«Εθνικό Νομισματοκοπείο Αιγίνης.

Το ανέκδοτο αρχείο του Εφόρου Νικολάου Αγγ. Λεβίδη»

 Με το από 3ης Απριλίου 1827 Στ’ Ψήφισμα της Γ’ εν Τροιζήνι Εθνικής Συνε­λεύσεως [1] ο Ιωάννης Καποδίστριας εκλέγεται Κυβερνήτης της Ελλάδος και στις 11/23 Ιανουαρίου 1828 «περί λύχνων αφάς» φθάνει στην Αίγινα. [2]

Η Γ’ εν Τροιζήνι Εθνική Συνέλευση συνέστησε με το από 1ης Μαΐου 1827 ψηφισθέν «Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος» Βουλή από αντιπροσώπους των επαρ­χιών. [3] Μεταξύ των αρμοδιοτήτων της Βουλής περιλαμβανόταν η διάταξη, όπως η Βουλή «κανονίζη το νομισματικόν σύστημα, προσδιορίζουσα το βάρος, την ποιότητα, τον τύπον και το όνομα εκάστου νομίσματος, καθ’ όλην την επικράτειαν».[4]

Σχετι­κή δραστηριότητα για τα νομισματικά θέματα εμφάνισε η Τριμελής Αντικυβερνητική Επιτροπή, απαρτιζόμενη από τους Γ. Μαυρομιχάλη, I. Μ. Μιλαΐτη και I. Νάκο, η οποία είχε συσταθεί με το ψήφισμα Θ’ της 5ης Απριλίου 1827 της Γ’ εν Τροιζήνι Εθνικής Συνελεύσεως [5] με σκοπό τη διακυβέρνηση της χώρας μέχρι της αφίξεως του Καποδίστρια. Στις δραστηριότητές της εντάσσεται, πρώτον η υποβολή σχετικής προ­τάσεως για την πάταξη της κιβδηλοποιΐας [6]και δεύτερον η προώθηση προς τη Βουλή σχετικής αναφοράς του Δ. Κ. Βυζαντίου, [7] του γνωστού συγγραφέα του έργου Βαβυ­λωνία. Στην αναφορά του Βυζαντίου γίνεται λόγος για τη σύσταση νομισματοκοπεί­ου, είναι μάλιστα ενδεικτικό ότι είχε βρεθεί ο σφραγιδοποιός Αναγνώστης Λιναρδόπουλος, ο οποίος ανέμενε στην Αίγινα την απόφαση της Βουλής.

 

 

Ιωάννης Καποδίστριας. Εικόνα από λιθογραφία του Μύλλερ, σχέδιο εκ του φυσικού. Φέρει την υπογραφή του Καποδίστρια με τη φράση: «Αυτό που με κολακεύει περισσότερον είναι να ζήσω εις την ανάμνησιν των ανθρώπων ». Η λιθογραφία επανεκτυπώθηκε στην Καρλσρούη με σκοπό τα έσοδα από τις πωλήσεις να διατεθούν υπέρ του Αγώνα των Ελλήνων.

 

Η επικείμενη άφιξη του Κυβερνήτη Καποδίστρια ανέστειλε οποιαδήποτε πρωτο­βουλία. Με την άφιξή του ο Καποδίστριας θα ασχοληθεί με το νομισματικό πρόβλη­μα, θα καθιερώσει, κατόπιν της από 27 Ιανουαρίου 1828 εισηγήσεως τουΑλεξ. Κοντοσταύλου, [8] το φοίνικα ως νόμισμα και θα κοπούν τα πρώτα νομίσματα στο νομισματοκοπείο Αιγίνης στις 28 Ιουλίου 1829, [9] το οποίο συγκροτήθηκε από τον Αλέ­ξανδρο Κοντόσταυλο.

 Α. Σύντομο ιστορικό του Εθνικού Νομισματοκοπείου Αιγίνης

Με το ψήφισμα Ζ’ της 31ης Ιουλίου 1829, που εξεδόθη στο Άργος από την Δ’ Εθνική των Ελλήνων Συνέλευση, ιδρύθηκε το Εθνικό Νομισματοκοπείο [10] και εγκρί­θηκε η κοπή του ελληνικού νομίσματος, βάσει σχεδίου που επέβαλε το Πανελλήνιο στην Κυβέρνηση. Το Νομισματοκοπείο στεγάστηκε στην Αίγινα, άγνωστο σε ποιο οίκημα. [11]

Από της 12ης Σεπτεμβρίου 1829 μέχρι της 27ης Δεκεμβρίου 1829 η Εφορεία του Νομισματοκοπείου ασκήθηκε συλλογικώς από τα μέλη της Επιτροπής της Οικονομίας Αλ. Κοντόσταυλο, Γ. Σταύρου, Α. Παπαδόπουλο και I. Κοντουμά, ως αναπληρωματικό μέλος. Από της 27ης Δεκεμβρίου 1829, οπότε η ως άνω Επιτροπή αναχώ­ρησε από την Αίγινα για το Ναύπλιο, μέχρι της 20ής Μαΐου 1830 την Εφορεία του Νομισματοκοπείου άσκησε ο Αλ. Κοντόσταυλος στην Αίγινα, διότι το Νομισματοκο­πείο δεν μεταφέρθηκε στο Ναύπλιο, πιθανώς λόγω αδυναμίας εξευρέσεως καταλλή­λου οικήματος.

Την 7η Μαΐου 1830 τον Αλέξανδρο Κοντόσταυλο διεδέχθη στην Εφορεία του Νομισματοκοπείου ο Αλέξιος Θεοφίλου Λουκόπουλος, ο οποίος μετεί­χε και στη Διεύθυνση της Εθνικής Χρηματιστικής Τραπέζης, [12] μαζί με τον Α. Γιαννίτση και άσκησε τα καθήκοντά του μέχρι της 6ης Μαΐου 1832. Την 7η Μαΐου 1832 διορίσθηκε Έφορος του Νομισματοκοπείου ο Νικόλαος Αγγέλου Λεβίδης, ο οποίος άσκησε τα καθήκοντά του μέχρι της εσπέρας της 1ης Φεβρουαρίου 1833, οπότε«το Εθνικόν Νομισματοκοπείον της Ελλάδος έσβησε τας καμίνουςτου»,[13] συμφώνως προς το διάταγμα περί διακοπής των εργασιών του Νομισματοκοπείου, το οποίο εξε­δόθη στο Ναύπλιο την 29-1-1833 από την Αντιβασιλεία.

 Β. Ο Νικόλαος Αγγ. Λεβίδης και το ανέκδοτο αρχείο του

Ο Νικόλαος Λεβίδης του Αγγέλου (1765 – 28 Απριλίου 1852) είναι μέλος οικογένειας καταγόμενης από τα Ταταύλα της Κωνσταντινουπόλεως. [14] Ήταν λόγιος, φιλι­κός, είχε χρηματοδοτήσει την έκδοση Γραμματικής της Ελληνικής Γλώσσης, σε συνεργασία με τον Μητροπολίτη Μολδαβίας Βενιαμίν και τον Ειρηνουπόλεως και Βατοπαιδίου Γρηγόριο, [15] είχε αναλάβει τη δημοσίευση των Απάντων του Αγίου Ιωάν­νου του Χρυσοστόμου και είχε αγοράσει τα σχόλια του διδασκάλου του Γένους Κων­σταντίνου Βαρδαλάχου στα έργα του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, έργο το οποίο ακόμη παραμένει ανέκδοτο στο αρχείο του Ν. Δ. Λεβίδη. [16]

Έλαβε το αξίωμα του Ταμία της άνω κάσας του Κοινού του Οικουμενικού Πατριαρχείου, του Άρχοντος Δικαιοφύλακος της του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας, ενώ ετιμήθη και από το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων. Κατά τις σφαγές της Κωνσταντινουπόλεως του 1821 βρι­σκόταν στη Μολδοβλαχία και έτσι γλίτωσε από βέβαιο θάνατο. Στη συνέχεια κατέ­φυγε στην Οδησσό και ακολούθως στην Ελλάδα. Απέθανε στην Αθήνα. Απέκτησε πέντε υιούς, τον Αλέξανδρο, τον Περικλή, τον Κωνσταντίνο, εκδότη της «Ελπίδος», τον Γεώργιο και τον Δημήτριο.

Υιός του τελευταίου ήταν ο Νικόλαος Δημητρίου Λεβίδης (19/12/1848-1942). Εξελέγη 11 φορές βουλευτής Αττικής, από το 1881 έως το 1920. Διετέλεσε Υπουργός Ναυτικών (1895-1896), Εσωτερικών (1903), Δικαιο­σύνης (1903), Πρόεδρος της Βουλής (1906-1907), Υπουργός Εσωτερικών (1908). Ο Νικόλαος Δ. Λεβίδης την 29.12.1938 εδώρισε την βιβλιοθήκη του και το αρχείο της οικογένειας του, αποτελούμενα περίπου από 4.000 τόμους και φακέλους, στον Φιλολογικό Σύλλογο Παρνασσό. [17] Μεταξύ των φακέλων του αρχείου ανευρίσκεται φάκελος άνευ αριθμήσεως με τον τίτλο: «Νομισματοκοπείον Αιγίνης», ο οποίος περιέχει έγγραφα πρωτότυπα και αντίγραφα, αφορώντα στην εκεί υπηρεσία του πάππου του Νικολάου Λεβίδη του Αγγέλου.

 Γ. Πρώτες προσπάθειες για συγκρότηση Νομισματοκοπείου.

Είναι άξιο προσοχής ότι ο Καποδίστριας μερίμνησε για τα νομισματικά και τρα­πεζικά θέματα πριν από την έλευσή του στην Ελλάδα. Σχετική είναι η επιστολή του προς τον Μουστοξύδη, στον οποίο συνιστά να συλλέξει όλα τα διατάγματα, τα σχετι­κά με τη «νομισματοκοποιΐαν» και οτιδήποτε άλλο ωφέλιμο και χρήσιμο για το «δύσκολον και αξιοφρόντιστον» αυτό θέμα. [18]

Παράλληλα, τον προτρέπει να συλλέξει στοιχεία για τους «κώδικας περί εθνικών και εμπορικών Τραπεζών». Φαίνεται ότι υπήρξε γνώστης των πρωσικών κανονισμών για την οργάνωση των τραπεζών και συνιστά στον Ελβετό Κάρολο Βερνέτο να του αποστείλει από το Βερολίνο τα σχετικά διατάγματα, που αφορούν στη σύσταση τραπεζών. [19]

Η ελληνική οικονομία χαρακτηριζόταν κατά την εποχή της αφίξεως του Καποδί­στρια από έλλειψη ρευστότητας, γεγονός που είχε ως συνέπεια να υπάρχει υψηλό κόστος συναλλαγών, μικρή ζήτηση και, ως εκ τούτου, χαμηλή προσφορά αγαθών. Τα αρνητικά αυτά αποτελέσματα της ανεπαρκούς νομισματικήςρευστότητας είχαν επισημανθεί από τα μέσα του 18ου αιώνα στη Σκωτία, όπως υποστηρίζει ο Α. Καραγιάννης. [20]

Οι Σκώτοι οικονομολόγοι David Hume (1752) και Sir James Steuart (1767) είχαν συστήσει μέσα από τα έργα τους στους πολιτικούς να αυξάνουν την κοπή νέου χρήματος σε περίπτωση ελλιπούς ρευστότητας, για να διευκολυνθεί η οικονομική ανάπτυξη. [21] Δεν γνωρίζουμε εάν ο Κυβερνήτης ή κάποιος συνεργάτης του ήταν ενήμεροι γι’ αυτές τις προτάσεις οικονομικής πολιτικής. Είναι όμως γεγονός ότι θα έπρεπε να αντιλήφθηκε αμέσως την έλλειψη νομισματικής ρευστότητας, αφού δεν είχε επάρκεια φορολογικών εσόδων, αλλά και δεν είχε κατορθώσει να λάβει επαρ­κή δάνεια από τις Μ. Δυνάμεις. Με την κοπή του νομίσματος αναγνωρίζεται αφ’ ενός μεν η προσπάθεια για την πάταξη της κιβδηλοποιίας, αφ’ ετέρου δε η εφαρμογή της αρχής του Κυριάρχου, καθώς ο Κυβερνήτης ήθελε να αποδείξει με τον τρόπο αυτό ότι η χώρα ήταν ανεξάρτητη και αυτόνομη. [22]

Στην από 2 Απριλίου 1828 πρόσκληση του Καποδίστρια προς το Πανελλήνιον γίνεται λόγος για νομισματοκοπείο: «Κράτιστον είναι λοιπόν να αποφασίσωμεν άνευ αναβολής περί τούτου και περί καταστάσεως νομισματοκοπείου να επιμεληθώμεν, αν τω οποίω… θέλει συμβή να κόπτεται και νόμισμα αργυρούν». Για το λόγο αυτό προσκαλεί το Πανελλήνιον να επιφορτίσει το Οικονομικό Τμήμα να ετοιμάσει σχέ­διο, «…το να περιέχη… προεκλογισμόν των εκχωρηθησομένων χρημάτων εις την Οικονομικήν Επιτροπήν προς κατασκευήν του νομισματοκοπείου». [23]

Δ. Οι προσπάθειες του Κοντοσταύλου και η σύσταση του Νομισματοκοπείου

Μετά την σύνταξη του σχεδίου ψηφίσματος για τα νομίσματα αντιμετωπίσθηκε το θέμα της αποκτήσεως νομισματοκοπείου. Για το λόγο αυτό επιφορτίσθηκε ο Κοντόσταυλος να μεταβεί τον Μάιο του 1828 στη Μάλτα και στην Ιταλία, για να προ­μηθευτεί, με την οικονομική αρωγή των ναυάρχων των συμμάχων δυνάμεων, τα ανα­γκαία υλικά «δια να κόψωμεν εν Ελλάδι νόμισμα χαλκούν, ως έχοντες την ύλην εκ των αρχήστων ορειχαλκίνων κανονίων», όπως γράφει στον Ανδρέα Μουστοξύδη, εγκατεστημένο στην Βενετία. [24]

Επισημαίνεται στον Μουστοξύδη να συνδράμει τον Κοντόσταυλο στην εύρεση«σηκωτηρίου (balancier) και άλλων προς σύστασιν του μικρού μας κερματοποιείου», κυρίως όμως εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού. Πράγματι, εντός του Ιουνίου 1828 ο Κοντόσταυλος αγόρασε αντί 100 λιρών στερλι­νών, δηλ. 500 ισπανικών ταλλήρων ή 7.300 γροσίων Τουρκίας, το σύνολο των μηχα­νών του νομισματοκοπείου του Τάγματος των Ιπποτών του Αγ. Ιωάννου της Μάλτας που ευρίσκονταν σε αχρησία. Το Τάγμα είχε εξωσθεί πριν από τριάντα έτη από τους Γάλλους από το νησί. [25]

 

 

Αίγινα. Λιθογραφία του Fr. Hole από πίνακα εκ του φυσικού, Krazeisen μεταξύ 1826-1827.

 Ο Κοντόσταυλος ήλθε στην Αίγινα την 20ή Νοεμβρίου 1828 κομίζοντας όλα τα μηχανήματα που είχε προμηθευθεί και εγκαταστάθηκε στο ισόγειο και στην αυλή του γραφείου και της οικίας του Κυβερνήτη. Ο Κοντόσταυλος επιφορτίσθηκε με την ανεύρεση των υπαλλήλων που θα επανδρώσουν το Νομισματοκοπείο και την 12η Μαΐου 1829 διατάχθηκε η έναρξη των εργασιών του Νομισματοκοπείου υπό την επαγρύπνηση και ευθύνη του Κοντοσταύλου. Με το Ζ’ Ψήφισμα της 31ης Ιουλίου 1829, που εξέδωσε η Δ’ εν Άργει Εθνική Συνέλευση, [26] εγκρίθηκε αφ’ ενός η αγορά και η σύσταση του νομισματοκοπείου, αφ’ ετέρου εξουσιοδοτήθηκε ο Κυβερνήτης να θέσει σε κυκλοφορία το νέο νόμισμα και να εγκρίνει την περαιτέρω νομισματοκοπία σύμφωνα με το σχέδιο του Πανελληνίου.

 Ε. Το Εθνικό Νομισματοκοπείο Αιγίνης και το Αρχείο Νικολάου Αγγ. Λεβίδη.

Τον Αλέξανδρο Κοντόσταυλο, ο οποίος παραιτήθηκε τον Μάιο του 1830, διαδέ­χθηκε ο Αλέξιος Λουκόπουλος, [27] ο οποίος διατήρησε την θέση του ως Εφόρου καθ’ όλη την υπόλοιπη περίοδο που κυβέρνησε ο Καποδίστριας, αλλά και μετά τη δολο­φονία του (27.9.1831), όταν τη διακυβέρνηση της χώρας ανέλαβε Τριμελής Διοικη­τική Επιτροπή υπό την προεδρία του Αυγουστίνου Καποδίστρια.Την 6η Μαΐου 1832 αντικαθίσταται ο Λουκόπουλος και την 7η Μαΐου 1832 αναλαμβάνει Έφορος του Νομισματοκοπείου ο Λεβίδης (1765 – 28.4.1852).

 

 

Ο Φοίνικας, το πρώτο νόμισμα του νεοσυσταθέντος ελληνικού κράτους, κόπηκε από τον Καποδίστρια στην Αίγινα το 1828. Στο πίσω μέρος σχηματίζεται κύκλος από δύο κλαδιά δάφνης και ελιάς.

Η χαώδης κατάσταση, που επικράτησε μετά την δολοφονία του Καποδίστρια έως και την άφιξη του Όθωνος (30.1.1833), [28] είχε αντίκτυπο και στη λειτουργία του Νομισματοκοπείου. Ειδικότερα, όπως αναφέρεται σε έγγραφο του Αρχείου σε σχετι­κή αναφορά του Εφόρου Λεβίδη, ο Διοικητής Φρουράς της Αιγίνης, χιλίαρχος Νικόλαος Κοντογιάννης, απείλησε τον Λεβίδη λέγοντας ότι θα συλήσει το Νομισμα­τοκοπείο. Περισσότερα έκτροπα απεσοβήθησαν μόνον κατόπιν της πλήρους ικανο­ποιήσεως του απαιτητικού χιλιάρχου κατά διαταγή της Κυβερνήσεως.

Η τοπική φρουρά αντικαταστάθηκε από το 4ο Τάγμα του τακτικού στρατού, η συμπεριφορά όμως του διοικητή του τάγματος, υποταγματάρχου Φρ. Ανδριέττι, δεν υπήρξε η καλύτερη δυνατή. Προστριβές προς τον Λεβίδη ασκούνταν από τον Επιστάτη του Ορφανοτροφεί­ου Γρηγόριο Κωνσταντά, τον Έκτακτο Επίτροπο Ν. Σκούφο και τον Έφορο των διδακτηρίων Θεόκλητο Φαρμακίδη (4.10.1832), όπως συνάγεται από τον απολογι­σμό της Εφορείας του Λεβίδη, που φυλάσσεται στο Αρχείο.

Σοβαρότατη, επίσης, υπήρξε η διαμάχη μεταξύ των επιθυμούντων να διορισθούν χαράκτες των νομισμάτων Δημητρίου Κόντου και Γ. Δημητρακοπούλου. Η επιλογή του Κόντου εξόργισε τον έτερο υποψήφιο και άρχισε οξύς αγώνας δια του τύπου με πλήθος αλληλοκατηγοριών. Αποτέλεσμα των διαφόρων αυτών οχλήσεων ήταν η δια­κοπή των εργασιών του Νομισματοκοπείου την 22α Σεπτεμβρίου 1832 και η επανά­ληψη τους την 12η Οκτωβρίου 1832.

 

 

Τα χάλκινα νομίσματα που εξέδωσε ο Καποδίστριας.

Η άφιξη του Όθωνος την 30ή Ιανουαρίου 1833 και η συνακόλουθη εγκατάστα­ση της Αντιβασιλείας οδήγησε σε μια προσωρινή ύφεση των πολιτικών παθών. Με το Β.Δ. της 8ης/20ής Φεβρουαρίου 1833 καθορίσθηκε ως νόμισμα η δραχμή. Παράλ­ληλα, διατάχθηκε από την Αντιβασιλεία η διακοπή της λειτουργίας του Νομισματο­κοπείου, διότι θεωρήθηκε τούτο ως τεχνικώς ατελές και μη καλώς συνεστημένο, καθόσον: «… άχρι τούδε δεν υπάρχει εις την Ελλάδα καλώς συστημένον νομισματοκοπείον…». [29]

Πράγματι, η Γραμματεία της Οικο­νομίας διεβίβασε την εντολή αυτή στον Λεβίδη, ο οποίος στην αναφορά του (2.2.1833), μνημονεύει ότι απέλυσε τους εργάτες και είχε αρχίσει η απογραφή από τον Έκτακτο Διοικητή. [30] Έτσι, το Εθνικό Νομισματοκοπείο, το οποίο λειτούργησε για 3,5 έτη έκλεισε το από­γευμα της 1ης Φεβρουαρίου 1833. Στο Αρχείο Λεβίδη υπάρχει σχετική αναφορά των απολυμένων εργατών προς τον Έφορο, στην οποία υπάρχει αίτημα τους (7.2.1833) για την πληρω­μή υπερωριών νυκτερινής εργασίας για 15μερο. Το αίτημα αυτό παραπέμφθη­κε από τον Λεβίδη στην Γραμματεία της Οικονομίας.

Ο Λεβίδης υπέβαλε, 15 ημέρες μετά την παύση των εργασιών, απολογισμό προς την Γραμματεία της Οικονομίας, ο οποίος περιελάμβανε πλήρη στοιχεία για τη δραστηριότητα του Νομισματο­κοπείου κατά το διάστημα της Εφορεί­ας του (17.5.1832 – 1.2.1883). Ειδικότε­ρα, στο Αρχείο Λεβίδη απόκεινται στοιχεία από λογιστικά βιβλία του Νομισματοκοπείου, όπως: α’: Prime note 17.5.1832-1.2.1833, σε μηνιαία τεύχη, β’: Πρόχειρο των μεγάλων κατάστιχων, και γ’: Γενικός Ισολογισμός του Ταμείου Νομισματοκοπείου από 17.5.1832-21.12.1832. Τέλος, υπάρχει ο Κατάλογος των όσων πληρωμών έκαμε το Εθνικόν Νομισματοκοπείον από 17-5. έως 13.12.1832 και Κατάλογος των βιβλίων, τα οποία παρεδόθησαν από τον Λουκόπουλο στον Λεβίδη.

 

Χαρτονόμισμα αξίας 5 φοινίκων

Εντυπωσιάζει το γεγονός ότι ο Λεβίδης παραθέτει λογι­στικές εγγραφές στην κίνηση των λογαριασμών, δείγμα των εμπορικών γνώσεών του. Στον απολογισμό του Λεβίδη αναφέρεται ότι τα χρησιμοποιηθέντα «πανδέχτια» υπήρ­ξαν ανόμοια και συνεπώς οι «λάμαι», από τις οποίες κατασκευάζονταν τα χάλκινα νομίσματα, δεν ήταν ομοιοβαρείς, τελικά όμως πραγματοποιήθηκεκέρδος υπέρ του δημοσίου, συνολικού ποσού 6.323,15 φοινίκων. Επίσης, αναφέρεται ότι η φύρα του χαλκού περιορίσθηκε, από 8,5% κατά την διάρκεια της Εφορείας Λουκοπούλου, σε 2,8%, με αποτέλεσμα το Δημόσιο να έχει όφελος 10.960 φοίνικες. Από τους στατι­στικούς πίνακες κυκλοφορίας των κερμάτων που παραθέτει ο Λεβίδης, αποδεικνύε­ται ότι οι συναλλαγές σε ελληνικό νόμισμα διεξάγονταν αποκλειστικά με εικοσάλεπτα.

Όταν συγκροτήθηκε στην Αθήνα το Βασιλικό Νομισματοκοπείο, όσα μηχανήμα­τα της Αιγίνης ήταν χρήσιμα, μεταφέρθηκαν στην Αθήνα και προστέθηκαν στον εξο­πλισμό του νέου εργοστασίου, τα μηχανήματα του οποίου είχαν κατασκευασθεί στο Μόναχο. Τα υπόλοιπα μηχανήματα παρέμειναν στην Αίγινα εγκαταλελειμμένα. Ο Σπυρίδων Λάμπρος, όταν το 1885 επισκέφθηκε το νησί, είδε στην αυλή του Κυβερ­νείου «παρηγκωνισμένον το τελευταίον του Νομισματοκοπείου λείψανον, τον άκμονα πιθανώς, εφ’ ου ετίθεντο τα μετάλλινα κέρματα προς επιχάραξιν της σφραγίδος δια της σφύρας, διότι ούτως απλή φαίνεται ότι ήτο η διαδικασία της χαραγής». [31] Με μέριμνα του Σπ. Λάμπρου, το τελευταίο αυτό λείψανο του Εθνικού Νομισματοκοπείου της Ελληνικής Πολιτείας μεταφέρθηκε στο Μουσείο της Ιστορι­κής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος, στο Μέγαρο της Παλαιάς Βουλής, όπου σώζεται μέχρι σήμερα.

 Διονύσιος Χ. Καλαμάκης και Χρήστος Π. Μπαλόγλου*

* Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και Δρ. Οικονομολόγος. Τα τμήματα Α’ και Β’ της μελέτης έχουν συνταχθεί από τον Δ. Καλαμάκη, ενώ τα τμήματα Γ’, Δ’ και Ε’ από τον Χρήστο Μπαλόγλου.

Η Αιγιναία, Περιοδική Πολιτιστική Έκδοση, «Αφιέρωμα στο Επιστημονικό Συνέδριο για τον Καποδίστρια», τεύχος 15, Αίγινα, Ιούλιος – Δεκέμβριος 2008.

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Ανδρέα Μάμουκα, Τα κατά την αναγέννησιν της Ελλάδος…, τομ. Θ’, σ. 97. Γενική Εφημερίς της Ελλάδος (ΓΕΕ), φ. 56/1827.

[2] Ελένης Κούκκου, Ιωάννης Καποδίστριας. Ο άνθρωπος – ο διπλωμάτης. 1800-1828, Αθήνα 1998, σ. 336.

[3] Ψήφισμα ΙΘ’ της 4ης Απριλίου 1827, εις Α. Μάμουκα, τομ. Θ’, σ. 113. Η Βουλή διαλύθηκε με την άφιξη του Κυβερνήτη. Γ. Δ. Δημακοπούλου, Προσπάθειαι νομισματοκοπίας κατά την ελληνικήν Επανάστασιν. Αθήνησιν 1963, σ. 58.

[4] Αρθρ. 84 του Συντάγματος 1827.

[5] Α. Μάμουκα, τομ. Θ’, σ. 100.

[6] Γ. Δ. Δημακοπούλου, Προσπάθειαι νομισματοκοπίας…, σσ. 59-60.

[7] Γ. Δ. Δημακοπούλου, ό.π., σ. 61.

[8] Γ. Δ. Δημακοπούλου, «Η πρότασις του Αλεξάνδρου Κοντοσταύλου περί του εισακτέου νομισματικού συστήματος εν Ελλάδι (Αίγινα, 27 Ιανουαρίου 1828)», στη σειρά Τεύχη του ΕΛΙΑ, τομ. Γ’ (1993), σσ. 43-50.

[9] Λ. Μακκά, Η εν τοις δημοσίοις οικονομικοίς δράσις του Καποδιστρίου (11.4.1827-27.9.1831), διδ. διατριβή, Αθήναι 1910, σσ. 44-45. Χ. Μπαλόγλου «Η κυκλοφορία του πρώτου νεοελληνικού νομίσματος», Ιστορικά Θέματα, τχ. 3, Ιανουάριος 2002, σσ. 90-95.

[10] Γ. Δ. Δημακοπούλου, «Το Εθνικόν Νομισματοκοπείον της Ελλάδος (1828-1833)», Πελοποννησιακά, 8 (1971), σσ. 15-96. Πρόκειται περί συστηματικής μελέτης περί της ιστορίας του Εθνικού Νομισματοκοπείου.

[11] Γεωργίας Π. Κουλικούρδη, Αίγινα III. Τοπογραφικά και ιστορικά στοιχεία για τη νεότερη πόλη (1800-1828), Αθήνα 2006, σσ. 136-138, σημ. 80.

[12] Λαζάρου Θ. Χουμανίδη, «Περί υπό του Καποδιστρίου ιδρυθέντος Ορφανοτροφείου της Αιγίνης», Παρνασσός 31 (1989), σ. 313. Του ιδίου, «Περί της υπό του Ιωάννου Καποδιστρίου ιδρυ­θείσης Εθνικής Χρηματιστικής Τραπέζης», Παρνασσός 36 (1994), σσ. 17-30.

[13] Γ. Δ. Δημακοπούλου, «Το Εθνικόν…», σ. 87.

[14] Περί της οικογενείας Λεβίδη. Σύντομον ιστορικόν απάνθισμα ερανισθέν υπό φίλου της οικογε­νείας εκ των ανεκδότων «Ιστορικών και πολιτικών απομνημονευμάτων», Νικολάου Δ. Λεβίδη, εν Αθήναις 1929, σσ. 3-5.

[15] π. Δ. Στρατή, Ελληνικά έγγραφα του Ειρηνουπόλεως και Βατοπαιδίου Γρηγορίου (1761-1846) από το αρχείο της Μονής Βατοπαιδίου, Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου. Άγιον Όρος 2003, σσ. 25-63.

[16] Διον. Χ. Καλαμάκη, «Το εν τη Βιβλιοθήκη του Φιλολογικού Συλλόγου Παρνασσού υπ’ αριθμ. 3475 χειρόγραφον του αρχείου Ν. Δ. Λεβίδου», Πρακτικά του επιστημονικού συμποσίου «Μνήμη αγίων Γρηγορίου του Θεολόγου και Μεγάλου Φωτίου Αρχιεπισκόπων Κωνσταντινουπόλεως», Θεσσαλονίκη 1994, σσ. 341-349.

[17] Ν. Π. Αποστολοπούλου, Η Βιβλιοθήκη και το ιστορικόν και πολιτικόν αρχείον Νικολάου Δ. Λεβίδη δωρηθέντα τω Φιλολογικώ Συλλόγω Παρνασσώ. Σύντομος μνεία τινών αυτών, Αθήναι ά.χ.

[18] Καποδίστριας προς Μουστοξύδη (6/18 Νοεμβρίου 1827), I. Α. Καποδίστρια Correspondance, τομ. Α’, σσ. 212-216.

[19] Correspondance, τομ. Α’, σσ. 204-205. Πβ. Χ. Π. Μπαλόγλου «Η οικονομική φιλοσοφία του Ιωάννη Καποδίστρια όπως αυτή μετουσιώνεται στο πρόγραμμα οικονομικής πολιτικής», Πρακτικά ΣΤ’ Διεθνούς Πανιονίου Συνεδρίου (Ζάκυνθος, 23-27 Σεπτεμβρίου 1997), τομ. Β’. Αθήνα 2001, σσ. 479-493, εδώ σσ. 490-491.

[20] Α. Δ. Καραγιάννη, «Η οικονομική πολιτική του Ιωάννη Καποδίστρια», Η Αιγινιαία, τχ. 13 (Ιανουάριος-Ιούνιος 2007), σσ. 62-71.

[21] Α. Δ. Καραγιάννη, Ιστορία Οικονομικής Σκέψης: Προ-κλασική περίοδος. Μελέτες. Αθήνα 1998, σσ. 198-9, 290-2.

[22] Ν. Σπηλιάδη, Απομνημονεύματα, τομ. Δ’, τχ. Α’, επιμ. Π. Χριστοπούλου, Αθήνα 1971, σ. 219.

[23] I. Α. Καποδίστρια, Correspondance, τομ. Β’, 1841, σσ. 6-7.

[24] Καποδίστριας προς Μουστοξύδη 23-5-1828, εις Correspondance, τομ. Β’, σ. 107.

[25] Γ. Δ. Δημακοπούλου, «Το Εθνικόν Νομισματοκοπείον…», ό.π., σ. 30.

[26] Α. Μάμουκα, τομ. ΙΑ, σ. 43.

[27] ΓΕΕ, φ. 49 (25-6-1830). Γ. Δ. Δημακοπούλου, «Το Εθνικόν…», σσ. 65-81.

[28] Στην Νεοελληνική ιστορία έχει καθιερωθεί ο όρος «Περίοδος Αναρχίας», για να δηλώσει την χρονική στιγμή από 27.9.1831 έως 30.1.1833. Πβ. Κ. Βακαλοπούλου, Η Περίοδος της Αναρχίας. Θεσσαλονίκη, 1984.

[29] ΦΕΚ, φ. 16, 28 Απριλ./10 Μαΐου 1833. Για το σχετικό διάταγμα, πβ. Γ. Δημακοπούλου «Το Εθνικόν…», σσ. 86-87

[30] Γ. Δημακοπούλου, «Το Εθνικόν…», σ. 87.

[31] Αλ. Κοντοσταύλου, Τα περί των εν Αμερική νουπηγηθέντων (sic) φρεγατών και του εν Αιγίνη Νομισματοκοπείου, εν Αθήναις 1855, σσ. 261-262. Σπ. Λάμπρου, «Το παλάτιον του Μπαρμπαγιαννη», εν περ. Εστία 1887, ο. 266. Του ιδίου, «Τα πρώτα ελληνικά νομίσματα» Μικταί σελίδες, σ. 657.

 

Πηγή : Αργολική Βιβλιοθήκη