον παντελώς άσημο, ανώριμο, αδαή και προαλειφόμενο για κληρικό 15/ετή παίδα (enfant) Γερμανό και Ρωμαιοκαθολικό πρίγκιπα Οθωνα von Wittelsbach,19 δευτερότοκο υιό του τότε βασιλέα της Βαυαρίας Λουδοβίκου Α΄20. Εξ ου και η καθαρώς ξενοκίνητη πολιτική δολοφονία του Καποδίστρια είχε ως τραγική για όλο το Εθνος κατάληξη την οιονεί θεσμική εγκατάσταση της ξενοκρατίας στην Ελλάδα και, φυσικά, την έκτοτε και επί πολλές 10/ετίες βαρυτάτη υποθήκευση της αληθούς εθνικής ανεξαρτησίας της.
Σημειωτέον, επ' ευκαιρία, ότι, όταν, περί τα τέλη του 1830, ο ανωτέρω Γάλλος διανοητής Michaud, ερώτησε τον Ιωάννη Καποδίστρια εάν η νέα Ελλάς έμελλε, μετά ταύτα (άρνηση Λεοπόλδου), να αποτελέσει βασίλειο ή δημοκρατία, αυτός του απήντησε, με την ακόλουθη εύστροφη και εύστοχη διπλωματική ρήση: «Ενα τέτοιο πράγμα δεν θα ήτο και τόσον εύκολον! Ανηγέρθη πολλάκις ναός προς τον αληθή Θεόν εκ των στηλών του Διός και της Αθηνάς. Πώς όμως θα ιδρυθή θρόνος επί του εδάφους των αρχαίων δημοκρατιών και εκ της κόνεως (= ερειπίων) αυτών;»21. Και, όμως, θα έπρεπε να παρέλθουν 143 συναπτά έτη (1831-1974), υπερπλήρη πολυαίμακτων ολέθριων εθνικών συμφορών και τεράστιων απωλειών, προκειμένου να επαληθευθεί ο ιστορικός αυτός προφητικός αφορισμός του Ελληνα Κυβερνήτη.
ΙΙ. Η Συγκρότηση της Κυβέρνησης Καποδίστρια
Ο Ιωάννης Καποδίστριας, του οποίου οι γενετικές καταβολές ανάγονται στις ειδυλλιακές δυτικές και ανατολικές εσχατιές του Ελληνισμού, την μυροβόλο Κέρκυρα (εκ πατρός) και την εύανδρο Κύπρο (εκ μητρός) –από όπου, κατά ευλογημένη συγκυρία, και ο πολιούχος της Κέρκυρας Αγιος Σπυρίδων22– όταν απεδέχθη την ομόφωνη εκλογή του από την Γ΄ Εθνική των Ελλήνων Συνέλευση συνέβαιναν δύο τινά:
α) η Ελλάς δεν ήταν παρά ένα νεοπαγές και μη εισέτι διεθνώς ανεγνωρισμένο κρατίδιο, με νομικώς ακαθόριστα, ακόμη, τότε, επίσημα διεθνή σύνορα, του οποίου η αποτελεσματικώς (πραγματικώς) ελεγχομένη από την προσωρινή Κυβέρνηση εθνική έκταση δεν υπερέβαινε τα 20.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα (Ανατολική Πελοπόννησος, Νήσοι Αργοσαρωνικού και ορισμένες Κεντρικές Κυκλάδες) και,
β) ο Καποδίστριας, όταν εκλήθη να αναλάβει «τα ηνία της κυβερνήσεως» της νέας Ελλάδος,23 ήταν –όπως, τονίζεται και στην πανηγυρική Διακήρυξη της ως άνω «Αντικυβερνητικής Επιτροπής» προς τους Ελληνες, της 10.1.1828, αναγγέλουσα την άφιξη του Κυβερνήτη στην Ελλάδα– μία πανευρωπαϊκού κύρους πολιτική προσωπικότητα24.
Και, όντως, ο Καποδίστριας, είχε ήδη διανύσει μίαν πολυετή λαμπρότατη διεθνή πολιτική και διπλωματική σταδιοδρομία τόσο στην αρτισύστατη Ιόνιο Πολιτεία (1800-1809),25 όσο και στην Ρωσσία (1809-1822),26 με αποκορύφωμα την ανάδειξή του στο αξίωμα του πρώτου τη τάξει (senior) υπουργού Εξωτερικών του μεγαλυτέρου κράτους της υφηλίου (1815-1822), ως επιβράβευση από τον Τσάρο της γενικής αναγνώρισής του ως ενός εκ των τριών, ομού με τους υπουργούς Εξωτερικών της Αυστρίας πρίγκιπα von Metternich και της Γαλλίας πρίγκιπα de Talleyrand-Périgord, πρωταγωνιστών των διαπραγματεύσεων και πρωτεργατών των διακανονισμών του χορεύοντος Συνεδρίου της Βιέννης (1814), Συνεπώς, δεν θα είχε τον παραμικρότερο λόγο να θέλει να αναλάβει και νέα δημόσια αξιώματα και να δρέψει και άλλες δάφνες πολιτικών επιτευγμάτων.
Πλην, όμως, ο ασίγαστος παιδικός πόθος του Καποδίστρια να ιδεί ελεύθερη και ανεξάρτητη την υπόδουλη πατρίδα του, την Ελλάδα –σκοπό ζωής τον οποίο του είχε εμφυσήσει ο πατέρας του δικηγόρος και φιλελεύθερος πολιτικός κόμης Αντώνιος-Μαρία Καποδίστριας και με θρησκευτική ευλάβεια και αφοσίωση αυτός υπηρέτησε, διά παντός εμφανούς, αλλά και, κυρίως, αφανούς, πολιτικού και διπλωματικού μέσου και μετά την αναχώρησή του από την Κέρκυρα (1808) και καθ' όλο, συνεχώς, το διάστημα της θητείας του στην υπηρεσία του Τσάρου Πασών Ρωσσιών στην Αγία Πετρούπολη και αλλαχού στο εξωτερικό (29.1.1809-19.8.1822)– του υπαγόρευσε την αποδοχή αυτής της μεγίστης εθνικής αποστολής. Και είχε πλήρη επίγνωση του ότι, συγχρόνως, ανεδέχετο να φέρει στους ισχνούς ώμους του, ως άλλος Σίμων Κυρηναίος,27 τον βαρύ Σταυρό του μαρτυρίου του Ελληνικού Εθνους στον Γολγοθά του προς την λυτρωτική εθνική του Ανάσταση. Γι' αυτόν, άλλωστε, τον υπέρτατο σκοπό απεφάσισε όχι μόνον να εγκαταλείψει την ηρεμία της ασκητικής ζωής του στην φιλόξενη και φιλελληνική Γενεύη, αλλά και να ματαιώσει τον γάμο του με την εκλεκτή της καρδίας του, την επίσης ευγενή και φιλόμουσο Ελληνίδα Ρωξάνδρα Σκαρλάτου-Στούρτζα, κυρία επί των τιμών της Τσαρίνας Ελισάβετ, τον οποίο ανέμενε όλη η αριστοκρατία της Ρωσσίας και της Ευρώπης, λέγοντάς της: «Πρέπει να προσφέρω τον εαυτό μου θυσία στους αγώνες για την Πατρίδα μας, για την Ελλάδα, και αυτόν τον δρόμο της θυσίας πρέπει να τον βαδίσω μόνος μου.»28.
Ο Καποδίστριας, ευθύς μετά την άφιξή του στην Αίγινα, την τότε πρώτη προσωρινή «καθέδρα της Κυβερνήσεως» της ελεύθερης Ελλάδος, την 12.1.1828, και την ολόθερμη πανηγυρική υποδοχή του από τις επίσημες αρχές και τους απλούς πολίτες,29 ανέλαβε αυθημερόν τα κυβερνητικά καθήκοντά του, τα οποία, όπως προελέχθη, ασκούσε, μέχρι τότε, ad interim, με την σύμπραξη της Βουλής, η ως άνω 3/μελής Αντικυβερνητική Επιτροπή από κοινού με τους 4 «Γραμματείς της Επικρατείας» (= υπουργούς)30. Μετά 8 ημέρες και αφού είχε ήδη αποδεχθεί την από 17.1.1828 κοινή δήλωση παραίτησης των μελών της Αντικυβερνητικής Επιτροπής και των υπουργών,31 κατόπιν δε κατ' ιδίαν διαβουλεύσεων τόσο με την Βουλή, όσο και την Κυβέρνηση, οι οποίες και είχαν «ασμένως αποδεχθεί» (verbatim) τις σχετικές εισηγήσεις του, με την πρώτη επίσημη Διακήρυξή του προς τους Ελληνες, της 20.1.1828, η οποία άρχιζε με το επίγραμμα: «Ἐὰν ὁ Θεὸς μεθ' ἡμῶν, οὐδεὶς καθ' ἡμῶν», εξέθεσε τις βασικές αρχές της διακυβέρνησής του, με την ταυτόχρονη διαβεβαίωση όλων ότι: « (...) μόνος σκοπός της αποφάσεώς μου ταύτης είναι, να καταταχθήτε, τέλος, υπό την αιγίδα των Νόμων, και να διαφυλαχθήτε από τας ολεθρίους συνεπείας Κυβερνήσεως αυθαιρέτου.»32.
Μετά ταύτα, και, πάντοτε, με την ρητή συναίνεση της Βουλής, προέβη στην θέσπιση σημαντικών θεσμικών μέτρων μεταβατικού χαρακτήρα, τα οποία, όπως ρητώς ομολογείται στο ΝΗ' Ψήφισμα της Βουλής, της 18.1.1827, ήσαν αναγκαία και απαραίτητα για την ταχεία και αποτελεσματική εκπλήρωση της κρίσιμης αποστολής του, θα ίσχυαν δε μέχρις ότου συνέλθει η νέα συντακτική Εθνοσυνέλευση, η οποία και είχε αποφασισθεί να συγκληθεί εντός του Απριλίου 1828. Ειδικότερα, η Βουλή, με το ανωτέρω Ψήφισμά της, προέβη, κατ' ουσία, στην προέγκριση του Α΄ Ψηφίσματος του Κυβερνήτη της 20.1.1827, διά του οποίου: α) ανέστειλε την ισχύ του Συντάγματος της Τροιζήνος, και την αντικατάστασή του από έναν μεταβατικό καταστατικό χάρτη υπό την επωνυμία: «Προσωρινή Διοίκησις της Επικρατείας» β) συνέστησε ένα 27/μελές γνωμοδοτικό σώμα υπό την επωνυμία: «Πανελλήνιον», με αρμοδιότητα την επικουρία του Κυβερνήτη στην εκτέλεση των νομοθετικών και των διοικητικών καθηκόντων του και γ) απεδέχθη την «απόθεση» της εντολής (= παραίτηση) των μελών της Βουλής και της Αντικυβερνητικής Επιτροπής και των Γραμματέων της Επικρατείας33.
Το ως άνω Α΄ Ψήφισμα του Κυβερνήτη, το οποίο περιείχε και την «Κατάσταση» (= Καταστατικό) του «Πανελληνίου», προέβλεπε, i.a., τα εξής: α) την συγκρότηση του «Πανελληνίου» σε 3 τμήματα, ήτοι Οικονομίας, Εσωτερικών και Πολεμικών (Ενόπλων Δυνάμεων), λειτουργούντα υπό 3/μερή σύνθεση, αποτελουμένη από τον «Πρόβουλο» (= πρόεδρο) και τους Α΄ και Β΄ Γραμματείς, επίσης δε την διάρθρωση και την σύνθεση των εν λόγω τμημάτων β) την ανάθεση στον Κυβερνήτη της αρμοδιότητας έκδοσης ψηφισμάτων (= πράξεων) νομοθετικού και κανονιστικού περιεχομένου, «θεμελιωμένων εις τας εγγράφους αναφοράς (= γνωμοδοτήσεις) του Πανελληνίου» γ) την σύσταση θέσης Γενικού Γραμματέα «πλησίον» του Κυβερνήτη, υπό τον τίτλο: «Γραμματεύς της Επικρατείας» και, δ) την σύσταση Ειδικών Επιτροπών «εντός των κόλπων του Πανελληνίου». Επίσης, το επόμενο Διάταγμα του Κυβερνήτη, της 22.1.1828, «περί του Πανελληνίου», εθέσπισε αφ' ενός μεν τον οργανισμό (κανονισμό λειτουργίας) του σώματος αυτού, αφ' ετέρου δε την σύσταση Υπουργικού Συμβουλίου, χωρίς, όμως, και να καθορίσει, συγχρόνως, τις αρμοδιότητες και την σύνθεσή του34.
Ακολούθως, κατ' εφαρμογή των προηγουμένων καταστατικών ρυθμίσεων, ο Καποδίστριας με τα τρία (ενάριθμα) Ψηφίσματα, της 23.1.1828, συνέστησε τα επόμενα ισάριθμα συλλογικά όργανα της Κυβέρνησης: α) το «Πολεμικόν Συμβούλιον», αρμόδιο επί των αμυντικών υποθέσεων, προεδρευόμενο από τον Κυβερνήτη 35 β) το «Υπουργικόν Συμβούλιον», αρμόδιο επί των εξωτερικών, εμπορικών και ναυτιλιακών υποθέσεων, υπό την «άμεσον διεύθυνσιν» του ίδιου36 και, γ) την «Εκκλησιαστικήν Επιτροπήν», αρμοδία επί της κατάστασης και των αναγκών της Εκκλησίας, προεδρευομένη από το εκάστοτε αρχαιότερο κατά βαθμό μέλος της37. Ταυτοχρόνως, με δύο άλλα (άνευ α/α) Διατάγματα της ίδιας ημέρας, ο Κυβερνήτης αφ' ενός μεν διόρισε τα 9 πρώτα εκ των 27 μελών του «Πανελληνίου», τα οποία και απετέλεσαν, αντιστοίχως, την 3/μελή συγκρότηση των 3 ως άνω Τμημάτων του, ενώ, την εκλογή των λοιπών 18 μελών του «Πανελληνίου», καθώς, επίσης, και την συγκρότηση και τον διορισμό των μελών του Υπουργικού Συμβουλίου, του Πολεμικού Συμβουλίου και της Εκκλησιαστικής Επιτροπής ανέβαλε «προς το παρόν»38 αφ' ετέρου δε ετοποθέτησε ως Γραμματέα της Επικρατείας (= πρωθυπουργό), επί κεφαλής της Γενικής Γραμματείας (= Κυβέρνησης), τον Μεσολογγίτη λόγιο, ιστορικό και πολιτικό Σπυρίδωνα Τρικούπη39. Η σύνθεση του «Πανελληνίου» συμπληρώθηκε, ακολούθως, με 12 νέα μέλη, τα οποία διόρισε σε δύο διαδοχικές φάσεις, ανά 6, ήτοι την 5.2.1828,40 και την 29.3.1828,41 οπότε και ο συνολικός αριθμός τους ανήλθε σε 24, αλλά η πλήρωση και των 3 υπολοίπων, εκ των προβλεπομένων συνολικώς 27 θέσεων, ουδέποτε ολοκληρώθηκε.
Τέλος, ο Καποδίστριας, προκειμένου να διατρανώσει το αυτεξούσιο της νέας Ελληνικής Πολιτείας, ενισχύσει το διεθνές κύρος της και προωθήσει τις εξαγωγές των προϊόντων της, προέβη στην ίδρυση, διά δημοσίας (λαϊκής) εγγραφής, της «Χρηματιστικής Τραπέζης» (μετέπειτα Εθνικής Τραπέζης), της πρώτης Ελληνικής τράπεζας. Ορισε, μάλιστα, το ετήσιο επιτόκιο των χρηματικών εισφορών των μετόχων της σε 8%, με ελάχιστη διάρκεια κατάθεσης ενός έτους, επίσης δε προέβλεψε και για την σε είδος (εξαγώγιμα προϊόντα αποτιμούμενα από την Τράπεζα σε χρήμα) συμμετοχή των πολιτών στον σχηματισμό του μετοχικού κεφαλαίου της. Ενώ, ακόμη, εθέσπισε την υποχρεωτική αποδοχή «χωρίς ξεπεσμόν» (= υποτίμηση) του εκδιδομένου έναντι των εν λόγω (σε χρήμα και/ή είδος) εισφορών του κοινού αποδεικτικού κατάθεσης (αξιογράφου) σε ορισμένες σημαντικές συναλλαγές με το Δημόσιο (αγορά κρατικών προσόδων, λήψη εθνικών «φθαρτών κτημάτων» (= κατεστραμμένων ακινήτων), παροχή υποθήκης και αγορά εθνικών κτημάτων)42. Επίσης, στο πλαίσιο, πάντοτε, της εξυγίανσης της εθνικής οικονομίας και προς πάταξη της ενδημούσας στις συναλλαγές αισχροκέρδειας των αργυραμοιβών (= «σαράφηδων») σε βάρος των πολιτών, καθόρισε τις ισοτιμίες 43 ξένων νομισμάτων προς το Τουρκικό kuruş (= γρόσι), το οποίο εξακολουθούσε, ακόμη, τότε, να αποτελεί το κύριο νόμισμα συναλλαγής στην Ελλάδα43.
Το επόμενο έτος, 1829, ο Καποδίστριας, μετά την αποδοχή της παραίτησης του Σπυρίδωνος Τρικούπη από του αξιώματος του Γραμματέα της Επικρατείας, την 5.2.1829, και την ταυτόχρονη τοποθέτησή του ως Γραμματέα της Κυβερνήσεως επί των Εξωτερικών Υποθέσεων,44 προέβη, αυθημερόν, στις εξής ενέργειες: στον διορισμό στην κενωθείσα θέση του Γραμματέα Επικρατείας του Αρκάδα Φιλικού, αγωνιστή, πολιτικού και λογίου Νικολάου Σπηλιάδη45 στην πλήρωση των σχολαζουσών θέσεων και στην αναδιάρθρωση του «Πανελληνίου» και, τέλος, στην συγκρότηση του Υπουργικού Συμβουλίου. Ειδικότερα, το Υπουργικό Συμβούλιο συγκροτήθηκε από τον Κυβερνήτη ως Πρόεδρο και 5 Μέλη, ήτοι τους Α΄ Γραμματείς των 3 Τμημάτων του «Πανελληνίου», τον Γραμματέα της Κυβερνήσεως επί των Εξωτερικών και τον Γραμματέα της Επικρατείας, ο οποίος επιφορτίσθηκε και με την τήρηση των πρακτικών των συνεδριάσεων και των «βουλευμάτων» (délibérations) (= αποφάσεων) του εν λόγω συλλογικού οργάνου46.
Εξ άλλου, μετά δύο μήνες, στο πλαίσιο, πάντοτε, της συνεχούς βελτίωσης της λειτουργίας της Δημόσιας Διοίκησης και τόνωσης της διεθνούς κύρους και αξιοπιστίας της νέας Ελλάδος, ο Καποδίστριας, με το Ψήφισμα ΚΣΤ' της 10.4.1829, ίδρυσε το «Θαλάσσιον Δικαστήριον» (= Δικαστήριο Λειών), καθώς και το «Ανώτατον Συμβούλιον Ανακρίσεως (= αναθεώρησης) των αποφάσεων του Θαλασσίου Δικαστηρίου», συγκροτούμενο από 4 μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου επιλεγόμενα από τον Κυβερνήτη (συμπεριλαμβανομένου ex officio και του Γραμματέα Εξωτερικών) και το επί των Ναυτικών μέλος του «Γενικού Φροντιστηρίου Στρατιωτικών και Πολεμικού Ναυτικού» (= Επιμελητείας Ενόπλων Δυνάμεων),47 ταυτοχρόνως δε υπήγαγε την εκδίκαση των υποθέσεων πειρατείας (κατά τον επίσης νέο νόμο περί Ναυτιλίας)48 κ.ά. θαλασσίων «καταχρήσεων» (= αδικημάτων) στα αρτισύστατα, τότε,κοινά τακτικά δικαστήρια49.
Σημειωτέον, εξ άλλου, ότι ο Κυβερνήτης υπέγραψε το ανωτέρω Ψήφισμα την 8.5.1829, επί του ναυλοχούντος στην Ναύπακτο δικρότου πολεμικού πλοίου «Ελλάς», το οποίο τον είχε μεταφέρει εκεί προκειμένου, διά της παρουσίας του, να επικυρώσει επισήμως την Ελληνική κρατική κυριαρχία επί της μόλις απελευθερωθείσας Δυτικής Στερεάς Ελλάδος και, επίσης, συμμετάσχει της τελεσθείσας στο Μεσολόγγι, την 5.5.1829, παλλαϊκής ευχαριστήριας δοξολογίας για την κυρίευση από μόνα τα Ελληνικά στρατεύματα και την παράδοση στην Ελληνική Κυβέρνηση από τους Τούρκους, με το pactum bellicum της 2.5.1829, της Ιεράς Πόλεως και του Ανατολικού (= Αιτωλικού)50. Ηταν δε, μάλιστα, ιδιαιτέρως συγκινητικός ο μετά την δοξολογία αυτοσχέδιος φλογερός πατριωτικός λόγος, τον οποίο εκφώνησε ο ανωτέρω Μεσολογγίτης υπουργός Εξωτερικών Σπυρίδων Τρικούπης,51 στην κατοικία, εξ άλλου, του οποίου «συνήλθον το εσπέρας, αυτόκλητοι, οι εγκριτώτεροι του έθνους, οι παρά τη Ελληνική Κυβερνήσει αντιπρόσωποι των Αυλών και οι ευρεθέντες σημαντικοί ξένοι, όπου εχόρευσαν και ευθύμησαν. Ετίμησε δε με την παρουσίαν του την συναναστροφήν ταύτην και ο Εξοχώτατος Κυβερνήτης.»52.
Τέλος, η συνελθούσα (μετά δύο διαδοχικές αναβολές) στο Αστρος Κυνουρίας, την 11.7.1829, Δ΄ Εθνοσυνέλευση, κατ' αρχάς μεν ενέκρινε, ομοφώνως, την αυθημερόν υποβληθείσα σε αυτήν πρώτη Λογοδοσία (= Απολογισμό) του Καποδίστρια επί του εκτελεσθέντος κυβερνητικού έργου (συμπεριλαμβανομένης και της εξωτερικής πολιτικής) κατά την πρώτη περίοδο της κυβερνητικής θητείας του (17.1.1828-30.4.1829)53, την οποία, μάλιστα, για λόγους υγείας, δεν ανέγνωσε ο ίδιος αλλά ο εκεί συμπαριστάμενος Γραμματέας της Επικρατείας Νικόλαος Σπηλιάδης54. Ακολούθως δε υιοθέτησε την πρότασή του Κυβερνήτη περί κατάργησης του «Πανελληνίου» και αντικατάστασής του από ένα παρόμοιο όργανο, την Γερουσία, και, επίσης, του ανέθεσε να «διοργανίση» (= αναδιοργανώσει), «κατά την κρίσιν του», [sic] τα Υπουργεία και την Γερουσία55. Σε εκτέλεση αυτού ο Καποδίστριας, προέβη στον «διοργανισμόν» (= αναδιάρθρωση) της Γερουσίας και του «Υπουργικού Συστήματος» (= Συμβουλίου), καθώς και στον «οργανισμόν» (=σύσταση) του «Λογιστικού και Ελεγκτικού Συμβουλίου» (= Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους και Ελεγκτικού Συνεδρίου). Το Υπουργικό Συμβούλιο συγκρότησε από 6 Υπουργεία, κατά την εξής ιεραρχική σειρά: Εσωτερικών, Εξωτερικών και Εμπορικού Ναυτικού, Οικονομίας και Εμπορίου, Δικαιοσύνης, «Δημοσίου» Παιδείας και Εκκλησιαστικών «πραγμάτων» (= υποθέσεων), και «Φροντιστήριον Στρατιωτικών και Πολεμικού Ναυτικού» (= Επιμελητεία Ενόπλων Δυνάμεων)56.
Μετά ταύτα, ο Καποδίστριας διόρισε τα 23 μέλη της Γερουσίας,57 αργότερα δε όρισε τα μέλη των Τμημάτων και των Επιτροπών της Γερουσίας και διόρισε τα μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου, της Οικονομικής Επιτροπής και του Λογιστικού και Ελεγκτικού Συμβουλίου. Και, επί πλέον, καθόρισε το ύψος των μηνιαίων αποδοχών τόσο των μελών των προηγουμένων συλλογικών οργάνων, όσο και των δημοσίων υπαλλήλων, τους οποίους κατέταξε σε 3 βαθμολογικές (και μισθολογικές) κλάσεις, ήτοι παρέδρους α΄ και β΄ τάξης και μαθητευομένους58. Τότε δε έλαβε, επίσης, χώρα και η ανάθεση του Υπουργείου Εξωτερικών και Ναυτιλίας στον λόγιο, διπλωμάτη, πολιτικό και πρώην πρωθυπουργό των Οσποδάρων της Βλαχίας Ιάκωβο (ή Ιακωβάκη) Ρίζο-Νερουλό,59 σε αντικατάσταση (viz αποπομπή) του Σπυρίδωνος Τρικούπη, ο οποίος είχε, πλέον, και αυτός, ακόμη, συνταχθεί με την υπονομευτική αντιπολίτευση των λεγομένων κατ' επίφαση «συνταγματικών», η οποία υπό την εθνοφθόρο καθοδήγηση των μεγάλων πλοιοκτητών της Υδρας, καθώς και άλλων πλουσίων γαιοκτημόνων και «προεστών» –των περισσοτέρων φοροεισπρακτόρων και τιτλούχων των Τούρκων Σουλτάνων– προέτρεπαν τον λαό στην ανατροπή και φυσική εξόντωση του Κυβερνήτη, επειδή, κυρίως, ένεκα της ανυπαρξίας δημοσίων πόρων, δεν είχε ικανοποιήσει τις εκτός πάσης λογικής απαιτήσεις τους καταβολής υπέρογκων, όντως, αποζημιώσεων για τις επικαλούμενες απώλειες πλοίων κ.ά. περιουσιακών τους στοιχείων κατά την διάρκεια του Αγώνα.
ΙΙΙ. Οι Αρχές Διακυβέρνησης του Καποδίστρια
Τον Καποδίστρια διέκρινε, από των πρώτων ήδη χρόνων της ενήλικης ζωής του, εντονότατο πνεύμα κοινωνικής (viz χριστιανικής) αλληλεγγύης και δικαιοσύνης, άδολης και απεριόριστης φιλοπατρίας και βαθύτατης αφοσίωσης στο εθνικό καθήκον. Αυτές υπήρξαν και οι αξίες και οι αρχές επί των οποίων εθέλησε να θέσει τα θεμέλια χρηστής διακυβέρνησης της νέας Ελληνικής Πολιτείας, με πρώτιστη όλων την αυστηρή και ορθολογική διαχείριση των δημοσίων οικονομικών πόρων. Αυτό, άλλωστε, διεκήρυξε ήδη διά της πρώτης δημόσιας ομιλίας του στην Ελλάδα, κατά την διάρκεια της «δημοτελούς υποδοχής» του στο Ναύπλιο, όπου εστάθμευσε εν πλω προς την Αίγινα (18.1.1828),60 τονίζοντας προς τους εκεί συγκεντρωθέντες επισήμους και απλούς Ελληνες πολίτες ότι: «Κάθε πομπή (= επίσημη τελετή) συνεπαγομένη δαπάνας είναι ασυμβίβαστος προς την δυσχερή κατάστασιν της Πατρίδος. Αν δυνάμεθα να διαθέσωμεν μερικά χρήματα, έχομεν πληγάς να επουλώσωμεν.».
Ενδεικτική της ανιδιοτέλειας και φιλοπατρίας του Καποδίστρια είνε και τα γραφόμενά του στην επιστολή του της 2.5.1828, προς τον επιστήθιο φίλο του και μέγα φιλέλληνα και χρηματοδότη του Αγώνα και της νέας Ελλάδος Ελβετό τραπεζίτη Jean-Gabriel Eynard,61 όπου, i.a., του αναφέρει και τα εξής: «Βλέπεις εκ της εγκλείστου σημειώσεως ότι, ο ναύλος των δύο φορτίων [τροφίμων] ανέρχεται εις 1.289 δίστηλα, ποσόν υπέρογκον δια την πενίαν μας. Κατόπιν αυτού απεφάσισα να προτιμήσω τα ελληνικά πλοία δια την μεταφοράν των τροφίμων. (...) Και ο μεν Γιαννίτσης φορτώνει με ναύλον 25.000 φράγκων, τα οποία εμβάσθηκαν εις Αγκώνα προς τον κ. Μαρίνογλου παρά του ταμείου της Ελλάδος. Δια το φορτίον του Μοναρχίδου, το οποίον είναι διπλάσιον του πρώτου, στέλλω συναλλαγματικάς 50.000 φράγκων επί τους κ.κ. Βλαν, Κολέν & Σια, και παρακαλώ τον κ. Εντς να τας πληρώση, πωλών και με χαμόν (= ζημία) τα ολίγα κεφάλαια, όσα επικατέθεσα εις χείρας του εκ των τελευταίων λειψάνων της όλης μου περιουσίας. Ταύτα δε γράφω λεπτομερώς δια να σε ικετεύσω και πάλιν να μας βοηθήσης και άλλους παροτρύνεις [να συνεισφέρουν], πάντοτε όμως φροντίζω περί της οικονομικωτάτης διαχειρίσεως του εις ημάς δανειζομένου αργυρίου.».
Επίσης, ο Καποδίστριας, μετά λίγες ημέρες, στην έκκλησή του προς τους ομογενείς του Αγκώνα, της Τεργέστης, της Βενετίας και του Λιβόρνο περί παροχής οικονομικής συνδρομής προς την νέα Ελληνική Πολιτεία, έλεγε: «Αρτου και χρημάτων ανάγκην έχομεν. Εγώ εκ των λειψάνων της μικράς μου περιουσίας έδωκα ήδη. Κάμετε και εσείς, Κύριοι, παν ό,τι δύνασθε προς βοήθειάν μας, στέλλοντες σίτον αραβόσιτον, όρυζαν και άλευρα και ό,τι εξοδεύσετε θα σας πληρωθεί εν καιρώ και παρά της Εθνικής Τραπέζης. Θαρσείτε, Κύριοι, ότι η Θεία Πρόνοια δεν θέλει μας εγκαταλείψει. Αλλά θυμηθείτε, συγχρόνως, ότι Αυτή τους κόπους σας ευλογήσασα και βίους καλλίστους εξασφαλίσασα εις υμάς, σας προετοίμασε να αισθάνεσθε χαράν και ικανοποίησιν εις την εκπλήρωσιν των οφειλομένων προς την Ελλάδα.».
Και, ακόμη, τις ίδιες αυτές ημέρες, έγραφε, και πάλι, προς τον ανωτέρω φίλο του Eynard: «Καίτοι η παρούσα κατάστασίς μας δεν προσφέρεται διά καλλιτεχνικάς ενασχολήσεις, σε παρακαλώ να διαβιβάσης εις τον καλλιτέχνην κ. Βορτολίνην όλην μου την ευγνωμοσύνην δια την προσφοράν εις την Ελλάδα της προτομής του λόρδου Βύρωνος. Εν όσω όμως τόσον η κυβέρνησις όσον και οι κυβερνώμενοι κατοικούν σε καλύβες και ως νομάδες εις ερείπια διαμένουν,κρίνω όπως η προτομή [του Βύρωνος] του κ. Βορτολίνη παραμείνη προς το παρόν εις το ατελιέ του.».
Λίαν χαρακτηριστική είναι, ακόμη, εν προκειμένω, και η από 10.6.1828 επιστολή του Καποδίστρια προς τον αφοσιωμένο φίλο του και μεγάλο εθνικό αγωνιστή Μητροπολίτη Ουγγρο-Βλαχίας Ιγνάτιο (πρώην Μητροπολίτη Άρτας και πνευματικό ηγέτη και επαναστατικό οδηγητή των Σουλιωτών), στον οποίο εξομολογείται τα ακόλουθα: « Οι γενναίοι μας Ελληνες [πολίτες] χαίρονται. Μόνον ολίγοι τινές απατώνται, και μεγάλως, νομίζοντες ότι τα χρήματα ταύτα [του δημοσίου ταμείου] είναι δι' αυτούς, και [ότι αυτά] μέλλουσι να πάθωσιν, ό,τι έπαθον και αι λίραι του [πρώτου Αγγλικού] δανείου. Οτι μεν κλέπτουσιν όπου υπάρχει [δημοσία] διοίκησις, είναι αναμφίβολον• αλλά δεν υπάρχει χώρα, όπου πλησίον των κλεπτών να υπάρχουν χιλιάδες και χιλιάδες οικογενειών αστέγων και αποθνησκουσών εκ πείνης, καθώς εν Ελλάδι. Στοχασθήτε, Δέσποτά μου, ότι αι δυστυχείς αύται οικογένειαι πάσχουν εξ αιτίας των κλεπτών και παρακαλώ, αν δύνασθε, ενθαρρύνατέ με να είμαι συγκαταβατικός προς μίαν δράκαν ανθρωπαρίων μεταλλοθέων, εναντίον των οποίων δεν εκίνησα την βαρείαν χείρα της δικαιοσύνης, αρκούμενος να τους γνωρίσω καλώς και να τους παραδώσω, εάν παραστή ανάγκη, εις τας αράς του λαού.»
Εξ άλλου, ο Καποδίστριας, όπως, άλλωστε, είχε ήδη πράξει, αποποιούμενος το ετήσιο επίδομα «εξόδων παραστάσεως» ύψους 12.000 ταλήρων διστήλων, το οποίο του είχε προηγουμένως εγκρίνει το «Πανελλήνιον», με την επίσημη έγγραφη διακοίνωσή του της 4.8.1829 προς την Δ΄ Εθνοσυνέλευση,62 αφού εδήλωσε ότι: «Ευτυχείς, διότι ηδυνήθημεν να προσφέρωμεν δι' αυτό το τόσον θεάρεστον έργον τα λείψανα της μετρίας καταστάσεώς (= περιουσίας) μας εις το θυσιαστήριον της Πατρίδος», επικαλούμενος την άθλια οικονομική κατάσταση του κράτους, αρνήθηκε, και πάλι, να εισπράττει ετησίως, ως προεδρική χορηγία, 180.000 «Φοίνικες» (το τότε νέο εθνικό νόμισμα)63. Την χορήγηση του ποσού αυτού είχε εγκρίνει, τρεις ημέρες ενωρίτερα, η Δ΄ Εθνοσυνέλευση ως «έξοδα του Αρχηγού της Επικρατείας» προκειμένου να διαθέτει τα «αναπόφευκτα μέσα του να συντηρήση την αξιπρέπειαν του Κυβερνητικού χαρακτήρος προς το Εξωτερικόν και να εξαρκέση εις τας ανάγκας της οικιακής και ιδιαιτέρας υπηρεσίας»• ενώ, επίσης, είχε, συγχρόνως, επισήμως αναγνωρίσει την διάθεση εκ της ατομικής περιουσίας του Καποδίστρια για τις ανάγκες της Πατρίδος, προ της, και μετά την έλευσή του στην Ελλάδα, ποσού «υπέρ το μιλλιόνιον Γροσίων Τουρκικών»64.
Ο δε Καποδίστριας, πάλι, αιτιολόγησε και την παρούσα άρνησή του, ως εξής: « (...) θέλομεν αποφύγει και ήδη να δεχθώμεν την προσδιοριζομένην ποσότητα διά τα έξοδα του Αρχηγού της Επικρατείας, απεχόμενοι, εν όσω τα ιδιαίτερά μας χρηματικά μέσα μας εξαρκούν, από του να εγγίσωμεν μέχρι και οβολού τα δημόσια χρήματα προς ιδίαν ημών χρήσιν. «Οψέποτε δε βιασθώμεν εις τούτο, εξαντληθέντων διόλου των ιδιαιτέρων ημών πόρων, τότε θέλομεν καταφύγει εις το δημόσιον ταμείον, πλην μόνον διά τα έξοδα, όσα απαιτεί η εκτέλεσις των καθηκόντων μας. (...) καθότι αποστρεφόμεθα το να προμηθεύωμεν ημάς αυτούς, εις αναπαύσεις (= απολαύσεις) του βίου, αι οποίαι προϋποθέτουσι την ευπορίαν, εν ω ευρισκόμεθα εις το μέσον ερειπίων, παρικυκλωμένοι από πληθύν ολόκληρον ανθρώπων βεβυθισμένων εις την εσχάτην αμηχανίαν (= ένδεια).». 65
Και αυτήν, ακριβώς, την γενική ηθική, πολιτική, κοινωνική, αλλά και φιλοσοφική αντίληψή του σχετικώς με την διαχείριση του δημοσίου χρήματος και, γενικότερα, των εθνικών υποθέσεων, ο Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας εξέφρασε, κατά τον πλέον ευθύ, σαφή και κατηγορηματικό τρόπο, με την κατάληξη της προηγουμένης διακοίνωσής του προς τους Πληρεξουσίους της Δ΄ Εθνοσυνέλευσης, όπου, αφού τους επαίνεσε διότι και αυτοί οι ίδιοι απέδειξαν εμπράκτως ότι συμμερίζονται τα ανωτέρω αισθήματά του «εκτελούντες αμισθί τα καθήκοντα των Πληρεξουσίων του έθνους», καθόρισε, ταυτοχρόνως, και τις αρχές της πολιτικής μισθών του Δημοσίου, με την ακόλουθη έμμεση πλην σαφή έκκληση στα αισθήματα φιλοτιμίας και φιλοπατρίας όλων τους : «Ελπίζομεν ότι, όσοι εξ υμών μεθέξωσι μετά της Κυβερνήσεως εις την Προσωρινήν Διοίκησιν, καθώς και οι λοιποί των πολιτών, όσοι προσκληθώσιν επί τούτω, θέλουν γνωρίσει (=συνομολογήσει) μεθ' ημών, ότι εις τας παρούσας περιστάσεις οι εν δημοσίοις υπουργήμασι (= θέσεις) δεν είναι δυνατόν να λαμβάνουν μισθούς αναλόγους με τον βαθμόν του υψηλού υπουργήματός (= αξιώματός) των και με τας εκδουλεύσεις (= υπηρεσίες) των, αλλ' ότι οι μισθοί ούτοι πρέπει να αναλογούν ακριβώς με τα χρηματικά μέσα, τα οποία έχει η Κυβέρνησις εις την εξουσίαν (= διάθεσή) της66.
Επ' ευκαιρία, τέλος, θα πρέπει, εδώ, ιδιαιτέρως να τονισθεί, ότι, ο Καποδίστριας, μη τυχόν και θεωρηθεί ως όργανο της Ρωσσικής κυβέρνησης –όπως λίγο αργότερα τον εκατηγορούσαν προκειμένου να εξουδετερώσουν τον ίδιο και το έργο του η Αγγλία και η Γαλλία, ομού, δυστυχώς, με τα ενεργούμενά τους στην Ελλάδα– αρνήθηκε να εισπράξει το ύψους πολλών χιλιάδων ρουβλίων ποσό, το οποίο ο Τσάρος ενέκρινε να του καταβληθεί, κατά την αποχώρησή του από την Ρωσσία με «αόριστη άδεια», σε αναγνώριση των εκεί υπηρεσιών του. Επίσης, όταν έφευγε από την Γενεύη με προορισμό την Αίγινα, εκποίησε την οικοσκευή της εκεί κατοικίας του κ.ά. υπάρχοντά του, ολόκληρο δε το προϊόν της πώλησης, καθώς και άλλους πόρους από αξιόγραφα ύψους άνω των 60.000 φράγκων, διέθεσε εξ ολοκλήρου για τις ανάγκες της λιμοκτονούσας Πατρίδας, όπως, άλλωστε, και κατά σύστημα έπραττε, συνεχώς, και καθ' όλο το διάστημα της 20/ ετούς απουσίας του εκτός Ελλάδος. Και, πράγματι, το σύνολο των κεφαλαίων, τα οποία εξ ιδίων διέθεσε μέχρι και της προαναφερθείσας πρώτης περιόδου της κυβερνητικής θητείας του, προς κάλυψη των ταμειακών αναγκών του νέου κράτους ανήλθε στο τεράστιο για την εποχή εκείνη ποσό των 1.706.576 γροσίων,67 το οποίο, μάλιστα, και είχε εγγράψει στον «Λογαριασμό των εσόδων και εξόδων της Επικρατείας» (= Ισολογισμό του Κράτους), τον συνημμένο στην ως άνω πρώτη Λογοδοσία του προς την Δ΄ Εθνοσυνέλευση68.
Τα προηγούμενα αποτελούν ελάχιστα δείγματα των θέσεων, αλλά και των πράξεων του Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια σε ό,τι αφορά στην χρηστή διοίκηση μίας ευνομούμενης πολιτείας και στην εθνική αλληλεγγύη. Δυστυχώς αυτά τα πρότυπα πολιτικής ηθικής και πράξης δεν έτυχε να ευδοκιμήσουν στην Πατρίδα μας, στην οποία, ακόμη και σήμερα, συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Τούτο δε αποδεικνύεται περίτρανα από την ενδημούσα επί 178 συναπτά έτη (1832-2010), ανεξαρτήτως δε των πολιτειακών τύπων διακυβέρνησης της Νέας Ελλάδος, αθλιότητα της οιονεί θεσμικής ασύδοτης κυβερνητικής κατασπατάλησης των δημοσίων πόρων, της εκτεταμένης διαφθοράς των κρατικών υπηρεσιών, της ασύστολης διεκδίκησης σαφώς αντικοινωνικών συντεχνιακών οικονομικών κ.ά. συναφών προνομίων τόσο στον ιδιωτικό, όσο και στον δημόσιο τομέα, και, τέλος, της νεοφανούς ασυνάρτητης, αλλά και ποταπής πολιτικής θέσης εξίσωσης της ηθικής με την τυπική νομιμότητα. Από αυτόν, μάλιστα, τον χορό της ιδιοτέλειας δεν απουσίασαν και οι παχυλότατα αμειβόμενοι θεράποντες (= υπηρέτες) της Θέμιδος, με εξασφαλισμένη την αυτόματη αναπροσαρμογή των μισθών τους οσάκις αυξάνεται η αποζημίωση των κατά σύστημα απόντων από τις συνεδριάσεις του εθνικού Κοινοβουλίου βουλευτών –οι οποίοι, μάλιστα, αρνήθηκαν την γενική ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου (public servant), ως εάν η δικαστική λειτουργία να μη είναι, και αυτή, τεταγμένη στην υπηρεσία της ευνομίας και της κοινωνικής ειρήνης του κράτους, αυτών των αναπόσπαστων συστατικών στοιχείων του Αριστοτελείου «κοινή συμφέροντος». Είναι, άρα, απολύτως δικαιολογημένη η επανάληψη, και εδώ, σε όλους τους τόνους, της εμβληματικής πρώτης καταγγελτικής, αλλά και απέλπιδος αναφώνησης του Κικέρωνος ενώπιον της Συγκλήτου κατά την αποκάλυψη της συνωμοσίας του Κατιλίνα προς ανατροπή της Δημοκρατίας: «Quo usque tandem abutere, Catilina, patientia nostra? (...) O tempora, o mores! Senatus haec intellegit.»69.
ΙV. Η Διπλωματική Υπηρεσία επί Καποδίστρια
Μέχρι και της δολοφονίας του, ο Καποδίστριας δεν προέβη, προφανώς εσκεμμένως –και ευλόγως– στην σύσταση και οργάνωση ιδιαίτερης διπλωματικής υπηρεσίας του κράτους, όπως, αντιθέτως, έπραξε, με ιδιαίτερο ζήλο, επιμέλεια και μεθοδικότητα, για όλους τους άλλους κλάδους της Δημόσιας Διοίκησης. Τούτο οφείλεται σε τρεις, κυρίως, καθαρώς, πολιτικούς, αλλά και σοβαρούς οικονομικούς λόγους:
α) Η Ελλάς, μέχρι και της νικηφόρου υπέρ της Ρωσσίας λήξης του β΄ πολέμου της με την Τουρκία και της υπογραφής της διμερούς Ρωσσο-Τουρκικής Συνθήκης Ειρήνης της Ανδριανουπόλεως, της 14.9.1829, διά της οποίας (άρθρο 10) η Υψηλή Πύλη εξαναγκάσθηκε, τελικώς, να αποδεχθεί τους αφορώντες στην απελευθέρωση των Ελλήνων προηγηθέντες τριμερείς ενδοσυμμαχικούς διακανονισμούς του Λονδίνου σχετικώς με «το σωτήριον [sic] έργον της ειρηνεύσεως της Ελλάδος» (salutary work of the Pacification of Greece), έναντι της διεθνούς αναγνώρισής της ως «Εξάρτηση» (Dependency) φόρου υποτελή στον Σουλτάνο, τους οποίους περιείχε τόσο η Συνθήκη της 6.7.1827,70 όσο και το Πρωτόκολλο της 22.3.1829, δεν είχε αναγνωρισθεί de iure ως ανεξάρτητο κράτος, διότι και οι 3 Συμμαχικές –αλλά διαρκώς αλληλοϋποβλεπόμενες– Μεγάλες Χριστιανικές (;;;) Δυνάμεις δεν ήθελαν, μέχρι τότε, να «κακοκαρδίσουν» την Οθωμανική Υψηλή Πύλη. Παρά ταύτα, η ως άνω Συνθήκη του Λονδίνου, στο συνημμένο σε αυτήν μυστικό «Πρόσθετο Άρθρο» (Παράρτημα), όρισε ότι, σε περίπτωση μη αποδοχής από τον Σουλτάνο, εντός ενός μηνός από της έναρξης ισχύος της, της προσφοράς μεσολάβησης (mediation) των 3 Δυνάμεων προς σύναψη ανακωχής μεταξύ των εμπολέμων και επίλυση της Ελληνο-Τουρκικής «διαφοράς», θα ελάμβαναν αμέσως μέτρα δημιουργίας επισήμων δεσμών με τους Ελληνες διά της σύναψης εμπορικών σχέσεων και της εκατέρωθεν ανταλλαγής προξενικών πρακτόρων, υπό την προϋπόθεση ύπαρξης στην Ελλάδα αρχών, ικανών να υποστηρίξουν τις εν λόγω σχέσεις71.
Οπότε και λόγω της ανωτέρω αρχικής τυπικής μεν πλην αντικειμενικής νομικής αδυναμίας της Κυβέρνησης της Ελλάδος να συνάψει κανονικές απ' ευθείας διπλωματικές σχέσεις και, περαιτέρω, προβεί στην αμοιβαία ανταλλαγή διπλωματικών αντιπροσώπων με όλαή, τουλάχιστον, τα μεγαλύτερα– ξένα κράτη, δεν εχρειάζετο, ακόμη, τότε, η σύσταση μίας καθ' αυτό –ενδοχώριας (κεντρικής) και εξωχώριας– διπλωματικής υπηρεσίας της νέας Ελληνικής Πολιτείας. Γι' αυτόν, άλλωστε, τον καθαρώς πρακτικό λόγο και το τότε Υπουργείο Εξωτερικών είχε υποτυπώδη συγκρότηση, συνισταμένη, εκτός του υπουργού, σε 2 μόνον νομοθετημένες θέσεις τακτικών δημοσίων υπαλλήλων (παρέδρων α΄ και β΄ τάξεως) με δυνατότητα πρόσληψης και ενός ή περισσότερων «μαθητευομένων» (stagiaires), με μηνιαίες αποδοχές, του μεν υπουργού 1.000 γρόσια (όσο και των Γερουσιαστών), των δε λοιπών 400, 350 και 150 γρόσια, αντιστοίχως72.
β) Ο Καποδίστριας, για ευνοήτους –απολύτως δε κατανοητούς και κατά πάντα ευλόγους– πολιτικούς και πρακτικούς λόγους, είχε κρατήσει, όπως προελέχθη, ο ίδιος την «άμεσον διεύθυνσιν» των εξωτερικών, αλλά και των ναυτιλιακών υποθέσεων, δεδομένου ότι, η διαπραγμάτευση όλων των εθνικών ζητημάτων διεξήγετο, σχεδόν αποκλειστικώς, με τους μονίμως διαμένοντες στην Ελλάδα, μετά το 1828, ειδικούς διπλωματικούς απεσταλμένους των 3 Μεγάλων Δυνάμεων, οι οποίοι, μάλιστα, για προφανείς πολιτικούς λόγους τυπικώς μόνον έφεραν τον υποδεέστερο του πρεσβευτικού τίτλο του «Προξένου» (Agent) ή του «Αντιπρέσβυ» (Résident), ή του Επιτετραμμένου (Chargé d'Affaires) κ.τ.τ.73. Η εν λόγω διαπραγμάτευση απαιτούσε, φυσικά, πολύπλοκους και επιδέξιους διπλωματικούς χειρισμούς, κάποτε δε και αριστοτεχνικούς ακροβατικούς πολιτικούς ελιγμούς, τους οποίους μόνον αυτός, εξ όλων των Ελλήνων, παγκοσμίως, διέθετε την ικανότητα να επιχειρήσει προκειμένου να προωθήσει την ικανοποίηση των όντως υπαρξιακών εκκρεμών εθνικών αιτημάτων του αρτιγενούς Ελληνικού κρατιδίου, με πρώτο αυτό της χάραξης των διεθνών συνόρων του.
γ) Η δεινή οικονομική κατάσταση της Χώρας, καθημαγμένης από τον πόλεμο και τις δηώσεις των Τουρκο-Αιγυπτίων και τις αγριότητες των εμφυλίων συγκρούσεων, επ' ουδενί επέτρεπε την, κατ' ουσία, μεγάλη πολυτέλεια της ίδρυσης και εγκατάστασης πρεσβειών ή έστω και προξενείων στις «Αυλές» (= πρωτεύουσες) των μεγάλων ξένων κρατών και της εκεί τοποθέτησης μονίμων εμμίσθων διπλωματικών αντιπροσώπων της Ελλάδος προς συνεχή επικοινωνία με τις εγχώριες κυβερνήσεις και επηρεασμό της εντόπιας κοινής γνώμης. Αλλωστε, αυτήν την πράγματι μεγάλη, δυσχερέστατη, αλλά και πολυδάπανη εθνική αποστολή είχαν ήδη και προ,ακόμη, της ένοπλης έναρξης του Αγώνα, αυτοβούλως και de facto αναλάβει να διεκπεραιώσουν, ανιδιοτελώς και αδαπάνως για την Ελλάδα, διαπρεπείς ομογενείς και ένθερμοι αλλοδαποί φιλέλληνες, ομού με τα περίφημα φιλελληνικά «Κομμιτάτα» (Επιτροπές) συμπαράστασης του επαναστατημένου Γένους τόσο της Ευρώπης, όσο και των ΗΠΑ,74 οι οποίοι, λόγω της προέχουσας θέσης, του κύρους και της επιρροής τους στην οικονομική, πολιτική, πνευματική και κοινωνική ζωή του τόπου εγκατάστασής τους, αποτελούσαν ισχυρή ομάδα πίεσης προς τους εκεί ηγεμόνες και τις κυβερνήσεις τους.
Θα πρέπει, εδώ, να επισημανθεί ότι, ο Καποδίστριας, καθ' όλο το χρονικό διάστημα από της ανάληψης των προεδρικών καθηκόντων του και μέχρι την ταυτόχρονη σύναψη στο Λονδίνο, την 3.2.1830, μεταξύ των 3 Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσσίας), ερήμην δε της Ελλάδος, των 3 τριμερών Πρωτοκόλλων –συλλήβδην αναφερομένων ως «Πρωτόκολλο της Ανεξαρτησίας»– τα οποία διελάμβαναν, αντιστοίχως, περί: α) της διεθνούς αναγνώρισης της Ελλάδος ως ανεξάρτητο και κυρίαρχο Κράτος, αλλά με διακυβέρνηση (viz πολίτευμα) μοναρχική (viz άνευ συντάγματος) και κληρονομική, κατά τάξη πρωτοτοκίας, την οποία θα ασκούσε ένας ηγεμόνας (πρίγκιπας), μη προερχόμενος από τις τότε βασιλεύουσες στις εν λόγω χώρες δυναστείες, με τον τίτλο «Κυριάρχης Ηγεμών της Ελλάδος» (Prince Souverain de la Grèce)75 β) της αναγόρευσης (viz διορισμού) του πρίγκιπα Λεοπόλδου του Saxe-Coburg σε κληρονομικό ηγεμόνα (viz κτήτορα) της Ελλάδος και γ) της διατήρησης (κατόπιν απαίτησης της Γαλλίας) των χορηγηθέντων από τον Σουλτάνο στους Ρωμαιοκαθολικούς της Ελλάδος (κυρίως των Κυκλάδων) θρησκευτικών προνομίων–, είχε αυτοπροσώπως και προεχόντως αφιερωθεί στην απ' ευθείας διεξαγωγή των συνεχών συνεννοήσεων με τις 3 Μεγάλες Δυνάμεις περί του μέλλοντος της Ελλάδος. Και, τούτο, φυσικά, έπραττε, παραλλήλως και συγχρόνως, με την άσκηση και όλων των άλλων δυσβάστακτων και όντως υπεράνθρωπων έργων του για την εκ του μηδενός συγκρότηση της νέας Ελληνικής Πολιτείας, τα οποία περιελάμβαναν, i.a., επιτόπιες επιθεωρήσεις φρουρίων και στρατοπέδων, επισκέψεις κατοίκων απελευθερουμένων επαρχιών κ.τ.τ.
Επισημαίνεται ότι, τις εν λόγω διαπραγματεύσεις ο Καποδίστριας διεξήγαγε απ' ευθείας με τους διαπεπιστευμένους στην Υψηλή Πύλη πρέσβεις των 3 Δυνάμεων, οι οποίοι, μετά την άρνηση του Σουλτάνου Μαχμούτ Β΄ να αποδεχθεί την προβλεπομένη στην προαναφερθείσα Συνθήκη του Λονδίνου της 6.7.1827 και τελεσιγραφικώς ζητηθείσα από αυτόν εκβιαστική, κατ' ουσία, «μεσολάβηση» (viz επέμβαση) των 3 κυβερνήσεών τους προς «διευθέτηση» της Ελληνο-Τουρκικής «διαφοράς», απεχώρησαν (viz ανεκλήθησαν), συγχρόνως, από την Κωνσταντινούπολη, την 8.12.1827, και εγκατεστάθησαν κατ' αρχάς μεν και επί 8 μήνες (Ιανουάριος-Αύγουστος 1828) στην Κέρκυρα, την τότε πρωτεύουσα της τυπικώς ουδέτερης (καίτοι υπό Αγγλική επικυριαρχία) Ιονίου Πολιτείας, κατόπιν δε, και επί άλλους 4 μήνες (Σεπτέμβριος-Δεκέμβριος 1828) στον Πόρο Τροιζηνίας, τον εγγύτερο της Αίγινας τόπο, όπου η τότε προσωρινή «καθέδρα της Κυβερνήσεως» της ελεύθερης Ελλάδος.
Η ανωτέρω κοινή πολιτική ενέργεια των 3 Δυνάμεων, γενομένη προς επίταση των πιέσεών τους προς τον Σουλτάνο προκειμένου να υποχρεωθεί να προσχωρήσει στην εν λόγω Συνθήκη του Λονδίνου, εσήμανε αφ' ενός μεν την υποβάθμιση των διμερών διπλωματικών σχέσεών τους με την Υψηλή Πύλη σε χαμηλότερο επίπεδο επιτετραμμένων, αφ' ετέρου δε την κατ' ουσία de iure διεθνή αναγνώριση της Ελλάδος, εφ' όσον οι εν λόγω πρέσβεις είχαν, υπό την επίσημη ιδιότητά τους, επί ένα συνεχές έτος, απ' ευθείας συνεννοήσεις με τον νόμιμο διεθνή παραστάτη της Ελληνικής Πολιτείας. Αποκλειστική δε κοινή αποστολή και των 3 αυτών πρέσβεων, κατά την διάρκεια της αποκληθείσας και «Διάσκεψη του Πόρου» εκεί παραμονής τους, ήταν ο καθορισμός των διεθνών συνόρων του νέου Ελληνικού κράτους. Εξ ου και καθοριστική για το εδαφικό μέλλον της νέας Ελλάδος υπήρξε η αριστοτεχνική και πιεστική εμμονή του Καποδίστρια να περιληφθούν εντός των ορίων της Ελληνικής επικρατείας όσον το δυνατόν περισσότερες υπόδουλες στους Τούρκους επαναστατημένες περιοχές της χέρσου και της νησιωτικής χώρας μέχρι και των παραλίων της Μικράς Ασίας. Και, πράγματι, με τα νομικώς και πολιτικώς πλήρως θεμελιωμένα, εμπεριστατωμένα και λεπτομερή υπομνήματα, τα οποία συνεχώς υπέβαλε ο Κυβερνήτης προς τους 3 πρέσβεις, κατά το μεταξύ Σεπτεμβρίου και Νοεμβρίου 1828 διάστημα, με τα οποία έφθασε να διεκδικεί εκτός της Στερεάς Ελλάδος και της Εύβοιας, την Θεσσαλία, τις νήσους του Αρχιπελάγους, μέχρι την Κρήτη, την Ρόδο, ακόμη δε και αυτήν την περιοχή της Σμύρνης και την απόμακρη επαναστατημένη Κύπρο, τους έπεισε να υιοθετήσουν τις βασικές θέσεις του και στην σχετική εισήγησή τους προς τις κυβερνήσεις τους, την αποκληθείσα και «Πρωτόκολλο του Πόρου», να προτείνουν την αποδοχή των περισσοτέρων προτάσεών του.
Κατ' αυτόν, λοιπόν, τον τρόπο ο Καποδίστριας κατόρθωσε να αποσοβήσει τον κίνδυνο της εδαφικής συρρίκνωσης της νέας Ελλάδος μόνον στην Πελοπόννησο και στις παρακείμενες νήσους του Αργοσαρωνικού, όπως προέβλεπε, αρχικώς, το Πρωτόκολλο του Λονδίνου της 16.11.1828, και επέτυχε, τελικώς, να εκταθούν τα διεθνή σύνορά της μέχρι της οροθετικής γραμμής μεταξύ των κόλπων Βόλου (Παγασητικού) και Πρεβέζης (Αμβρακικού), όπως και ρητώς καθιέρωσε, μετά 10 μήνες, το επόμενο Πρωτόκολλο του Λονδίνου της 14.9.1829. Επ' ευκαιρία υπενθυμίζεται ότι, όλες οι συναφθείσες διεθνείς συνθήκες περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος, καθορισμού συνόρων, αλλά και διορισμού ηγεμόνα, κ.τ.τ., ήσαν, πράγματι, pacta tertii, υπέρ της Ελλάδος και σε βάρος της Τουρκίας, δεν υπήρξε δε, ούτε και μεταγενεστέρως, πράξη προσχώρησης της Ελληνικής Πολιτείας σε αυτά, τα οποία, προς τήρηση των στοιχειωδών προσχημάτων και προκειμένου να νομιμοποιηθούν πολιτικώς, υπεβλήθησαν, απλώς, στην ex post facto έγκρισή τους από τα αρμόδια όργανα του νέου κράτους.
Εξ άλλου, μεταξύ των πρώτων μεγάλων εθνικών διπλωματικών και πολιτικών επιτυχιών του Καποδίστρια υπήρξε, τότε, η έστω και καθυστερημένη, κατά 3 έτη, διαπίστευση προς την λεγομένη «Προσωρινήν Κυβέρνησιν» της Ελλάδος και η εγκατάσταση στην Ελληνική πρωτεύουσα, κατ' αρχάς, στην Αίγινα, και, μετά ταύτα, στο Ναύπλιο, των προαναφερομένων «Αντιπρέσβεων» των 3 Μεγάλων Δυνάμεων, οι οποίοι και απετέλεσαν τους μονίμους διαύλους της απ' ευθείας επίσημης, πλέον, πολιτικής επικοινωνίας της Ελληνικής κυβέρνησης με τις αντίστοιχες κυβερνήσεις76. Σημειωτέον ότι, την απόφαση κανονικής διαπίστευσης διπλωματικών αντιπροσώπων τους στην Ελληνική Κυβέρνηση έλαβαν οι 3 Δυνάμεις σε εκτέλεση σχετικής συμβατικής συμφωνίας τους δυνάμει του μυστικού «Προσθέτου Αρθρου» στην ανωτέρω Συνθήκη του Λονδίνου της 6.7.1827, το οποίο προέβλεπε αυτήν την πολιτική ενέργεια ως μέτρο οιονεί κύρωσης κατά της Τουρκίας σε περίπτωση μη προσχώρησής της στην εν λόγω συνθήκη.
Πρώτος ήλθε και επέδωσε τα διαπιστευτήριά του στον Κυβερνήτη, στον Πόρο, την 6.6.1828, ο «Πρόξενος» (Agent) (= Διπλωματικός Πράκτωρ) της Γαλλίας συνταγματάρχης βαρόνος Juchereau de Saint-Denys, ο οποίος, μάλιστα, και του παρέδωσε, ταυτοχρόνως, τοις μετρητοίς, το ποσό των 500.000 φράγκων, ως οικονομική βοήθεια της «Αυτού Χριστιανικής Μεγαλειότητος» [sic] του βασιλέα της Γαλλίας Καρόλου X προς την Ελλάδα77. Ακολούθησε, μετά τρεις μήνες, η έλευση του «Προξένου» (Agent) της Ρωσσίας κόμη Μάρκου-Αντωνίου Βούλγαρη (μικρανεψιού και φίλου του Καποδίστρια και προηγουμένως πρέσβυ της Ρωσσίας στην Ισπανία), ο οποίος επέδωσε τα διαπιστευτήριά του στον Κυβερνήτη, στον Πόρο, την 7.9.182878, υπήρξε δε εξ αρχής αντικείμενο άγριας διαβολής και υπονόμευσης εκ μέρους των δύο άλλων «Συμμάχων» ομολόγων του. Τελευταίος, μετά 5 μήνες, ήλθε και ο «Αντιπρέσβυς» (Résident) της Αγγλίας Edward-James Dawkins Esquire (υιός του Επιτρόπου αλσυλλίων και δασών της Μεγάλης Βρεταννίας), ο οποίος και επέδωσε τα διαπιστευτήριά του στον Κυβερνήτη, στον Πόρο, την 12.11.182879.
Βεβαίως, ο δόλιος και διχαστικός ρόλος τόσο του Dawkins, όσο και του διαδόχου του de Saint-Denys νέου Αντιπρέσβυ της Γαλλίας βαρώνου de Rouen (παρόχου ασύλου στο κτίριο της Γαλλικής πρεσβείας στο Ναύπλιο στον εκ των δολοφόνων του Κυβερνήτη Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη)80, υπήρξε ολέθριος για την ομαλή πρόοδο και εξέλιξη των Ελληνικών πραγμάτων, διότι, ως γνωστόν, ενεργούντες έκαστος για την εξασφάλιση της πρωταρχίας της χώρας του στον επηρεασμό και στον έλεγχο των πολιτικών εξελίξεων της νέας Ελλάδος, υποδαύλισαν τις εγχώριες διχοστασίες και αντιθέσεις και υπέθαλψαν τόσο τις αρχομανείς φιλοδοξίες πολλών επαναπατρισθέντων γραφειοκρατών ομογενών της Κωνσταντινουπόλεως και της Εσπερίας, όσο και τις διαμάχες των τοπικών προυχόντων, των οποίων τα επί Τουρκοκρατίας κτηθέντα οικονομικά, ιδίως, προνόμια έπλητταν, κατά καίριο τρόπο, τα μέτρα του Καποδίστρια προς συγκρότηση μίας σύγχρονης και ευνομούμενης πολιτείας. Αυτός δε ήταν και ο βασικός λόγος και όχι η επικαλουμένη αυταρχικότητα του Κυβερνήτη, ο οποίος οδήγησε στην υποδαυλιζομένη από τους Αγγλο-Γάλλους συγκρότηση της δήθεν φιλελεύθερης αντικαποδιστριακής αντιπολίτευσης των «συνταγματικών».
Επίσης, ο Καποδίστριας, προκειμένου να δημιουργήσει ευμενές υπέρ της Ελλάδος κλίμα στις κυβερνήσεις των ξένων Δυνάμεων, ανασυνέστησε τις σχέσεις του νέου κράτους με τους ανά την Ελλάδα και, κυρίως, τα παράλια και τις νήσους του Αρχιπελάγους, εγκατεστημένους, επί Τουρκοκρατίας, προξένους, υποπροξένους και προξενικούς πράκτορες των εν λόγω κρατών, πλείστοι, μάλιστα, των οποίων ήσαν Ελληνες το γένος. Εθεσε, όμως, ως πρώτη προϋπόθεση της εκ νέου άσκησης των προξενικών καθηκόντων τους στην ελεύθερη, πλέον, Ελλάδα την επίσημη ανακοίνωσή τους από τις κυβερνήσεις τους στην Ελληνική κυβέρνηση, συνεπώς δε και την κατάργηση των Τουρκικών και τον εφοδιασμό τους με νέα Ελληνικά «εκτελεστήρια διπλώματα» (exequatur). Και, ακόμη, επέβαλε και άλλους σοβαρούς περιορισμούς στην προηγουμένη ασύδοτη δράση, την οποία ανέπτυσσαν υπέρ των υπηκόων των αλλοεθνών εντολέων τους, με την ευεξήγητη, φυσικά, ανοχή –πάντοτε με το «αζημίωτο»– της Υψηλής Πύλης. Τέλος, ανέθεσε σε υπηρετούντες σε τρίτα κράτη προξένους των 3 Συμμάχων Δυνάμεων, την εκπροσώπηση των συμφερόντων της νέας Ελλάδος ενώπιον των εντόπιων αρχών, κυρίως για την προστασία των Ελλήνων και των πλοίων υπό Ελληνική σημαία, όπως, λ.χ., συνέβη, περί τα τέλη του 1830, με την απελευθέρωση 107 Ελληνοπαίδων, αιχμαλώτων πολέμου, κρατουμένων του Χεδίβη (= Ηγεμόνα) της Αιγύπτου Μωχάμετ Αλι, κατόπιν παρέμβασης του τότε Γενικού Προξένου της Γαλλίας στην Αλεξάνδρεια Jean-François Mimaut81.
Πάντως, αυτή, η σαφώς ευμενής στάση των ξένων ναυτικών, ιδίως, Ευρωπαϊκών κρατών –έστω και, κατ' αρχάς, συγκεκαλυμμένη υπό την τυπική ουδετερότητά τους– υπέρ της νέας Ελληνικής Πολιτείας, εξασφάλισε την ελευθεροπλοΐα των εμπορικών πλοίων τους στο Αρχιπέλαγος κ.ά. Ελληνικές θάλασσες, τα οποία, άλλως, θα ήσαν εκτεθειμένα στις ενέργειες προστασίας της εθνικής κυριαρχίας από τα πολεμικά σκάφη του μη ανεγνωρισμένου νέου Ελληνικού κράτους. Κατ' αυτόν, όμως, τον τρόπο, ο Καποδίστριας απέκτησε –ιδίως μετά την συμμαχική ναυτική πολεμική επιτυχία στο Ναυαρίνο (20.10.1827)– πλήρη άνεση λήψης διεθνώς νομίμων μέτρων εξαναγκασμού (enforcement) κατά προσώπων και περιουσιών τρίτων κρατών, και δη, αφ' ενός μεν επιβολής ναυτικού αποκλεισμού σε πολιορκούμενες από το πολεμικό ναυτικό της Ελλάδος τουρκοκρατούμενους, ακόμη, τότε, παράλιους και νησιωτικούς τόπους και οχυρώσεις προς αποτροπή ανεφοδιασμού των εγκλείστων από πλοία τρίτων κρατών82, αφ' ετέρου δε καταδίωξης και πάταξης της πειρατείας και της λαθρεμπορίας, οι οποίες αποτελούσαν από δεκάδες αιώνων τις ενδημούσες μάστιγες του Αρχιπελάγους και των άλλων Ελληνικών θαλασσών83, τις οποίες και απέδωσε ελεύθερες στο διεθνές εμπόριο84.
Ομως, η σημαντικότερη υπέρ αυτής της ίδιας της υπόστασης της νέας Ελλάδος επιτυχής διπλωματική μάχη του Καποδίστρια είναι εκείνη, την οποία έδωσε, μεταξύ των ετών 1827 και 1830, κατ' ουσία μόνος του, αλλά και πανταχόθεν –εντός και εκτός της Ελλάδος– βαλλόμενος από τους αδηφάγους εντόπιους αρχομανείς και τους υστερόβουλους ξένους αποικιοκράτες, προκειμένου να εξασφαλίσει, από τις αυτοχρησθείσες «Προστάτιδες» της Ελλάδος 3 Συμμάχους Μεγάλες Δυνάμεις, τρία τινά: α) την μεγαλύτερη δυνατή εδαφική έκταση β) την υψηλότερη δυνατή χρηματοδότηση και γ) την πλήρη ανεξαρτησία και αδέσμευτη κυριαρχία του νέου ελεύθερου Ελληνικού κράτους. Τούτο δε φαίνεται, κυρίως, από τους έντεχνους πολιτικούς χειρισμούς, στους οποίους κατέφυγε προκειμένου να ματαιώσει τα Ρωσσικής έμπνευσης αρχικά σχέδια εδαφικού κατακερματισμού του μαχομένου Ελληνισμού, διά της δημιουργίας στον κορμό της χέρσου και της νησιωτικής Ελλάδος 3 ηγεμονιών –Ανατολικής Ελλάδος, Δυτικής Ελλάδος (Ηπείρου-Ακαρνανίας), και Νοτίου Ελλάδος (Πελοποννήσου-Κρήτης)– φόρου υποτελών στον Σουλτάνο (viz οιονεί προτεκτοράτων), με αλλοδαπούς κυβερνήτες-ανδρείκελα, κυρίως Γερμανούς ηγεμονίσκους, όπως, ακριβώς, προέβλεπαν, κατ' αρχάς και προ των επομένων διαδοχικών βελτιωτικών αναθεωρήσεών τους, και τα 3 ως άνω πρώτα Πρωτόκολλα του Λονδίνου, ήτοι τόσο αυτά των 16.11.1828 και 22.3.1829, όσο και εκείνο της 3.2.1830.
Με αξιοθαύμαστο, όντως, τρόπο, ο οξύνους, πολύπειρος και φιλόπατρις ευπατρίδης Κυβερνήτης, εμεθόδευσε την επίσημη Ελληνική αντίδραση στα δόλια Συμμαχικά σχέδια, τα οποία, σημειωτέον, είχε καταρτίσει και υιοθετήσει η «Τριανδρία» («Troika») των «Προστατίδων» Δυνάμεων, πλην, όμως, ερήμην της νέας Ελληνικής Πολιτείας, η οποία ούτε καν εκλήθη να παραστεί, έστω και ως άφωνος παρατηρητής, στις μακρές Λονδόνιες διαβουλεύσεις τους, ούτως ώστε να τηρείται ενήμερη επί των συζητουμένων σχεδίων τους αυθαίρετης μεταβολής σε απόλυτη (άνευ συντάγματος) κληρονομική βασιλική μοναρχία του πολιτειακού καθεστώτος συνταγματικής προεδρικής δημοκρατίας του νέου κράτους, το οποίο είχαν ομοφώνως και πανηγυρικώς καθιερώσει όλες οι μέχρι τότε Εθνικές Συνελεύσεις των Ελλήνων. Διότι, αυτό το ανελεύθερο πολίτευμα επέβαλαν, τελικώς, στους Ελληνες οι 3 «Προστάτιδες» Δυνάμεις, όταν, όπως προελέχθη, με ωμή αποικιοκρατική βαναυσότητα, κατήργησαν, κατ' ουσία, τον νόμιμο εθνικό Κυβερνήτη τους και διόρισαν στην θέση του, ως κληρονομικό απόλυτο «Κυριάρχη Ηγεμόνα», τ.έ. ασύδοτο ιδιοκτήτη-καταπατητή της παντέρημης, τότε, Χώρας τους, τον Γερμανό πρίγκιπα Λεοπόλδο.
Βεβαίως ο Καποδίστριας είχε, εξ αρχής, πλήρη συναίσθηση του γεγονότος ότι, μόνον με έξωθεν ισχυρή πολιτική και όχι άμεση στρατιωτική επέμβαση θα ήταν εφικτή η έστω και κολοβωμένη ανεξαρτησία της Πατρίδος του από τον απάνθρωπο Τουρκικό ζυγό. Γι' αυτόν, ακριβώς, τον λόγο, χωρίς να αντιλέξει, ευθέως, στον ανωτέρω «διακανονισμό» της μοναρχικής καθεστωτικής μεταβολής, εξέφρασε, εν πρώτοις, προς την τότε «Troika», καθώς και τον εκλεκτό της επίδοξο ηγεμόνα της Ελλάδος, τα παράπονά του για την ρηθείσα παράληψη έστω και απλής ενημέρωσής του για τα ερήμην του ίδιου και των Ελλήνων τεκταινόμενα στο Λονδίνο. Και, ακολούθως, διετύπωσε, ευθέως και απεριφράστως, την απολύτως εδραία νομική, αλλά και πολιτική και ηθική, ένσταση περί έλλειψης δύο βασικών προϋποθέσεων υιοθέτησης της εν λόγω «λύσης»,ήτοι αφ' ενός μεν οποιασδήποτε πρόνοιας στο εν λόγω Πρωτόκολλο του Λονδίνου περί κατάρτισης νέου Καταστατικού Χάρτη της Ελλάδος, το οποίο εσήμαινε, απλούστατα, την εκεί εγκαθίδρυση απόλυτης μοναρχίας αφ' ετέρου δε ρητής ειδικής πληρεξουσιότητος προς αυτόν εκ μέρους της απελθούσας Δ΄ Εθνοσυνέλευσης προς αποδοχή της ανωτέρω «λύσης» και της «επιλογής» των 3 Δυνάμεων.
Ταυτοχρόνως, η Γερουσία, πλήρως εναρμονισμένη με τον Κυβερνήτη, εκφράζει μεν, τυπικώς, προς την «Troika» την «χαρά» και την «ικανοποίησή» της για τον «διακανονισμό», πλην, όμως, και αυτή, επαναλαμβάνει την έλλειψη ειδικής λαϊκής εντολής προς την ίδια για την αποδοχή της εν λόγω «λύσης». Τέλος, πλείστοι δημογέροντες, ομού με πολλούς απλούς πολίτες εξ όλων των Επαρχιών της ελεύθερης Ελλάδος, απέστελλαν, επίσης, προς τον Κυβερνήτη, αλλά και τον ίδιο τον Λεοπόλδο, ενθουσιώδεις επιστολές και ψηφίσματα υπέρ της «διευθέτησης», ζητούντες, μάλιστα, πιεστικώς, και την ταχύτατη έλευση του τελευταίου στην Ελλάδα προκειμένου να μη παραμείνει ακυβέρνητος ο τόπος –όπως, ακριβώς, άλλωστε, του είχε ήδη επιμόνως συστήσει να πράξει και ο Καποδίστριας, στην ανταλλαγείσα μεταξύ τους ενημερωτική αλληλογραφία, εν γνώσει δε της υπάρχουσας αντικειμενικής αδυναμίας να πραγματοποιηθεί τούτο85.
Ομως, όλες αυτές οι επίμονες, πιεστικές και – προδήλως, όχι εκ τύχης– συγκεχυμένες και αντικρουόμενες πληροφορίες και μηνύματα περί της όντως υφισταμένης στην ελεύθερη Ελλάδα κατάστασης πραγμάτων, περιέπλεξαν, προφανώς, τόσο πολύ τον Λεοπόλδο, ώστε τον οδήγησαν στην απόφαση να παραιτηθεί, την 21.5.1830, «από την Κυριαρχικήν Ηγεμονίαν της Ελλάδος»86. Βεβαίως, μετά ταύτα, ο Γερμανογενής συγγενής του βασιλέας της Αγγλίας Γουλιέλμος IV (του Οίκου του Ανοβέρου), έσπευσε να τον παρηγορήσει με το στέμμα του επίσης νεοσύστατου, τότε, Βασιλείου του Βελγίου, το οποίο είχε προέλθει εκ της απόσχισης των καθολικών επαρχιών της Ολλανδίας (μετά την επανάσταση των Βρυξελλών της 26.8.1830), προσφορά την οποία και ασμένως, αυτός, απεδέχθη το 1831. Αλλά, αυτή, ακριβώς, η έστω και πρόσκαιρη ματαίωση της πραγμάτωσης του σατανικού αποικιοκρατικού σχεδίου της Αγγλίας και της Γαλλίας –τις οποίες συνέδεε, πλέον, και στενότατος γαμικός συγγενικός δεσμός των μοναρχών τους– να καταστήσουν, ουσιαστικώς, την Ελλάδα υποχείριο προτεκτοράτο τους, υπήρξε η αρχή του μοιραίου τέλους του Ελληνα Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια, τον οποίο, αυτές, εθεωρούσαν και αντιμετώπιζαν, ανέκαθεν, ως όργανο της Ρωσσίας, της οποίας την ενεργό παρουσία στην Νοτιοανατολική Ευρώπη και στην Μεσόγειο εφοβούντο σφόδρα.
Αυτήν, ακριβώς, την κατάσταση αλληλοδιαγκωνισμού των Αγγλο-Γάλλων με τους Ρώσσους κλπ., καθώς και των εντυπώσεών του από τις προσωπικές επαφές του με τον Καποδίστρια, αποτυπώνει, με χαρακτηριστικό και σχετικώς πλέον αντικειμενικό όλων των άλλων τρόπο, ο πρώτος επίσημος απεσταλμένος ως αξιωματικός του ναυτικού για την καταπολέμηση της πειρατείας (1824) και, ακολούθως (1834-1849), πρώτος πρέσβυς της Αυστροουγγαρίας στην Ελλάδα κόμης Anton Prokesch von Osten (1795-1876),τόσο στις επίσημες υπηρεσιακές εκθέσεις του προς τον Αρχικαγκελάριο Metternich, όσο και στην ιδιωτική επιστολογραφία του με τον Friedrich von Gentz, τον φιλότουρκο ανθέλληνα δαιμόνιο και πανίσχυρο Γερμανό εκδότη της εφημερίδας Österreichischer Beobachter και πολιτικό δεξί χέρι του Metternich. Σημειωτέον ότι, τα κείμενα αυτά συγκέντρωσε, μετέφρασε στην ελληνική και εδημοσίευσε, τον Σεπτέμβριο του 2007, ο διαπρεπής ομότιμος καθηγητής της νεώτερης Ελληνικής ιστορίας του Πανεπιστημίου της Βιέννης Πολυχρόνης Κ. Ενεπεκίδης87.
Ειδικότερα, ο ανωτέρω Αυστριακός διπλωμάτης σε επιστολή του (18.2.1828) από την Σμύρνη προς τον εκδότη Gentz αναφέρει, μ.ά. ότι: «Ο κόμης Καποδίστριας είναι, ασφαλώς, ο άνθρωπος που χρειαζόταν η Ελλάδα. (...) Δεν θα αμφέβαλε κανείς ότι θέλει μία πλήρη και γρήγορη αποκατάσταση της τάξης στην Ελλάδα, και με τον τρόπο που βλέπει κανείς πώς καταπιάνεται μ' αυτήν, ασφαλώς γρήγορα θ' αρχίσει η πραγματοποίησή της! Δεν έχω γράψει σ' όλη μου τη ζωή ένα πράγμα με μία επίσης τόσο πλήρη πεποίθηση. (...)» (υτγ)88.
Στην απάντησή του (2.6.1828) προς τον von Osten ο Gentz, ο οποίος, μάλιστα, εγνώριζε ήδη και είχε συνεργασθεί, επί 7/ ετία (1814-1821), με τον Καποδίστρια, επισημαίνει: «(...) διαθέτει πολύ λογικό νούν, επιδεξιότητα και (τουλάχιστον άλλωστε) πολύ συμπαθητικούς τρόπους. Εκτός από τον Μαυροκορδάτο, δεν υπάρχει, ασφαλώς, κανείς στην Ελλάδα που με απόσταση να είναι ισάξιός του (...) Ναι μεν αγαπά τους Ρώσσους πολύ περισσότερο από τους Αγγλους (τους οποίους μισεί θανάσιμα), και λίγο περισσότερο από τους Γάλλους. Να είσθε, όμως, απόλυτα πεπεισμένος ότι, θα ήθελε και τους τρεις να τους ξεφορτωθεί και ότι, όλη του η δραστηριότητα και οι προθέσεις αυτόν τον σκοπό έχουν. (...) » (υτγ)89.
Τέλος, στον χαρακτηρισμό του Καποδίστρια, μετά την πολύωρη συνάντησή τους στο Ναύπλιο, την 15.3.1828, ο von Osten υπογραμμίζει: « Διαβλέπω ότι, σε ικανότητα της έκφρασης και στη διαχείριση πραγμάτων ξεπερνάει ό,τι διαθέτει η Ελλάδα και ό,τι έστειλε η Ευρώπη σ' αυτήν και ομολογώ ότι οι προθέσεις του μου φαίνονται έντιμες. Η Ελλάδα υποκλίνεται μπροστά του όπως σ' έναν άγγελο ειρήνης. Ολο το μίσος των κομμάτων έχει σβήσει. Τα άγρια παλικάρια φιλούν την άκρη του ενδύματός του. Αν από τις συνθήκες του Πρωτοκόλλου του Λονδίνου θα ήτο εφικτή η αναγέννηση της Ελλάδας, τότε αυτός ο άνθρωπος θα έκανε δυνατή αυτή την αναγέννηση. Με μεγαλύτερη λατρεία δεν έχουν ατενίσει κανέναν αρχηγό κράτους.» (υτγ)90.
V. Το Μοιραίο Τέλος
Παρά τα αντιθέτως υποστηριζόμενα από ορισμένους ξένους, αλλά, δυστυχώς, και Ελληνες, οι οποίοι εκατηγόρησαν τον Καποδίστρια ως αυταρχικό Κυβερνήτη και ως όργανο της Ρωσσικής εξωτερικής πολιτικής κ.τ.τ., ένα και μόνον είναι απολύτως βέβαιο. Οτι, δηλαδή, αυτός, ερχόμενος στην Ελλάδα, είχε ως μόνιμο όραμα, μοναδικό σκοπό, συνεχή αγωνία και καθημερινή μέριμνα την θεμελίωση ενός συγχρόνου, ευνομουμένου και, προ πάντων, κοινωνικού και φιλολαϊκού κράτους. Διότι ουδέποτε εγκατέλειψε τις μεγάλες ηθικές και συνάμα χριστιανικές αξίες, τις οποίες επρέσβευε και ακολουθούσε από τις πρώτες ήδη ημέρες της δημοσίας δράσης του, όταν, αυτός, νεαρός ιατρός στην γενέτειρά του Κέρκυρα, ως φιλεύσπλαχνος καλός Σαμαρείτης91, εξήταζε και περιέθαλπε δωρεάν τους ενδεείς ασθενείς συμπολίτες του. Το ακλόνητο και ασύγκριτο ηθικό θεμέλιο –αλλά και μεγαλείο– της όλης δημοσίας, αλλά και της προσωπικής, πάντοτε δε ασκητικής, ζωής του Καποδίστρια, υπήρξε, πάντοτε, η απάλυνση του πόνου των δυστυχών ομοεθνών του και η διαφύλαξη του δημοσίου χρήματος, ως βασική αρχή της χρηστής δημοσίας διοίκησης και, κατ' επέκταση, θεμελιώδη προϋπόθεση της ευημερίας του λαού και της απελευθερωμένης χώρας του.
Εξ άλλου, ο Καποδίστριας, όχι μόνον δεν ήταν αυταρχικός – κατά το έωλο και διεστραμμένο επιχείρημα τόσο των Αγγλο-Γάλλων υπονομευτών του, όσο και των ιδιοτελών φιλάρχων και ακόρεστων φιλοχρήματων εγχωρίων –γηγενών και ομογενών– πολιτικών αντιπάλων του, των «συνταγματικών»–, αλλά και γι' αυτήν, ακόμη, την πάταξη της αναρχίας και της εκτεταμένης διαφθοράς δεν εξαντλούσε την επιβαλλομένη, εν προκειμένω, αυστηρότητα διά της καταφυγής στην καταστολή. Τουναντίον, προσπαθούσε, όπως του υπαγόρευε η έμφυτη σε αυτόν χριστιανική και, συγχρόνως, δημοκρατική αρετή της tolerantia (= καρτερίας, ανεκτικότητας, επιεικείας), διά της πειθούς, της νουθεσίας και, κυρίως, του εμπράκτου παραδείγματος της απέριττης ατομικής καθημερινής ζωής του, να επαναφέρει τους εκτρεπομένους στην ορθή οδό του εθνικού καθήκοντος. Τούτο δε συνάγεται τόσο εκ των λόγων, όσο και των έργων του. Και πράγματι, σε επιστολή του, της 27.11.1827, τ.έ. ελάχιστες εβδομάδες προ της αναχώρησής του από την Γενεύη με προορισμό την Ελλάδα, απευθυνόμενος στον προαναφερόμενο προσφιλή του Μητροπολίτη Ουγγρο-Βλαχίας Ιγνάτιο, του εξομολογείται: «Δεν φρονώ ότι η νέα ελληνική κυβέρνησις πρέπει να έλθη εις την Ελλάδα επί κεφαλής λόχων και πυροβόλων. Τούτο είναι έξω των δυνάμεών μου, αλλά και αν ηδυνάμην, δεν θα ηρχόμην τοιουτοτρόπως.».
Αλλά πειστήριο απτό και αδιάψευστο του ενωτικού πανεθνικού και, συνάμα, δημοκρατικού χαρακτήρα των σκοπών και της όλης δράσης του –απολύτως δε ασχέτου με την αποφασιστικότητά του να εμπεδώσει στην νέα Ελληνική επικράτεια τον νόμο, την τάξη, την ισονομία και την κοινωνική αλληλεγγύη και δικαιοσύνη– αποτελεί και το γεγονός ότι, ευθύς εξ αρχής της ανάληψης των κυβερνητικών καθηκόντων του, ετοποθέτησε σε όλα τα υψηλά δημόσια αξιώματα της νέας Ελληνικής Πολιτείας (μέλη «Πανελληνίου», Γερουσίας και Υπουργικού Συμβουλίου) τις πλέον διακεκριμένες προσωπικότητες του Αγώνα και της πρώϊμης πολιτικής ζωής του τόπου92. Παρά ταύτα, δυστυχώς, λίγο αργότερα, οι περισσότεροι από αυτούς συγκρότησαν την ηγεσία της εναντίον του σφοδρής «συνταγματικής» αντιπολίτευσης, καθώς και –το χείριστο όλων– της αντικυβερνητικής ένοπλης ανταρσίας της Μάνης, της Υδρας και του Πόρου, με εθνοκτόνο κατάληξη την εγκληματική πυρπόληση του ναυλοχούντος στον Πόρο Ελληνικού στόλου από τον ίδιο τον αρχιναύαρχο του κράτους Ανδρέα Μιαούλη, με τραγική επίπτωση στην περαιτέρω πορεία του Εθνους την έκτοτε συνεχή καταφυγή στις ξένες επεμβάσεις.
Σε ό,τι δε αφορά, ειδικότερα, στην ορθολογική και τίμια διαχείριση των δημοσίων πόρων και στην στερέωση της κοινωνικής δικαιοσύνης στην νέα Ελλάδα, ήταν ιδιαιτέρως ευαίσθητος, αλλά και αυστηρός –όπως, ακριβώς, άλλωστε, συνέβαινε και με την αντιμετώπιση των ατομικών βιοτικών αναγκών του– κάτι, φυσικά, το οποίο ουδόλως αναιρεί την άδολη δημοκρατικότητα και την απεριόριστη φιλοπατρία του ανδρός. Εξ ου και εξαιρέσει των ελαχίστων θιγομένων από τα δημοσιονομικά κ.ά. συναφή φιλολαϊκά μέτρα του, μεγάλων γαιοκτημόνων, πλοιοκτητών και προεστών φοροεισπρακτόρων του Παντισάχ, όλος ο άστεγος και πενόμενος από τις πολεμικές καταστροφές και κακουχίες Ελληνικός λαός επικροτούσε και εστήριζε αναφανδόν τις αποφάσεις του Κυβερνήτη.
Τέλος, ο Καποδίστριας, ουδέποτε έπαψε να συμπάσχει με τον Ελληνικό λαό και, παρ' όλες τις συνεχείς και έντονες εσωτερικές και εξωτερικές αντιξοότητες και αντιδράσεις, συνέχιζε, απτόητος, να εργάζεται, νυχθημερόν, με ζήλο, αφοσίωση, επιμονή και ανιδιοτέλεια, αλλά και με βαθύτατη χριστιανική υπομονή και πίστη στην Θεία Πρόνοια, για την πρόοδο και την ευημερία της Ελλάδος. Τεκμήριο αυτών των αρετών αποτελεί και η επιστολή του, της 19.2.1829, προς τον Πρόβουλο (= Πρόεδρο) του Τμήματος «Πολεμικών» (= Εθνικής Αμύνης) του «Πανελληνίου» «Μπέη» της Μάνης Πέτρο Μαυρομιχάλη, –εκ των μετέπειτα ηγετών της αντικυβερνητικής αντιπολίτευσης, αλλά και πατέρα και αδελφό των δύο φυσικών αυτουργών της δολοφονίας του–, ο οποίος εζητούσε –όπως και πολλοί άλλοι Ελλαδίτες πλοιοκτήτες και γαιοκτήμονες– υπέρογκες χρηματικές αποζημιώσεις για τις απώλειες της περιουσίας του κατά τον Αγώνα, όπου του έλεγε: «Ηθελα να έχω κάμποσα εκατομμύρια τάλλιρα διά να σας δώσω όσα ζητείτε, αλλά καθώς σας είπα το μεν ιδιαίτερόν μου ταμείον είναι κενόν, το δε δημόσιον μόλις δύναται να επαρκέσει εις τας μάλλον κατεπειγούσας χρείας του τρέχοντος Φεβρουαρίου [1829] και το πολύ του ημίσεως Μαρτίου. (...) Υπομείνατε καθώς υπομένω και υπομένω ίσως επέκεινα της ανθρωπίνης δυνάμεως.».
Είναι, λοιπόν, προφανές ότι, η ματαίωση της ανάληψης της ηγεμονίας της Ελλάδος από τον Λεοπόλδο και η συνακόλουθη αναβολή της υλοποίησης των σε βάρος της καταχθονίων αποικιοκρατικών σχεδίων της Αγγλίας και της Γαλλίας, επέσπευσαν τις διεργασίες για την φυσική εξόντωση του Καποδίστρια, την οποία είχαν ήδη προ πολλού αποφασίσει οι κυβερνήσεις τους σε ανώτατο επίπέδο και οργάνωσαν την εκτέλεσή της οι Αντιπρέσβεις τους στο Ναύπλιο, με τα πειθήνια όργανα τους ανωτέρω δύο στενότατους συγγενείς του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, χολωμένους λόγω της προφυλάκισής του ως υποκινητή της ένοπλης αντικυβερνητικής εξέγερσης της Μάνης. Ετσι, όταν αυτοί οι δύο σημαντικοί Ελληνες αγωνιστές, τυφλωμένοι από την μανία της αντεκδίκησης, κατέφεραν, το πρωΐ της Κυριακής, 11.10.1831, προ της εισόδου του ιερού ναού του Αγίου Σπυρίδωνος, τα φονικά πλήγματά τους κατά του προσερχομένου στην θεία λειτουργία Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια, δεν απέκοψαν μόνον το νήμα της επίγειας ζωής του δημιουργού της νέας Ελλάδος, αλλά και ανέκοψαν, διά παντός, την συνόλη πορεία του Εθνους μας προς την πρόοδο, την εξέλιξη, την ευημερία και την διεθνή διάκριση και καταξίωση. Γι' αυτόν τον λόγο και σύσσωμος ο λαός κατεδίκασε το ανοσιούργημα αυτό, ετιμώρησε, αμέσως, τους αυτουργούς του και βυθίστηκε σε άφατο πένθος, με μόνη θλιβερή εξαίρεση τους συνηγμένους στην Υδρα αντικαποδιστριακούς Κουντουριώτες κ.ά. επωνύμους αγωνιστές και πολιτικούς, οι οποίοι επανηγύριζαν αμετανόητοι για το τραγικό γεγονός.
Βεβαίως, ο Καποδίστριας, από έγκυρες πληροφορίες, τις οποίες ελάμβανε, καθημερινώς, είχε ήδη πλήρη γνώση του επικειμένου φυσικού αφανισμού του, αλλά, παρά τις σχετικές συστάσεις αφοσιωμένων φίλων του δεν έλαβε μέτρα αποτροπής του κακού, περιορισθείς μόνον να θέσει υπό αστυνομική επιτήρηση τους ανωτέρω δύο μετέπειτα εκτελεστές του, τους οποίους, όμως, οι φρουροί τους αντί να επιβλέπουν, τουναντίον, συγκάλυπταν. Αισθανόμενος, λοιπόν, ότι το μοιραίο τέλος ήταν, πλέον, εγγύς, ελάχιστες, μόλις, ημέρες πριν, την 14.9.1831, ανήμερα της εορτής της παγκόσμιας ύψωσης του Τιμίου Σταυρού, με επιστολή του σε δύο εκ των πλέον προσφιλών του προσώπων και κοινούς μεταξύ τους φίλους και συγχρηματοδότες του Αγώνα, τους Μιχαήλ Σούτσο-Βόδα στο Παρίσι και Jean Eynard στην Γενεύη, έλεγε:.
Στον μεν πρώτο: «Σας βεβαιώ δε και πάλι και σας παραγγέλω να βεβαιώσετε όλους, ότι ουδόλως θέλω παρεκτραπεί της διαγεγραμμένης πορείας μου, ουδέ θέλω προδώσει ουδέν των χρεών μου, αλλ' όλα θέλω τα εκπληρώση μέχρι της τελευταίας στιγμής. Οταν δε καταμάθω ότι δεν δύναμαι πλέον να σώσω τον δυστυχή τούτον τόπον από τα δεινά του εμφυλίου πολέμου και της αναρχίας, ή από εφεδρείαν στρατευμάτων, τότε θέλω υποβάλλει εις όψιν του Ελληνικού Εθνους και του λοιπού κόσμου την αληθή και ειλικρινή ιστορίαν των πραγμάτων και των ανθρώπων, και θέλω αποχωρήσει έχων το μέγιστον των αγαθών: συνείδησιν καθαράν και ήσυχον».
Στον δε δεύτερο: «Ας λέγωσι και ας γράφωσι ό,τι θέλουσιν. Ερχεται όμως καιρός ότε οι άνθρωποι ουχί καθ' όσα είπαν ή έγραψαν περί των πράξεων αυτών, αλλά κατ' αυτήν την μαρτυρίαν των πράξεων [θα κριθούν]. Υπό του αξιώματος τούτου ενισχυόμενος, έζησα εν τω κόσμω μέχρι της αποκλίσεως της ζωής μου καταθυμίως. Αδύνατον να αλλάξω σήμερον, αλλά θέλω πράξει το δέον και ας γίνη ό,τι γίνη.».
Αυτοί οι τελευταίοι λόγοι του Καποδίστρια δεν μας παραπέμπουν, άραγε, σε εκείνους της υστάτης επίγειας εναγώνιας αρχιερατικής προσευχής του Ιησού προς τον Δημιουργό, στον κήπο της Γεθσημανή, λίγο προ του εθελουσίου κοσμοσωτηρίου πάθους επί του Σταυρού;93
Η αλήθεια είνε ότι, όλα τα από της δολοφονίας του Καποδίστρια και μέχρι σήμερα συνεχιζόμενα, υπό διάφορες μορφές, εθνικά δεινά της Πατρίδας μας και οι ανεκπλήρωτοι, ακόμη, εθνικοί πόθοι και προσδοκίες του Ελληνισμού, συνιστούν το υπέρογκο και ανεξόφλητο, μέχρι στιγμής, τίμημα του αθώου αίματος του δικαίου εκείνου εθνομάρτυρος ιδρυτή της νέας Ελλάδος, το οποίο θα εξακολουθεί να βαρύνει «εφ' ημάς και επί τα τέκνα ημών»94. Και, τούτο, ενόσω θα συνεχίζονται οι αυτές, δυστυχώς, όπως και τότε, αλλά και μετέπειτα, παράλογες και καταχρηστικές ιδιοτελείς και, πάντως, εθνοφθόρες και εθνοκτόνες συμπεριφορές, εκ μέρους, κυρίως, εκείνων, στους οποίους οι Ελληνες εμπιστεύονται, εκάστοτε, την διαχείριση των δημοσίων –εσωτερικών και εξωτερικών– υποθέσεων και, γενικότερα, τις τύχες της χώρας τους.
Ομως, παρά ταύτα, το μέλλον της Πατρίδας μας δεν θα είναι ζοφερό και αβέβαιο –όπως πολλοί, εκτός, αλλά, δυστυχώς, και εντός των συνόρων της, δολίως διατείνονται, απεργαζόμενοι νέα δεινά της– εφ' όσον θα εξακολουθεί να καταυγάζει τον νου και εμπνέει τις δράσεις όλων, ακόμη και στις πλέον κρίσιμες –όπως και οι σημερινές– περιστάσεις του εθνικού μας βίου, το ανέσπερο υπερτρισχιλιετές προγονικό φως της εθελοθυσίας στον βωμό του καλού της Ελλάδος, όπως αυτή του πρώτου Ελληνα Κυβερνήτη της νέας Ελληνικής Πολιτείας Ιωάννη Καποδίστρια, ο οποίος και πέραν του τάφου θα εμψυχώνει και θα καθοδηγεί, εσαεί, τους απανταχού της Γης Ελληνες με την παρήγορη διαβεβαίωση και, συνάμα, αισιόδοξη προτροπή του: «Θαρσεῖτε, ὃτι ἡ Θεία Πρόνοια δὲν θέλει μᾶς ἐγκαταλείψει.»95. «Ὁ Θεὸς εἶναι μετὰ τῆς Ἑλλάδος καὶ ὑπέρ τῆς Ἑλλάδος καὶ αὓτη σωθήσεται. Ἐκ ταύτης τῆς πεποιθήσεως ἀντλῶ πάσας μου τὰς δυνάμεις καὶ πάντας τοὺς πόρους.»96.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1. Η Α΄ Εθνική των Ελλήνων Συνέλευση σκοπίμως επωνόμασε ως «προσωρινόν» το συνταγματικό δημοκρατικό καθεστώς (= πολίτευμα) της νέας Ελλάδος, το οποίο καθιέρωσε, προκειμένου να αποτρέψει την αντίθεση των Δυνάμεων της «Ιεράς» Συμμαχίας, φοβουμένων την ανατροπή της καθεστηκυΐας μοναρχικής τάξης στην Ευρώπη του Συνεδρίου της Βιέννης εκ της δημιουργίας μίας ακόμη νέας δημοκρατίας.
2. Οι ημερομηνίες έχουν τεθεί, εδώ, κατά το «νέο» Γρηγοριανό ημερολόγιο.
3. Κατά τινες, ως πρώτο ελεύθερο μεταβυζαντινό Ελληνικό κράτος θεωρείται η Ιόνιος Πολιτεία (ή Επτανήσιος Δημοκρατία ή Ηνωμένες Πολιτείες των Ιονίων Νήσων), αλλά τούτο δεν είνε, κατ' ουσία, απολύτως ακριβές, καθ' ο μέτρο η οντότητα αυτή και υπό τις τέσσαρες διαδοχικές πολιτειακές μορφές της (1799-1815) μέχρι και της Ενωσής της με την Μητέρα Πατρίδα (1864), δεν υπήρξε, έστω και τυπικώς, ένα ανεξάρτητο και κυρίαρχο κράτος, αφού, λ.χ., δεν είχε, i.a., αυτοτελή διεθνή (διπλωματική) εκπροσώπηση κ.τ.τ. Cf. i.a., WRIGLEY, David, W. THE DIPLOMATIC SIGNIFICANCE OF IONIAN NEUTRALITY, 1821-31. New York: Peter Lang, 1988, passim και, ιδίως, pp. 38-84.
4. ΠΡΟΣΩΡΙΝΟΝ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ (Σύνταγμα Επιδαύρου), in: ΚΥΡΙΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, Ηλίας (Επιμελ.). ΤΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ. Αθήναι: Εθνικόν Τυπογραφείον, 1960 (εφ' εξής: «ΚΥΡΙΑΚΟΠΟΥΛΟΣ»), pp. 31 & seq.
5. Ibid, Τμήμα Γ', § κβ' [22].
6. Ibid, Τμήμα Ζ', §§ ξζ' [67], ξη' [68] και ος' [76].
7. ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ (Σύνταγμα Αστρους), Κεφ. Γ', § κε' [25] και Κεφ. ς', §§ νγ' [53] και νδ' [54], in: ΚΥΡΙΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, pp. 45 & seq.
8. Παρότι, αυτή ήταν η εξ αρχής επίσημη συνταγματική επωνυμία του νέου Ελληνικού κράτους, εν τούτοις οι 3 Δυνάμεις της αυτόκλητης «προστασίας» της νέας Ελλάδος, ουδέποτε την εχρησιμοποίησαν, αλλά τόσο στην επίσημη διπλωματική αλληλογραφία μεταξύ τους και με αυτό, όσο και σε όλες τις σχετικές τριμερείς διεθνείς συνθήκες, το ανέφεραν –ακόμη και μετά την επίσημη διεθνή αναγνώρισή του και την εκεί διαπίστευση των διπλωματικών αντιπροσώπων τους, των «Αντιπρέσβεων»– ως «Προσωρινή Κυβέρνηση της Ελλάδος» ή, απλώς, «Ελλάς», διότι, ακριβώς, δεν επιθυμούσαν την παρουσία στην διεθνή σκηνή και μίας άλλης, επί πλέον, αβασίλευτης προεδρικής Δημοκρατίας, όπως, λ.χ., αυτές των ΗΠΑ, της Ελβετίας, της Αϊτής, της Αργεντινής, της Βολιβίας, του Μεξικού, της Παραγουάης κ.ά. νεοπαγών, τότε, ανεξαρτήτων κρατών, τα οποία είχαν αναδυθεί από την πρώτη στην Ιστορία επαναστατική αποαποικιοποίηση των λαών –το άμεσο αυτό αποτέλεσμα της παγκόσμιας επικράτησης των φιλελευθέρων και δημοκρατικών αρχών των Αμερικανικής και Γαλλικής Επαναστάσεων. Ο δε τραγικός Κυβερνήτης ήταν, φυσικά, και αυτός, αναγκασμένος, εκ των πραγμάτων, να ανέχεται και να χρησιμοποιεί και ο ίδιος αυτήν την υποτιμητική φρασεολογία και προσφώνηση, τόσο στην επίσημη διπλωματική αλληλογραφία του με τις 3 Δυνάμεις, όσο και στις διακοινώσεις κλπ. επίσημα έγγραφά του προς τους Ελληνες πολίτες και τις αρχές του τόπου, μολονότι, μάλιστα, όλα τα επίσημα έγγραφα του ίδιου και των άλλων κρατικών οργάνων και δημοσίων υπηρεσιών έφεραν ως προμετωπίδα «Ελληνική Πολιτεία».
9. ς' Ψήφισμα Γ' Εθνοσυνέλευσης της 3.4.1827.
10. Την πρώτη πρόταση για την ανάθεση στον Καποδίστρια της ηγεσίας της νέας Ελλάδος είχε υποβάλει, ήδη από του 1824, ο Ψαριανός μέγας εθνικός ευεργέτης Ιωάννης Βαρβάκης, πλην, όμως, εκτός του στρατηλάτη Θεοδώρου Κολοκοτρώνη ουδείς άλλος την είχε υποστηρίξει. Επίσης, το 1825, ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, με επιστολή του προς τον ίδιον τον Καποδίστρια τον είχε καλέσει να αναλάβει την διακυβέρνηση της Χώρας.
11. ΠΟΛΙΤΙΚΟΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ (Σύνταγμα Τροιζήνος), in: ΚΥΡΙΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, pp. 59 & seq.
12. Ibid Κεφ. ς' Περί Βουλής, άρθρο 95.
13. Ibid Κεφ. Ζ' Περί Κυβερνήτου, άρθρα 109, 111, 112, 113.
14. Ibid Κεφ. Η' Περί των Γραμματέων της Επικρατείας (= υπουργών), άρθρο 126.
15. ΡΟΥΚΟΥΝΑΣ, Εμμανουήλ. ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ - 19ΟΣ ΑΙΩΝ. Αθήναι: Βιβλ. Γρηγόρη, 1975 (β' έκδ.), pp. 55-65.
16. Γεώργιος Μαυρομιχάλης (μόλις 27 ετών τριτότοκος υιός του Πετρόμπεη και μετέπειτα συνεκτελεστής με τον θείο του Κωνσταντίνο του Καποδίστρια), Ιωάννης Μιλαήτης και Ιωαννούλης Νάκος.
17. Γεώργιος και Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης, υιός και αδελφός, αντιστοίχως, του «Μπέη» της Μάνης Πέτρου Μαυρομιχάλη.
18. MICHAUD, Joseph-François. CORRESPONDANCE D'ORIENT, 1830-1831. Paris: Ducollet, 1835, vol. VII, pp. 590 & seq.
19. Ibid, p. 442.
20. Το θέμα του θρησκευτικού δόγματος του αλλοδαπού ηγεμόνα της Ελλάδος είχε ήδη και προ του Οθωνα τεθεί εν όψει της εκλογής του επίσης ετεροδόξου Λεοπόλδου, από τον ίδιο τον Καποδίστρια, ο οποίος είχε απαιτήσει από τις 3 Δυνάμεις όπως ο ερχόμενος στην Ελλάδα νέος ηγεμόνας ασπασθεί την Ορθοδοξία. Συναφείς, εξ άλλου, είνε και οι επίμονες αγωνιώδεις προσπάθειες του Κυβερνήτη να αποτρέψει την επιχειρουμένη, τότε, εξασθένιση των δεσμών της Εκκλησίας της Ελλάδος με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, καθώς, επίσης, και την θεσμική απεξάρτηση του κράτους από την Ορθοδοξία, κατά τις Καλβινίζουσες προτροπές του Κοραή. Cf. σχετικώς in: ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ Γεώργιος. ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΜΑΧΟΜΕΝΟΣ. Αθήνα: Eκδ. Τήνος, 1995, passim.
21. Ολα τα εδώ παρατιθέμενα αποσπάσματα των επιστολών του Καποδίστρια περιέχονται στο Ανθολόγιο του Κώστα Δάφνη, το οποίο εξέδωσε ο ΟΕΔΒ, το 1976, επ' ευκαιρία της 200ης επετείου από της γέννησής του.
22. Ο τιμώμενος τόσο από την Ορθόδοξη, όσο και την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία Αγιος Σπυρίδων (ca. 270-348), ήταν ο πρώτος Επίσκοπος Τριμυθούντος (σημερινή κωμόπολη Τρεμεθουσία ή Τρεμετουσιά, κειμένη στην Τουρκοκρατούμενη περιοχή της Επαρχίας Λάρνακας) και εκ των πλέον επιφανών 318 θεοφόρων Πατέρων της Α' Οικουμενικής Συνόδου της Νικαίας (325).
23. ΓΕΝΙΚΗ ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ (εφ' εξής: «ΓΕΕ»), έτος Γ', φ. 6/25.1.1828, p. 21.
24. Ibid, φ. 3/11.1.1828, p. 11.
25. Πρώτος απεσταλμένος της Ιονίου Πολιτείας Διοικητής Κεφαλληνίας (1801-1802), συντάκτης του δευτέρου Συντάγματος της Ιονίου Πολιτείας (1801-1803), Γενικός Γραμματέας της Επικράτειας (= Πρωθυπουργός) της Ιονίου Πολιτείας (1803-1806) και αρχιστράτηγος νικηφόρος υπερασπιστής της Αγίας Μαύρας (Λευκάδας) κατά την πολιορκία της από τον Αλί Πασά με την υλική αρωγή του Ναπολέοντα (1807).
26. Είχε, συν τοις άλλοις, διατελέσει επί κεφαλής του Διπλωματικού Γραφείου του αρχιστρατήγου της Ρωσσικής Στρατιάς του Δουνάβεως και οργανωτής της αντικατασκοπείας στον πόλεμο κατά του Ναπολέοντα (1812), ενώ, επίσης, υπήρξε, συντάκτης του ιδρυτικού Συντάγματος της Ελβετικής Συνομοσπονδίας.
27. ΜΑΤΘΑΙΟΣ, 27: 32, ΜΑΡΚΟΣ, 15: 21, ΛΟΥΚΑΣ, 23: 26.
28. ΚΟΥΚΟΥ, Ελένη. ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ-ΡΩΞΑΝΔΡΑ ΣΤΟΥΡΤΖΑ. ΜΙΑ ΑΝΕΚΠΛΗΡΩΤΗ ΑΓΑΠΗ. Αθήνα: Εστία, 1996.
29. Cf. εκτενή περιγραφή in: ΓΕΕ, έτος Γ', φ. 4/14.1.1828, pp. 13-14.
30. Γ. Γλαράκης (Εξωτερικών), Π. Λοιδορίκης, Α. Λόντος, Α. Βλαχόπουλος και Μ. Σούτσος.
31. ΓΕΕ, έτος Γ', φ. 6/25.1.1828, p. 22.
32. Ibid.
33. ΝΗ' [58] Ψήφισμα Βουλής [άρθρα] A'-Γ' και Α' Ψήφισμα Κυβερνήτη (№ 4), [άρθρα] Α'-Ι', ibid, pp. 23-24.
34. Διάταγμα Κυβερνήτη 22.1.1828, άρθρα Α'-ΣΤ' και Ζ'-Θ', αντιστοίχως, ibid, pp. 25-26.
35. Β' Ψήφισμα (№ 13), ibid, p. 25.
36. Γ' Ψήφισμα (№ 14), ibid.
37. Δ' Ψήφισμα (№ 15), ibid.
38. Αρθρα Α' και Β' (Τμ. Οικονομίας: Γ. Κουντουριώτης (Πρόβουλος) και Ν. Σπηλιάδης και Α. Παπαδόπουλος (Α' και Β' Γραμματείς) Τμ. Εσωτερικών: Α. Ζαΐμης (Πρόβουλος) και Γ. Ψύλλας και Χρ. Αινιάν (Α' και Β' Γραμματείς) και Τμ. Πολεμικών: Πέτρος Μαυρομιχάλης (Πρόβουλος) και Κ. Ζωγράφος και Χ. Κλόναρης (Α' και Β' Γραμματείς)) και άρθρα Γ' και Δ', αντιστοίχως, ibid, p. 27.
39. Ο Σπυρίδων Τρικούπης υπήρξε, επίσης, εμπνευστής και υποκινητής του Διονυσίου Σολωμού να γράψει στην νέα Ελληνική (1822), αργότερα δε συνέγραψε το τετράτομο έργο: «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ» (1860). Ibid. p. 28.
40. Διάταγμα № 146, in: ΓΕΕ, έτος Γ', φ. 10/8.2.1828, p. 42. (Τμ. Οικονομίας: Α. Δελιγιάννης και Γ. Μαγγίνας Τμ. Εσωτερικών: Α. Μεταξάς και Σ. Καλογερόπουλος και Τμ. Πολεμικών: Ν. Μέξης και Α. Αποστόλης).
41. Διάταγμα (άνευ α/α), in: ΓΕΕ, έτος Γ', φ. 22/31.3.1828, p. 91 (Τμ. Οικονομίας: Γ. Σταύρου και Α. Κοντόσταυλος Τμ. Εσωτερικών: Γ. Σούτσος και Ι. Γιαννετάς και Τμ. Πολέμου: Α. Μαυροκορδάτος και Β. Καποδίστριας).
42. Ζ' Ψήφισμα Κυβερνήτη (№ 105) της 2.2.1828, in: ΓΕΕ, έτος Γ', φ. 9/4.2.1828,
p. 39.
43. Διάταγμα Κυβερνήτη № 207 της 8.2.1828, in: ΓΕΕ, έτος Γ', φ. 11/11.2.1828, p.
47. Βάσει αυτού οι ισοδυναμίες των κυριοτέρων Ευρωπαϊκών νομισμάτων καθορίσθηκαν ως εξής: 1 λίρα στερλίνα 73 γρόσια, 1 κορώνα 17,20 γρόσια, 1 ναπολεώνι 57 γρόσια, 1 φράγκο 2,30 γρόσια, 1 πεντόφραγκο 13,30 γρόσια και 1 τάληρο δίστηλο (Ισπανικό κολωνάτο) 15 γρόσια.
44. Διάταγμα № 9.108 της 5.2.1829, in: ΓΕΕ, έτος Δ', φ. 11/6.2.1829, p. 39.
45. Συγγραφέας του σημαντικότερου ιστοριογραφικού έργου: «Απομνημονεύματα διά να χρησιμεύσωσι εις την νέαν Ελληνικήν ιστορίαν 1821-1843» (3 τόμοι: 1851, 1853, 1857) και, επίσης, του προσφάτως ανευρεθέντος ανέκδοτου έργου: «Réfutation faite par un grec l'an mil huit cent trente huit de l'ouvrage intitulé "De l'état actuel de la Grèce et des moyens d'arriver à sa restauration", publié par Mr. F. Thiersch l'an 1833», με το οποίο αντικρούει τις υπέρ των αντικαποδιστρικών θέσεων απόψεις του συγγραφέα του Βαβαρού καθηγητὴ.
46. Διατάγματα Κυβερνήτη №s 9.109, 9.110, 9.111, 9.112, 9.113 και 9.114 της 5.2.1828, in: ΓΕΕ, έτος Δ', φ. 11/6.2.1829, pp. 39-40.
47. ΧΑΛΚΙΟΠΟΥΛΟΣ, Θεόδωρος. ΘΕΜΑΤΑ ΘΑΛΑΣΣΙΩΝ ΛΕΙΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟΝ. Αθήναι: 1974, passim.
48. Ψήφισμα Η' (№ 140) της 3.2.1828, άρθρα 29 και 30, in: ΓΕΕ, έτος Γ', φ. 16/3.3.1828, p. 65-67.
49. Ψήφισμα ΚΣΤ' (№ 10.926) της 10.4.1829, in: ΓΕΕ, έτος Δ', φ. 35/8.5.1829, p. 135.
50. «Συνθήκη περί της παραδόσεως των φρουρίων Μεσολογγίου και Ανατολικού, γενομένη μεταξύ των πληρεξουσίων Τούρκων των δύο φρουρών και των παρά του Πληρεξουσίου Τοποτηρητού του Κυβερνήτου διωρισμένων, εν Μεσολογγίω την 2 Μαΐου 1829», ibid, p. 136.
51. Ο Σπυρίδων Τρικούπης άρχισε τον λόγο του με την πανηγυρική αναφώνηση: «Ανέστη η Ελληνική νέα Σιών, ανέστη η αγία Σιών, ανέστη» και αφού διεκήρυξε ότι: «η δευτέρα Μαΐου θέλει είναι ημέρα παντοτινής του χριστιανικού κόσμου πανηγύρεως», κατέληξε με την ακόλουθη ικετήριο ευχή, την οποία και εκάλεσε όλο το εκκλησίασμα να αναπέμψει μαζί αυτόν: « Θεέ του ελέους (...) εκινήθης εις έλεος, και ως θεός των δυνάμεων έστειλας θάρσος εις την ταπεινωμένην καρδίαν μας και εξώπλισας το αδύνατόν μας χέρι με το ξίφος της δυνάμεώς σου, [αν]έδειξας τον ολιγοστόν εις χιλιάδας και τον ελάχιστον εις έθνος μέγα, έρριψας εναντίον των εχθρών μας τας φλόγας της οργής σου, (...) ηυδόκησας να ανυψώση, εσχάτως, μόνη η Ελληνική Κυβέρνησις διά των όπλων της ιδίας Στερεάς Ελλάδος, την θεοδόξαστόν μας σημαίαν επί των τειχών της Βονίτσης, του Αντιρρίου και της Ναυπάκτου, και, δι' αυτής μόνης και των αυτών όπλων, να παύση σήμερον διά της ανεγέρσεως (= απελευθέρωσης) του Μεσολογγίου το τριετές πένθος του λαού σου. (...) Συ Κύριε (...) περιφρούρησε την νέαν σου Ελληνικήν Πολιτείαν, (...) ειρήνην χάρισε εις τον λαόν σου, δος εις αυτόν ατάραχον και αμείωτον κληρονομίαν την γην των πατέρων του, και καθ' ην ώραν οροθετείται το νέον Κράτος, το οποίον η δεξιά σου ύψωσε, βάλε Συ εις τα θεμέλια αυτού λίθον πολυτελή, εκλεκτόν, ακρογωνιαίον, έντιμον, διά να λέγωσιν οι βλέποντες αυτόν: Ο λίθος ούτος είναι λίθος, τον οποίον έβαλεν ο Κύριος των Δυνάμεων, ο Βασιλεύς της Δόξης.», ibid, pp. 136-137.
52. Ibid, p. 137.
53. Πράξη № 20 Δ' Εθνοσυνέλευσης της 22.7.1829 (Εισηγητική Εκθεση επί της Λογοδοσίας Καποδίστρια), in: ΓΕΕ, έτος Δ', φ. 51/24.7.1829, pp. 205-208.
54. ΓΕΕ, έτος Δ', φ. 49/13.7.1829, pp. 193 & seq.
55. Β' Ψήφισμα Δ' Εθνοσυνέλευσης, ibid, φ. 53/31.7.1829, pp. 213-215.
56. ΛΔ' [34] Ψήφισμα (Νόμος) Κυβερνήτη № 14.301/8.9.1829, ibid, φ. 63/18.9.1829, pp. 255-257.
57. Διάταγμα Κυβερνήτη № 13.709/14.8.1829, ibid, φ. 60/31.8.1829, p. 244.
58. Διάταγμα Κυβερνήτη № 14.428/12.9.1829, ibid, φ. 63/18.9.1829, pp. 257-258.
59. Συγγραφέας της περίφημης «Ιστορίας της Ελληνικής Επαναστάσεως μέχρι το 1825», ιδρυτής του Πανεπιστημίου Αθηνών και συντάκτης του Καταστατικού, συνιδρυτής και εξ αρχής και επί πολλά έτη πρόεδρος της Αρχαιολογικής Εταιρίας.
60. Cf. σχετική περιγραφή in: ΓΕΕ, έτος Γ', φ.4/14.1.1828, pp. 13-14.
61. Cf., i.a. Διακοίνωση Κυβερνήτη προς Γερουσία (№ 374) της 23.11.1829, διά της οποίας της ανακοινώνει ότι, ο Eynard προσέφερε, προσωρινώς, από ίδια κεφάλαια βοήθημα 700.000 φράγκων προς αντιμετώπιση κατεπειγουσών κρατικών αναγκών, καθώς και την Πράξη της Γερουσίας № 7, της 16 (28).11.1829, διά της οποίας παρακαλείται ο Κυβερνήτης να διαβιβάσει την ευχαριστήριο επιστολή της προς τον Eynard, για την εν λόγω παροχή, ΓΕΕ, έτος Δ' φ. 78/20.11.1829, p. 315, και φ. 82/4.12.1829,p.p. 325-326.
62. Διακοίνωση Κυβερνήτη № 13.621 της 4.8.1829, in: ΓΕΕ, έτος Δ', φ. 59/28.8.1829, pp. 239-240.
63. Το πρώτο εθνικό νόμισμα της νέας Ελληνικής Πολιτείας, τον αργυρό «Φοίνικα», καθιέρωσε, κατόπιν πρότασης του Καποδίστρια, η Δ' Εθνοσυνέλευση με το Ζ' Ψήφισμα της 31.7.1829 (ΓΕΕ, έτος Δ', φ. 55/14.8.1829, pp. 223-224). Ο Φοίνικας, υποδιαιρείτο σε 100 λεπτά, ισοδυναμούσε δε προς 1/6 Τουρκικού kuruş (= γρόσι) και 1/6 Ισπανικού ταλήρου δίστηλου (κολωνάτου), και το 1 λεπτό προς 1 Τουρκικό παρά.
64. Θ' Ψήφισμα Δ' Εθνοσυνέλευσης της 1.8.1829, in: ΓΕΕ, έτος Δ', φ. 55/14.8.1829, p. 224.
65. ΓΕΕ, έτος Δ', φ. 59/28.8.1829, pp. 239-240.
66. Ibid..
67. Ητοι, βάσει της προαναφερθείσας ισοτιμίας: 23.378 λίρες στερλίνες ή 29.940 ναπολεώνεια ή 741.990 φράγκα ή 113.772 τάληρα δίστηλα.
68. Supra, notam 53.
69. CICERO, Marcus Tullius. ORATIO IN CATILINAM PRIMA IN SENATU HABITA, Ι (Ι-ΙΙ).
70. TREATY BETWEEN GREAT BRITAIN, FRANCE, AND RUSSIA, FOR THE PACIFICATION OF GREECE. London, 6 July, 1827, Art. ΙV.
71. Ibid. ADDITIONAL ARTICLE, § I και ΡΟΥΚΟΥΝΑΣ, op. cit., supra notam 15, p. 61-62.
72. ΛΔ' Ψήφισμα Κυβερνήτη (№ 14.301) της 8.9.1829, άρθρα 15, 16, 19, και Διάταγμα Κυβερνήτη № 14.428 της 12.9.1829, in: ΓΕΕ, έτος Δ΄, φ. 63/18.9.1829, pp. 255-258.
73. ΧΑΛΚΙΟΠΟΥΛΟΣ, op. cit., supra notam 47, p. 100.
74. Cf. i.a. σχετική αλληλογραφία Καποδίστρια με εκπροσώπους Κομμιτάτων των ΗΠΑ, καθώς και επιστολές συμπαράστασης Αμερικανίδων κυριών προς τις Ελληνίδες, in: ΓΓΕ, έτος Γ', φ. 55/1.8.1828, pp. 225-228.
75. PROTOCOLE (№ 1) TENU À LONDRES LE 3 FÉVRIER 1830, RELATIF À L'INDÉPENDANCE DE LA GRÈCE: «La Grèce formera un État indépendant»(§ 1), «Le Gouvernement de la Grèce sera monarchique et héréditaire, par ordre de primogéniture. Il sera confié à un Prince qui ne pourra pas être choisi parmi ceux des familles régnantes dans les États signataires du traité du 6 juillet 1827, et portera le titre de Prince Souverain de la Grèce.» (§ 2).
76. ΓΕΩΡΓΗΣ, Γιώργος. ΣΤΙΣ ΑΠΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ. Αθήνα: Εκδ. Καστανιώτη. 1996 (2η έκδ.), passim και, ιδίως, pp. 136 & seq.
77. Διακοίνωση Κυβερνήτη προς «Πανελλήνιον» № 2.906/6.6.1828, in: ΓΓΕ, έτος Γ', φ. 41/9.6.1828, p. 170.
78. Διακοίνωση Κυβερνήτη προς «Πανελλήνιον» № 5.936/7.9.1828, ibid, φ. 67/12.9.1828, p. 277.
79. Διακοίνωση Κυβερνήτη προς «Πανελλήνιον» № 7.761/12.11.1828, ibid, φ. 86/17.11.1828, p. 355.
80. MICHAUD, op. cit., supra notam 18, pp. 590-596.
81. Επιστολή Mimaut προς Κυβερνήτη, in: ΓΕΕ, έτος Ε', φ. 97/10.12.1830, p. 455.
82. Cf., i.a., Διατάγματα Κυβερνήτη №s 677 και 678 της 18.3.1828 περί ναυτικού αποκλεισμού της Κρήτης και του Μεσολογγίου, αντιστοίχως, προς αποτροπή του ανεφοδιασμού με τρόφιμα, πολεμοφόδια κ.ά. βοήθεια των εκεί πολιορκουμένων από τους επαναστατημένους Ελληνες Τουρκικών φρουρίων, in: ΓΕΕ, έτος Γ', φ. 23/4.4.1828, pp. 95-96.
83. Cf., i.a., σχετική ειδησεογραφία, in: ΓΕΕ, έτος Γ', φ. 5/18.1.1828, pp. 19-20.
84. Διατάγματα Κυβερνήτη της 20.5.1828 № 2.529 περί σύστασης «Προσωρινού Πολεμικού Δικαστηρίου» (Corte Martiale) (= Εκτάκτου Στρατοδικείου) προς εκδίκαση υπόθεσης πειρατείας, και № 2.538 της 20.5.1828 περί οδηγιών διεξαγωγής της δίκης, in: ΓΕΕ, έτος Γ', φ. 37/23.5.1828, pp. 152-153.
85. Cf. σχετικώς i.a. in: ΓΕΕ, έτος Ε', φ. 32/26.4.1830, 41/28.5.1830, 46/14.6.1830, 51-52/2-5.7.1830, 54/11.7.1830, και 60-61/30.7.1830.
86. Κοινή Διακοίνωση των 3 Αντιπρέσβεων (Αγγλίας Dawkins, Γαλλίας βαρόνου de Rouen και Ρωσσίας κόμητα Panin) προς τον Κυβερνήτη της 21.8.1830, in: ΓΕΕ, έτος Ε', φ. 69/27.8.1830, pp. 285-286.
87. ΕΝΕΠΕΚΙΔΗΣ, Πολυχρόνης. ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΠΡΟΣ ΤΗ ΒΙΕΝΝΗ 1824-1843 (Από την αλληλογραφία του πρώτου Αυστριακού πρεσβευτή στην Αθήνα Αντον Πρόκες φον Οστεν). Αθήνα: Ωκεανίδα, 2007, passim, και, ιδίως pp. 389 & seq.
88. Ibid, p. 393.
89. Ibid, p. 399.
90. Ibid, p. 402.
91. ΛΟΥΚΑΣ, 10: 33-35.
92. Οπως, λ.χ., τους Ανδρέα Ζαΐμη, Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, Γεώργιο Κουντουριώτη, Ιωάννη Κωλέτη, Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, Ανδρέα Μεταξά, Ανδρέα Μιαούλη, Σπυρίδωνα Τρικούπη κ.ά.
93. «Πάτερ μου, εἰ δυνατόν ἐστι, παρελθέτω ἀπ᾿ ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτο πλὴν οὐχ ὡς ἐγὼ θέλω, ἀλλ᾿ ὡς σύ.» (ΜΑΤΘΑΙΟΣ, 26: 39). «Ἀββᾶ ο πατήρ, (...) παρένεγκε τὸ ποτήριον ἀπ᾿ ἐμοῦ τοῦτο ἀλλ᾿ οὐ τί ἐγὼ θέλω, ἀλλὰ τί σύ.» (ΜΑΡΚΟΣ 14: 36). «Πάτερ, εἰ βούλει παρενεγκεῖν τοῦτο τὸ ποτήριον ἀπ᾿ ἐμοῦ πλὴν μὴ τὸ θέλημά μου, ἀλλὰ τὸ σὸν γινέσθω» (ΛΟΥΚΑΣ, 22: 42). «Πάτερ, ἐλήλυθεν ἡ ὣρα (...) τὸ ἔργον ἐτελείωσα ὃ δέδοκάς μοι ἵνα ποιήσω.» « (...) τὸ ποτήριον ὃ δέδοκέ μοι ὁ πατήρ, οὐ μὴ πίω αὐτό; » (ΙΩΑΝΝΗΣ, 17: 1, 5 και 18: 11).
94. ΜΑΤΘΑΙΟΣ, 27: 25.
95. Cf. supra, p. 12.
96. Επιστολή Ι. Καποδίστρια προς Α. Μουστοξύδη (8.5.1828).
Πηγή : Διημερίδα Διεθνείς Σχέσεις, Ιστορία και Εξωτερική Πολιτική της Ελλάδος, στην εποχή του Κυβερνήτου Ιωάννη Καποδίστρια , Ναύπλιο 25/26 Ιουνίου 2010