Τίκ! τάκ! στὸ πλακόστρωτο. Τίκ! τάκ! ἐπάνω στὰ κεραμίδια. Εἶναι ἡ βροχούλα, ποὺ πέφτει σιγανή, τραγουδιστή. Πολλὲς σταλαγματιὲς κτυποῦν τὸ παράθυρο, ποὺ εἶναι ἡ Φωτούλα.
- Ἤλθαμε, Φωτούλα, νὰ σὲ χαιρετίσωμε. Πᾶνε πιὰ οἱ ζέστες τοῦ καλοκαιριοῦ. Ἔφθασε τὸ φθινόπωρο. Θὰ φυσᾷ ἀέρας. Ὁ οὐρανὸς θὰ συννεφιάζῃ, θὰ βρέχη συχνά. Τὰ φύλλα τῶν δένδρων θὰ κιτρινίσουν καὶ θὰ πέσουν στὴ γῆ. Ὅπως θὰ πηγαίνῃς στὸ σχολεῖο, θὰ βρέχεται τὸ φορεματάκι σου.
Αὐτὰ λέγει ἡ βροχὴ στὴ Φωτούλα, ποὺ εἶναι δυσαρεστημένη, ποὺ βρέχει. Πῶς θὰ ἤθελε νὰ εἶναι πάντοτε καλοκαίρι! Νὰ μὴ συννεφιάζη! Νὰ μὴ βρέχῃ ποτέ!
Ὁ μπάρμπα - Σπύρος ὅμως, ὁ γείτονάς τους, σκέπτεται ἀλλοιώτικα. Βλέπει τὴ βροχούλα καὶ τρίβει τὰ χέρια του ἀπὸ χαρά. Καὶ ὅσο πιὸ πολὺ ἡ βροχὴ δυναμώνει, ἄλλο τόσο αὐτὸς χαίρεται.
- Στέφανε! λέγει στὸ γυιό του. Στὴν ὥρα της ἦλθε, παιδί μου, ἡ βροχή. Ἦλθε γιὰ νὰ δουλέψωμε τὰ χωράφια μας καὶ νὰ τὰ σπείρωμε. Δοξασμένος ἂς εἶναι ὁ ἅγιος Θεός. Ὅλα τὰ δίνει μὲ τὴ σειρά τους. Ἐμεῖς μονάχα εἴμεθα ἀνυπόμονοι. Νὰ ἔχῃς ἕτοιμα τὰ σύνεργα. Αὔριο θ’ ἀρχίσωμε χωράφι.
Πηγή : Αναγνωστικό Β' Δημοτικού 1963
