Λίγες γραμμής μιας ανάρτησης που έγινε στα social media της επιτροπής «Ελλάδα 2021», αποδείχτηκαν αρκετές για να προκαλέσουν αναστάτωση. Εκεί αναφερόταν η θέση του πανεπιστημιακού και μέλους του «Ελλάδα 2021» Αριστείδη Χατζή πως ο Καποδίστριας κήρυξε μία «εκσυγχρονιστική δικτατορία» απέναντι στην οποία «οι δημοκρατικοί και φιλελεύθεροι Έλληνες δεν το έβαλαν κάτω». Πολλοί αναγνώστες ερεθίστηκαν και κατηγόρησαν τον κ. Χατζή και την Επιτροπή για ανιστόρητη και άδικη επίθεση προς τον Καποδίστρια. Μπορούν, όμως, να κάνουν λάθος και οι δύο πλευρές; Και μήπως ο χαρακτηρισμός του Καποδίστρια ως «δικτάτορα» είναι το μικρότερο πρόβλημα;

Η πολιτική ταυτότητα του Καποδίστρια

Ο Ιωάννης Καποδίστριας ήρθε στην Ελλάδα τον Ιανουάριο του 1828. Μία από τις πρώτες του κινήσεις ήταν να ζητήσει την παραίτηση της Βουλής και την αδρανοποίηση του Συντάγματος που είχε ψηφίσει η Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας το 1827. Ο πόλεμος δεν είχε τελειώσει και ο Καποδίστριας υποστήριξε πως οι περιστάσεις επέβαλαν να έχει στα χέρια του όλη την εξουσία ώστε να μπορεί να παίρνει εύκολα αποφάσεις. Απείλησε, μάλιστα, πως αν οι όροι του δεν γίνονταν δεκτοί, θα παραιτούνταν και θα αποχωρούσε αμέσως. Υπό την πίεση των στιγμών, όλοι υποχώρησαν. Η Βουλή παραιτήθηκε σύσσωμη και ένα από τα θεμέλια των σύγχρονων κρατών, η διάκριση των εξουσιών, καταργήθηκε, χωρίς καλά-καλά να έχει εδραιωθεί.

 

Όταν ο Καποδίστριας ζήτησε να πάρει όλη την εξουσία στα χέρια του, ουσιαστικά επανέλαβε αυτό που γινόταν στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, η οποία σε καιρό πολέμου ανέστελλε τον δημοκρατικό της χαρακτήρα και η Σύγκλητος απέδιδε στον Καίσαρα όλες τις εξουσίες και τον ονόμαζε «Δικτάτορα». Από αυτή την άποψη, ο κ. Χατζής είχε τυπικώς δίκιο να ονομάσει έτσι τον Καποδίστρια. Όμως, στην τρέχουσα επιστημονική αλλά και κοινωνική χρήση του, ο όρος «δικτάτορας» παραπέμπει σε πολύ συγκεκριμένα πράγματα. Έτσι, όταν ο κόσμος διαβάζει πως ο Καποδίστριας ήταν «δικτάτορας» καταλαβαίνει πως ήταν κάτι σαν τον Μουσολίνι, τον Χίτλερ, τον Παπαδόπουλο και τον Μεταξά. Και, μοιραία, αντιδρά. Ο όρος «δικτάτορας», λοιπόν, είναι ένας αναχρονισμός. Είναι μεταφορά ενός φαινομένου του 20ου αιώνα στην συγκυρία του 19ου. Γιατί αυτός ήταν ο 19ος αιώνας. Ένας αιώνας όπου οι συνταγματικές κοινοβουλευτικές μοναρχίες ήταν η εξαίρεση, όχι ο κανόνας. Επομένως, το πρόβλημα με τη χρήση του όρου «δικτάτορας» δεν είναι τόσο ότι αδικεί τον Καποδίστρια, αλλά ότι δεν βοηθάει τον κόσμο να ξεχωρίσει τις ιστορικές περιόδους και να καταλάβει τι -και γιατί- έγινε τότε.

Ο Καποδίστριας ήταν υπουργός του τσάρου. Δεν ανήκε στους υποστηρικτές του φιλελευθερισμού και της δημοκρατίας. Ανήκε στο χώρο της Φωτισμένης Δεσποτείας, όπως και ο ίδιος ο τσάρος. Αλλά πίστευε πως μετά τη Γαλλική Επανάσταση και την αναστάτωση που είχε φέρει, το σκηνικό είχε αλλάξει. Αν οι μονάρχες ήθελαν να διατηρήσουν την εξουσία τους θα έπρεπε να προχωρήσουν σε κάποιες εκσυγχρονιστικές παρεμβάσεις, ώστε να μην δημιουργούνται επικίνδυνες λαϊκές αντιδράσεις. Κυρίως, θα έπρεπε να περιορίσουν τα προνόμια των ανώτερων στρωμάτων που καταπίεζαν τα χαμηλότερα,[1] αλλά και να λάβουν κάποια στοιχειώδη μέτρα κοινωνικής πρόνοιας. Ο Καποδίστριας φαίνεται πως δεν ήταν αντίθετος στην θέσπιση συντάγματος, όμως καθαρά εργαλειακά, ώστε να επιτυγχάνεται η κοινωνική ειρήνη.[2] Ήταν βασικά αντιδημοκρατικός και αυταρχικός, αλλά έτσι ήταν η μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων της εξουσίας εκείνη την εποχή.

Το 1830 ο πόλεμος τελείωσε και οι τρεις Δυνάμεις, Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία, αναγνώρισαν την Ελλάδα. ως ανεξάρτητο κράτος με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου. Όμως, ο Καποδίστριας επέμεινε να μην επαναφέρει το Σύνταγμα, να μην δέχεται να δημιουργηθεί Βουλή και ούτε καν να συγκληθεί μία νέα Εθνοσυνέλευση.[3] Πίστευε πως έπρεπε να προηγηθεί η διανομή των Εθνικών Γαιών στους αγρότες, ώστε αυτοί να έχουν αυτόνομη οικονομική, άρα και πολιτική, υπόσταση, ώστε να μην γίνονται έρμαια των ισχυρών προκρίτων-γαιοκτημόνων. Αυτό, ασφαλώς, θα ήταν και προς όφελος του ίδιου του Καποδίστρια, γιατί έτσι θα αποδυναμώνονταν οι πρόκριτοι που τον αντιπολιτεύονταν. Όμως, για να μοιραστεί η γη στους αγρότες, έπρεπε πρώτα να διασφαλιστεί πως θα τους παρέχονταν και τα κατάλληλα εφόδια ώστε να μπορέσουν να την καλλιεργήσουν και να μην αναγκαστούν να την ξεπουλήσουν στους γαιοκτήμονες. Δηλαδή σπόροι, εργαλεία και αγροτικές υποδομές. Αυτά χρειάζονταν χρήματα. Και οι Δυνάμεις είχαν εγκρίνει ένα δάνειο 60.000.000 φράγκων προς την Ελλάδα, αλλά καθυστερούσαν την εκταμίευσή του, μέχρι να έρθει ο νέος βασιλιάς της. Άρα, κοντολογίς, μέχρι να έρθουν στην Ελλάδα τα χρήματα του δανείου και να αξιοποιηθούν, δεν θα επανέρχονταν οι δημοκρατικοί θεσμοί. Ο Καποδίστριας, λοιπόν, υποστήριζε πως δεν χρειαζόταν σύνταγμα και δημοκρατία για να υπερασπιστούν τα αγροτικά στρώματα τα συμφέροντά τους απέναντι στους προκρίτους, γιατί θα το έκανε ο ίδιος για λογαριασμό τους, συγκεντρωτικά. Όπως ο πατέρας προστατεύει τα μικρά παιδιά του χωρίς να τα ρωτήσει, γιατί ξέρει το καλό τους. Για αυτό και η πολιτική του Καποδίστρια ονομάζεται πατερναλιστική. Με τα δεδομένα αυτά, παρότι ο όρος «δικτάτορας» είναι προβληματικός, οι όροι «αυταρχικός», «δεσποτικός», «αντιδημοκρατικός» δεν θα ήταν καθόλου άδικοι.

Η πολιτική ταυτότητα των αντιπάλων του

Ο κ. Χατζής παρουσίασε μία σύγκρουση ανάμεσα στον δικτατορικό Καποδίστρια και στους φιλελεύθερους Έλληνες. Ποιοι ήταν, όμως, στην πραγματικότητα οι αντίπαλοι του Καποδίστρια; Ήταν, σχεδόν από την αρχή, ένα μεγάλο μέρος των πολιτικών στελεχών της Επανάστασης και της οικονομικής ελίτ. Πελοποννήσιοι πρόκριτοι που ήταν γαιοκτήμονες, αλλά και νησιώτες (κυρίως Υδραίοι) πρόκριτοι που ήταν έμποροι και πλοιοκτήτες. Μετά το 1830 σε αυτούς προστέθηκαν και πολλοί οπλαρχηγοί, κυρίως από την Στερεά Ελλάδα. Όλοι αυτοί δεν ήταν φιλελεύθεροι. Ήταν κατά βάση ολιγαρχικοί τύποι που εχθρεύονταν τον Καποδίστρια, επειδή θέλοντας να δημιουργήσει ένα κεντρικά οργανωμένο κράτος αναιρούσε τα κοινωνικά και οικονομικά προνόμια τους. Σε αντίθεση, μάλιστα, με την κοινή αντίληψη, ο μεγάλος εχθρός του Καποδίστρια δεν ήταν οι Μανιάτες, αλλά οι έμποροι και πλοιοκτήτες Υδραίοι, η ισχυρή αστική τάξη της εποχής που απαιτούσαν να τους πληρώσει άμεσα το κράτος για τα πλοία τους που χρησιμοποιήθηκαν στην Επανάσταση και καταστράφηκαν. Το 1831, έτος της δολοφονίας του Καποδίστρια, γινόταν στην Ελλάδα μία μεγάλη εμφύλια σύγκρουση. Ένοπλες συγκρούσεις υποδαυλισμένες από την αντιπολίτευση της Ύδρας υπήρχαν σε όλη την επικράτεια. Παράλληλα, οι Υδραίοι είχαν εκδιώξει τους διοικητές που είχε ορίσει η κυβέρνηση και είχαν στείλει τον Μιαούλη να κλέψει τα πλοία του εθνικού στόλου από τον Πόρο, τα οποία τελικά ο ήρωας της Επανάστασης πυρπόλησε. Στην Σύρο είχαν σταματήσει να αποδίδουν στην κυβέρνηση τα χρήματα του τελωνείου, στερώντας από το κρατικό ταμείο ένα από τα μεγαλύτερα έσοδα του. Δηλαδή, τα εμπορικά νησιά, όπου κυριαρχούσε η αστική τάξη της εποχής, είχαν στασιάσει και είχαν παύσει να αναγνωρίζουν την κυβέρνηση.

Μαζί με αυτήν την κοινωνική ελίτ βρίσκονταν και πολιτικά στελέχη όπως ο Μαυροκορδάτος, εκπαιδευμένοι στο εξωτερικό και από τους λίγους που μπορούσαν να καταλάβουν τους διεθνείς γεωπολιτικούς όρους μέσα στους οποίους γινόταν η Επανάσταση. Αυτοί ήταν πραγματικά οι φιλελεύθεροι της εποχής. Όμως, ήταν λίγοι. Όλα τα άλλα στελέχη του αντικαποδιστριακού μετώπου ήταν κατά βάση άνθρωποι του παλιού κόσμου. Επικαλούνταν κι αυτοί το ζήτημα του συντάγματος, αλλά τα ουσιώδη κίνητρά τους ήταν άλλα. Ήταν η διατήρηση του δικού τους οικονομικού και πολιτικού στάτους. Επομένως, η ανάλυση ότι η σύγκρουση Καποδίστρια-αντικαποδιστριακών ήταν μία σύγκρουση ανάμεσα στον δεσποτισμό και τον φιλελευθερισμό είναι εντελώς μερική και εκλεκτικίστικη. Και η κατάταξη των αντικαποδιστριακών στους φιλελεύθερους είναι ακόμα μεγαλύτερο πρόβλημα από τον χαρακτηρισμό του Καποδίστρια ως «δικτάτορα», αλλά λειτουργεί απολύτως συμπληρωματικά προς αυτό.

Το πρόβλημα του αναχρονισμού και η εργαλειακή χρήση της ιστορίας

Τι μας δείχνουν, λοιπόν, αυτά τα λάθη; Τι είναι αυτό που οδηγεί έναν πανεπιστημιακό να φτιάξει ένα τέτοιο ανακάτωμα της ιστορίας; Όταν ο κ. Χατζής δέχτηκε τις πρώτες επιθέσεις για το κείμενό του, απάντησε[4] πως τα λόγια αυτά ήταν παρμένα όχι από άρθρο του, αλλά «από μια ανάρτηση στο facebook» που είχε γίνει μέσα σε «ένα άλλο πλαίσιο». Ποιο ήταν αυτό το πλαίσιο; Το 2016 ο Αλέξης Τσίπρας ως πρωθυπουργός της Ελλάδας ήταν καλεσμένος από την κυβέρνηση της Κούβας για να παραστεί στην κηδεία του Φιντέλ Κάστρο. Στην ομιλία του ανέφερε πως «όπως ο κουβανικός, έτσι και ο ελληνικός λαός δε δίστασε σε κρίσιμες στιγμές της ιστορίας να σηκώσει το ανάστημά του και να παλέψει κόντρα σε ισχυρούς και παντοδύναμους αντιπάλους, για να διεκδικήσει την ελευθερία και την ανεξαρτησία του. Την αξιοπρέπεια και το δίκιο του. Ελευθερία ή θάνατος ήταν το σύνθημα της Ελληνικής Επανάστασης το 1821. Patria o muerte [Πατρίδα ή θάνατος], το σύνθημα της Κουβανικής Επανάστασης το 1959».

Ο κ. Χατζής, λοιπόν, θεώρησε, λανθασμένα κατά τη γνώμη μου, πως ο Αλέξης Τσίπρας δεν ανέδειξε απλώς ένα κοινό σημείο των δύο επαναστάσεων, αλλά ταύτισε ιστορικά τη μία με την άλλη. Θέλησε, λοιπόν, να απαντήσει σε αυτό. Απευθυνόμενος διά της ανάρτησης στον Αλέξη Τσίπρα, έγραψε πως: «Κατά τη διάρκεια της επικήδειας ομιλίας σας στην κηδεία του δικτάτορα Φιντέλ Κάστρο συγκρίνατε την ελληνική με την κουβανική επανάσταση. […] Θα πρέπει να ξέρετε ότι με όσα είπατε και κάνατε εκεί δεν αντιπροσωπεύετε ένα μεγάλο μέρος αυτού του λαού. Εννοώ τις Ελληνίδες και τους Έλληνες που αγαπούν τη δημοκρατία, που θεωρούν ιερά τα δικαιώματα και απεχθάνονται τους δικτάτορες και τα ολοκληρωτικά καθεστώτα κάθε είδους. [..] Κύριε Πρωθυπουργέ, η ελληνική επανάσταση ήταν μια δημοκρατική και φιλελεύθερη επανάσταση. […] οι δημοκρατικοί και φιλελεύθεροι Έλληνες δεν το έβαλαν κάτω. Συνέχισαν να αγωνίζονται για δημοκρατία και δικαιώματα. Ούτε η εκσυγχρονιστική δικτατορία Καποδίστρια, ούτε οι Βαυαροί, ούτε οι ξένες δυνάμεις μπόρεσαν να τους αναγκάσουν να ανεχθούν ένα αυταρχικό καθεστώς».

Ο σπουδαίος ιστορικός Φίλιππος Ηλιού είχε εισάγει στην επιστήμη τον όρο «ιδεολογική χρήση της ιστορίας». Αφορά τις περιπτώσεις όπου αντί να ερευνούμε τα γεγονότα του παρελθόντος μέσα στο ιστορικό τους πλαίσιο, τα πιέζουμε να μας «ομολογήσουν» κάτι που θα οδηγήσει σε ένα επιθυμητό συμπέρασμα για το παρόν. Ο κ. Χατζής ήθελε να πει πως ο Φιντέλ Κάστρο ήταν δικτάτορας και να κατηγορήσει τον Αλέξη Τσίπρα πως είναι ο ίδιος μειωμένης δημοκρατικότητας, αφού μίλησε στην κηδεία του, και πιθανότατα ανιστόρητος, αφού έκανε την συσχέτιση με το 1821. Για να το κάνει αυτό, έπρεπε να «εμφανίσει» κάποιον δικτάτορα εναντίον του οποίου στράφηκε ο ελληνικός λαός εμπνευσμένος από το πνεύμα της Επανάστασης. Ο μόνος που υπήρχε πρόχειρος ήταν ο Καποδίστριας. Έστησε, λοιπόν, έναν Καποδίστρια «δικτάτορα», ώστε να είναι το απαραίτητο συμπλήρωμα ενός λαού «φιλελεύθερου» που μέσα από το 1821 δίνει έναν διαρκή αγώνα για τη «δημοκρατία». Μόνο που κατά κανόνα η ιδεολογική χρήση της ιστορίας μας οδηγεί σε διαστρέβλωση της. Όπως δείξαμε, ο Καποδίστριας ήταν δεσποτικός, αλλά όχι δικτάτορας με την σύγχρονη έννοια. Ο λαός, δε, ήταν πλειοψηφικά υποστηρικτικός προς τον αυτόν. Και, κυρίως, οι αντίπαλοί του Καποδίστρια αποτελούνταν από ένα ευρύ μέτωπο, ένα μικρό μόνο μέρους του οποίου ήταν οι φιλελεύθεροι.[5] Αλλά και πάλι, θα πρέπει να αναρωτηθούμε. ποιοι ήταν οι γνήσιοι φιλελεύθεροι αντικαποδιστριακοί και εκφραστές του πνεύματος της Επανάστασης; Αυτοί που προκάλεσαν έναν Εμφύλιο στην Ελλάδα για να ρίξουν τον Καποδίστρια; Αυτοί που δεν ήθελαν να αποκτήσουν δικαίωμα ψήφου οι ετερόχθονες Έλληνες, επειδή θα υποστήριζαν τον Κυβερνήτη; Αυτοί που έστειλαν τον Μιαούλη να κλέψει τα πλοία του Εθνικού Στόλου από τον Πόρο; Δεν μπορώ να σκεφτώ εύκολα κάποια ισχυρότερα επιχειρήματα εναντίον του φιλελευθερισμού.

Και τελικά, αυτός ο ελληνικός λαός ο τόσο «φιλελεύθερος», γιατί στήριζε τον αυταρχικό Καποδίστρια; Όλα τα στοιχεία δείχνουν ότι με την εξαίρεση των εμπορικών νησιών, ο λαός και ειδικά τα αγροτικά στρώματα υποστήριζαν τον Κυβερνήτη, ακόμη και όταν γινόταν ακόμη πιο δεσποτικός. Η σχέση του με τη Ρωσία, η προοπτική της διανομής γης στους ακτήμονες, η σύγκρουσή του με τους πρόκριτους που εκμεταλλεύονταν τους αγροτικούς πληθυσμούς και είχαν γίνει πιο μισητοί από τους Οθωμανούς, η υποστήριξή του από τον Κολοκοτρώνη, όλα αυτά δημιουργούσαν ένα ισχυρό κοινωνικό ρεύμα υπέρ του Καποδίστρια, και αποδείχτηκαν πιο σημαντικά για τον κόσμο από την αντιδημοκρατική του στάση. Είναι, λοιπόν, άλλο πράγμα το να λέμε πως το 1821 ήταν μία Επανάσταση που αναδύθηκε στο γενικό ιστορικό πλαίσιο της έξαρσης της εθνικής ιδεολογίας, του φιλελευθερισμού και της δημοκρατίας που προέκυψε μετά την Γαλλική και της Αμερικάνικη Επανάσταση και άλλο ότι ο λαός πολεμούσε για την δημοκρατία και τον φιλελευθερισμό. Το πρώτο είναι ιστορικά ακριβές. Το δεύτερο είναι μια αναχρονιστική καρικατούρα. Αλλά αν δεν γινόταν αυτός ο αναχρονισμός, πως θα αγκάλιαζε ο κ. Χατζής στο όνομα του φιλελευθερισμού το 1821, για να το πάρει μακριά από τον αντιφιλελευθερο μαρξιστή Τσίπρα; Ιδού, λοιπόν, πως προέκυψε η ερμηνευτική τρικυμία.

Ο κ. Χατζής υποστήριξε εκ των υστέρων πως αυτά γράφτηκαν σε «μια ανάρτηση στο facebook, δεν ήταν κάτι σημαντικό». Δικαιούται, λοιπόν, ο πανεπιστημιακός όταν πολιτικολογεί διά της ιστορίας, να μην επιδεικνύει την ίδια ακρίβεια και υπευθυνότητα που απαιτεί από τους φοιτητές του; Παύει να φέρει το βάρος του λειτουργήματος του και την ευθύνη που του δημιουργεί απέναντι στους πολίτες; Μάλιστα, επιχειρώντας μια διασαφήνιση, ο ίδιος ανέφερε πως ο Καποδίστριας «ήταν ένα είδος αγίου» που «θυσίασε τα πάντα για να έρθει στην Ελλάδα». Αυτές είναι φράσεις που στο πρώτο έτος των ιστορικών σπουδών οι φοιτητές μαθαίνουν πως πρέπει να τις αφήνουν έξω από το γραπτό τους, γιατί είναι αόριστες και αντιεπιστημονικές. Και όλα αυτά γίνονται ακόμη πιο απογοητευτικά όταν προέρχονται από έναν πανεπιστημιακό που είχε την τόλμη στις τελευταίες δημόσιες παρεμβάσεις του να πει αντιδημοφιλείς και ενοχλητικές αλήθειες, όπως για την απόφαση του Καποδίστρια να κλείσει τις εκκλησίες για να αντιμετωπίσει την επιδημία της πανώλης ή για το σχέδιο του Βενιζέλου να κάνει πραξικόπημα και την συμπάθειά του προς τον Μεταξά.

Οι πολιτικές απόψεις του κυρίου Χατζή είναι απολύτως θεμιτές. Και αρκετά συνηθισμένες. Είναι ίδιον πολλών σύγχρονων φιλελεύθερων να βλέπουν στην Κούβα «την μακροβιότερη δικτατορία που έχει γνωρίσει ο κόσμος», αλλά να μην ερεθίζεται η ευαισθησία τους από τα απολυταρχικά και θεοκρατικά -αλλά πλούσια- καθεστώτα. Το ζήτημα, όμως, δεν είναι οι απόψεις του κ. Χατζή. Είναι η μεθοδολογία με την οποία τις υποστηρίζει. Είναι ο τρόπος με τον οποίο ένας πανεπιστημιακός αναδιαμορφώνει το παρελθόν για να υποστηρίζει μία άποψή του για το παρόν. Κι αυτό είναι ανεπίτρεπτο. Έχουμε αρκετούς μύθους για το 1821 που, ασχέτως του πως δημιουργήθηκαν, αξιοποιήθηκαν για πολιτικούς σκοπούς. Μύθους δεξιούς, όπως τα Κρυφά Σχολειά, η 25η Μαρτίου στην Αγία Λαύρα και η υποστήριξη του Πατριαρχείου στην Επανάσταση. Μύθους αριστερούς, όπως ότι ο Κολοκοτρώνης ήταν δημοκρατικός και αντιβασιλικός. Δεν χρειαζόμαστε ούτε παραπάνω πολιτικούς μύθους, ούτε άλλες εργαλειοποιήσεις της ιστορίας. Η δουλειά είναι ήδη πολύ δύσκολη.

 

Σταύρος Παναγιωτίδης

Υποψήφιος διδάκτορας Ιστορίας

[1] Τα λόγια του επόμενου τσάρου, Αλέξανδρου Β΄, προς τους γαιοκτήμονες αριστοκράτες το 1856 είναι εντελώς δηλωτικά αυτής της λογικής: «Πρόθεσή μου είναι να καταργήσω την δουλοπαροικία […] Μπορείτε από μόνοι σας να καταλάβετε ότι το σημερινό καθεστώς της ιδιοκτησίας ψυχών δεν μπορεί να παραμείνει αμετάβλητο. Είναι καλύτερα να καταργήσουμε την δουλοπαροικία από τα πάνω, από το να περιμένουμε για εκείνη την ώρα, που αρχίζει να καταργεί τον εαυτό της από τα κάτω. Σας ζητώ να σκεφθείτε τον καλύτερο τρόπο για να το υλοποιήσετε».

[2] Σε ένα υπόμνημα του ήδη από το 1815 ο Καποδίστριας υποστηρίζει πως το Σύνταγμα είναι μία ανεκτή παραχώρηση: «Αυτές οι εγγυήσεις [ενν. της εξουσίας] είναι ηθικές και πραγματικές: Οι μεν ηθικές μπορούν να βασιστούν στην κοινή γνώμη. Οι πραγματικές βασίζονται στην ισχύ. Μόνο ένα Σύνταγμα το οποίο εδραιώνει την εξουσία της κυβερνήσεως του βασιλέα πάνω στην εξουσία μιας εθνικής αντιπροσωπείας και το οποίο συνταυτίζει τα απορρέοντα από 25 χρόνια επαναστάσεως συμφέροντα με τα συμφέροντα της βασιλείας είναι ισχυρό να εξασφαλίσει το σύνολο των ηθικών εγγυήσεων».

[3] Είχε πραγματοποιηθεί με καθυστέρηση ενός έτους η Εθνοσυνέλευση του Άργους το 1829.

[4] ΕΡΤ1, εκπομπή «Συνδέσεις». Το βίντεο της συνέντευξης υπάρχει σε ανάρτηση του λογαριασμού «Greece 2021» στο facebook στις 5 Μαΐου 2020

[5] Σε άλλο σημείο της ανάρτησής του αυτό το παραδέχεται και ο ίδιος ο κ. Χατζής, παραθέτοντας την εξής φράση: «[σ]την πραγματικότητα βεβαίως, ο φιλελευθερισμός ελάχιστο νόημα είχε για την πολιτική πραγματικότητα στην οποία ζούσαν οι Έλληνες στα χρόνια του Αγώνα. Απευθυνόταν κυρίως στους Δυτικοευρωπαίους, ενώ μέσα στη χώρα εξέφραζε απλώς την πολυδιάσπαση της κεντρικής εξουσίας και την αδυναμία να συγκροτηθεί μια ισχυρή κεντρική διοίκηση».

alfavita.gr