(Πατριωτικὸς διάλογος)

ΠΡΟΣΩΠΑ
Η ΕΛΛΑΣ — Ο ΤΣΟΛΙΑΣ — Ο ΦΑΝΤΑΡΟΣ — Ο ΝΑΥΤΗΣ — Ο ΑΕΡΟΠΟΡΟΣ

Η ΝΟΣΟΚΟΜΑ — Η ΕΛΛΗΝΙΔΑ — ΤΟ ΣΩΦΕΡΑΚΙ.

 

ΕΛΛΑΣ

28η Ὀκτωβρίου Ι940. Ἡμέρα νίκης και δόξης. Τὴν ἡμέρα αὐτὴ ἐδώσαμε στὴν καταφοβισμένη ἀνθρωπότητα τὴν ἰδέα, ὅτι οἱ ἐχθροὶ δὲν ἤσαν ἀνίκητοι. Ἐδώσαμε τὸ θάρρος καὶ τὴν ἐλπίδα στοὺς σκλαβωμένους. Ἐσώσαμε τὸν πολιτισμό. Ἔχαρίσαμε στοὺς ἐλευθέρους λαοὺς τὴν νίκη. Θέλω σήμερα νὰ εὐχαριστήσω τοὺς ἀγαπημένους μου, πρωτεργάτες τῆς νίκης. Ἔλα, ἀθάνατε Τσολιᾶ!

ΤΣΟΛΙΑΣ
(Χαιρετᾷ καὶ στέκεται κοντὰ στὴν Ἑλλάδα)
Σὰν μ’ ἐκάλεσε ἡ Πατρίδα
στὰ ὅπλα ἐκείνη τὴ φορά,
ἐπῆγ’ ἅμεσως στὸ στρατό,
εἶχα στὰ πόδια μου φτερὰ
κι ἐκεῖ μὲ λόγχη
καὶ βροντοφωνάζοντας «ἀέρα!»
ἔστειλα τοὺς ἐχθρούς μας
στὸν κακό τους καὶ πιὸ πέρα.

ΕΛΛΑΣ
Καλά, λεβέντη μου, ἡ δόξα καὶ ἡ δάφνη σοῦ ἀξίζουν.
Ἔλα, ἀθάνατε Φαντάρε!

ΦΑΝΤΑΡΟΣ
(Χαιρετᾷ)
Σὰν μ’ ἐκάλεσε ἡ Πατρίδα
στὰ ὅπλα ἐκεῖνο τὸν καιρὸ,
βρέθηκα μὲ μιᾶς στὴ μάχη
μ’ ἕναν ὕπουλο ἐχθρό.
Μὲ τὴν πίστι στὸ Θεό μας
καὶ τὸ ἑλληνικὸ τὸ θάρρος,
ἔγινα γιὰ τὴν Πατρίδα
ὁ ἀθάνατος Φαντάρος.
Καὶ στὴ Βόρειο Ἤπειρό μας,
μ’ ἄλλα μας παιδιὰ γενναῖα
ἔστηοα τὴ δοξασμένη
τῆς Ἑλλάδος μας σημαία.

ΕΛΛΑΣ
Εὖγέ σου καὶ σὺ λεβέντη. Δόξες, δάφνες σοῦ ἀξἴζουν.
Ἔλα, ἀθάνατο Ναυτάκι!

ΝΑΥΤΗΣ
Σὰν μᾶς πνίξανε τὴν «Ἕλλη» μας, στὴν Τῆνο,
τὸ δοξασμένο τὸ καράβι μας ἐκεῖνο,
ὡρκίστηκα πὼς πρὶν περάσουν λίγοι μόνο μῆνες
θά ’κανα ἐγὼ στὸ Ναυτικὸ καινούργιες Σαλαμῖνες.
Καὶ μὲ τῆς Παναγιᾶς μας τὴ βοήθεια καὶ τὴ. χάρι
ζωντάνεψα ξανὰ τὸν μπουρλοτιέρη τὸν Κανάρη.
Κι ἔτσι ὁ ἐχθρὸς ὁ δόλιος τὰ πλήρωσε πολύ,
ἔκανα θρῦλο ἐγὼ στὰ πέλαγα τὸν «Παπανικολῆ».

ΕΛΛΑΣ
Εὖγε, Ναυτάκι τιμημένο.Ἔλα κι ἐσὑ, καλέ μου
Ἀεροπόρε!

ΑΕΡΟΠΟΡΟΣ
Ἥμουν κι ἐγὼ παρών, ὅπως καὶ πάντα,
μέσ’ στὸ μεγάλο πανηγύρι τοῦ Σαράντα.
Τὸν ἐχθρό, ποὺ ἔφευγε, ἀπὸ ψηλὰ κοιτοῦσα
καὶ μὲ τὶς βόμβες μου τὸν γλυκοχαιρετοῦσα.
Δὲν σταματοῦσα· καὶ μὲ ἥλιο καὶ με τ’ ἄστρα
γκρέμιζα τοῦ ἐχθροῦ τ’ ἀτσάλινα τὰ κάστρα.
Τ’ ἀεροπλάνο μου πάντοτε πρῶτο ἐπετοῦσε
καὶ πάντα ἀνίκητο, γιατὶ ἡ Πατρίδα τὸ ζητοῦσε.

ΕΛΛΑΣ
Εὖγέ σου, Σταυραετέ μου δοξασμένε. Ἔλα κι ἐσύ, μικρή
μου Νοσοκόμα!

ΝΟΣΟΚΟΜΑ
Μαζὶ μὲ τὸν Τσολιᾶ καὶ τὸ Φαντάρο
βρέθηκα πρώτη στοῦ πολέμου τὴ φωτιά,
ποτέ μου δὲν λογάριασα τὸ χάρο
γιὰ τὴν Πατρίδα, τὴν Ἑλλάδα τὴ γλυκειά.
Πόσες φορὲς στοῦ πόνου τὸ κρεβάτι
σὰν μάννα κι ἀδερφὴ πονετικιά,
πόσες νυχτιὲς δὲν ἔκλεισα οὔτε μάτι,
σὲ κάποιο χειρουργεῖο ἡ φτωχιά.

ΕΛΛΑΣ
Εὖγέ σου, Νοσοκόμα τιμημένη. Ἔλα κι ἐσύ, καλή μου
Ἑλληνίδα!

ΕΛΛΗΝΙΔΑ
Κι ἐγὼ στὸ πανηγύρι τοῦ Σαράντα
ἐδούλεψα, δὲν ἔμεινα στὴν μπάντα,
κουβάλαγα στὴν πλάτη ταχτικὰ
ἐκεῖ στὴν Πίνδο πυρομαχικά.
Δούλεψα νύχτα - μέρα στοῦ Στρατιώτη τὴ Φανέλλα
Πῆρα τουφέκι πλάϊ στοῦ Τσολιᾶ τὴ φουστανέλλα.
Κι ὅταν ἐλεύθερη νὰ ζήσω δὲν μπορῶ,
χορεύω τότε τοῦ Ζαλόγγου τὸ χορό!

ΕΛΛΑΣ
Εὖγε, καλή μου Ἑλληνίδα! Ἔλα, καλό μου Σωφεράκι!

ΣΩΦΕΡΑΚΙ
Σὰν ἔπιασα στὸ χέρι τὸ τιμόνι
γιὰ τὴν Ἑλλάδα, τὴ γλυκειά μας μάννα,
ἐφόρτωνα ὅσο μποροῦσε νὰ σηκώνῃ
μὲ πυρομαχικὰ καὶ κουραμάνα.
Κι ὅταν τὸ αὐτοκίνητο γιὰ λίγο παρατοῦσα,
ἐκεῖ στὴν πρώτη τοῦ πολέμου τὴ γραμμή,
ἅρπαζα τὰνκς καὶ τὸν ἐχθρό μας πολεμοῦσα
γιὰ οἰκογένεια, γιὰ πίστι, γιὰ τιμή.

ΕΛΛΑΣ
Εὖγε καὶ σύ, καλό μου Σωφεράκι. Εὖγε σὲ ὅλους σας.
Εὖγε καὶ στὸν ἔνδοξο Ἑλληνικὸ λαό, ποὺ μὲ τὴν ὁλόψυχη
συνδρομή του ἐκερδίσαμε τὴ νίκη καὶ ἐδείξαμε στὸν κόσμο ὅτι:

ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ
(Τραγουδοῦν)


Ἡ Ἑλλάδα ποτὲ δὲν πεθαίνει
δὲν τὴ σκιάζει φοβέρα καμμιὰ κ.λ.π.


(Μὲ βῆμα καὶ μὲ τραγούδι χαιρετοῦν ὄλοι στρατιωτικὰ καὶ
φεύγουν).

Πηγή: ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟ Γ' Δημοτικού 1955