Ἡ Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση τοῦ 1821, ἀφοῦ ἐπὶ ἑπταετία ἀντιμετώπισε τοὺς στρατοὺς καὶ τοὺς στόλους τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας, τῆς Αἰγύπτου καὶ τῆς Βερβερίας, ἀλλὰ καὶ τὴν ἐχθρότητα, ἰδιαίτερα κατὰ τὰ πρῶτα ἔτη, τῶν Εὐρωπαϊκῶν Δυνάμεων, ἀφοῦ γνώρισε θριάμβους καὶ συμφορές, ἀφοῦ ὑπερπήδησε μεγάλους κινδύνους, κατὰ τὰ μέσα τοῦ 1827, βρισκόταν πλέον στὸ χεῖλος τοῦ γκρεμοῦ!
Μετὰ τὴν πτώση τοῦ Μεσολογγίου, μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Καραϊσκάκη καὶ τὴν ἐπακολουθήσασα καταστροφὴ τοῦ Φαλήρου καὶ τὴν διάλυση τοῦ στρατοπέδου τῶν Ἀθηνῶν, ἡ κατάσταση εἶχε φθάσει στὸ σημεῖο μηδέν. Ἐκτὸς ἀπὸ τὸ Ναύπλιο καὶ κάποιες ἄλλες πόλεις, ὁρισμένα φρούρια, τῆς Μάνης, τῆς περιοχῆς τοῦ Ἰσθμοῦ καὶ τῶν νησιῶν, ἡ ὑπόλοιπη χώρα κατεχόταν ἀπὸ τὸν ἐχθρὸ ἢ βρισκόταν στὴν διάθεση αὐτοῦ. Ἡ παράδοση τῆς Ἀκροπόλεως τῶν Ἀθηνῶν ἐξέφραζε συμβολικὰ τὴν δεινὴ θέση, στὴν ὁποία εἶχε περιέλθει ὁ Ἐθνικὸς ἀγώνας. Καὶ οἱ Αἰγύπτιοι μετέφεραν νέες δυνάμεις γιὰ τὸ τελειωτικὸ χτύπημα.
Ἐν τῷ μεταξὺ εἶχαν δαπανηθεῖ οἱ πόροι τῆς χώρας καὶ τὰ ἐξωτερικὰ δάνεια. Ἡ οἰκονομία ἦταν νεκρή, οἱ πόλεις καὶ τὰ χωριὰ κατεστραμμένα, ἡ ὕπαιθρος ἔρημη. Ἀκόμη βαρύτερες ἦταν οἱ ἀπώλειες σὲ ἀνθρώπινες ὑπάρξεις. Τὸ ἓν τρίτο καὶ πλέον τοῦ πληθυσμοῦ εἶχε ἐξοντωθεῖ· καὶ χιλιάδες ἐξαθλιωμένων προσφύγων εἶχαν συρρεύσει στὸ Ναύπλιο, στὴν Αἴγινα, στὸν Πόρο καὶ τὶς ἄλλες ἐλεύθερες ἀκόμη περιοχές. Ὁ στρατὸς καὶ ὁ στόλος, ἐλλείψει μέσων συντηρήσεως, διαλύονταν· καὶ σημαντικὸς ἀριθμὸς τῶν στρατιωτῶν καὶ τῶν ναυτῶν τρέπονταν ἀπὸ ἀπόγνωση στὴ ληστεία καὶ τὴν πειρατεία, ἡ ὁποία δυσφημοῦσε φοβερὰ τὸν ἑλληνικὸ ἀγῶνα. Ὅσοι τοπικοὶ στρατιωτικοὶ ἀρχηγοὶ διατηροῦσαν ἀκόμη ὁρισμένες δυνάμεις, φρόντιζαν γιὰ τὸν ἑαυτό τους καὶ τὶς ἐπαρχίες τους, ἐνῶ τυπικὰ μόνον ὑπάγονταν στὴν σκιώδη κεντρικὴ κυβέρνηση. Τὰ ἐλάχιστα ἐναπομείναντα συγκροτημένα στρατόπεδα κινδύνευαν ἀπὸ μέρα σὲ μέρα νὰ διαλυθοῦν καὶ τὰ εἰσέτι ἀντέχοντα φρούρια νὰ ἐγκαταλειφθοῦν ἐλλείψει ἐφοδίων. Ἐξ ἄλλου ἡ ἐσωτερικὴ ἀσφάλεια εἶχε σχεδὸν ἐκλείψει. Δικαστήρια δὲν ὑφίσταντο. Σχολεῖα δὲν λειτουργοῦσαν.
Συνεπείᾳ αὐτῆς τῆς καταστάσεως εἶχε ἀρχίσει νὰ κάμπτεται καὶ τὸ πνεῦμα ἀντιστάσεως κατὰ τοῦ ἐχθροῦ. Ἀπὸ τὴν Στερεὰ Ἑλλάδα, ἡ ὁποία μετὰ τὴν ἐν Φαλήρῳ καταστροφὴ εἶχε ὑποταγεῖ σχεδὸν ἐξ ὁλοκλήρου, κατὰ χιλιάδες στέλνονταν τὰ προσκυνοχάρτια στὴν Κωνσταντινούπολη, καὶ αὐτὸ σὲ ἐποχή, κατὰ τὴν ὁποία ἐπρόκειτο νὰ κριθεῖ ἐπὶ τοῦ διπλωματικοῦ πεδίου ἡ τύχη τῆς Ἑλλάδος. Μόνον ὅπου βρισκόταν ὁ Κολοκοτρώνης καὶ τμήματά του σωζόταν ἀκόμη ἡ Ἐπανάσταση.
Καὶ τὸ χειρότερο, οὐδεμία ἀντίδραση φαινόταν δυνατή. Οἱ ἐμφύλιες συρράξεις ποὺ εἶχαν προηγηθεῖ, ἡ δυσπιστία καὶ ἀντιζηλία μεταξὺ τῶν πολιτικῶν ἡγετῶν, ἡ ἀνυποληψία τῶν περισσοτέρων ἐξ αὐτῶν στὴ συνείδηση τοῦ λαοῦ, τὰ ἀντικρουόμενα συμφέροντα τῶν διαφόρων ὁμάδων, ποὺ ἀποτελοῦσαν τὴ βασικὴ αἰτία τῶν περισσοτέρων συμφορῶν τῆς Ἐπανάστασης, καθιστοῦσαν ἀδύνατη ὁποιαδήποτε σοβαρὴ προσπάθεια πρὸς βελτίωση τῆς κατάστασης μέσῳ τῶν πολιτικῶν προσώπων, ποὺ εἶχαν δοκιμασθεῖ καὶ εὐθύνονταν σὲ μεγάλο βαθμὸ γιὰ τὴ δεινὴ θέση τῆς πατρίδας. Ὅλες οἱ πολιτικὲς λύσεις εἶχαν ἐξαντληθεῖ.
Τὴν ὕστατη αὐτὴ ὥρα τὸ Ἔθνος ἔρριξε στὸν Ἀγῶνα τὸ τελευταῖο του χαρτί· τὸν Ἰωάννη Καπποδίστρια.
Κατόπιν πρωτοβουλίας τῶν Ἀρχιστρατήγων τῆς Στερεᾶς καὶ τῆς Πελοποννήσου, Γ. Καραϊσκάκη καὶ Θ. Κολοκοτρώνη, ποὺ ἐξέφρασαν ἐκείνη τὴν ἱστορικὴ ἡμέρα ἀληθινὰ τὴν ὁμόθυμη θέληση τοῦ Ἑλληνικοῦ Λαοῦ, ἡ Ἐθνικὴ Συνέλευση τῆς Τροιζήνας, μέσα σὲ ἀτμόσφαιρα πατριωτικῆς ἔξαρσης καὶ ὑπερνικῶσα τὶς ἔξω ἀπὸ αὐτὴ ἀλλὰ καὶ ἐντὸς τῶν κόλπων αὐτῆς ἀντιδράσεις, εἶχε προλάβει, κυριολεκτικὰ τὴν δωδεκάτη ὥρα, νὰ λάβει, ἀπὸ τῆς 2ας Ἀπριλίου τοῦ 1827, τὴν ἱστορικὴ ἀπόφαση τῆς ἐκλογῆς τοῦ Ἰωάννου Καπποδίστρια ὡς Κυβερνήτου τῆς Ἑλλάδος γιὰ μία ἑπταετία.
Ὁ Ἰωάννης Καπποδίστριας ἦταν, ἤδη ἀπὸ ἐτῶν, τὸ καύχημα τοῦ Ἔθνους. Καταγόταν ἀπὸ εὐγενῆ οἰκογένεια. Γεννήθηκε στὴν Κέρκυρα στὶς 11 Φεβρουαρίου τοῦ 1776. Ἦταν τὸ ἕκτο ἀπὸ τὰ ἐννιὰ παιδιὰ τῆς οἰκογένειας. Ὁ πατέρας του Ἀντώνιος ἦταν ἀπὸ τοὺς πιὸ ἀξιόλογους δικηγόρους τῆς Κέρκυρας καὶ ἔλαβε ἐνεργὸ μέρος σὲ ὅλα τὰ πολιτικὰ γεγονότα τῆς ἱστορίας τοῦ νησιοῦ. Ὁ Ἰωάννης μεγάλωσε σὲ ἕνα καθαρὰ πατριαρχικὸ περιβάλλον, μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους ὀκτὼ ἀδελφοὺς καὶ ἀδελφές του, μὲ ἔντονα θρησκευτικὴ ἀγωγὴ καὶ ἀπὸ τοὺς δύο γονεῖς. Τὰ πρῶτα γράμματα τὰ διδάχθηκε ἀπὸ τοὺς δασκάλους τοῦ τόπου του καὶ ἀπὸ τὰ 12 χρόνια του τὸ εὐαίσθητο καὶ εὐγενικὸ ἀγόρι αἰσθάνεται ἔντονα τὴν κλίση πρὸς τὴ μελέτη τῆς Ὀρθόδοξης πίστης. Αὐτὴ τὴν κλίση θὰ τοῦ τὴν καλλιεργήσει σὲ βάθος ὁ μοναχὸς Συμεὼν στὴ μονὴ Πλατυτέρας, ὅπου σύχναζε ὁ νεαρὸς Καπποδίστριας.
Ἔχουμε πληροφορίες ὅτι ὁ Καπποδίστριας διδάχθηκε ἀκόμη μουσικὴ καὶ ἱππασία. Ἀνάμεσα στὰ ἐλάχιστα πράγματα ποὺ ἔφερε μαζί του, ὅταν γύρισε γιὰ πάντα στὴν Ἑλλάδα, ἦταν καὶ τὸ πιάνο του. Τὸ 1792 κάνοντας ἱππασία στὴν Κέρκυρα ἔπεσε ἀπὸ τὸ ἄλογο, ποὺ τὸν παρέσυρε ἀρκετὰ στὸ χαλκοστρωμένο δρόμο. Ἡ διάσωσή του ἀποδόθηκε σὲ θαῦμα τῆς Παναγίας τῆς Πλατυτέρας. Ἀπὸ τότε χρονολογεῖται τὸ ἐνδιαφέρον του γιὰ τὸ μοναστήρι αὐτό, ποὺ ποτὲ δὲν τὸ ξέχασε σὲ ὅλη τὴ λαμπρή του σταδιοδρομία. Μέσα στὸ μοναστήρι σώζεται ἡ ἀναπαράσταση τοῦ ἀτυχήματος, καμωμένη ἀπὸ λαϊκὸ ζωγράφο. Σ᾿ αὐτὸ τὸ μοναστήρι εἶχε ἐκφράσει τὴν ἐπιθυμία νὰ ἐνταφιαστεῖ. Οἱ ἀδελφοί του ἐκπλήρωσαν τὴν ἐπιθυμία του ἀργότερα, πολὺ μετὰ τὴ δολοφονία του.
Ὁ πιστὸς φίλος τῶν νεανικῶν του χρόνων Δημ. Ἀρλιώτης, στὴ βιογραφία του γιὰ τὸν Καπποδίστρια, τὸν περιγράφει σὰν φύση ἐξαιρετικὰ εὐγενικὴ καὶ λεπτή, προικισμένο μὲ σπάνια ψυχικὰ καὶ σωματικὰ χαρίσματα, μὲ χαρακτήρα σοβαρὸ καὶ ἀνδροπρεπῆ, παρὰ τὴ νεαρὴ ἡλικία του, εὐαίσθητο καὶ θερμὸ συμπαραστάτη στὸν κάθε ἀνθρώπινο πόνο.
Τὸ 1794, ἔχοντας συμπληρώσει ὅση παιδεία μποροῦσε τότε νὰ τοῦ προσφέρει ἡ Κέρκυρα, ἔφυγε γιὰ σπουδὲς στὴν Ἰταλία. Στὸ περίφημο πανεπιστήμιο τῆς Πάντοβας σπούδασε βασικὰ ἰατρικὴ καὶ παρακολουθοῦσε ὡς ἀκροατής, ὅπως συνηθιζόταν τότε, καὶ τὶς παραδόσεις τῶν καθηγητῶν στὸν κλάδο τῶν legisti, τῆς νομικῆς ἐπιστήμης, ἔχοντας πάντα μία ἰδιαίτερη κλίση πρὸς τὶς φιλολογικὲς καὶ φιλοσοφικὲς ἐπιστῆμες. Μετὰ ἀπὸ ἐπιτυχεῖς ἐξετάσεις πῆρε τὸ δίπλωμά του, τὸ διδακτορικό, στὶς 10 Ἰουνίου τοῦ 1797.
Στὴν Ἰταλία τότε ἔπνεε σφοδρὸς ὁ ἄνεμος τῶν ἐπαναστατικῶν ἰδεῶν τῆς Γαλλικῆς ἐπανάστασης καὶ τῶν διακηρύξεων τῶν ὑλιστικῶν θεωριῶν. Οἱ σπουδαστὲς παρακολουθοῦσαν μὲ ἐνθουσιασμὸ καὶ ἀπληστία τὶς νέες ὑλιστικὲς θεωρίες, ποὺ γκρέμιζαν μὲ πάθος, μαζὶ μὲ τὶς ἀποστεωμένες στὴ Δύση θρησκευτικὲς ἀντιλήψεις, καὶ κάθε ὑπερβατικὴ πίστη. Ὁ νεαρὸς Καπποδίστριας βρέθηκε ξαφνικά, ἀπὸ τὸ συντηρητικὸ περιβάλλον τοῦ σπιτιοῦ του, μέσα στὸ στρόβιλο τῶν ὑλιστικῶν ρευμάτων τῆς Δύσης καὶ τὴν ἔξαρση τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ φιλελευθερισμοῦ. Ἡ θεμελιωμένη ὅμως πάνω στὶς πνευματικὲς ἀξίες προσωπικότητά του ἔμεινε σταθερὴ στοῦ Πνεύματος τὶς ἐπιταγές, ἀκλόνητος στὶς ἀρχές του, ὅπως σημειώνουν ὅλοι οἱ σύγχρονοι καὶ νεώτεροι βιογράφοι του.
Σὲ ἕνα σημεῖο μόνο ἄφησε τὸν ἑαυτὸ του συνειδητὰ ἐλεύθερο νὰ ἐπηρεαστεῖ ἀπὸ τὶς νέες ἰδέες καὶ τὰ πρωτοφανέρωτα ρεύματα: σὲ ὅ,τι ἀφοροῦσε στὴν κοινωνικὴ δικαιοσύνη, στὴν ἰσοπολιτεία καὶ ἰσονομία μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων ὅλων τῶν κοινωνικῶν τάξεων. Ἂν καὶ εἶχε ἀνατραφεῖ μέσα σὲ αὐστηρὰ ἀριστοκρατικὸ περιβάλλον, ὁ ἴδιος ἀπὸ τὴ φύση του ἔκλινε πρὸς τὶς δημοκρατικὲς κοινωνικὲς ἀντιλήψεις, ποὺ ἐνισχύθηκαν καὶ ξεκαθαρίστηκαν καλύτερα στὰ χρόνια τῶν σπουδῶν του στὴν Πάντοβα. Ἀκριβῶς αὐτὲς τὶς δημοκρατικὲς ἰδέες του γιὰ τὴν κοινωνικὴ εὐδαιμονία καὶ ἰσοπολιτεία θὰ ἀγωνιστεῖ μὲ ὅλες του τὶς δυνάμεις νὰ διαδώσει καὶ ἐφαρμόσει ἀνάμεσα στὸ λαὸ τῆς πατρίδας του, ὅταν θὰ γυρίσει σ᾿ αὐτὴ ὡς γιατρὸς καὶ φιλόσοφος. «Γνωρίζετε ἄλλωστε ὅτι τὸ πρόσωπον τοῦ δημοκράτου δύναμαι νὰ ὑποδυθῶ εὐκολότερον, διότι εἶναι τὸ ἰδικόν μου πρόσωπον», θὰ γράψει ἀργότερα στὴ Ρωξάνδρα Στούρτζα.
Τὸ 1797, σὲ ἡλικία μόλις 21 ἐτῶν, ὁ Καπποδίστριας, «ἐφωδιασμένος μὲ τὸν στέφανον τῆς ἰατρικῆς, τῆς νομικῆς καὶ τῆς φιλοσοφίας», γύρισε στὴν Κέρκυρα, ὅπου ἀμέσως ἄρχισε τὸ ἰατρικὸ ἔργο «φιλανθρώπως καὶ ἀφιλοκερδῶς».
Γρήγορα ὅμως ἡ ἐξέλιξη τῶν πολιτικῶν γεγονότων καὶ ἡ μεταβολὴ τῶν τυχῶν τῆς ἰδιαίτερης πατρίδας του τὸν φέρνουν πρὸ τῶν πυλῶν τῆς πολιτικῆς δράσης. Ὅταν συστάθηκε ἡ Ἑπτανησιακὴ Δημοκρατία (1802–1807), κλήθηκε νὰ προσφέρει καὶ ὁ ἴδιος τὶς ὑπηρεσίες του καὶ σύντομα ἀνεδείχθη ὁ κυριότερος ὑπουργὸς καὶ τελικὰ ὁ κατ᾿ οὐσίαν Πρωθυπουργός της. Ὁ Θεὸς εἶχε προετοιμάσει ἕνα θαυμάσιο Σχολεῖο, στὸ ὁποῖο εἶχε τὴν εὐκαιρία ὁ νεαρὸς Ἰωάννης νὰ ἀναπτύξει καὶ νὰ ἀσκήσει τὶς ἐξαιρετικὲς καὶ ἠθικὲς ἀρετές του, νὰ μορφώσει καὶ νὰ ἐπιδείξει πολιτικὴ ἰδιοφυΐα. Στὴν πολιτικὴ ζωὴ τῆς βραχύβιας Ἑπτανησιακῆς Δημοκρατίας, τοῦ πρώτου αὐτοῦ νεοελληνικοῦ κράτους, προετοιμαζόταν ὁ κατόπιν ἔνδοξος Ὑπουργὸς τῶν Ἐξωτερικῶν τῆς Ρωσσικῆς Αὐτοκρατορίας, καὶ πρὸ πάντων ὁ μέλλων πρῶτος Κυβερνήτης τῆς Ἑλλάδος.
Μὲ τὴν συνθήκη τοῦ Τιλσὶτ τὰ Ἑπτάνησα παραχωρήθηκαν τὸ 1807 στὴ Γαλλία τοῦ Ναπολέοντος καὶ αὐτὸ σήμανε τὸ τέλος τῆς πολιτικῆς σταδιοδρομίας τοῦ Καπποδίστρια στὰ Ἑπτάνησα. Ἡ φήμη ὅμως τῶν σπάνιων πολιτικῶν ἱκανοτήτων τοῦ Ἑπτανήσιου πολιτικοῦ εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τὴν πρόσκλησή του στὴν Πετρούπολη καὶ τὴν πρόσληψή του στὸ Ρωσσικὸ Ὑπουργεῖο τῶν Ἐξωτερικῶν.
Ὁ Ἰωάννης ὑπακούει στὴ νέα κλήση τοῦ Θεοῦ καὶ φθάνει στὴ Ρωσσικὴ πρωτεύουσα τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1809. Ἐκεῖ εἰσερχόταν στὴν περίοδο τῆς ζωῆς του, κατὰ τὴν ὁποία σύντομα θὰ ἀναδεικνυόταν στὴν πρώτη θέση τῶν πολιτικῶν ἀνδρῶν τῆς Εὐρώπης. Τὴν θέση αὐτὴ τὴν κατέκτησε βῆμα- βῆμα μὲ μία σειρὰ ἀπὸ ἐξαιρετικὲς ἐπιτυχίες, κατόπιν τῶν ὁποίων κέρδισε τὴν ἐμπιστοσύνη καὶ τὴν φιλία τοῦ Ρώσσου Αὐτοκράτορα.
Σημαντικότεροι σταθμοὶ στὴν εὐρωπαϊκή του πορεία ἦταν οἱ ἑξῆς: μεσολαβώντας ὡς ἐκπρόσωπος τοῦ Ρώσσου Αὐτοκράτορα κατέστη ὁ κύριος θεμελιωτὴς τῆς πολυεθνικῆς Ἑλβετικῆς Ὁμοσπονδίας ἀφοῦ κατόρθωσε τὸ 1815 νὰ συμφιλιώσει τὰ ἀντιμαχόμενα καντόνια· ἐπίσης ἔσωσε ἀπὸ τὴν ἔσχατη συντριβὴ καὶ ταπείνωση τὴν ἡττημένη στὸ Βατερλὼ Γαλλία, γενόμενος ἔτσι «ἀρχιτέκτων τῆς εὐρωπαϊκῆς εἰρήνης τῶν 99 ἐτῶν» (1815–1914). Διευθύνων τὸ Ὑπουργεῖο Ἐξωτερικῶν τῆς Ρωσσίας κατὰ τὴν περίοδο 1816-1822 ὑπῆρξε ὁ Μέντωρ τῆς ρωσσικῆς πολιτικῆς, ὁδηγώντας αὐτὴν στὴν εὐθεία ὁδὸ τῆς εἰλικρινοῦς ἐφαρμογῆς τῶν συνθηκῶν, τῆς στέρεης περιφρούρησης τῆς εἰρήνης, τῆς προστασίας τῶν μικρῶν κρατῶν καὶ τῶν λαῶν τῆς Εὐρώπης.
Ἡ ἀπελευθέρωση τῆς Ἑλλάδος ἀπὸ τὸν Τουρκικὸ ζυγὸ ὑπῆρξε κατόρθωμα τῶν ἡρωϊκῶν ἀγωνιστῶν τοῦ 1821. Ἡ συγκρότηση ὅμως αὐτῆς σὲ βιώσιμο κράτος ὀφείλεται στὸν πρῶτο της Κυβερνήτη Ἰωάννη Καπποδίστρια, ὁ ὁποῖος τὴν παρέλαβε τὸ 1828 ἀπὸ τὶς φλόγες τῆς Ἐπανάστασης ἔνδοξη, ἀλλὰ ἐξαντλημένη. Ἐν μέσῳ μυρίων δυσχερειῶν ἔθεσε τὰ θεμέλια τῆς διοικητικῆς ὀργανώσεως, τοῦ στρατοῦ, τῆς νομοθεσίας, τῆς οἰκονομίας, τῆς κοινωνικῆς πρόνοιας, τῆς παιδείας. Ἀρνούμενος οἱανδήποτε ἀμοιβὴ ἢ μισθό, ἀφιέρωσε τὰ πάντα στὸ φτωχὸ λαό του, δὲν μπόρεσε ὅμως νὰ ἀποφύγει τὴν ἐχθρότητα ὁρισμένων κύκλων, τὴν ὁποία ὑποδαύλιζαν δόλιοι πράκτορες ξένων δυνάμεων. Καὶ ἔτσι δέχθηκε τὶς φονικὲς σφαῖρες μπροστὰ στὸν Οἶκο τοῦ Θεοῦ, ὅπου προσερχόταν νὰ λειτουργηθεῖ ὄρθρου βαθέος, πολὺ πρὶν προσέλθει ὁ πολὺς λαός! Ἔτσι φονεύθηκε στὶς 27 Σεπτεμβρίου τοῦ 1831 ὁ θεμελιωτὴς τοῦ νεώτερου κράτους τῆς Ἑλλάδος, ἀληθινὸς Χριστιανός, ἀνιδιοτελὴς πατριώτης, πρότυπο ἡγέτου.
Ποιὰ ἦταν ἡ ἐκπαιδευτικὴ πολιτικὴ τοῦ Ἰωάννου Καπποδίστρια; Ποιὰ θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι ἡ ἐκπαιδευτικὴ πολιτική, ἑνὸς ἀνδρὸς αὐτοῦ τοῦ ἐπιπέδου, αὐτῆς τῆς μόρφωσης καὶ αὐτῆς τῆς βιωματικῆς σχέσης μὲ τὴν Ὀρθοδοξία; Ἑνὸς ἀνθρώπου ποὺ πίστευε πὼς τὰ πάντα στὴ ζωὴ συμβαίνουν κατὰ βούληση ἢ ἀνοχὴ τοῦ Θεοῦ. Ἔγραφε σὲ μία ἐπιστολή του: «Θεωρῶ συμβολὴ τῆς Θείας Πρόνοιας τοὺς μικροὺς πυρετούς». Ἀπὸ τὴν ἰταλικὴ πόλη Voloagno τὸ Μάϊο τοῦ 1819: «Ἔκαμα χθὲς δύο τάματα: Ἕνα στὴ Θεοτόκο Παρθένον τὴν Πλατυτέραν καὶ τὸ ἄλλο εἰς τὸν θαυματουργὸν προστάτην μας Ἅγιον Σπυρίδωνα». Ἀπὸ τὸ Μιλάνο ἔγραφε στὸν πατέρα του: «Ἂς εἶναι δοξασμένη ἡ Θεία Πρόνοια ἥτις μὲ προστατεύει. Εἶναι εὐλογία τὸ νὰ γνωρίζω ὅτι σεῖς εὑρίσκεσθε ἐν καλῇ ὑγείᾳ καὶ νὰ σᾶς βλέπω νὰ μᾶς ὑπόσχεσθε ἀκόμη μακρὰ ἔτη καλῆς ζωῆς … Τὸ νὰ βλέπω ἀντὶ τοῦ κακοῦ μὲ τὸ ὁποῖον εἶχαν τὴν πρόθεση οἱ μοχθηροὶ νὰ μὲ ἀπειλήσουν, νὰ προκύπτει καλόν, τὸ νὰ ἀναγνωρίσω ὅτι ὅλον τοῦτο εἶναι ἔργον μοναδικόν τῆς προστασίας τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν θαυματουργῶν Ἁγίων τοὺς ὁποίους ἀναξίως ἐπεκαλέσθην μὲ δάκρυα εἰλικρινοῦς καρδίας καὶ ἀφοσιωμένης».
Ἡ θρησκευτικὴ πίστη τοῦ Ἰωάννη Καπποδίστρια δὲν ἦταν ἕνα ἐπιφανειακὸ φαινόμενο τῆς ζωῆς του ἀλλὰ ἦταν πίστη προσωπική, ἐσωτερική, βαθειὰ ριζωμένη στὴν ὕπαρξή του ποὺ τὸν ὁδήγησε πέρα ἀπὸ τὴ λάμψη τῆς ἐξωτερικῆς ζωῆς καὶ τὴ ματαιότητά της σ᾿ ἐκείνη τὴν περιοχὴ τῆς κατάνυξης τοῦ ἀνθρώπου, ὅπου ἡ ἄδολη καρδιὰ βρίσκει τὸ δρόμο γιὰ τὴν «Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν». Σὲ ἐπιστολή του πρὸς τὸν Ἀνδρέα Μουστοξύδη ἔγραφε πὼς πρόθεσή του ἦταν νὰ χρησιμοποιήσουν ὅλοι οἱ Ἕλληνες τὴν Σύνοψιν «ὥστε ἕκαστος παρακαλῶν τὸν Θεὸν νὰ καταλαβαίνῃ καὶ τί λέγει».
Συνειδητοποιώντας τὴ θέση καὶ τὸ ρόλο τῆς Ὀρθόδοξης χριστιανικῆς ἀγωγῆς τοῦ Ἑλληνικοῦ λαοῦ, μέσα στὸ γενικότερο ἐκπαιδευτικὸ καὶ πολιτικό του ἔργο, ὁ πρῶτος κυβερνήτης τῆς Ἑλλάδος σὲ ὁδηγίες του πρὸς τοὺς δασκάλους τῆς Ἐπικράτειας τόνιζε: «θέλετε καταβάλει θεμέλιον τῆς παιδείας εἰς τὰς ἁπλὰς ψυχὰς τῶν παίδων τὸν φόβον τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς σοφίας, καὶ στοιχειοῦντες αὐτοὺς εἰς τὴν ἀληθινὴ παιδεία, τὴν εὐσέβειαν, θέλετε τοὺς διδάσκει τὴν ἱερὰν κατήχησιν, ἐκ τῆς ὁποίας μυούμενοι τὰ ἀληθινά τοῦ χριστιανοῦ χρέη, θέλουν διδάσκεσθαι καὶ τὰ τοῦ ἀγαθοῦ πολίτου καθήκοντα διὰ τῆς ἠθικῆς προσαρμοζόμενης εἰς τὸν οὐράνιον νόμον τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου».
Ὁ πρῶτος πολίτης τῆς χώρας ἐκείνη τὴν ἐποχή, ἀναφερόμενος εἰδικὰ στὸ ρόλο τῆς Ὀρθόδοξης χριστιανικῆς ἀγωγῆς τὸν καιρὸ τῆς ἀνασύστασης τοῦ νεοελληνικοῦ κράτους, ἔγραφε τὸ 1827: «Πρῶτον καὶ σπουδαιότερον τῶν καθηκόντων τῆς Ἑλληνικῆς Κυβερνήσεως θεωρῶ τὴν θρησκευτικὴν ἀγωγὴ τοῦ Ἔθνους».
Πρῶτο λοιπὸν σκοπὸ τῆς ἀγωγῆς τοῦ νεοσύστατου Ἑλληνικοῦ κράτους ἔθετε τὴ Χριστιανικὴ μόρφωση τῆς νεότητας. Ἐπιθυμοῦσε οἱ νέοι τῆς Ἑλλάδος νὰ μορφωθοῦν μὲ τὴ «διδασκαλίαν τῆς πίστεως» καὶ νὰ τελειωθοῦν μὲ τὸν «ἱερὸν νόμον τοῦ Εὐαγγελίου». Δὲν ἦταν ἕνας ὑποστηρικτὴς μίας ἐνδοκοσμικῆς ἀγωγῆς, ποὺ θὰ ἀποσκοποῦσε ἁπλῶς στὴ βελτίωση τῶν βιοτικῶν συνθηκῶν τοῦ νέου κράτους, οὔτε προσέβλεπε ἁπλῶς στὴν ἠθικὴ ἀναγέννηση τῆς μικρῆς Ἑλληνικῆς κοινωνίας καὶ στὴν ἀτομικὴ τελειότητα καὶ εὐδαιμονία. Ἦταν ἕνας δραστήριος διάκονος τῆς πραγμάτωσης τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Εἶχε συναίσθηση ὅτι ἀνῆκε στὴν Ὀρθόδοξη Καθολικὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
Ἔβλεπε πὼς τὸ περιβάλλον του «νεωτέριζε στὴν πίστη» καὶ ἤθελε νὰ προφυλάξει τὴ νεότητα ἀπὸ κάθε «πλάνη». Παραδοσιακὸς καὶ ἀνανεωτικός, βιβλικὸς καὶ ρεαλιστής, Ἕλληνας γνήσιος καὶ Εὐρωπαῖος διαφωτιστὴς ἀντελήφθη πὼς ἡ ὑπόθεση τῆς ἀγωγῆς στὸν καιρὸ του ἦταν συνάρτηση τῆς καλῆς ἐμμονῆς στὴν ντόπια παιδευτικὴ παράδοση ἀπὸ τὴ μία μεριά, ἀλλὰ καὶ τῆς σύγχρονης προβληματικῆς τῆς ἐποχῆς του ἀπὸ τὴν ἄλλη. Γνώριζε πὼς μόνο ἔτσι, μὲ αὐτοὺς τοὺς παιδευτικοὺς στόχους, θὰ ἐξυπηρετοῦσε καλύτερα τὶς ἀνάγκες τῆς ἑλληνικῆς κοινωνικῆς καὶ πολιτιστικῆς πραγματικότητας.
Ἡ δράση του περὶ τὴν παιδεία ἄρχισε ταυτόχρονα μὲ τὴν ἐμπλοκή του στὴν πολιτική, ὅταν ἀνάμεσα στὰ ἄλλα του καθήκοντα καὶ ὡς ἐπιθεωρητὴς τῆς Ἐκπαιδεύσεως στὰ Ἑπτάνησα ἀναλώθηκε στὴ ὑπόθεση τῆς ἀγωγῆς τῶν ἑπτανησίων νέων καὶ ἐργάστηκε γιὰ τὴν «καλὴ ἀγωγή τους». Στὰ Σχολεῖα ποὺ ἵδρυσε ἐκεῖ ἔθεσε ὡς βάση τῆς ἀγωγῆς τῶν μαθητῶν τὴν πνευματικὴ καλλιέργεια μὲ τὴν ὑγιῆ διδασκαλία τῆς Ὀρθοδοξίας, ἔδειξε δὲ καὶ τὸ πρῶτο ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν μόρφωση τῶν ἱερέων τῆς Ἑπτανήσου.
Τὂν καιρὸ τῆς παραμονῆς του στὴν Εὐρώπη ὁ Καπποδίστριας κατάφερε μὲ τὶς πρωτοβουλίες του καὶ τὶς ἐνέργειές του νὰ διεθνοποιήσει τὸ Ἑλληνικὸ ζήτημα, ἀλλὰ καὶ νὰ στρέψει συνάμα τὸ ἐνδιαφέρον ὅλων στὰ «ἀνὰ τὴν Εὐρώπην σπουδάζοντα Ἑλληνόπουλα» καὶ στὴν ἵδρυση Ἑλληνικῶν Σχολείων, χωρὶς τὰ ὁποῖα ὑπῆρχε ἄμεσος κίνδυνος νὰ ξεχάσουν τὶς ἐθνικές τους ρίζες καὶ τὴν Ὀρθόδοξη πίστη τους. Ὁ Ἰωάννης προσπαθοῦσε μὲ κάθε τρόπο νὰ ἀντιμετωπίσει τοὺς «αἱρετικοὺς μεθοδιστὲς» δασκάλους, ὅπως τὸν δάσκαλο στὸ σχολεῖο τῆς Βασιλείας, ὁ ὁποῖος «πίεζε τοὺς νέους νὰ παραιτήσωσι τὰ θρησκευτικὰ των ἔθιμα» και «περιΰβριζε τὰ δόγματά τους».
Στὸ δάσκαλο Ραδινό, ὑπεύθυνο τοῦ Σχολείου τῆς Γενεύης ἔγραφε: «θέλει σᾶς πέμψει εἰς Ἑνετίας ὁ κ. Μουστοξύδης ἕν ἀντιτύπον τῶν ὁμιλιῶν τοῦ ἱεροκήρυκος Μηνιάτου. Ἐπιθυμῶ νὰ γνωστοποιήσετε στοὺς ἀπὸ Σᾶς διδασκόμενους τὸν πάτριον Ἕλληνα λόγον, ὅτι τοὺς καθυποχρεώνω πάντας νὰ συνέρχωνται κατὰ τὴν ἀπὸ σᾶς ταχθησομένην ὥραν εἰς τὸ κατάλυμά σας τὰς Κυριακὰς καὶ ὅλας τὰς ὑπὸ τῆς ἁγίας ἡμῶν ἐκκλησίας πανηγυριζομένας ἡμέρας, διὰ νὰ σὲ ἀκροάζωνται ἀναγιγνώσκοντα τὴν κατ᾿ ἐκλογήν σου διδαχὴν τῆς ἑορταζομένης ἡμέρας. Ἤθελεν εἶναι ὠφέλιμον ὡσαύτως τὸ νὰ προσθέτετε εἰς αὐτὴν τὴν ἀνάγνωσιν σύντομον τινὰ διδασκαλίαν, διὰ τῆς ὁποίας νὰ ἐξηγῆτε εἰς τοὺς νέους σας μαθητὰς τὰς ἀρχὰς τῆς ἀμωμήτου ἡμῶν πίστεως, στηρίζοντες μάλιστα τὴν προσοχὴν των ἐπὶ τὰς ἀφορμὰς καὶ τὸν σκοπὸν των κατὰ τὰς Κυριακὰς καὶ τῶν ἄλλων ἐν χρήσει προσευχῶν …».
Ὁ Ἰωάννης Καπποδίστριας πίστευε πὼς ἡ Θεία Εὐχαριστία εἶναι τὸ κέντρο τῆς Ὀρθόδοξης λατρείας καὶ ἡ Ἐκκλησία ὁ «Κυρίως ναός», τὸ κέντρο τῆς Χριστιανικῆς διαπαιδαγώγησης τῆς νεότητας τῆς διασπορᾶς, ποὺ συντελεῖ στὴν κατ᾿ ἐξοχὴν ἑλληνοκεντρικὴ θεώρηση τῆς ζωῆς καὶ τοῦ κόσμου. Ἡ Ὀρθόδοξη Καθολικὴ Ἐκκλησία τελεσιουργοῦσε γι᾿ αὐτὸν μυστικὰ καὶ ἀνεπαίσθητα τὴν ἀνάσταση τοῦ Γένους καὶ συντελοῦσε στὴ διατήρηση τῆς Ἐθνικῆς καὶ θρησκευτικῆς συνείδησης τοῦ ἀπόδημου Ἑλληνισμοῦ. Ἡ Ἐκκλησία καὶ ἡ Λατρεία τοῦ Θεοῦ ἦταν γι᾿ αὐτὸν ἡ ζωή του καὶ ἡ Λειτουργία τῆς Κυριακῆς τὸ κέντρο ὅλης του τῆς ζωῆς. Δὲν εἶναι τυχαῖο τὸ ὅτι ἡ χαριστικὴ βολὴ τοῦ δόθηκε, ὅπως προαναφέραμε, στὸ δρόμο γιὰ τὴν Ἐκκλησία, ὅπου μετέβαινε τὴν Κυριακὴ τὸ πρωΐ γιὰ τὴν Θεία Λειτουργία.
Ὅταν ἵδρυε Σχολεῖα καὶ ὀργάνωνε τὴν ἀγωγὴ τῶν διασκορπισμένων ἀπὸ τὶς συμφορὲς καὶ ὀρφανῶν Ἑλληνοπαίδων στὴ Γερμανία, τὴ Γαλλία καὶ τὴν Ἑλβετία, κοντὰ στὰ ἄλλα φρόντιζε καὶ γιὰ τὸ παρεκκλήσι καὶ τὸν ἱερέα τοῦ Σχολείου.
Ἐπίσης ἡ γνωριμία του καὶ ἡ ἐκτενὴς ἀλληλογραφία του μὲ τοὺς διακεκριμένους τὴν ἐποχὴ ἐκείνη Ἑλβετοὺς παιδαγωγούς Pestalozzi καὶ Fellemberg τὸν προβλημάτισαν σοβαρὰ πάνω στὰ σύγχρονα τότε παιδαγωγικὰ προβλήματα καὶ τὸν ἐπηρέασαν ἀναμφίβολα στὸ μετέπειτα ἐκπαιδευτικό του ἔργο στὴν Ἑλλάδα.
Τόση ἦταν ἡ ἔκπληξη καὶ ὁ θαυμασμὸς ποὺ προξένησαν τὰ ἐκπαιδευτικὰ συστήματα τῶν Pestalozzi καὶ Fellembergστον Ἰωάννη Καπποδίστρια, ὥστε ἀνέλαβε μὲ δικές του δαπάνες τὴν ἐκπαίδευση τῶν φτωχῶν Ἑλληνοπαίδων τῆς διασπορᾶς στὰ διάφορα Σχολεῖα ποὺ ἵδρυε, καὶ διατηροῦσε σὲ ὁλόκληρη τὴ ζωὴ του σύνδεσμο μαζί τους.
Καὶ ἐρχόμαστε τώρα στὴ τελευταία περίοδο τῆς ζωῆς του. Ὅταν τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1828 ἔφθασε στὴν Ἑλλάδα, γνώριζε ὅτι μαζὶ μὲ τὰ ἄλλα προβλήματα ἔπρεπε νὰ μεριμνήσει καὶ γιὰ τὸ πρώτιστο ἔργο κάθε πολιτείας, τὸ πρόβλημα τῆς παιδείας καὶ τῆς ἀγωγῆς τοῦ λαοῦ· ἑνὸς λαοῦ ποὺ ἔβγαινε στὴν πλειονότητά του ἀμαθὴς καὶ ἀναλφάβητος μέσα ἀπὸ δουλεία καὶ καταπίεση αἰώνων. Ἡ ἀγραμματοσύνη τῶν μεγάλων μαζῶν τοῦ λαοῦ ἦταν γιὰ τὸν Κυβερνήτη ἐμπόδιο στὴν ἀνασυγκρότηση τῆς νέας Ἑλλάδος.
Οἱ ἐκπαιδευτικές του προσπάθειες ἀρχικὰ ἐπικεντρώθηκαν στὴν πρόνοια ὑπὲρ τῶν ὀρφανῶν, ποὺ ὅπως καταλαβαίνετε ἦταν τότε πολλά, καὶ στὴν ἐπαγγελματική τους ἀποκατάσταση, καθὼς καὶ στὴ φροντίδα του γιὰ τὴν πρωτοβάθμια ἐκπαίδευση, τὴν παιδεία γιὰ ὅλο τὸ λαό. Εἶναι εὐεξήγητο, γιατί ἡ ἐπαγγελματικὴ καὶ ἡ πρωτοβάθμια ἐκπαίδευση ἦταν ὁ θεμέλιος λίθος γιὰ τὸν Κυβερνήτη στὸ νεοσύστατο κράτος τῆς Ἑλλάδος. Αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἡ ἐκπαίδευση ἀνταποκρινόταν ἄριστα στὶς τότε δύσκολες περιστάσεις τῆς χώρας. Ἡ ἐπιβίωση τοῦ λαοῦ μὲ ἕνα ἐπάγγελμα καὶ ἡ στοιχειώδης μόρφωσή του ἦταν ἀπὸ τοὺς βασικοὺς στόχους του. Ὡστόσο σὲ καμμία περίπτωση δὲν ὑποβάθμισε τὸ ρόλο τῆς Ὀρθόδοξης κοινωνικῆς ἀγωγῆς. Θεώρησε τὴν παιδεία–ἀγωγὴ ὡς ἀχώριστη ἀπὸ τὴ Θρησκεία καὶ θέσπισε ὥστε τὰ Ἐκκλησιαστικὰ καὶ τῆς Δημοσίου Παιδεύσεως θέματα νὰ ὑπάγονται στὴν ἁρμοδιότητα τοῦ ἴδιου Ὑπουργείου. Ἔδωσε στὴ στρατηγική τῆς ἐκπαιδευτικῆς του πολιτικῆς καὶ στὴ σχολικὴ ζωὴ ἐκκλησιαστικὸ χρῶμα καὶ θρησκευτικὸ χαρακτῆρα. Ἐκκλησία καὶ Πολιτεία κατὰ τὴν Καπποδιστριακὴ περίοδο συνεργάστηκαν ἄριστα, γιὰ νὰ μορφωθεῖ ὁ λαὸς καὶ νὰ ἀντιμετωπίσει τόσο τὶς βιολογικὲς ὅσο καὶ τὶς πνευματικές του ἀνάγκες.
Μέσα σὲ ἕνα συγχρονισμένο καὶ εὐνομούμενο κράτος ἄρχισαν νὰ δίνονται ἴσες δυνατότητες καὶ εὐκαιρίες μόρφωσης σὲ ὅλα τὰ Ἑλληνόπουλα. Ἔτσι ὁ Ἰωάννης Καπποδίστριας παρουσιάζεται ἐκσυγχρονιστικὸς καὶ ἀνανεωτικὸς στὴν ὀργάνωση τῆς ἐκπαίδευσης καὶ συνάμα παραδοσιακὸς στοὺς στόχους του. Δυτικότροπος καὶ ριζοσπαστικὸς στὰ ἐξωτερικὰ σχήματα καὶ τὴν ὀργάνωση τοῦ ἐκπαιδευτικοῦ συστήματος, μιᾶς καὶ εἶχε μελετήσει ἀπὸ κοντὰ τὰ Δυτικὰ καὶ Ρωσσικὰ ἐκπαιδευτικὰ πρότυπα, ἀλλὰ ταυτόχρονα πιστὸς στὶς Ρωμαίϊκες ρίζες του καὶ στὴν Ἑλληνικὴ διάρκεια, δὲν ἄφησε στὸ περιθώριο τὸ Ὀρθόδοξο μορφωτικὸ πρότυπο ἀγωγῆς, τὸ ὁποῖο ἐμπνέει καὶ ριζώνει στὶς εὐαίσθητες ψυχὲς τῶν παιδιῶν τὴν Ὀρθόδοξη πίστη καὶ τὶς ἀξίες τοῦ Ἑλληνισμοῦ.
Ὥριμος, ὅπως ἦταν, δὲν ἀπέρριπτε τὴν πολιτιστικὴ παράδοση τοῦ τόπου του, καθὼς διέβλεπε ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία ἦταν ἄξια νὰ ἐμπνεύσει καὶ νὰ καλλιεργήσει τὰ παιδιὰ τοῦ ταλαιπωρημένου Ἑλληνικοῦ λαοῦ, ἀφοῦ τόσα εἶχε προσφέρει στὸν προεπαναστατικὸ ἀγῶνα καὶ στὴ διάρκεια τῆς Ἐπανάστασης.
Ὁ ἴδιος ἄλλωστε ἦταν γέννημα τῆς Χριστιανικῆς ἀγωγῆς καὶ ζοῦσε τὸ θεολογικὸ μυστήριο τῆς Χριστιανικῆς πίστης καὶ ζωῆς. Σὲ μία ἐπιστολὴ του σημείωνε: «Ὁ Θεὸς εἶναι προστάτης μου καὶ ἄνευ ταύτης τῆς πίστεως οὔτε ἐμαυτὸν θὰ ἠδυνάμην νὰ κατανοήσω, οὔτε νὰ ἐλπίσω τί. Ἡ Χριστιανικὴ θρησκεία ἐσυντήρησε εἰς τοὺς Ἕλληνας καὶ γλῶσσαν καὶ πατρίδα καὶ ἀρχαίους ἐνδόξους ἀναμνήσεις καὶ ἐξαναχάρισεν εἰς αὐτοὺς τὴν πολιτικὴν ὕπαρξιν, τῆς ὁποίας εἶναι στύλος καὶ ἑδραίωμα».
Εἰδικότερα τώρα στὴ «Σχολειούπολη» τῆς Αἴγινας καὶ στὰ ἄλλα Ἀλληλοδιδακτικὰ καὶ Ἑλληνικὰ Σχολεῖα τῆς ἐπικράτειας προέβη ὁ Κυβερνήτης σὲ συγκεκριμένες ἐνέργειες καὶ νομοθετικὲς ρυθμίσεις, γιὰ νὰ μυηθοῦν οἱ πρῶτοι μαθητὲς στὴν Ἑλληνορθόδοξη προγονικὴ παιδευτικὴ παράδοση. Γιὰ πρώτη φορὰ στὴν ἐλεύθερη Ἑλλάδα μὲ τὶς ἐγκυκλίους τῆς Κυβέρνησης κατοχυρώνεται ἡ θρησκευτικὴ διαπαιδαγώγηση τῶν νέων στὰ Σχολεῖα τοῦ Κράτους καὶ εἰσάγεται τὸ θρησκευτικὸ μάθημα στὴν Πρωτοβάθμια καὶ Δευτεροβάθμια Ἐκπαίδευση. Τὸ Ἐκκλησιαστικὸ Σχολεῖο Πόρου ὀργανώθηκε σὲ αὐτοτελὲς ἐκπαιδευτήριο ὑπὸ τὴν προστασία τῆς «Σεβαστῆς Κυβερνήσεως». Ὁ κύκλος τῶν μαθημάτων ἦταν εὑρύτατος καὶ περιελάμβανε ὅλους τοὺς κλάδους τῆς θεολογικῆς ἐπιστήμης.
Παρὰ τὴν ἀρνητικὴ κριτικὴ ποὺ δέχτηκε τὸ Κυβερνητικὸ ἔργο τοῦ Ἑπτανήσιου πολιτικοῦ καὶ εἰδικότερα τὸ ἐκπαιδευτικό, τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν ὅτι κατάφερε νὰ ὀργανώσει τὴν Ἐκπαίδευση τοῦ λαοῦ μέσα στὸ κλίμα τῆς Ἑλληνορθόδοξης παιδευτικῆς παράδοσης καὶ νὰ τὴ στηρίξει στὰ στέρεα θεμέλια τῆς Ἐκκλησίας, τῆς ὁποίας σὲ ὅλη τὴ ζωὴ του ἦταν ζωντανὸ μέλος. Οἱ διάδοχοι τοῦ Ἰωάννη Καπποδίστρια ἔκοψαν τὸ νῆμα τῆς συνέχειας τῆς Ἑλληνορθόδοξης παιδευτικῆς παράδοσης τοῦ λαοῦ καὶ αὐτὸ εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα νὰ σωρευτοῦν μεγάλα καὶ σοβαρὰ προβλήματα στὴ Δημόσια Ἐκπαίδευση τοῦ Ἑλληνικοῦ λαοῦ.
Στὶς 14 Σεπτεμβρίου τοῦ 1831, λίγες μέρες πρὶν τὸ αἷμα του βάψει τὰ σκαλοπάτια καὶ τὴν παραστάδα τοῦ ναοῦ τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος στὸ Ναύπλιο, ὁ Ἰωάννης Καπποδίστριας ἔγραφε στὸν ἐπιστήθιο φίλο του καὶ μεγάλο εὐεργέτη τῆς Ἑλλάδος Ἰωάννη–Γαβριήλ Εynard, τὴν ἀκόλουθη προφητικὴ γιὰ τὸν ἑαυτὸ του φράση: «Ἂς λέγουν καὶ ἂς γράφουν ὅ,τι θέλουν. Θὰ ἔλθει ὅμως κάποτε καιρός, ὅτε οἱ ἄνθρωποι κρίνονται ὄχι σύμφωνα μὲ ὅσα εἶπαν ἢ ἔγραψαν περὶ τῶν πράξεὼν των, ἀλλὰ κατ᾿ αὐτὴν τὴν μαρτυρίαν τῶν πράξεὼν των. Ὓπ᾿ αὐτῆς τῆς πίστεως, ὡς ἀξιώματος, δυναμούμενος ἔζησα μέσα εἰς τὸν κόσμον μέχρι τώρα, ὁπότε εὑρίσκομαι εἰς τὴν δύσιν τῆς ζωῆς μου, καὶ ὑπῆρξα πάντοτε εὐχαριστημένος διὰ τοῦτο. Μοῦ εἶναι ἀδύνατον πλέον νὰ ἀλλάξω τώρα. Θὰ συνεχίσω ἐκπληρῶν πάντοτε τὸ χρέος μου, οὐδόλως φροντίζων περὶ τοῦ ἑαυτοῦ μου, καὶ ἂς γίνη ὅ,τι γίνη».
Καὶ ἦλθε πράγματι ὁ καιρός, ποὺ ἡ ἱστορία ἔκρινε, κρίνει καὶ θὰ κρίνει τὸν Καπποδίστρια ἀπὸ τὴν μαρτυρία τῶν πράξεών του, ἀπὸ τὸ τεράστιο Ἐθνικό του ἔργο, ἀπὸ τὴν ἀνυπολόγιστη προσφορά του πρὸς τὴν Ἑλλάδα καὶ τοὺς Ἕλληνες.
Κυριάκου Η. Γεωργιάδη, Φιλολόγου
Το Ρωμαίικο