elaionas

Μιὰ ἡμέρα ἡ Ξανθούλα ἐπῆγε μὲ τὴ γιαγιά της στὸν ἐλαιῶνα. Ἐκεῖ ἧταν πολλὰ δένδρα φυτευμένα! Ὅπου καὶ ἂν ἐγύριζε τὰ μάτια  της, ἔβλεπεν ἐλιές. Τὰ φύλλα τους ἦταν στενόμακρα καὶ μυτερὰ στὴν ἄκρη. Στὸ ἐπάνω μέρος ἦταν καταπράσινα καὶ στὸ κάτω  λαμπερὰ σὰν ἀσήμι. Μερικὰ δένδρα, ποὺ ἦταν φουντωτά, ἔσμιγαν τὰ κλωνάρια τους μὲ τὰ ἄλλα.

- Κρυφομιλοῦν σὰν γειτόνισσες, γιαγιά, εἶπεν ἡ Ξανθούλα, ἅμα εἶδε τὰ δένδρα ἔτσι ἀνταμωμένα.

- Ἀλήθεια, παιδί μου. Τὰ δένδρα αὐτὰ φαίνονται σὰν νὰ καταλαβαίνουν. Ἐγὼ ἀγαπῶ κάθε δένδρο. Ἁλλ’ ἡ μεγάλη μου συμπάθεια εἶναι ἡ ἓλιά.

- Ὅλες εἶναι καταφορτωμένες ἀπὸ καρπό, παρετήρησεν ἡ Ξανθούλα.

- Ναί, παιδί μου. ‘Εφέτος θὰ ἔχωμε λαδιά. ῎Οπως φαίνεται, εἶναι πλούσια ἡ ἐσοδεία. Ὁ καλὸς Θεὸς δὲν μᾶς ἀφήνει ἀπὸ τίποτε. Τὸ
καλοκαίρι ἐβγάλαμε καρπούζια καὶ πεπόνια καὶ τὰ ἐπωλήσαμε. Ὕστερα ἐπωλήσαμε σταφύλια, σῦκα, ἀχλάδια καὶ ροδάκινα. Τώρα
θὰ μαζέψωμε καὶ τὶς ἐλιὲς καὶ θὰ βγάλωμε λάδι. Ἄς εἶναι δοξασμένο τὸ ὄνομα τοῦ Θεοὔ.

- Γιατί, γιαγιά, μερικὲς ἐλιὲς ἔχουν κουφάλες;

- Γιατὶ εἶναι γέρικες, Ξανθούλα μου. Ποιός ξέρει πόσων χρονῶν θὰ εἶναι! Τὸν ἐλαιῶνα αὐτὸν ἤμουν κοριτσάκι καὶ τὸν θυμοῦμαι  ἔτσι.

Καὶ ὁ πατέρας μου, καθὼς μοῦ ἔλεγε, ἔτσι τὸν ἤξερε. Λογάριασε λοιπὸν πόσο παλιὸς εἶναι. Ἡ ἐλιὰ εἶναι δένδρο, ποὺ ζῇ πολλὰ χρόνια, μακρόζωο.

- Πότε θὰ ὡριμάσουν, γιαγιά, οἱ ἐλιὲς νὰ τὶς μαζέψωμε;

- Μὲ κανένα μῆνα, Ξανθούλα, θὰ εἶναι ἕτοιμες.

Πηγή  : Αναγνωστικό Β' Δημοτικού 1963