Φθινόπωρο
|
|
Δημιουργήθηκε από
ἔπεσαν ὀκτὼ σπουργίτες
κι ἐτρωγόπιναν οἱ φίλοι...
τσίρι - τίρι, τσιριτρό,
τσιριτρὶ
τσιριτρό.
᾽Εχτυπούσανε τὶς μύτες
κι ἐκουνοῦσαν τὶς οὐρὲς
κι εἶχαν γέλια καὶ χαρὲς
τσίρι - τίρι, τσιριτρό,
τσιριτρὶ
τσιριτρό.
Πώπω, πώπω σὲ
μιὰ ρόγα
φαγοπότι καὶ
φωνή!
τὴν ἀφῆκαν ἀδειανή·
τσίρι - τίρι, τσιριτρό,
τσιριτρὶ
τσιριτρό.
Κι ἐμεθύσαν, κι ὁλημέρα
πᾶνε δῶθε, πᾶνε πέρα,
τραγουδῶντας στὸν ἀέρα
τσίρι - τίρι, τσιριτρό,
τσιριτρὶ
τσιριτρό.
Ἐπέρασε πιὰ τὸ καλοκαίρι. Ἐτελείωσαν οἱ μαθητικὲς κατασκηνώσεις. Τὰ γοργόφτερα πουλιά, τὰ χελιδόνια, οἱ πελαργοὶ καὶ τ’ ἀηδόνια, ἐταξίδευσαν γιὰ τὶς θερμὲς χῶρες. Τὰ σχολεῖα ἐγέμισαν ἀπὸ τὶς χαρούμενες φωνὲς καὶ τὰ ξεφωνητὰ τῶν παιδιῶν.
Τὰ χορταράκια ἐκιτρίνισαν καὶ τὰ μαραμμένα φύλλα τῶν δένδρων ἄρχισαν νὰ πέφτουν. Οἱ ἡμέρες ἀρχίζουν νὰ μικραίνουν καὶ οἱ νύκτες νὰ μεγαλώνουν. Ὁ οὐρανὸς ἀρχίζει πότε - πότε νὰ συννεφιάζῃ καὶ κάποτε - κάποτε ἡ διψασμένη γῆ δέχεται τὴ βροχούλα, σὰν εὐλογία τοῦ θεοῦ. 
Στ’ ἀμπέλια συνεχίζεται ὁ τρύγος καὶ στ’ ἁλώνια τὸ μάζεμμα τῆς σταφίδος, ποὺ ἦτο ἁπλωμένη στὸν ἥλιο.
Δὲν ἔχει ὅμως ἀρχίσει ἀκόμη τὸ κρύο καὶ ὁ καιρὸς εἶναι εὐχάριστος. Δὲν κάμνει οὔτε μεγάλη ζέστη οὔτε πολὺ κρύο.
Ἀνθίζουν τὰ χρυσάνθεμα. Τὰ σχολεῖα κάμνουν ἐκδρομές, γιὰ νὰ χαροῦν τὰ παιδιὰ τὸ φθινόπωρο στὸ ὕπαιθρο.
Στὸ σχολικὸ κῆπο ἐμαλάκωσε τώρα τὸ χῶμα καὶ τὰ παιδιὰ ἄρχισαν τὶς ἐργασίες τους.
Οἱ βοσκοὶ κατεβαίνουν μὲ τὰ κοπάδια τους ἀπὸ τὰ βουνὰ στοὺς χαμηλοὺς κάμπους.
Οἱ γεωργοὶ καταγίνονται τώρα μὲ τὸ σκάψιμο καὶ τὸ λίπασμα τῶν δένδρων καὶ μὲ τὴ σπορὰ τῶν χωραφιῶν των. Οἱ ἐλιὲς ὡριμάζουν.
Ἀπὸ τὸν Ὀκτώβριο γίνονται προετοιμασίες καὶ προμήθειες γιὰ τὸ χειμῶνα. Ἀπὸ τὸν Νοέμβριο δυναμώνει τὸ κρύο καὶ φοροῦμε βαρύτερα ροῦχα. Χρειάζεται ὅμως προσοχὴ ἀπὸ τὴ γρίππη.
Ἡ Ἑλενίτσα ἀπήγγειλε στὴν τάξι της καὶ ἕνα ὡραῖο ποίημα γιὰ τὸ Φθινόπωρο:
ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ
Φεύγουν πιὰ τὰ χελιδόνια.
Κρύωσε ὁ καιρός.
Πέφτουν φύλλα ἀπὸ τὰ κλώνια.
Στὸ χαντάκι ἐμαζευθῆκαν
κίτρινος σωρός.
Τέλειωσε τὸν τρύγο τώρα
πιὰ κι ὁ ἀμπελουργός.
Κι ἦλθε εὐλογημένη ἡ ὥρα,
ποὺ θὰ σπείρῃ στὸ χωράφι
στάρι ὁ γεωργός.
Ὁ καλὸς Θεός, ποὺ βλέπει
τὴν καλὴ σπορά,
καὶ βροχοῦλες ὅσες πρέπει
θὰ τοῦ στείλῃ,νἄβγουν τόσα
στάχυα καρπερά.
Τὸ φθινόπωρο θὰ πάγῃ,
θἄρθῃ ἡ χειμωνιά.
Θἄρθουν κρύα, θἄρθουν πάγοι
κι ὅλοι μας θὰ μαζευθοῦμε
στὴ ζεστὴ γωνιά.
Πηγή: ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟ Γ' Δημοτικού 1955
