
Τὸν Κώστα τὸν ἔστειλε ἡ μητέρα του μιὰ μέρα σὲ θέλημα, ἔξω ἀπ’ τὸ χωριό. Ἔπρεπε νὰ φτάση γρήγορα καὶ περπατοῦσε βιαστικά, ῏Ηταν ὅμως καλοκαίρι κι ἀπομεσήμερο. Τὸ παιδὶ ζεστάθηκε, κουράστηκε κι εἶπε νὰ σταματήση λίγο. Κοίταξε τριγύρω μὴν ἰδῆ κανένα δέντρο σκιερό, γιὰ νὰ ξαποστάση ἀπὸ κάτω. Μὰ ὡς ἐκεῖ ποὺ ἔφτανε ἡ ματιά του, δὲν ἔβλεπε τίποτ’ ἄλλο παρὰ ἐλιές. Πῆγε λοιπὸν καὶ ξαπλώθηκε κάτω σὲ μιὰ ἀπ’ αὐτές.
- Ἄχ! εἶπε μὲ στενοχώρια. Θὰ μὲ ψήση ὁ ἥλιος. Δὲν κάνει ἴσκιο ἡ ἐλιά.
Τὴν κοίταζε καὶ γρίνιαζε.
- Κοίτα ζάρες πούχει! Κοίτα ρόζους! Κοίτα κουφάλα!
Σὲ λίγο ὁ Κώστας ἔνιωσε τὰ βλέφαρά του νὰ κλείνουν βαριὰ ἀπὸ τὸν ὕπνο. Τότε τοῦ Κώστα τοῦ φάνηκε, πὼς ἄκουσε μιὰ φωνὴ νὰ λέη:
- Εἶμαι πολὺ γριά!
- Ποιός μιλεῖ; ρώτησε τρομαγμένο τὸ παιδί.
- Ἐγώ, ἡ ἐλιά! Λυποῦμαι ποὺ δὲν μπορῶ νὰ σὲ δροσίσω μὲ τὴ σκιά μου! Μὰ ἂν θέλης, θὰ σοῦ κουβεντιάσω λιγάκι, γιὰ νὰ σὲ διασκεδάσω.
- Καὶ, τί ξέρεις νὰ πῆς ἐσύ;
- Τὰ χρὸνια μ’ ἔμαθαν πολλὰ πράματα, παιδάκι μου. Εἶδα τόσους ἀνθρώπους νὰ γεννιῶνται, νὰ γερνοῦν καὶ νὰ πεθαίνουν! Γνώρισα τὸν παπποὺ τοῦ προπάππου σου. Κι ἀκόμα ζῶ, καθὼς βλέπεις.
- Τί μικρὰ ποὺ εἶναι τὰ φύλλα σου, ἐλιά! Κοντὰ στὸ ποταμάκι φυτρώνουν πλατάνια. Κάθε φύλλο τους κάνει γιὰ ἐκατὸ δικά σου. Καὶ τί ὡραῖο χρῶμα ποὺ ἔχουν! Ἐσένα εἶναι σὰν ξεθωριασμένα.
- Δὲν εἶναι τὸ μέγεθος, μήτε τὸ χρῶμα, τὸ μεγαλύτερο καλό, εἶπε ἡ ἐλιά.
- Ἔχομε μεῖς κάτι πορτοκαλιὲς στὴν αὐλή μας! Τὴν ἄνοιξη βγάζουν ἄσπρα λουλουδάκια. Μυρίζουν τόσο δυνατά! Λὲς κι εἶναι ὅλη ἡ γειτονιὰ ἕνα ἀπέραντο περιβὸλι. ᾽Εσὺ δὲ μοσκοβολᾶς, ἐλιά.
- Δὲν εἶναι ἡ εὐωδιὰ τὸ μεγαλύτερο καλό, ξαναεῖπε ἡ ἐλιά.
- Ἄμ ἡ ὀμορφιὰ τους; Τὰ πορτοκάλια μας λάμπουν σὰν τὸν ἥλιο!
- Μήτε ἡ ὀμορφιὰ δὲν εἶναι τὸ μεγαλύτερο καλὸ γιὰ ἕνα δέντρο, τοῦ εἶπε πάλι ἡ ἐλιά.
- Δὲν εἶναι μόνο ὄμορφα τὰ πορτοκάλια! Φώναξε τὸ παιδὶ μὲ θυμό. Ἔχει ὁ καρπός σου τὴ γλύκα τους;
Ὁ καρπός μου ὄχι, μὰ ἐκεῖνο ποὺ βγαίνει ἀπ’ τὸν καρπό μου, ξαναεῖπε ἥσυχα ἐκείνη. Κάτω ἀπ’ τὴ βαριὰ πέτρα τοῦ λιοτριβιοῦ ὅλος ὁ χυμός του στραγγίζει. Κι αὐτὸς ὁ χυμὸς εἶναι τὸ χρυσὸ τὸ λάδι. ῾Εκατοντάδες χρόνια τρέφω τοὺς ἀνθρώπους μ’ αὐτό. Κι ὅσο μὲ κὸβουν καὶ μὲ μαδοῦν, τόσο περισσότερο καρπὸ βγάζω.
- Ἄ! ναί, τὸ λάδι! Εἶπε σὰν ντροπιασμένο τὸ παιδί. ῾Η μητέρα μου λέει, πὼς αὐτὸ εἶναι ὁ πλοῦτος τοῦ χωριοῦ μας.
- Ὁ ταπεινός μου καρπὸς εἶναι εὐλογημένος ἀπὸ τὸ Θεό. ᾽Εκεῖνος ἀνάβει τὰ λυχνάρια σας τὸ βράδυ καὶ παρηγορεῖ τοὺς στρατοκόπους τῆς νύχτας. Ἐκεῖνος σκορπίζει καὶ τὸ γλυκὸ φῶς, ποὺ τρεμοσβήνει μέσα στὰ καντήλια τῆς ἐκ κλησίας. Αὐτὰ εἶπε σιγὰ σιγὰ ἡ γέρικη ἐλιὰ καὶ σώπασε.
Τὸ ἀεράκι, ποὺ φύσηξε ἀπαλὰ ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἀνάμεσ’ ἀπ’ τὰ μικρὰ φυλλαράκια τῆς ἐλιᾶς, τὰ ἔκαμε νὰ μουρμουρίσουν ἐλαφρά. Ὁ Κώστας, ποὺ ἔνιωσε τὴ δροσιὰ νὰ τοῦ χαϊδεύη τὸ ἱδρωμένο του μέτωπο, ἀνάσανε ἀπὸ εὐχαρίστηση καὶ ξύπνησε. Θυμήθηκε τ’ ὄνειρό του καὶ κοίταξε μὲ σεβασμὸ τὴν ἐλιά, ποὺ εἶχε γνωρίσει τοὺς παπποῦδες του. Καὶ καθὼς σηκώθηκε ὁ Κώστας, γιὰ νὰ φύγη, ψιθύρισε:
- Ἔχεις δίκιο, ἐλιά. Τὸ βλέπω. ᾽Εσὺ εἶσαι ἡ ἀγαπημένη τοῦ Θεοῦ.
Πηγή : Αναγνωστικό Β' Δημοτικού 1948