Σχολική Ζωή
Μεγάλη ἦταν ἡ χαρὰ τῶν παιδιῶν ἐκείνη τὴν ἡμέρα. Στὰ παιδικὰ συσσίτια γιὰ πρώτη φορὰ θὰ ἐμοίραζαν γάλα, ποὺ εἶχεν ἐξαφανισθῆ ἀπὸ τὰς Ἀθήνας πολλοὺς μῆνες. Λίγο ἔπειτα ἀπὸ τὴν εἴσοδο τῶν Γερμανῶν εἶχε κι αὐτὸ γίνει εἶδος πολυτελείας. Μὰ τώρα εὐτυχῶς ἔφθασεν ἡ πρώτη ἀποστολὴ τοῦ Διεθνοῦς Ἐρυθροῦ Σταυροῦ.
Τὸ γάλα ἐβραζόταν σὲ μεγάλα καζάνια στὰ σχολεῖα καὶ ὅπου ἀλλοῦ ἐλειτουργοῦσαν παιδικὰ συσσίτια. Καὶ τὰ πεινασμένα Ἑλληνόπουλα δὲν ἐχόρταιναν νὰ τὸ ρουφοῦν μὲ τὰ μάτια, πρὶν ἀκόμη γίνῃ ἡ διανομή. Τὰ φασόλια, τὰ μπιζέλια καὶ τὸ πληγούρι μόλις τὰ εἶχαν συγκρατήσει ὣς τώρα στὴ ζωή. Καὶ τὰ εἶχαν πιὰ βαρεθῆ. Τὸ γάλα ὅμως θὰ τοὺς ξανάφερνε τὸ ρόδινο χρῶμα τῆς ὑγείας.
Σ’ ἕνα συνοικιακὸ δημοτικὸ σχολεῖο τοῦ Πειραιῶς ἦταν μαθητὴς κι ὁ Κωστάκης, παιδὶ πτωχοῦ ὑπαλλήλου. Ἡ οἰκογένειά του εἶχεν ὑποφέρει πολύ, ἑνάμισυ χρόνο ἀπὸ τὶς στερήσεις. Ἀφοῦ ἀναγκάσθηκαν στὴν ἀρχὴ νὰ πουλήσουν τὰ λίγα κοσμήματα τῆς μητέρας, τὰ περισσότερα ἔπιπλα καὶ πολλὰ ροῦχά τους, τώρα τελευταῖα ἐστήριζαν ὅλες τὶς ἐλπίδες τους στὰ συσσίτια καὶ στὶς διανομές.
Ὁ πατέρας ἔπαιρνε συσσίτιο ἀπὸ τὴν ὑπηρεσία του καὶ τὰ δύο παι- διά, ἡ Λέλα κι ὁ Κωστάκης, ἀπὸ τὰ σχολεῖά τους. Ὁ μισθὸς τοῦ πατέρα ἐκείνη τὴν ἐποχὴ δὲν ἦταν ἀρκετὸς νὰ τοὺς θρέψῃ οὔτε πέντε ἡμέρες τὸ μῆνα. Κι ἡ καημένη ἡ μητέρα ἔπρεπε νὰ βάλῃ ὅλη τὴν τέχνη της, γιὰ νὰ ἔχουν πέντε πιάτα φαγητὸ τὸ μεσημέρι καὶ πέντε τὸ βράδυ.
Ἡ πτωχὴ οἰκογένεια εἶχε κι ἕνα φιλοξενούμενο σὲ ὅλο αὐτὸ τὸ διάστημα. ῏Ἦταν ἕνας Κύπριος, στρατιώτης στὸν Ἀγγλικὸ στρατό, καὶ τὸν ἔλεγαν Μιχάλη. Εἶχε πολεμήσει γενναῖα τοὺς Γερμανούς, ἐπληγώθηκε ἐλαφρὰ στὸ δεξὶ χέρι καὶ εἶχε πιασθῆ αἰχμάλωτος. Ἀλλὰ κατώρθωσε νὰ δραπετεύσῃ καὶ τυχαῖα εἶχε κτυπήσει τὴν πόρτα τοῦ πτωχοῦ ὑπαλλήλου. Τὸν ἐδέχθηκαν μὲ ὅλη τὴν καρδιά τους, τὸν ἔκρυψαν ἀπὸ κάθε ὕποπτο μάτι κι ἐμοιράσθηκαν μαζί του τὸ λίγο φαγητό τους. Κι οὔτε ἤθελαν ν’ ἀκούσουν τὶς παρακλήσεις του νὰ τὸν ἀφήσουν νὰ παραδοθῇ. Τὸν κίνδυνο νὰ τουφεκισθοῦν οἱ γονεῖς, ἂν τὸν ἀνεκάλυπταν οἱ ἐχθροί, ἡ οἰκογένεια δὲν τὸν ἐλογάριαζε.
- Τὸ γάλα σας θὰ τὸ πίνετε ὅλοι ἐδῶ κι ὅταν φεύγετε, θὰ μοῦ δείχνετε ἄδειο τὸ τενεκάκι σας, εἶπεν ἡ διευθύντρια στὰ παιδιὰ τὴν ὥρα τῆς διανομῆς.
Τὰ παιδιὰ εἶχαν μπῆ στὴ σειρὰ κι ἐπερνοῦσαν μπροστὰ ἀπὸ τὸ κα- ζάνι, ἀπὸ τὸ ὁποῖο δύο διδασκάλισσες μὲ δύο μεγάλες κουτάλες ἔχυναν τὸ γάλα στὰ τενεκάκια τους. Καὶ τὸ καθένα ἐκαθόταν σ’ ἕνα θρανίο καὶ τὸ ροφοῦσε γρήγορα καὶ μὲ μεγάλη εὐχαρίστησι. Κι ὅταν ἐτελείωνε, ἐπερνοῦσε μπροστὰ ἀπὸ τὴ διευθύντρια κι ἔδειχνε τὸ ἄδειο τενεκάκι του.
Ὁ μικρὸς Κωστάκης ἐκάθησε σὲ μιὰ γωνιὰ κι ἐφαινόταν πὼς ἔπινε τὸ γάλα του. Ἔπειτα, σὲ μία στιγμὴ ποὺ ἔβγαιναν πολλὰ παιδιὰ μαζεμμένα, ἐχώθηκε ἀνάμεσά τους κι αὐτὸς μισοκρύβοντας τὸ τενεκάκι του. Ἡ διευθύντρια δὲν ἠμποροῦσε νὰ ὑποπτευθῇ πὼς θὰ τὴν ἐξεγελοῦσε, γιατὶ ἦταν ὁ πιὸ καλὸς μαθητὴς στὴν τάξι του.
Αὐτὸ τὸ παιγνίδι τοῦ Κωστάκη ἐκράτησε μιὰ ἑβδομάδα. Μὰ στὸ τέλος ἐπιάσθηκε. Ἡ διευθύντρια δὲν ἠμποροῦσε νὰ τὸ πιστέψῃ!
- Γιατί τὸ ἔκαμες αὐτό, Κωστάκη; Τὸν ἐμάλλωσε περισσότερο λυπημένη παρὰ θυμωμένη.
- Κυρία, δὲν ἔχω ὄρεξι σήμερα, ἐδικαιολογήθηκε μὲ βουρκωμένα μάτια καὶ μὲ κατακόκκινα μάγουλα.
Εἶχε φανερωθῆ πὼς δὲν ἔλεγε τὴν ἀλήθεια. Κι ἡ διευθύντρια ἐκατάλαβε πὼς κάτι πολὺ σοβαρὸ τοῦ συνέβαινε.
- Τὸ γάλα εἶναι ἴσα - ἴσα γιὰ τοὺς ἀνόρεκτους καὶ νὰ καθίσῃς νὰ τὸ πιῇς, τοῦ εἶπε.
Ὁ Κωστάκης ἐξανακάθησε κι ἤπιε τὸ γάλα του, χωρὶς νὰ μπορῇ νὰ σταματήσῃ τὰ δάκρυά του.
Τὸ ἀπόγευμα ἡ διευθύντρια ἐπεσκέφθηκε τὴ μητέρα τοῦ Κωστάκη καὶ τῆς διηγήθηκε τὸ πρωϊνὸ ἐπεισόδιο. Κι ἡ μητέρα τοῦ Κωστάκη δὲν ἠμπόρεσε νὰ κρατηθῇ. Ἐγνώριζε πολὺ καλὰ τὸν καλὸ χαρακτῆρα τῆς διευθυντρίας καὶ γι’ αὐτὸ τῆς εἶπε ὅλη τὴν ἀλήθεια, πὼς ἔκρυβαν τὸ Μιχάλη, πὼς ἦταν τώρα ἡμέρες ἄρρωστος ἀπὸ κρυολόγημα καὶ πὼς τὰ δύο παιδιά της, ἡ Λέλα κι ὁ Κωστάκης, εἶχαν συμφωνήσει κρυφὰ ἀπὸ τοὺς γονεῖς τους νὰ τοῦ φέρνουν τὸ γάλα τους.
Κι οἱ ἴδιοι οἱ γονεῖς ἔβλεπαν πὼς τὸ γάλα ἦταν πιὸ ἀπαραίτητο γιὰ τὸν ἄρρωστο παρὰ γιὰ τὰ παιδιά τους. Δυστυχῶς δὲν εἶχαν ἐμπιστοσύνη νὰ τοῦ φέρουν καὶ γιατρό.
- Ὁ Κωστάκης νὰ πίνῃ τὸ γάλα του, εἶπε τότε ἡ διευθύντρια μὲ συγκίνησι, γιατὶ εἶναι ἀδύνατος. Κι ἐγὼ θὰ ἐξοικονομῶ ἄλλο γιὰ τὸν ἄρρωστο καὶ μὲ τρόπο θὰ σᾶς τὸ φέρνω ἡ ἰδία. Αὔριο θὰ φέρω καὶ γιατρό, στὸν ὁποῖο μπορεῖτε νὰ ἔχετε ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη.
Ὁ Κωστάκης εἶχε προσθέσει δύο ἀκόμη προστάτες τοῦ Μιχάλη, τὴ διευθύντριά του καὶ τὸ γιατρό. Κι ὣς τὴν ἡμέρα, ποὺ ἔφυγαν οἱ Γερμανοί, τὸν ἐφύλαξαν πολὺ καλὰ κρυμμένο.
Πηγή : Αναγνωστικό Ε' Δημοτικού 1955
- Ποιοί συνεδριάζουν ἐδῶ μέσα; ρώτησε ὁ διευθυντὴς τὸν ἐπιστάτη τοῦ σχολείου.
- Εἶναι τὰ παιδιὰ τῆς τετάρτης τάξεως. Ζήτησαν τὴν ἄδεια ἀπὸ τὸν κύριο Καλόκαρδο.
Ἀλήθεια, ἦταν πιὰ καιρός. Ἡ τάξις αὐτὴ στενοχωροῦσε μὲ τὶς ἀταξίες της πολὺ τὸν κύριο Καλόκαρδο, τὸ δάσκαλό της. Τὰ περισσό- τερα παιδιὰ ἦσαν ἀκατάστα. Ἔσχιζαν χαρτιὰ καὶ τὰ ἐπετοῦσαν στὸ πάτωμα, μελάνωναν τὰ θρανία καὶ τοὺς τοίχους. Ποτέ τους δὲν ἄνοιγαν τὰ παράθυρα στὸ διάλειμμα κι ἄφηναν τὰ βιβλία καὶ τὰ τετράδιά τους ὅπου φθάση. Μιὰ ἀκαταστασία ποὺ δὲ λέγεται!
Ἀλλὰ καὶ τὴ σωματική τους καθαριότητα τὴν ἀμελοῦσαν τὰ παιδιὰ αὐτά. Νύχια ἄκοπα, αὐτιὰ ἀκάθαρτα, μαλλιὰ ἀκτένιστα...
Καὶ νὰ πήγαιναν τουλάχιστο καλὰ στὰ μαθήματα! Οὔτε κι’ αὐτό!
Κάθε μέρα ὅλο καὶ παρατηρήσεις εἴχαμε.
Μιὰ μέρα μάλιστα, ποὺ μπῆκε ὁ δάσκαλος στὴν τάξι, εἶδε στὸν τοῖχο μιὰ μεγάλη μελανιά, σὰν ἐκεῖνες ποὺ γίνονται, ἅμα σπάσῃ ἐπάνω στὸν τοῖχο μελανοδοχεῖο.
Ὁ δάσκαλός τους δὲν μίλησε, μὰ στὸ πρόσωπό του φάνηκε ζωγραφι- σμένη ὅλη του ἡ λύπη.
Ἀπὸ τὴ στιγμὴ αὐτὴ τὰ πιὸ φιλότιμα παιδιὰ ἔννοιωσαν μεγάλη ντροπὴ καὶ παρακίνησαν καὶ τοὺς ἄλλους συμμαθητάς τους ν’ ἀλλάξουν πιὰ δρόμο. Καὶ τώρα εἶναι αὐτοὶ οἱ ἴδιοι, ποὺ καθισμένοι ἥσυχα στὰ θρανία συζητοῦν γιὰ τὸ σκοπὸ αὐτό.
Τὴ συζήτησι διευθύνει ἕνας ἀπὸ τοὺς συμμαθητάς τους, ὁ καλύτερος στὴν τάξι. Σὲ μίαν ὥρα μέσα ἔχουν τελειώσει κιόλα.
Ἡ τάξη τους εἶχε τριανταδυὸ παιδιά. Τὰ χώρισαν σὲ τέσσερες ὁμάδες κι ἔδωσαν στὴν καθεμιὰ δικό της ἀριθμό.
Ἡ κάθε ὁμάδα διάλεξε τὸν ἀρχηγό της.
Οἱ πιὸ πολλοὶ ἀπ’ ὅσους ἦταν σὲ κάθε ὁμάδα ἦταν φίλοι μεταξύ τους καὶ κάθονταν στὴν ἴδια γειτονιά.
Ἔτσι ἡ πρώτη ὁμάδα διάλεξε ἀρχηγό της τὸν Τατάκη, ἡ δεύτερη τὸν Παναγιώτου, ἡ τρίτη τὸν Ἀπέργη κι ἡ τετάρτη τὸν Ἀντωνόπουλο.
Αὐτοὶ ἦταν τὰ καλύτερα καὶ τὰ πιὸ ἱκανὰ παιδιὰ τῆς τάξεως. Ὅλοι τ’ ἀγαποῦσαν καὶ τὰ σέβονταν στὴν τάξι μέσα.
Ἀλλὰ κι ἔξω, ὅταν ἔπαιζαν στὰ διαλείμματα, τὸ περισσότερο αὐτοὺς εἶχαν γι’ ἀρχηγούς. Ἔτσι καὶ τώρα, ποὺ ἤθελαν νὰ βάλουν ὁμαδάρχας, δὲν ἐδυσκολεύθησαν διόλου.
Τὴν ἄλλη μέρα τὸ πρωΐ, ὅταν μπῆκε ὁ κύριος Καλόκαρδος στὴν τάξι, στὰ χείλη ὅλων τῶν παιδιῶν ἀνέβαινε μιὰ λέξις: Ὁμάδες!
Ὕστερα πλησίασαν τὸν δάσκαλο οἱ τέσσαρες ὁμαδάρχαι, τοῦ εἶπαν τὰ καθέκαστα καὶ τοῦ ἔδωσαν ἕνα χαρτὶ διπλωμένο μέσα σ’ ἕνα φάκελλο. Στὸ χαρτὶ αὐτὸ ἦταν καθαρογραμμένα τὰ ὀνόματα τῶν παιδιῶν, χωρισμένα σὲ ὁμάδες μὲ τοὺς ἀρχηγούς τους καὶ πιὸ κάτω τὰ χρέη, ποὺ
εἶχαν οἱ ὁμάδες κι οἱ ἀρχηγοί.
Κι ὁ δάσκαλος διάβασε:
Ἀπὸ τώρα καὶ στὸ ἑξῆς οἱ ὁμάδες μὲ τοὺς ἀρχηγούς τους, ἡ καθεμιὰ χωριστὰ κι ὅλες μαζί, θὰ φροντίζουν γιὰ ὅλα μέσα στὴν τάξι.
Τὰ χρέη τῶν ὁμάδων εἶναι:
1) Νὰ εἶναι ἡ τάξις καθαρὴ κι ἀερισμένη.
2) Τὰ θρανία κι οἱ τοῖχοι νὰ μὴν ἔχουν μελανιὲς καὶ ξυσίματα.
3) Ἡ ἕδρα τοῦ δασκάλου νὰ εἶναι πάντα καθαρὴ καὶ τὰ θρανία ξεσκονισμένα.
Τὰ χρέη τῶν ἀρχηγῶν εἶναι:
1) Νὰ ἐπιβλέπουν τὴν καθαριότητα τῶν παιδιῶν, ποὺ εἶναι στὴν ὁμάδα τους.
2) Νὰ τὰ βοηθοῦν καὶ νὰ τὰ βάζουν νὰ βοηθοῦνται μεταξύ τους στὰ μαθήματα, ἔτσι ποὺ νὰ μὴ ἔρχεται κανείς τους ἀμελέτητος στὴν τάξι. Τὸ ἴδιο θὰ ἐπιβλέπουν καὶ τὰ γραπτά τους νὰ εἶναι καλογραμμένα καὶ χωρὶς μελανιές.
3) Νὰ φροντίζουν γιὰ τὸ στόλισμα τῆς τάξεώς τους.
4) Νὰ προτείνουν στὸν δάσκαλο τὶς ἐκδρομὲς τῆς τάξεως καὶ νὰ τὶς ὀργανώνουν.
5) Νὰ σχηματίζουν κι οἱ τέσσαρες μαζὶ ἐπιτροπή, ποὺ θὰ δίνῃ λόγο στὸν δάσκαλο γιὰ ὅλη τὴν τάξι.
Δὲν πέρασε πολὺς καιρὸς καὶ τὰ καλὰ ἀποτελέσματα, ποὺ ἔφεραν οἱ ὁμάδες, ἦταν ὁλοφάνερα: Τάξις, καθαριότης, ὀμορφιὰ καὶ ἀγάπη στὴν ἐργασία.
Χαρτιὰ πιὰ δὲν βλέπατε πουθενὰ στὸ πάτωμα, οὔτε μελάνες στὰ θρανία καὶ στοὺς τοίχους. Ὁ ἕνας βοηθοῦσε τὸν ἄλλο σὰν καλὰ ἀδέλφια. Ἡ τάξις μοσχομύριζε κι οἱ τοῖχοι της ἦταν στολισμένοι μὲ ὄμορφες χρωματιστὲς εἰκόνες, ποὺ ἀγόρασαν τὰ παιδιὰ ἀπὸ τὸ ταμεῖο τῆς τάξεως.
Ἐπάνω στὴν ἕδρα τοῦ δασκάλου ἦταν ἕνα ἀνθογυάλι, ποὺ ποτὲ δὲν τοῦ ἔλειπαν τὰ λουλούδια.
Τὰ δύο παράθυρα τῆς τάξεως γέμισαν ἀπὸ γλάστρες μὲ ἄνθη τῆς ἐποχῆς.
Ἡ τάξις ὁλόκληρη εἶχε γίνει ἀληθινὰ μιὰ ὁλοκάθαρη κυψέλη μὲ καλοὺς καὶ προκομμένους ἐργάτας.
Νὰ τί μποροῦν νὰ κάμουν μόνα τους τὰ παιδιά! Φθάνει νὰ τὸ νοιώσουν καὶ νὰ τὸ θελήσουν.
Πηγή : Αναγνωστικό Ε' Δημοτικού 1955
Τὸ βράδυ, τὰ παιδιὰ ἄρχισαν νὰ ἔρχωνται στὸ σχολεῖο μἐ τοὺς γονεῖς των. Ὅταν ἐγέμιοε ἡ αἴθουσα, εἶπε ὁ Διευθυντής:
— Ἐμπρός, παιδιά, τὰ κάλαντα!
Ἀμέσως ἄρχισαν ὅλα νὰ ψάλλουν μὲ μιὰ φωνη τὰ κάλαντα:
Καλὴν ἑσπέραν, ἄρχοντες, ἂν εἶναι ὁρισμός σας...
Τὴν ἴδια στιγμὴ ἡ δασκάλα τῆς πρώτης ἄναβε τὰ κεράκια τοῦ δένδρου.
Σὲ λίγο ὅλο τὸ δένδρο ἐφεγγοβολοῦσε.
Τὸ φῶς τῶν κεριῶν ἔπεφτε στὰ διάφορα πράγματα τοῦ δένδρου καὶ τὰ ἔκαμνε νὰ λάμπουν. Πιὸ πολὺ ἄστραφταν τὰ ζαχαρωτὰ καὶ τὰ σοκολατάκια, ποὺ ἦσαν διπλωμένα σὲ χρυσᾶ χαρτιά.
Ὅλα τὰ ἄλλα δῶρα, κουκλάκια, σφυρίχτρες, εἰκονίτσες, κτένες, βουρτσάκια, βραχιολάκια, ἐφάνταζαν καὶ ἐλαμπύριζαν μὲ τὰ ὄμορφα χρώματά των! Ἐπάνω ἀπὸ τὸ δένδρο ἕνα μάτσο ἀπὸ μεγάλες χρωματιστὲς φοῦσκες ἔμοιαζε, καθὼς ἐφωτίζετο ἀπὸ κάτω, σὰν παράξενο τεράστιο λουλούδι.
Ὅταν ἐτελείωσαν τὰ κάλαντα, ὁ Διευθυντὴς τοῦ σχολείου μὲ τὰ παιδιὰ τῆς ἕκτης ἔψαλαν τὸ τροπάριο τῶν Χριστουγέννων:
Ἡ παρθένος σήμερον...
Ἄγγελοι μετὰ ποιμένων δοξολογοῦσι, μάγοι δὲ μετὰ ἀστέρος ὁδοιποροῦσι.
— Χρόνια πολλά! ἐφώναξαν ὅλοι.
— Χρόνια πολλά! Καὶ τοῦ χρόνου!
Ἔπειτα ἕνα παιδὶ ντυμένο Ἅϊ - Βασίλης ἄρχισε νὰ μοιράζῃ τὰ δῶρα, ἐνῷ τὰ παιδιὰ ἐτραγουδοῦσαν τὸ τραγούδι τοῦ Ἅϊ - Βασίλη. Ἔδωσε γλυκὰ νηστήσιμα, μῆλα, πορτοκάλλια. Ἔπειτα ἐμοίρασε τὰ διάφορα παιγνίδια. Τοῦ Κωστάκη τοῦ ἔδωσε ἕνα χρωματιστὸ τόπι καὶ τῆς Ἑλενίτσας μιὰ μεταξωτὴ κορδέλλα. Στὸ τέλος, ἀφήνοντας τὰ μπαλόνια νὰ πετάξουν, ἐφώναξε:
— Ἐμπρός, παιδιά, ὅποιος τὰ πιάσῃ!
Ἆ, τί ἔγινε τὸτε! Ἐσφύριζαν μὲ τὶς σφυρίχτρες, ἐφώναζαν καὶ ἐπηδοῦσαν ὅλοι κυνηγῶντας τὰ μπαλόνια. Ὅλοι ἐγελοῦσαν καὶ ἐχαίροντο.
Ἔπειτα ὁ Ἅϊ - Βασίλης ἐμοίρασε στὰ πιὸ πτωχὰ παιδάκια παπουτσάκια καὶ φορεσιές.
Ὅταν τὰ ἔπαιρναν, δὲν λέγεται ἡ χαρά των.
Ἔλεγαν εὐχαριστημένα:
— Εὐχαριστῶ! Καὶ τοῦ χρόνου! Καὶ ἐφιλοῦσαν τὸ χέρι τῶν δασκάλων.
Τώρα εἶχε πιὰ νυκτώσει. Ὁ Διευθυντὴς εἶπε:
— Αὔριο, παιδιά, ὅλοι στὴνἐκκλησία. Καληνύκτα σας καὶ χρόνια πολλά!
Καὶ σιγὰ-σιγὰ ἄρχισαννὰ φεύγουν εὐχαριστημένοι ἀπὸ τὴν ὡραία Χριστουγεννιάτικη ἑορτή.
Πηγή : Αναγνωστικό Γ' Δημοτικού 1955
— Δὲν μᾶς διαβάζεις, Κωστάκη, καμμιὰν ἱστορία, ἀπὸ τὸ βιβλίο, ποὺ εἶχε γιὰ σένα τὸ δέμα;
— Ναί, παπποῦ. Νὰ σοῦ διαβάσω ἀπόψε κάτι γιὰ τὴ θυσία τῆς Ἰφιγενείας.
Ὁ Κωστάκης ἐπῆρε ἕνα σκαμνάκι καὶ ἐκάθισε κοντὰ στὸν παπποῦ κι ἄρχιοε νὰ διαβάζῃ ἀργὰ - ἀργά, γιὰ νὰ τὸν καταλαβαίνῃ καὶ ὁ παπποῦς.
Στὰ χρόνια τὰ παλιὰ ὁ Πάρις, ὁ γυιὸς τοῦ Πριάμου, τοῦ βασιλιᾶ τῆς Τροίας, ἅρπαξε τὴν Ἑλενη, τὴν ὄμορφη βασίλισσα τῆς Σπάρτης, καὶ τὴν ἔφερε στὴν Τροία.
Αὐτὸ ὅλοι οἱ Ἕλληνες τὸ ἐθεώρησαν προσβολὴ γιὰ τὴν πατρίδα των καὶ ἀπεφάσισαν νὰ πολεμήσουν καὶ νὰ τιμωρήσουν τοὺς Τρῶες.
Στὸ λιμάνι τῆς Αὐλίδος, στὸ στενό, ποὺ χωρίζει τὴ Στερεὰ Ἑλλάδα ἀπὸ τὴν Εὔβοια, χίλια καράβια μὲ τοὺς πολεμιστὰς ἦσαν ἕτοιμα νὰ σηκώσουν τὴν ἄγκυρα, γιὰ νὰ ξεκινήσουν. Τὸ πρόσταγμα θὰ τὸ ἔδινε ὁ γενικὸς ἀρχηγὸς τοῦ στρατοῦ καὶ τοῦ στόλου Ἀγαμέμνων, ὁ βασιλιᾶς τῶν Μυκηνῶν καὶ ἀδελφὸς τοῦ Μενελάου, τοῦ ἀνδρὸς τῆς Ἑλένης.
Τρομερὸς ὅμως ἄνεμος, μεγάλη τρικυμία, γιὰ πολλὲς ἡμέρες ἐμπόδιζε τὸ ξεκίνημα τοῦ στόλου.
Οἱ στρατιῶται ἄρχισαν νὰ στενοχωροῦνται καὶ οἱ στρατηγοὶ δὲν ἤξευραν τί νὰ κάμουν. Παίρνουν τότε τὴν ἀπόφασι νὰ ἐρωτήσουν τὸν περίφημομάντι Κάλχαντα, γιὰ ποιό λόγο οἱ θεοὶ τοὺς ἔστειλαν αὐτὴ τὴ φοβερὴ κακοκαιρία.
— Ἡ θεὰ Ἄρτεμις εἶναι θυμωμένη μαζί μας, ἀποκρίθηκε ὁ μάντις. Γιατὶ ὁ Ἀγαμέμνων ἔχει σκοτώσει στὸ κυνήγι τὸ ἱερὸ ἐλάφι της.
— Καὶ τί θέλει τώρα ἡ μεγάλη θεά;
— Ἡ θεὰ τότε μόνον θὰ προστάξῃ νὰ ἡσυχάσουν οἱ ἄνεμοι, ὅταν ὁ Ἀγαμέμνων θυσιάσῃ στὸ βωμό της τὴν κόρη του Ἰφιγένεια.
Καταλυπημένοι ἄκουσαν τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Κάλχαντος ὅλοι οἱ οτρατηγοὶ καὶ οἱ βασιλιᾶδες. Καὶ ὁ καθένας ἐρωτοῦσε τὸν ἄλλο, πῶς θὰ μποροῦσε ὁ Ἀγαμέμνων νὰ κάμῃ μιὰ τέτοια μεγάλη θυσία.
— Γιὰ τὴν πατρίδα, εἶπε ὁ Ἀγαμέμνων, μόλις τὸ ἔμαθε, ἀποφασίζω νὰ θυσιάσω καὶ τὴν ἀγαπημένη μου κόρη.
Ἀμέσως ὁ Ἀγαμέμνων ἔστειλε μήνυμα στὴ γυναῖκά του,τὴν Κλυταιμήστρα, στὶς Μυκῆνες, καὶ τῆς παράγγειλε νὰ τοῦ στείλῃ τὴν Ἰφιγένεια γιὰ κάποιο μεγάλο σκοπό.
Ἀνύποπτη ἡ Κλυταιμήστρα ἐφαντάσθηκε, πὼς ὁ Ἀγαμέμνων θὰ ἤθελε, πρὶν φύγῃ γιὰ τὴν Τροία, νὰ παντρέψῃ τὴν κόρη τους. Γι’ αὐτὸ τὴν ἐπῆρε καὶ τὴν ὡδήγησε ἡ ἴδια στὸ στρατόπεδο.
Ὁ Ἀγαμέμνων στὴν ἀρχὴ δὲν ἐτόλμησε νὰ φανερώσῃ στὴ γυναῖκά του τὴ φοβερὴ ἀλήθεια. Ἀλλά, μὴ μπορῶντας νὰ κάμῃ καὶ ἀλλιῶς, τὴν ἐφανέρωσε στὸ τέλος καὶ στὶς δύο.
— Πατέρα, θέλω νὰ πεθάνω,ἂν εἶναι γιὰ τὸ καλὸ τῆς πατρίδος μας, ἐφώναξε ἡ κόρη. Εἶναι, ἀλήθεια, εὐχάριστο νὰ ζῇ κανείς, μὰ εἶναι ἀκόμη πιὸ εὐχάριστο νὰ πεθαίνῃ γιὰ τὴν πατρίδα.
Αὐτὰ τὰ λόγια εἶπε ἡ Ἰφιγένεια καὶ ἐτράβηξε κατὰ τὸ δάσος,γιὰ τὸ βωμὸ τῆς θεᾶς, ὅπου ἐπερίμενε ὁ Κάλχας.
— Εἶμαι ἕτοιμη! τοῦ εἶπε παλληκαρίσια ἡ βασιλοπούλα. Σύρε τὸ ξίφος σου. Ἐσεῖς οἱ ἄλλοι ἀνοίξετε ἀμέσως πανιὰ γιὰ τὴν Τροία. Καὶ γρήγορα νὰ γυρίσετε νικηταί.
Ὁ μάντις ἔβαλε ἕνα στεφάνι ἐπάνω στὸ ὡραῖο ξανθὸ κεφάλι τῆς κόρης καὶ εἶπε μὲ δάκρυα:
— Θεὰ τοῦ φεγγαριοῦ, θεὰ τοῦ κυνηγιοῦ, δέξου γιὰ θυσία τὴν ἡρωϊκὴ αὐτὴ κόρη καὶ χάρισε τὴ νίκη στοὺς Ἀχαιούς.
Καὶ λέγοντας αὐτά, ἐσήκωσε το ξίφος, γιὰ νὰ κτυπήσῃ τὸ θῦμα.
Μὰ ἕνα θαῦμα ἔγινε ἐκείνη τὴ στιγμή! Πρὶν προφθάσῃ τὸ ξίφος νὰ ἐγγίξῃ τὸ λαιμὸ τῆς κόρης, στὴ θέσι της εὑρέθηκε μιὰ ἄσπρη χαριτωμένη ἐλαφῖνα, ποὺ ἥσυχα ἐπρόσμενε νὰ θυσιασθῇ. Ἡ θεὰ δὲν ἠθέλησε νὰ πεθάνῃ ἔτσι ἡ Ἰφιγέντια. Καὶ τὴν ἐπῆρε καὶ τὴν ἔφερε σ’ ἕνα μέρος μακρινό, στὴν Ταυρίδα, ὅπου τὴν ἔκαμε ἱέρεια στὸ ναό της.
Ὁ Ἀγαμέμνων, ὁ Μενέλαος, ὁ Ὀδυσσεύς, ὁ Ἀχιλλεὺς καὶ ὅλοι οἱ βασιλιᾶδες καὶ οἱ πολεμισταὶ ἐχάρηκαν πολύ. Ἡ τρικυμία ἀμέσως ἔπαυσε καὶ ἄνεμοι εὐνοϊκοὶ ἐφούσκωσαν τὰ πανιὰ τῶν πλοίων. Σὲ λίγο ὁ στόλος τῶν Ἑλλήνων ἄφηνε τὸ λιμάνι καὶ ἀπὸ τὸν πορθμὸ τοῦ Εὐρίπου, βγαίνοντας στ’ ἀνοικτά, ἔβαζε πλώρη γιὰ τὴν Τροία.
Πηγή : Αναγνωστικό Γ' Δημοτικού 1955
Τὰ παιδιὰ ἔμαθαν στὸ σχολεῖο τὸ μῦθο τῆς Δήμητρας καὶ τῆς Περσεφόνης, μὲ τὸν ὁποῖο οἱ Ἀρχαῖοι Ἕλληνες ἐξηγοῦσαν τὴ γέννησι τοῦ χειμώνα. Νά τί ἔμαθαν τὰ παιδιά:
Στὰ ψηλὰ καὶ ἀπάτητα βουνὰ τῆς Σικελίας ἦτο, στὰ παλιὰ χρόνια, μιὰ ὄμορφη κοιλάδα, ποὺ τὴν ἔλεγαν Ἔννα. Καμμιὰ κοιλάδα στὸν κόσμο δὲν ἔμοιαζε μ’ ἐκείνην. Ἀμέτρητες ἦσαν οἱ πηγές, ποὺ ἀνέβλυζαν ἐκεῖ τὰ κρύα τους νερά, Τὰ χορτάρια της ἦσαν πάντα, καταπράσινα καὶ τὰ λουλούδια της πάντοτε ἀνθοῦσαν.
Ἐκεῖ, σ’ αὐτὴ τὴν ὄμορφη κοιλάδα, ἔπαιζε συχνὰ ἡ μικρὴ ξανθομαλλοῦσα κόρη τῆς θεᾶς Δήμητρας, ἡ ὄμορφη Περσεφόνη, μὲ τὶς φίλες της, τὶς κόρες τοῦ Ὠκεανοῦ, τὶς ξακουσμένες Νεράϊδες. Μιὰ ἡμέρα, καθὼς ἔπαιζε ἡ Περσεφόνη, εἶδε μπροστά της ἕνα μεγάλο καὶ ὡραῖο λουλούδι, ποὺ σκορποῦσε στὸν ἀέρα μιὰ γλυκειὰ μυρωδιά. Τὸ λουλούδι ἐκεῖνο ἦτο ὁ μυρωδᾶτος νάρκισσος. Καθὼς πλησίασε ἡ Περσεφόνη τὸ νάρκισσο καὶ ἡ μυρωδιά του τὴν εἶχε μισοζαλίσει, εὑρῆκε τὴν εὐκαιρία ὁ θεὸς τοῦ ᾋδη, ὁ Πλούτων, τὴν ἔβαλε ἐπάνω στὸ χρυσὸ ἅρμα του καὶ τὴν κατέβασε στὸ βασίλειό του, ἐνῷ αὐτὴ ἐφώναζε ἀπελπισμένα.
Ἡ Δήμητρα, ἡ μητέρα της, ἄκουσε τὶς ἀπελπισμένες κραυγὲς τῆς κόρης της καὶ τρέχει στὴν κοιλάδα. Μάταια ἐκαλοῦοε μὲ τὸ ὄνομά της τὴν κορούλα της· δὲν ἔπαιρνε καμμιὰ ἀπάντησι. Ἐρώτησε τὶς Νεράϊδες, μὰ κι ἐκεῖνες δὲν ἦξευραν τίποτε.
Ὅταν ἐνύχτωσε, ἄναψε ἡ θεὰ δυὸ πυρσοὺς ἀπὸ τὶς φλόγες τοῦ ἡφαιστείου τῆς Αἴτνας καὶ μέσα στὰ σκοτάδια τῆς νύκτας ἀναζητοῦσε τὴν κόρη της. Μόλις ἔφεξε ἡ ἡμέρα, ἔτρεξε ἡ θεὰ στὸν Ἥλιο, ποὺ ταξιδεύει ὁλόκληρο τὸν κόσμο καὶ δὲν τοῦ ξεφεύγει τίποτε. Ἔμαθε ἀπὸ τὸν Ἥλιο, ὅτι ὁ Πλούτων, ὁ βασιλιᾶς τοῦ κάτω κόσμου, εἶχε κλέψει τὴν Περσεφόνη μὲ τὴ συγκατάθεσι τοῦ Διός.
Ὁ πόνος τῆς μητέρας Δήμητρας εἶναι τώρα ἀσυγκράτητος. Θυμωμένη μὲ τὸν Δία, φεύγει ἀπὸ τὸν Ὄλυμπο, μεταμορφώνεται σὲ μιὰ πτωχὴ γριούλα, τρέχει πόλεις καὶ χωριὰ ἀναζητῶντας τὴν ἀγαπημένη της κόρη. Μὲ τὴν καρδιὰ σπαραγμένη ἀπὸ τὸν πόνο φθάνει στὴν Ἐλευσῖνα. Ἐκεῖ τὴ φιλοξενεῖ στὸ παλάτι του ὸ βασιλιᾶς Κελεός.
Μόλις ἡ γριούλα ἐμπῆκε στὸ ἀνάκτορο, ὅλο τὸ βασιλικὸ παλάτι ἐφωτίσθηκε ἀπὸ μιὰ οὐράνια λάμψι. Ἡ βασίλισσα Μετάνειρα καταλαβαίνει τὴ θεϊκὴ καταγωγὴ τῆς γριᾶς.
Ὅμως ὁ καημὸς τῆς Δήμητρας γιὰ τὴν κόρη της Περσεφόνη συνεχίζεται ἀβάστακτος. Γιὰ νὰ ἀναγκάση τὸ Δία νὰ διατάξῃ τὴν ἐπιστροφὴ τῆς κόρης της, παραμέλησε τὴ γεωργία. Τὰ χωράφια ἐξηράθηκαν. Τὰ δένδρα καὶ τὰ χορτάρια ἐμαράθηκαν καὶ οἱ ἄνθρωποι καὶ τὰ ζῷα ἐχάνοντο ἀπὸ τὴν πεῖνα.
Μπροστὰ σ᾽αὐτὴ τὴν καταστροφή, ὁ Ζεὺς διέταξε τὸν Ἑρμῆ νὰ πάῃ στὰ βασίλεια τοῦ Πλούτωνος καὶ νὰ φέρῃ τὴ μικρὴ Περσεφόνη στὴ μητέρα της.
Ὁ Πλούτων μὲ λύπη του ἐδέχθηκε τὴν ἐντολὴ τοῦ Διὸς καὶ πρὶν χωρισθῇ ἀπ’ τὴν ὄμορφη Περσεφόνη, τῆς ἐπρόσφερε ἀπὸ τὰ ρόδια, ποὺ ἐκρέμοντο στὶς ροδιὲς τοῦ κήπου του.
Ἡ Περσεφόνη ἐδοκίμασε τὸ φροῦτο ἐκεῖνο, παίρνοντας μόνο τέσσερα σπειριά. Ἔπειτα, ἀκολουθῶντας χαρούμενη τὸν ῾Ερμῆ, ἔφθασε στὴ μητέρα της.
Τοὺς θρήνους, τὴ λύπη καὶ τὸ πένθος τῆς Δήμητρας τὰ διαδέχθηκε ἡ χαρά. Ἀλλὰ οἱ σπόροι ἀπὸ τὰ ρόδια ἦσαν μαγεμμένοι. Γιὰ κάθε σπόρο ἔπρεπε νὰ περνάῃ κι ἕνα μῆνα στὸν κάτω κόσμο. Ἔτσι περνοῦσε τέσσερες μῆνες τὸ χρόνο μὲ τὸν Πλούτωνακαὶὀκτὼμὲτὴμητέρατης. Τοὺςτέσσερες αὐτοὺς μῆνες, ποὺ ἔλειπε, ἡ γῆ δὲν ἐκαρποφοροῦσε καὶ αὐτοὶ οἱ μῆνες ἦσαν οἱ μῆνες μὲ τὶς παγωνιὲς καὶ τὰ κρύα, οἱ μῆνες τοῦ χειμώνα.
Πηγή : Αναγνωστικό Γ' Δημοτικού 1955