Δύο είναι οι μεγάλες παρακαταθήκες της πόλης του Ναυπλίου στο νεότερο ελληνικό κράτος, και οι δύο αυτές παρακαταθήκες ανήκουν στη σφαίρα του πνευματικού πολιτισμού. Συγκεκριμένα αυτές είναι, ο πολιτισμός ψυχής του Ιωάννη Καποδίστρια, που ένα μεγάλο μέρος αυτού το κατέθεσε στο έθνος από την πόλη του Ναυπλίου και αυτός ο πολιτισμός απετέλεσε την κρηπίδα σε ό,τι γενικά οικοδόμησε κατά την διακυβέρνηση αυτού του τόπου. Η δεύτερη παρακαταθήκη είναι το «όχι δεν υπογράφομεν», η γενναία αυτή απάντηση των δικαστών Τερτσέτη και Πολυζωΐδη κάτω από την απειλή των όπλων σχετικά με την εις θάνατον καταδίκη του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη1, στάση που ανέδειξε νομικό πολιτισμό εφ’ όσον αποφασιστικός παράγοντας και αρμόδιος κριτής είναι η ελευθέρα συνείδηση των δύο αυτών ανθρώπων και τέτοια αρμοδιότητα ούτε ο νομοθέτης έχει, ούτε το κράτος, ούτε το κόμμα, ούτε η πλειοψηφία. Και μας διδάσκουν ότι η ελευθερία της συνείδησης δεν πρέπει να θίγεται από καμιά σκοπιμότητα ούτε στο απειροελάχιστο. Επ’ ευκαιρία δε της αναφοράς μας στα δύο αυτά μεγάλα ονόματα της ελληνικής αλλά και της ευρωπαϊκής δικαιοσύνης, πρέπει ν’ αναρωτηθούμε πόσες φορές ο δικαστής δεν αίρει το σταυρό του; Αλλά τότε και μόνο τότε είναι δικαστής. Και δικαστής είναι εκείνος που έχει τη δύναμη να λυπήσει κυβερνήσεις,όχλους και τύπο και να πει σιωπή.

 

…ελπίζω ότι όσοι εξυμών συμμετάσχουν εις την κυβέρνηση θέλουν γνωρίσει ότι δεν είναι δυνατόν να λαμβάνουν μισθούς αναλόγους με τον βαθμόν του υψηλού υπουργήματός των και με τας εκδουλεύσεις των αλλά ότι οι μισθοί ούτοι πρέπει να αναλογούν ακριβώς με τα χρηματικά μέσα, τα οποία έχει η κυβέρνηση εις την εξουσίαν τους. Τα αξιώματα είναι τιμητικά και ο αναμειγούμενος στην πολιτείαν δεν κάνει εμπορικήν επιχείρησιν

Αν αγαπητοί μου το γεγονός αυτό δεν θεωρείται νομικός πολιτισμός, διερωτάται κανείς τι θα μπορούσε να θεωρείται, σε μια εποχή μάλιστα που όχι μόνο νομική επιστήμη δεν υπήρχε στην Ελλάδα αλλά ούτε στοιχειώδες πανεπιστήμιο.

 Επανερχόμενοι στο πρόσωπο του Ιωάννη Καποδίστρια, που η διημερίδα μας είναι αφιερωμένη, ενσαρκώνεται ο πολιτικός πολιτισμός, όρος στον οποίο νοηματικά θα σταθούμε διότι σήμερα όλο και περισσότερο λέγεται, προσδιορίζοντας ακόμη και συμπεριφορές που θεωρούνται αυτονόητες. Πρέπει ο όρος αυτός να εστιάζεται σχεδόν αποκλειστικά στους τρόπους «ευπρεπούς συμπεριφοράς» ανάμεσα στους πολιτικούς αντιπάλους όπως συμβαίνει συνήθως; Όμως η πολιτική και η τέχνη της δεν είναι σαλόνι που ανταλλάσσονται φιλοφρονήσεις. Ασφαλώς και θα δεχτούμε μια τέτοια ερμηνεία του όρου, ότι δηλαδή οι καλοί τρόποι είναι πολιτικός πολιτισμός αλλά οι αξιοπρεπείς σχέσεις είναι παρεπόμενο ή συνέπεια στην όποια πολιτική στοχεύει στην άνοδο του ατόμου και της κοινωνίας, η οποία πρόοδος ασφαλώς έχει ως προϋπόθεση το στοιχείο της ποιότητας.

θα συνεχίσω εκπληρών πάντοτε το χρέος μου ουδόλως φροντίζων περί του εαυτού μου και ας γίνει ό,τι γίνει

Αλλά για να υπάρξει ποιότητα πρέπει απαραίτητα η πολιτεία, κατ’ επέκταση η κοινωνία να είναι γερά θεμελιωμένη πάνω στις υπερχρόνιες αξίες του πολιτισμού. Η δε πολιτεία, να αποτελέσει εκπαιδευτήριο που να εμπνέει την αρετή, να μη διδάσκει το έχειν και το κατέχειν αλλά ότι η αρετή είναι το συμφέρον αν το κράτος θέλει να έχει διάρκεια θάλλουσα ως και αντιστάσεις σε επερχόμενα δεινά.

 Και να έρθουμε στον Ιωάννη Καποδίστρια, ο οποίος είχε αυτό τον άχαρο ρόλο της συγκρότησης κράτους. Eίχε βαθιά επίγνωση τι είδος κράτος αλλά και τι πολίτη έπρεπε το κράτος αυτό να διαπλάσει. Επιμελώς προσεγγίζοντας το μεγάλο του έργο διαπιστώνουμε ότι αυτός όχι απλά και μόνο απέβλεπε στην τεχνική σημασία του όρου δηλαδή στη δημιουργία ενός μηχανισμού διοίκησης, εκπαίδευσης, άμυνας, αστυνόμευσης κλπ. Αλλά σύμφωνα με υπάρχουσες πλείστες μαρτυρίες, επεδίωκε ο,τιδήποτε θεμελιωθεί για να λειτουργήσει στο πλαίσιο του νέου κράτους, έπρεπε να λάβει και πνευματική υπόσταση που να μπορεί να προσανατολίζει τον πολίτη σε αξίες, ώστε αυτός να ανέρχεται καθημερινά. Με άλλα λόγια επιθυμούσε τη δημιουργία ενός έμψυχου κράτους που οι ίδιοι οι πολιτικοί να γίνονται υποδείγματα να εμπνέουνκαι να παραδειγματίζουν με την προσωπική και δημόσια ζωή και να είναι έτοιμοι να θυσιαστούν, στην περίπτωση που αυτό θα τους ζητηθεί και πάνω απ’ όλα αυτοί να βρίσκονται σε μέθεξη με τις αρετές, των οποίων η κοινωνία υπάρχει ανεξάρτητα από εμάς. Η αντίληψη, ότι η πολιτική καθ’ αυτή διαμορφώνει τον πολιτισμό, φαίνεται από τον ανθρωπισμό που αυτός εκδήλωνε με την εναγώνια καθημερινή του φροντίδα προς τους ταλαιπωρημένους γραικούς, θύματα της σκλαβιάς και των εμφύλιων σπαραγμών. Υψώνει το ηθικό του ανάστημα και προβάλλει τους ηθικούς νόμους και την επιτέλεση του καθήκοντος.
 

Πίστευε σε μια έμψυχη κρατική μηχανή πάνω απ’ όλα ανθρώπινη για να σταθεί κοντά στον Έλληνα, γαλουχημένο από τον ραγιαδισμό τεσσάρων και πλέον αιώνων που κατά τον Κωνσταντίνο Τσάτσο, «αυτός δεν αποβάλλεται εύκολα και έχει ο ραγιαδισμός δύο όψεις την ευτέλεια εμπρός στον κρατούντα και τη δυσπιστία σχεδόν την έχθρα, απέναντι σε κάθε εξουσία, κάποτε την ευτέλεια την αντικαθιστά το αντίθετό της, το πνεύμα της υποταγής, της ανταρσίας.

 Η δυσπιστία πάλι, αυτή αντιθέτως συνεχίζεται αναλλοίωτη είτε το κράτος είναι κράτος βίας είτε είναι κράτος δικαίου»2.
 
Ο Καποδίστριας γνώστης αυτής της πνευματικής αβιταμίνωσης και καχεξίας και εξαιτίας του ραγιαδισμού, πάση θυσία, πιστεύει ακράδαντα ότι πρέπει να θεμελιώσει μαζί με το κράτος και τον μηχανισμό του τις βαθύτερες ανάγκες του πολίτη που δεν ήσαν από τις πνευματικές. Μια τέτοια λοιπόν οικοδομή χρειάζεται η θεμελίωσή της να έχει μεγάλο βάθος και στερεότητα.

Ο Καποδίστριας είναι ο πρώτος πολιτικός της Ελλάδας που δίδαξε τον πολιτικό πολιτισμό

Ασφαλώς η φωνή που ακούγεται μέσα του δεν ήταν άλλη από τη φωνή της προσφοράς, όχι μόνο υλικής αλλά και πνευματικής. Τον διακατείχε η κοσμοθεωρία της πλατωνικής «μέθεξης» ή της πρόσκτησης της αρετής (κεκτημένο στοιχείο από τις φιλοσοφικές του σπουδές στην Ιταλία3), καθώς και της χριστιανικής πίστης στοιχείο της οικογενειακής του παράδοσης. Πράγματι ο ανθρωπισμός του που εκδηλώνεται απ’ τα πρώτα χρόνια της σταδιοδρομίας του, ξεκινάει με τις θεμελιώδεις προτάσεις υπερφυσικής πίστεως, οι δε αναφορές του στο θείο, ιδιαίτερα στην πρόνοια του Θεού, δεν απολείπουν σχεδόν καθόλου από όλα τα κείμενά του,που ιδιαίτερα αυτές είναι κατάσπαρτες στην προσωπική του επιστολογραφία, «αφήνοντες το μέγα κατόρθωμα τούτο εις την Θείαν Πρόνοιαν ήτις μόνην η κυρία των εθνών»4.

Για τον Καποδίστρια η εξουσία αλλά και η κοινωνία οφείλουν να έχουν ηθική θεμελίωση, είναι διακηρύξεις που τις έκανε και πριν από τον ερχομό του στην Ελλάδα ,ως κυβερνήτης, στο μανιφέστο του: «ΣΚΕΨΕΙΣ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΠΩΣ ΗΘΕΛΕ ΝΑ ΒΕΛΤΙΩΘΕΙ ΤΩΝ ΓΡΑΙΚΩΝ Η ΣΤΑΣΙΣ»5. Πρόκειται για κείμενο που πρωτοδημοσιεύτηκε στα πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών από την Ελένη Κούκου, τη μνήμη της οποίας τιμούμε και σήμερα μετην παρούσα εκδήλωση. Μεταξύ λοιπόν πολλών του παραινέσεων γράφει: «Η προς τους συμπατριώτες ημών ευεργεσία δια μόνην την αγάπην του καλού και χωρίς κανέναν άλλον οποιονδήποτε σκοπόν, η βελτίωσις δια τούτου της νυν καταστάσεως των και η προπαρασκευασία των ουτω δια τα μεγάλα εκείνα καλά ενός ηθικού πολιτισμού, αποφεύγοντες το να στηρίξομεν τον πολιτισμόν τούτον επάνω στις βάσεις του αυτοπροαιρέτου…», στη συνέχεια σε άλλο σημείο γράφει: «αλλ’ ημείς δεν έχομεν μόνον χρείαν από την φιλοσοφικήν ανατροφήν μόνην. Η πατρίς επιζητεί και άλληνέτι, και αυτή είναι η ηθική», και «…άνθρωπος όστις απέριψεν επανωθείς προ ολίγου τον ζυγόν δύναται να εκτείνη ταχέως τον νουν του εις ελευθερίους ιδέας και πνεύματα, αλλά δια να τα βάλη και εις πράξιν χρειάζεται περισσότερον τι χρειάζεται, λέγω, να έχει ο άνθρωπος ούτος ευμενή και αγαθήν ψυχήν, καθώς μας διδάσκει το άγιον Ευαγγέλιον.

Οι πολιτικοί να γίνονται υποδείγματα να εμπνέουν και να παραδειγματίζουν με την προσωπική και δημόσια ζωή και να είναι έτοιμοι να θυσιαστούν

Εκτός δε τούτου, ουδέν τω όντι αγαθόν και υγιές «ή τα ελευθέρια ταύτα νοήματα και ιδέαι κατακάθηνται εις το πλήθος των εμφράξεων και απομένουσιν άπρακτοι ή γίνονται έτι το όργανον της φιλοδοξίας και του ιδιαιτέρου συμφέροντος.Τότε αυταί δεν έχουσι πλέον κανέν ελκυστικόν, αντί να αγαπώνται μισούνται μάλλον από τον Λαόν. Ο δε πολιτισμός τού τουαντί να προβαίνει οπισθοδρομεί». Και προς το τέλος αναφέρει σθεναρά: «Πάλιν το λέγωμεν, οι Γραικοί πρέπει ν’ ασχολούνται μόνον και αποκλειστικώς εις την ηθικήν και φιλοσοφικήν ανατροφήν της Ελλάδος, κάθε άλλος είναι μάταιος και επικίνδυνος, κάθε άλλος κόπος». Προκειμένου λοιπόν να εδραιώσει τέτοιες πνευματικές αρχές για την ανασυγκρότηση της χώρας έδωσε όλο το βάρος του σε τρεις παράγοντες: στην παιδεία, στην εδραίωση του κύρους της Εκκλησίας και στη συμπεριφορά των αρχόντων,των πολιτικών προσώπων, των οποίων η στάση ζωής θα πρέπει να παραδειγματίζει, να εμπνέει τον πολίτη με τις αξίες του πολιτισμού, οι οποίες δε διδάσκονται αλλά εμπνέονται. Η δε αρετή δεν είναι κατάσταση αλλά αγώνισμα.

Μέσα από αυτούς τους παράγοντες, ο Καποδίστριας δίνοντας ιδιαίτερη σημασία, πίστευε ότι θα αντιμετωπίζονταν τα μεγάλα προβλήματα της ζωής των συμπατριωτών του διότι η συνισταμένη τους με κοινό στόχο υπήρξε ανθρωποκεντρική κατ επέκταση πως όλες οι αξίες όφειλαν να είναι υπηρέτες του ανθρώπου. Και ως προς τη παιδεία όπως διαπιστώνουμε από το πλούσιο έργο του έδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα καταβάλλοντας υπεράνθρωπες προσπάθειες, επιστρατεύοντας όλες του τις δυνάμεις να μορφώσει τους νέους της πατρίδας του και στη συνέχεια να τους αξιοποιήσει. Προσπάθεια λοιπόν διάπλασης του ραγιά ώστε να αφυπνιστεί ο εσωτερικός του κόσμος. Έτσι επιδόθηκε στη συστηματική ίδρυση των αναγκαίων εκπαιδευτηρίων που χρειάζεται ολαός. Κατέστησε την Αίγινα μάλιστα εκπαιδευτικό κέντρο ιδρύοντας τις βασικές βαθμίδες του εκπαιδευτικού του συστήματος6.Θεωρούσε αυτό ως τον βασικό μετασχηματιστή του πολιτισμού. Αλλά το εκπαιδευτικό έργο του Καποδίστρια είναι μια εξαιρετικά μεγάλη ενότητα που δεν μπορεί να ενταχθεί στην παρούσα μελέτη.

Ως προς το θεσμό της Εκκλησίας, ο Καποδίστριας έτρεφε ιδιαίτερο σεβασμό7, εκτιμούσε πολύ τον σπουδαίο αυτόν παράγοντα της κοινωνικής ζωής και ανεγνώριζε, τον «ηθοποιόν της Εκκλησίας ρόλον», γιατί όπως γράφει ο Απ. Βακαλόπουλος «οι εκκλησίες υπήρξαν πραγματικές νησίδες σωτηρίας μέσα στον ταραγμένο ωκεανό της σκλαβιάς και της βαρβαρότητας»8. Στον χώρο της εκκλησίας πραγματοποιείτο η αβίαστη ενσωμάτωση των ελλήνων, η εξημέρωση των ηθών, η κατήχηση, ο σωφρονισμός, η φιλαλληλία…Με απλά λόγια, η εκκλησία για τον Καποδίστρια λόγω της χρονικής της διάρκειας πριν και κατά την Τουρκοκρατία εξυπηρετούσε ιδιαίτερα τον στόχο της κοινωνικής συνοχής στον οποίο ο ίδιος κατέτεινε. Στις 12 Σεπτεμβρίου 1829, σε εγκύκλιό του προς τους μητροπολίτες ο Καποδίστριας αναφέρει μεταξύ άλλων: «Κηρύξατε την ειρήνην, ευαγγελίσασθε την ομόνοιαν, διδάξατετην φιλαδελφίαν, την προς αλλήλους αγάπην….»9 επιπλέον ζητάει να είναι οι ιερομένοι «συμπάσχοντες μετά των πασχόντων…βαστάζοντες τας ασθενείας του ποιμνίου σας ως τυπος του Αρχιποιμένος Χριστού: Η παραμυθία ως προς τους πάσχοντας, η φιλανθρωπία προς τους δυστυχούντας, είναι χρέη τα οποία σας διδάσκει ο πατήρ των οικτηρμών»10. Υποδείκνυε τον τρόπο συνεργασίας με την εκκλησία και ιδιαίτερα τον τρόπο με τον οποίο επιθυμούσε τη δραστηριοποίηση του ιερατείου «Ο μόνος σκοπός ως προς τοκέντρο της ηθικής ανατροφής δε μπορεί να είναι άλλος παρά η σύσταση του ιερατείου…», έλεγε11. Κυρίως όμως οι θέσεις του για τη συμπεριφορά των πολιτικών, όπως ο ίδιος τη μετουσίωνε στην πράξη, πέρα από τα κείμενα του, που επισφράγιζε τον πολιτικό πολιτισμό σε μια περίοδο τόσο βυθισμένη στο σκοτάδι της αμάθειας. Ο Καποδίστριας είναι ο πρώτος πολιτικός της Ελλάδας που δίδαξε τον πολιτικό πολιτισμό πράττοντας12, επειδή ο ίδιος τον είχε ενστερνιστεί, έθετε τον εαυτό του ως παράδειγμα και προσπαθούσε να το μεταδώσει σε όλους τους πολιτικούς συνεργάτες του.
 

Περιόρισα τα έξοδα δια εμέ και τον υπηρέτην μου μόνον εις 60 φράγκα τον μήνα και όλον τον υπόλοιπον μισθόν μου τον διαθέτω δια την Ελλάδα

Σχετικά με τις αξίες που ακολούθησε σ’ όλη τη ζωή του μέχρι το τέλος γράφει προς τον Εϋνάρδο λίγες μέρες πριν το τραγικό τέλοςτου: «ούτε ο φόβος των μηχανορραφιών ούτε αι μακραί συκοφαντικαί στήλαι μερικών εφημερίδων δεν θέλουν με παρεκλείνει ποτέ της πορείας την οποίαν εχάραξα εις την ζωή μου. Ας λέγουνκαι ας γράφουν ό,τι θέλουν, θα έλθει όμως ο καιρός τε οι άνθρωποι κρίνονται όχι με όσα είπον ή έγραφον περί των πράξεών των,αλλά κατ’ αυτήν την μαρτυρίαν των πράξεών των. Υπ’ αυτής της πίστεως ως αξιώματος δυναμούμενος έζησα μέσα εις τον κόσμον,με θεμέλιον αυτάς τας πνευματικάς αρχάς μέχρι τώρα οπότε ευρίσκομαι περί την δύσην της ζωής μου και υπήρξα πάντοτε ευχαριστημένος διά τούτο μου είναι αδύνατον πλέον ν΄ αλλάξω τώρα,θα συνεχίσω εκπληρών πάντοτε το χρέος μου ουδόλως φροντίζων περί του εαυτού μου και ας γίνει ό,τι γίνει»13. Ο ίδιος ως προσωπικότητα με την πολιτική του πράξη έθετε τον εαυτό του ως κανόνα. Πίστευε στην πράξη ως τον μεγαλύτερο δάσκαλο, γιατί είχε τη δυνατότητα να συντηρεί μέσα του τον θησαυρό των πνευματικών αξιών. Οτιδήποτε και αν εγίνετο απέξω, μπορούσε γύρω του να ακτινοβολεί. Γράφει μάλιστα στο μανιφέστο του σχετικά με την αξία της πράξης: «Η ελευθερία είναι μια επιστήμη, καθότι θεμελιωταί επάνω εις τας αρχάς είναι και τέχνη καθότι η πλέον υψηλή ευφυής διδασκαλία δεν εξισούται με μιαν αγαθήν πράξιν,και καθότι το παν εις την διοίκησιν είναι πράξις»14.

 Στον πρόκριτον του Ναυπλίου Αναγνώστη Δεληγιάννη, ο οποίος αντέδρα στις ενέργειες του Κυβερνήτη να διαθρέψει τους αποθνήσκοντες εκ της πείνας πρόσφυγας του Ναυπλίου, γράφει (10 Μαΐου 1828),με θαυμαστή παρρησία του υπενθυμίζει πως ο ίδιος ως άρχοντας πρέπει να δίνει το παράδειγμα στους αρχόμενους: «Αξίζει άραγε τον κόπον το να προσμένετε πρόσκληση έγγραφον δια τοσαύτην ποσότητα, εν ω το παράδειγμά σας πρέπει να οδηγεί τους άλλους ευλόγως ατενίζοντας προς υμάς;…»15. Ο Καποδίστριας ό,τι έπραττε, το έπραττε ως άνθρωπος του υπέρ εγώ, ως τύπος που δεν έβλεπε τον εαυτό του άλλως πως παρά ως διάκονο των συνανθρώπων του κάνοντας πόνο του τον πόνο των άλλων και χαράτη χαρά τους. Όλα δείχνουν πως κατευθυνόταν από μια κοσμοθεωρία αξιών στην οποία είχε στηρίξει τη ζωή του έτσι, ό,τι για τον πάσχοντα ήταν βαθιά θεμελιωμένο στην ευαγγελική αγάπη και όχι ξεκάρφωτα, γιατί οτιδήποτε πνευματικό χωρίς κοσμοθεωρία δεν είναι νοητό. Ο ανθρωπισμός του και γενικά οι αξίες του πολιτισμού τον διακατείχαν σ’ όλη του τη ζωή. Ο ανθρωπισμός του δεν ήταν όμοιος με εκείνον των λογίων, ήταν, καθαρά ανθρωπισμός του αγώνα και της θυσίας. Όταν τρομερή πανώλη ξέσπασε στην Ύδρα, στους πρώτους κιόλας μήνες της διακυβέρνησής του,κινητοποίησε τους πάντες δίνοντας ο ίδιος το παράδειγμα, μεταβάς αυτοπροσώπως στην πανώληκτον νήσον, αδιαφορώντας για τον προσωπικό κίνδυνο, ενισχύοντας τους κατοίκους και υποδεικνύοντας σ’ αυτούς τρόπους περιορισμού του κακού: «Ανυπόμονος δε είμαι, τους γράφει, να φθάσω προς υμάς, φέρων πάντα τα δυνατά παρηγορήματα»16. Ο Καποδίστριας συμμερίζετο το δράμα της αρρώστιας όπως και τη πείνας, του λαού εν γένει, όταν ήταν επείγουσα ανάγκη να βελτιώσει τη τροφή του εξαιτίας της κακής του υγείας, αυτός απάντησε: «τότε μονάχα θα βελτιώσω την τροφήν μου, όταν θα είμαι βέβαιος ότι δεν υπάρχει ούτε ένα ελληνόπουλο που να πεινάει…»17. Η κοινωνική του προσφορά ήταν ασφαλώς η καλύτερη εγγύηση της πνευματικής του ωριμότητας. Από τα πρώτα χρόνια της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας επέδειξε την ανθρωπιά του. «Οι πάσχοντες φτωχοί τον έκαναν παρήγορον ιατρόν ευεργέτην πατέρα»18. «Από εκείνης της εποχής ο νεαρός ιατρός διακρίθη δια την προθυμίαν του, όπως παρέχει φιλανθρώπους υπηρεσίας αφιλοκερδώς εις τους άλλους καιεις τον χαρακτήρα του ευγενούς κόμητος διεγνώσθη ότι το ιδανικόν της εκπληρώσεως ενός υψηλοτέρου καθήκοντος, είχε παραγνωρίσει τελείως κάθε ίχνος ατομικού συμφέροντος»19.
 
 Ας λέγουν και ας γράφουν ό,τι θέλουν, θα έλθει όμως ο καιρός τε οι άνθρωποι κρίνονται όχι με όσα είπον ή έγραφον περί των πράξεών των,αλλά κατ’ αυτήν την μαρτυρίαν των πράξεών των

Περισσότερο χαρακτηριστικά ανθρώπινη υπήρξε η λιτότητα του βίου του. Πολλά περιστατικά της πολυκύμαντης ζωής του μαρτυρούν περί της ταπεινοφροσύνης του ανδρός. Η ζωή της πολυτέλειας και του πλούτου, μέσα στην οποία ήταν υποχρεωμένος να ζει, οι τιμές και η δόξα και τα εγκώμια και τα παράσημα άφησαν εντελώς κενόν και ανεπηρέαστον τον κατά βάθος ασκητικόν χαρακτήρα του Καποδίστρια. Όταν το 1822 υπέβαλε τη παραίτησή του από υπουργός των εξωτερικών της Ρωσίας και εγκατεστάθηκε στη Γενεύη κατώκησεν σε δύο φτωχικά δωμάτια ενώ είχε τη δυνατότητα να κατοικήσει σε πολυτελέστατο οίκημα. Στις ερωτήσεις των αριστοκρατών γιατί ζούσε τόσο περιορισμένα οικονομικά, έδινε την καταπληκτικήν απάντησην «Κρούων ταυτοχρόνως την θύραντων πλουσίων και των φτωχών, ζητών των οβολών των δια να αποστέλλω τρόφιμα και πολεμοφόδια εις τον αγωνιζόμενον ελληνικόν λαόν, έπρεπε να διδάσκω δια του παραδείγματος. Περιόρισα τα έξοδα δια εμέ και τον υπηρέτην μου μόνον εις 60 φράγκατον μήνα και όλον τον υπόλοιπον μισθών μου τον διαθέτω διατην Ελλάδα20. Συνέπασχε με τον βασανιζόμενο από τη δυστυχία λαό του. «Όταν έφθασε στο Ναύπλιο είχε φέρει μαζί του λίγα έπιπλα από τη μικρή του οικία που διέθετε στη Γενεύη. Μόλις αντίκρισε την αθλιότητα και τις τρώγλες της Ελλάδας διέταξε να καρφωθούν πάλι τα κυβώτια και να αγοράσουν κάποια στοιχειώδηγια τη στοιχειώδη επίπλωση της μικράς του οικίας»21. Αν και το παρουσιαστικό του, από πολλές περιγραφές και από πορτραίτα, δείχνει όντως επιβλητικό με φινέτσα αριστοκρατική εντούτοις, στον ρακένδυτο ελληνικό λαό κατά τις περιηγήσεις του εμφανίζετο ντυμένος απέριττα και απλά. Χαρακτηριστικό είναι το επεισόδιο που διηγείται ο γραμματεας του, που σε τις περιοδεία του ο λαός θεώρησε ως τον κυβερνήτη του τον προηγούμενον της ακολουθίας ταχυδρομικόν οδηγόν επειδή ήταν ασύγκριτα καλύτερα ενδεδυμένος22. Και ως προς την διατροφή του υπήρξε ιδιαίτερα λιτοδίαιτος περιορίζοντας στο κατώτερο όριο τα έξοδα φαγητού-παρά την ασθενική υγεία του-εφόσον όπως έλεγε, υπήρχαν τόσο και τόσοι πεινούντες Έλληνες και δη παιδιά23.

 Αλλά το μεγαλείο του ψυχικού του πολιτισμού φάνηκε όταν σαυτόν και στο επιτελείο του με ειδικό ψήφισμα της Δ΄ Εθνοσυνέλευσης του Άργους (4 Αυγούστου 182924),παραχωρείτο ο προβλεπόμενος μισθός. Στους συνέδρους απάντησε: «…ελπίζω ότι όσοι εξυμών συμμετάσχουν εις την κυβέρνηση θέλουν γνωρίσει ότι δεν είναι δυνατόν να λαμβάνουν μισθούς αναλόγους με τον βαθμόντου υψηλού υπουργήματός των και με τας εκδουλεύσεις των αλλά ότι οι μισθοί ούτοι πρέπει να αναλογούν ακριβώς με τα χρηματικά μέσα, τα οποία έχει η κυβέρνηση εις την εξουσίαν τους. Τα αξιώματα είναι τιμητικά και ο αναμειγούμενος στην πολιτείαν δεν κάνει εμπορικήν επιχείρησιν»25. Τα πολιτικά του πιστεύω και οι πολιτικές του πράξεις εμπεριέχουν έντονα το ανθρώπινο στοιχείο, εμπεριέχουν ποιότητα που δεν προέκυψε ξαφνικά εξαιτίας της φτώχιας και της ανέχειας που αντιμετώπισε ερχόμενος στην Ελλάδα. Και πριν, ως διπλωμάτης υπήρξε διαφορετικός εξαιτίας των ηθικών του αρχών δεν υιοθέτησε τις αρχές της raison d’état, ό,τι δηλαδή υπαγόρευε και καθιέρωνε η επίσημη ευρωπαϊκή διπλωματία. Γι΄ αυτόν η εποχή κατά την οποία οι μυστικές υποθετικές συμμαχίες μπορούσαν να σώζουν αυτοκρατορίες είχε περάσει. Καταδίκαζε ανοιχτά τις μεθόδους της μυστικής διπλωματίας που ήταν ξένες με το ιδανικό του Καποδίστρια. Αν και ο διαμελισμός της Πολωνίας έκλινε υπέρ των ρωσικών συμφερόντων εντούτοις αντιτάχθηκε στη συγκατάθεση του τσάρου προς τις άλλες δυνάμεις για το διαμελισμό της26.

Με σθένος, σε ειδικό μνημόνιο τάχθηκε υπέρ της κατάργησης του δουλεμπορίου των μαύρων της Αφρικής τονίζοντας προς πάσα κατεύθυνση την κατάργησή του υποστηρίζοντας την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Και αυτό σε μια εποχή που αυτή η πολιτική θέση ερχόταν σε κραυγαλέα αντίθεση με τα οικονομικά συμφέροντα των αποικιοκρατών, ιδιαίτερα της Αγγλίας27.

τότε μονάχα θα βελτιώσω την τροφήν μου, όταν θα είμαι βέβαιος ότι δεν υπάρχει ούτε ένα ελληνόπουλο που να πεινάει…

Το μεγάλο του ενδιαφέρον για την παιδεία, η αναζωογόνηση του ρόλου της εκκλησίας και κυρίως η στάση της προσωπικής και δημόσιας ζωής του, περνούσαν στον κόσμο το μέγεθος της αγάπης του για τον άνθρωπο, εξάλλου ο πνευματικός πολιτισμός θεμελιούται επάνω στην αγάπη. Γι’ αυτό και ο κόσμος ανταποκρινόταν στην αγάπη αυτή, γράφει ο Β. Φίλιας: «Είναι χαρακτηριστικόν ότι αυτόν τον αποστασιοποιημένον άνθρωπον, φοβερά αποστασιοποιημένο άρχοντα τον λάτρευε ο λαός. Όλες οι περιγραφές επιβεβαιώνουν ότι οπουδήποτε πήγαινε γινόταν χαλασμός»28. Ο Καποδίστριας πίστευε πως αν το νεοϊδρυθέν κράτος αφυπνίζετο πνευματικά θα μεταβάλλετο σε έμψυχο και όχι σε γραφειοκρατικό φορέα. Παράλληλα δε με την τόνωση της πίστης ,οι ηθικές αξίες θα δημιουργούσαν στις ψυχές του κόσμου τον γνήσιο πνευματικό πολιτισμό που θα αποτελούσε το αντίβαρο στην κοινωνική δυστυχία που κληροδότησε η μακρόχρονη σκλαβιά.

 Ο Καποδίστριας υπήρξε ότι μεγάλο και ωραίο έχει να παρουσιάσει η σύγχρονη Ελλάδα. Μπόρεσε να προβλέψει στα τρία χρόνια της διακυβέρνησής του τις πτυχές της ζωής των πολιτών, τις βασικές τους ανάγκες, χωρίς να παραβλέψει την πνευματική θεμελίωση των θεσμών, την οποία περίτρανα επιβεβαίωνε με το προσωπικό του παράδειγμα, με τις προσωπικές του θυσίες με αποκορύφωμα της θυσίας της ίδιας του της ζωής. Και η θυσία ως υπέρλογο,είναι το μέσο εκείνο που θα εμπνεύσει πολιτισμό, ο καθηγητής Γ.Αναστασιάδης γράφει: «Οπωσδήποτε όπως προκύπτει και από τα πολιτειακά του κείμενα και την πολιτική του πράξη, ο κυβερνήτης έφθασε και ξεπέρασε κάποιους άλλους μέσους όρους. Αυτούς της ηθικής και της ανθρώπινης διάστασης, που πρέπει να διαθέτει η άσκηση κάθε πολιτικής εξουσίας έτσι ώστε ο πολιτικός θεσμός των εκάστοτε φορέων της όχι μόνο να επιβάλλεται αλλά και να πείθει και κυρίως να διαπαιδαγωγεί»29.
 

Αλλά και Ευρωπαίοι πολιτικοί και διπλωμάτες επεσήμαναν αυτόν τον πολιτισμό ψυχής του Καποδίστρια που προσπάθησε να μεταφέρει, εδικότερα η Ελένη Κούκου σχολιάζουσα την άποψητου Goethe γραφει, «Ο Καποδίστριας πίστευε ότι θα μπορούσε νακάνει όλους τους ανθρώπους τόσο τίμιους όσο τίμιος ήταν καιο ίδιος. Στην προσπάθειά του αυτή θα δοκίμαζε τις μεγαλύτερες απογοητεύσεις και θα συναντούσε τις πιο βαθιές αντιδράσεις» 30.Με άλλα λόγια η περίπτωση του Καποδίστρια άπτεται της σκέψης του Andre Maurois: «για να επέλθει ανύψωση της κοινωνίας,η πολιτική επανάσταση δεν αρκεί μόνο, αλλά είναι αναγκαίο να επέλθει ριζική αλλαγή και μεταβολή μέσα στο άτομο. Το άτομο που θα ρυθμίζει τη συμπεριφορά και τις πράξεις του, όχι κατά το«δοκούν» ή το «παραχρήμα ηδύ», αλλά σύμφωνα προς τις αρχέςκαι τις αξίες αιωνίου κύρους. Και ας έχουμε πάντα υπόψιν μας ειδικά αυτοί που ασχολούνται με την πολιτική, ότι αν και η πολιτική συμβαίνει να είναι και ανήθικη εξαιτίας των ειδικών σκοπιμοτήτων που εξυπηρετεί, ο πολιτικός οφείλει πάση θυσία να είναι ηθικός. Η δε ηθική είναι άκρως απαραίτητη για να χτίζει πολιτικός πολιτισμό.

 
 Βασίλειος Χαραμής Πρόεδρος Πνευματικού Ιδρύματος«Ιωάννης Καποδίστριας»

 


1. Βλ. τα υπ αριθμ. 448,449 έγγραφα των αποφάσεων του Εγκληματολογικού Δικαστηρίου του Ναυπλίου που περιέχονται στη «ΝΑΥΠΛΙΑ» του Μ. Λαμπρινίδη σελ.578-588 και γενικά περί της δίκης του Κολοκοτρώνη.

 2. Κ. Τσάτσος, Ιωάννης Καποδίστριας, Διακόσια χρόνια από τη γέννησή του,Αθήνα 1976, εκδ. Οργανισμός Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων σελ. 14 Βλ. και τον συλλογικό τόμο «Έτος Καποδίστρια. Οι επίσημες ομιλίες», ΕθνικόΤυπογραφείο, Αθήνα 1978 σελ 7
3. D. Arliotti, σελ 3 – Κ. Καιροφύλα. Τα νεανικά χρόνια του Καποδίστρια. Αθήνα1936 σελ 7 κ.α.

4. ο.π. 3 και Ε. Κούκου <Ιωάννης Καποδίστριας ,το υψηλόν του ήθος>

5. Βλ. Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών τομ. 72, τεύχος Α΄1997 Ελένης Κούκου.

6. Το τεράστιο θέμα περί της διαδόσεως και οργανώσεως υπό του Καποδίστρια της παιδείας μεταξύ πολλών ερευνητών η Ελένη Κούκου το διαπραγματεύεται σεμελέτη δια μακρόν αλλά και σε άλλες που αναφέρονται στο έργο του.

7. Ch. A. Frazzee μεταφρ Ι. Ροηλίδη, Ορθόδοξη Εκκλησία και ελληνική ανεξαρτησία. Αθήνα 1987 σελ 119

8. Γ. Α. χώρας «Η ανέγερσης ναών επί Τουρκοκρατίας» περιοδικό Θεολογία τόμος Ξ β΄ (1991) σελ.528-559.

9. Τάσος Αθ. Γριτσόπουλος «Η υπό τον Καποδίστρια διορισθείσα πενταμελής εκκλησιαστική επιτροπή και το έργον αυτής» Εκκλησία, τομ. Α΄(1953),σελ. 202,241,276, 299, 331, 355 Καποδίστρια, Επιστολαί τομ. Δ΄σελ. 427, 430

10. Όπως ανωτέρω σελ. 355
11. Καποδιστρίου Ιωαν. Επιστολαί μεταφρ Μιχ. Σχινά τομ. Δ΄, Αθήνα 1844, σελ427, 430
 
12. βλ. Ε. Κούκου, Ειδικό Αφιέρωμα εις μνήμην Αλ. Γκιάλα (Γ. Βερίτη), Αθήνα 1955

13. Ι. Καποδίστρια, Επιστολαί, Αθήνα 1841, τόμος Δ΄σελ. 302

14. Helene E. Koukou, Le texte grec inédit de la circulaire de Ioannis Capodistrias,du 6/18 avril 1819 ( Το ανέκδοτο ελληνικό κείμενο της εγκυκλίου επιστολής του Ιωάννη Καποδίστρια της 6/18 Απριλίου 1819 υπό την Ελ. Κούκου δια τον ακαδημαϊκόν κ. Ευάγγελον Μουτσόπουλον).
15. Επιστολαί, Β΄σελ. 85 κ.ε

16. Επιστολαί, Β΄ σελ. 47, 49, 50 κ. ε

17. «Γενική Εφημερίς της Κυβερνήσεως», Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 1831

18. Σπ. Δε-Βιάζης-Ιωάννης Καποδίστριας ως ιατρός και συγγραφεύς, περιοδικό Ίρις , Αθήναι , Νοέμβριος 1898

19. Δ. Γατόπουλου, Ιωάννης Καποδίστριας σελ. 18

20. La nouvelle minerve, t XI σ 480. Paris 1837
21. Αρχείον Ιονίου Γερουσίας, καποδιστριακόν, φάκελος 437
22. Δ. Γατόπουλου, Ι. Καποδίστριας, σελ. 99 κ. ε.
23. Γενική Εφημερίς της Κυβερνήσεως Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 1831
24. Ψήφισμα θ΄ της Εθνικής Συνέλευσης 31/7/1829
25. Ν. Σπηλιάδης, «Απομνημονεύματα», τόμος Δ΄ σελ. 219-220

26. P. Quennel, The private letters of prince Lieven to prince Metternich σελ 9

27. P. Quennel, The private letters of prince Lieven to prince Metternich σελ 9

28. Β Φίλιας, «Ο Ι. Καποδίστριας και η δυναμική της αντιμεταρρύθμισης», απότα πρακτικά του επιστημονικού συμποσίου Ιωάννης Καποδίστριας, 170 χρόνια μετά 1827-1997, σελ 105 κ. ε.

29. Γ. Αναστασιάδης, Ο πολιτικό-θεσμικός λόγος του Ι. Καποδίστρια, πρακτικά του επιστημονικού συμποσίου Ι. Καποδίστριας 170 χρόνια μετά 1827- 1997, σελ. 27κ.εξ.

30. Ελένη Κούκου, Μνημονεύοντας τον Goethe, τον οποίο αναφέρει στο έργο της«Ιωάννης Καποδίστριας και Ρωξάνδρα Στούτζα, σ. 581-2.
  

Πηγή: Διημερίδα "Διεθνείς Σχέσεις, Ιστορία και Εξωτερική Πολιτική της Ελλάδος, στην εποχή του Κυβερνήτου Ιωάννη Καποδίστρια" ΝΑΥΠΛΙΟ 25 και 26 Ιουνίου 2010