ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΙ ΦΙΛΕΛΛΗΝΕΣ

Στὴν Βιβλιοθήκη τοῦ Πανεπιστημίου Μπράουν (Brown) τῆς Πολιτείας Ρὸντ Ἄϊλαντ τῆς Ἀμερικῆς εἶναι κρεμασμένη στὸν τοῖχο ἡ εἰκόνα ἑνὸς νέου φουστανελλοφόρου. Τὸ πρόσωπό του ἔχει δυνατὴ ἔκφρασι καὶ φλογερὴ ματιά. Ἄν εἶχε μουστάκι καὶ γένεια, θὰ ἐνόμιζες ὅτι εἶναι Ἕλληνας ἥρωας τοῦ 1821 . Εἶναι ὁ Χάου.

Τὸ ὄνομα τοῦ Σαμουὴλ Γκρίντλεϋ Χάου εἶναι ἀναπόσπαστα δεμένο μὲ τὴν νεώτερη ἱστορία τῆς Χώρας μας. Μεταξὺ τοῦ 1825 καὶ 1867 ὁ Χάου ἦλθε τέσσαρες φορὲς στὴν ῾Ελλάδα καὶ ἐργάσθηκε μὲ ἐνθουσιασμὸ καὶ αὐταπάρνησι γιὰ τὴν ἀπελευθέρωσι καὶ τὸ μεγάλωμά της.

Μέσα στὸ διάστημα αὐτὸ ἔλαβε μέρος σ’ ἐκστρατεῖες, πολέμησε, περιποιήθηκε τραυματίες καὶ ἀσθενεῖς, ἔκαμε μεγάλο φιλανθρωπικὸ ἔργο γιὰ πτωχοὺς καὶ εὐεργέτησε μὲ πολλοὺς τρόπους τὴν Ἑλλάδα.

Ὁ Χάου ἐσπούδαζε τὴν ἰατρικὴ στὴν Ἀμερική, ὅταν οἱ Ἕλληνες ἐξεσηκώθηκαν καὶ ἄρχισαν ἀγῶνα γιὰ νὰ ἐλευθερωθοῦν ἀπὸ τὴν μακρόχρονη δουλεία. Τὸ σύνθημα «᾽Ελευθερία ἢ θάνατος», ποὺ ἐκήρυξαν οἱ ἐπαναστάτες, συνεκίνησε βαθιὰ τὴν εὐαίσθητη ψυχὴ τοῦ Χάου καὶ ἄλλων Ἀμερικανῶν.

Μὲς στὸ φθινόπωρο τοῦ 1824, γιατρὸς πιά, ξεκινάει γιὰ τὴν ἐπαναστατημένη ῾Ελλάδα, ἀφίνοντας πίσω του γονεῖς καὶ φίλους. ῏Ηταν Δεκέμβρης, ὅταν ἔφθασε στὴν Μάλτα. Ἀπ’ ἐκεῖ στέλνει ἕνα  γράμμα σὲ κάποιο φίλο του καὶ μαζὶ μὲ ἄλλα τοῦ γράφει: «Οἱ πιθανότητες γιὰ νὰ γυρίσω δὲν εἶναι πολλές, ἀλλὰ λίγο μὲ μέλει γι’ αὐτό».

Στὶς ἀρχὲς τοῦ 1825 βγαίνει στὴν Μονεμβασία καὶ ἀπ᾽ ἐκεῖ πηγαίνει στὸ Ναύπλιο. Χωρὶς χρονοτριβὴ, ἡ ῾Ελληνικὴ Κυβέρνησι τὸν διορίζει ἰατροχειροῦργο γιὰ τὸ στρατόπεδο τῆς Παλαιᾶς Πάτρας. ῎Ετσι ἀρχίζει νὰ μετέχη στὸν ῾Ελληνικὸ ἀγῶνα καὶ νὰ προσφέρη τὶς ὑπηρεσίες του ὡς γιατρὸς καὶ στρατιώτης.

Ἡ τύχη του πιὰ εἶναι κοινὴ μὲ τὴν τύχη τοῦ Ἕλληνα στρατιώτη. Μαζί του εἶναι στὶς πορεῖες, στὰ στρατόπεδα,στὶς κακουχίες, στὶς μάχες, στὶς ἀγωνίες, στὴν πεῖνα, στὶς στερήσεις.

Οἱ μάχες, οἱ κινήσεις τῶν ῾Ελλήνων κατὰ τοῦ ἐχθροῦ, ἡ διαγωγὴ καὶ συμπεριφορὰ τῶν ἀρχηγῶν, ἡ κατάντια καὶ ἡ ἐξαθλίωσι τῶν κατοίκων, οἱ καταστροφὲς τὸν συγκινοῦν βαθιά. Δοκιμάζει ἐνθουσιασμοὺς γιὰ τὶς νῖκες τῶν Ἑλλήνων καὶ θλῖψι γιὰ τὶς ἧττες.

Στὸ ἡμερολόγιό του, γραμμένο ἀπὸ τὸν ἴδιο, περιγράφει μὲ μεγάλη δύναμι τὶς χαρὲς καὶ τὶς συγκινήσεις του γιὰ τὴν συμμετοχή του στὴν ῾Ελληνικὴ ᾽Επανάστασι καὶ ὁμιλεῖ μὲ συμπάθεια καὶ ἀγάπη γιὰ τὸν ῾Ελληνικὸ Λαό, ποὺ γιὰ χάρι του τόσα ὑπέφερε.

«Γρήγορα συνηθίζει κανείς, γράφει στὸ ἡμερολόγιό του, στὴν ζωὴ τοῦ ῞Ελληνα στρατιώτη. Εἶναι τώρα δυὸ μῆνες, ποὺ δὲν ἔβγαλα τὰ ροῦχά μου τὴν νύκτα. Γιὰ στρῶμα ἔχω τὸ πάτωμα καὶ γιὰ σκέπασμα μιὰ κουβέρτα. Καὶ ὅμως κοιμᾶμαι βαθιά, σὰν στὸ πουπουλένιο στρῶμα μὲ τὰ λινὰ σινδόνια.

Σὲ λίγο καιρὸ μπόρεσα νὰ παραβγῶ μὲ τοὺς βουνήσιους στρατιῶτες στὴν ἱκανότητα νὰ ὑποφέρω κούρασι, πεῖνα καὶ ἀγρυπνία. Μποροῦσα νὰ κουβαλῶ τὸ τουφέκι μου καὶ τὴν βαρειὰ ζώνη μὲ τὸ γιαταγάνι καὶ τὰ πιστόλια ὅλη τὴν ἡμέρα, σκαρφαλώνοντας στὶς κλεισοῦρες. Μποροῦσα νὰ τρώγω ξυνήθρες καὶ σαλιγκάρια ἢ νὰ μὴ φάγω τίποτε καὶ τὴν νύκτα νὰ ξαπλώνω κατὰ γῆς, τυλιγμένος μονάχα μὲ τὴ μαλλιαρὴ καπότα, καὶ νὰ κοιμᾶμαι σὰν ψόφιος.

Μοῦ ἤρεσε ὑπερβολικὰ ἡ ἔξαψι τοῦ πολέμου. Οἱ κίνδυνοι τοῦ ἔδιναν οὐσία. Ἤμουν πολὺ  εὐτυχισμένος, ὅσο μποροῦσαν νὰ μὲ κάμνουν τὰ νιᾶτα, ἡ ὑγεία, ὁ εὐγενὴς σκοπὸς τοῦ ἀγῶνος καὶ μιὰ πολὺ καθαρὴ συνείδησι. Δὲν ἐσκεπτόμουν ἄλλη δόξα παρὰ μονάχα τὴν ἐπιδοκιμασία τῶν γῦρό μου.

Εἶχα κοινὲς τὶς κακουχίες μὲ τὸν ῾Ελληνικὸν Λαὸν καὶ Στρατόν. ῎Ἔτσι ἐπέτυχα νὰ μ’ ἀγαποῦν οἱ χωρικοὶ καὶ στρατιῶτες. Εἶχα πολλοὺς φίλους ἀνάμεσα στοὺς ταπεινοὺς τῆς ζωῆς. Ὁ Θεὸς νὰ τοὺς βοηθῆ!

Μπορῶ νὰ εἰπῶ εἰλικρινὰ ὅτι εὑρῆκα τοὺς Ἕλληνας μὲ μεγάλα αἰσθήματα. Εἶναι τίμιοι καὶ δὲν ξεχνοῦν τὸ καλὸ ποὺ τοὺς κάνεις. Ἀξίζουν νὰ τοὺς ἔχης ἐμπιστοσύνη.

Δὲν ἐφόρεσα ἀκόμα τὴν ῾Ελληνικὴ ἐνδυμασία. ῎Εχω ἕνα ἀρκετὰ σεβάσμιο μουστάκι. Σιγὰ - σιγὰ ἀρχίζω νὰ μιλῶ τὴν ῾Ελληνικὴ γλῶσσα, μὰ εἶναι ἐξαιρετικὰ δύσκολη».

Σὲ ἐπιστολὴ στὸν πατέρα του γράφει: «Οἱ ῞Ελληνες στρατιῶτες εἶναι κακοντυμένοι. Μὰ δὲν ἔχουν καὶ τροφές. Μισθὸ δὲν παίρνουν. Εἶναι ἀμαθεῖς. Ἕνας στοὺς εἴκοσι ξέρει νὰ διαβάζῃ ἤ νὰ γράφη. Ἀλλὰ εἶναι πολὺ ἔξυπνοι, ζωηροί, σὰν τὶς γίδες στὰ βουνά, καὶ ἀνδρεῖοι, ἂν τοὺς ἀφήσης νὰ πολεμήσουν μὲ τὸν δικό τους τρόπο, πυροβολῶντας πίσω ἀπὸ βράχους καὶ δένδρα. Οἱ ναῦτες μποροῦν νὰ συγκριθοῦν μὲ τοὺς ναῦτες ὅλου τοῦ κόσμου. Πάντοτε νικοῦν τοὺς ἐχθροὺς στὶς ναυμαχίες. Ἔχω πλήρη ἐμπιστοσύνη στὴν ὑπεροχή τους».

Ὁ Χάου δὲν ἔκλεινε τὰ μάτια του στὰ σφάλματα, ποὺ ἐγίνονταν. Δυσανασχετοῦσε γιὰ κάθε ἀταξία, τὶς διχόνοιες, τὴν ἀδράνεια, τοὺς ἐγωϊσμούς. Γιὰ ὅλα ὅμως εὕρισκε ἐλαφρυντικὸ τὸν ξένο σκληρὸ ζυγό. Κάποτε ἐγράφηκαν ἀπὸ Ἀμερικανοὺς λόγια πικρὰ γιὰ σφάλματα στὸν ἀγῶνα καὶ γιὰ ἐλαττώματα, ποὺ εἶχαν Ἕλληνες καπεταναῖοι καὶ στρατιῶτες. Σ’ αὐτοὺς ὁ Χάου ἀπήντησε:

«Πρέπει ὅλοι τους νὰ σκεφθοῦν, πὼς γιὰ τετρακόσια χρόνια ἡ ῾Ελλὰς ἐπιεζόταν κάτω ἀπὸ τὸ βάρος τυραννίας πιὸ συντριπτικῆς καὶ ἀπὸ τὴν δουλεία τῶν Δυτικῶν Ἰνδιῶν. Καὶ ὅμως μπορῶ νὰ εἰπῶ, χωρὶς φόβο νὰ μὲ διαψεύσῃ κανείς, πὼς ὁ Νεοέλλην, παρ’ ὅλη τὴν δουλεία, εἶναι πιὸ ἐνάρετος καὶ ἀπὸ τὸ Σικελό, τὸν Ἱταλό, τὸν Ἱσπανὸ ἢ τὸν Ρῶσο καὶ πὼς ἔχει περισσότερη εὐφυία καὶ ἀντίληψι καὶ τὴν ἴδια ἱκανότητα, ποὺ ἔχει ὁ καθένας, ποὺ κατοικεῖ στὴν Εὐρώπη».

Ὁ Χάου ἐδοκίμασε μεγάλη εὐτυχία καὶ χαρά, γιατὶ ἡ ῾Ελλὰς τοῦ ἀνεγνώρισε τὶς ὑπηρεσίες του. Τὸ 1835 ἡ ῾Ελληνικὴ Κυβέρνησις τοῦ ἔδωσε τὸν Σταυρὸ τοῦ Σωτῆρος. Στὸ ἔγγραφο ποὺ ἔλαβε ὁ  Χάου μαζὶ μὲ τὸ παράσημο, ἀπήντησε μὲ ταπεινοφροσύνη:

«Οἱ πτωχὲς προσωπικὲς ὑπηρεσίες, ποὺ προσέφερα στὴν ῾Ελλάδα τὴ ζοφερήν της ὥρα, δὲν ἦταν τέτοιες, ποὺ νὰ ἀξίζουν ἀνταμοιβή. Ἀρκετὴ ἀμοιβὴ μοῦ ἦταν ἡ ἱκανοποίησι, ὅτι μπόρεσα νὰ δώσω κάτι στὴν Ἰδέα τῆς Ἐλευθερίας καὶ τῆς Φιλανθρωπίας. Ἄν δὲν εἶχα τὴν ἱκανότητα, εἶχα τὴν διάθεσι νὰ ὑπηρετήσω στὴν ὑπόθεσι τῆς ῾Ελλάδος. Ἀπὸ κοινοῦ μὲ τοὺς συμπατριῶτές μου ἐδοκίμασα μεγάλο ἐνθουσιασμὸ γιὰ τὸν ἱερὸ σκοπό της. Καὶ ὁ ἐνθουσιασμὸς ἐμεγάλωσε μὲ τὴν παραμονή μου στὴν κλασσικὴ γῆ καὶ τὴν γνωριμία μου μὲ τοὺς ζωντανούς της πατριῶτες».

«Ἀμερικανοὶ Φιλέλληνες» Θάνος Βαγενᾶς - Εὐρυδ. Δημητρακοπούλου
(Κατὰ διασκευὴν Θ. Παρασκευοπούλου)

Πηγή: ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟ ΣΤ' Δημοτικού 1955