Ἡ Ἀσπασία δὲν πηγαίνει ἀκόμη στὸ σχολεῖο, γιατὶ εἶναι μικρή. Εἶναι ὅμως πολὺ ἔξυπνη κι εὐγενική. Οἱ ἄνθρωποι τῆς γειτονιᾶς ὅλοι τὴν ξέρουν καὶ τὴν ἀγαποῦν.

Μὰ καὶ αὐτὴ τοὺς  ξέρει καὶ τοὺς ἀγαπᾷ. Ὅπου τοὺς εὑρίσκει, τοὺς φέρεται εὐγενικὰ καὶ τοὺς χαιρετᾷ. Προσέχει πάντοτε, ὅταν μιλῇ μὲ μεγαλυτέρους, νὰ μεταχειρίζεται καὶ τὶς λέξεις κύριος καὶ κυρία.

- Καλημέρα σας, κύριε Νῖκο, Καλημέρα σας, κυρία Λουκία.

Στὸ σπίτι τὸ κοριτσάκι αὐτὸ ποτὲ δὲν κάθεται ἄνεργο. Ἄν καὶ εἶναι μικρό, πάντοτε βοηθεῖ τὴ μητέρα του.

- Τί δουλειὰ θέλεις, μητέρα, νὰ κάμω; ἐρωτᾷ ἡ Ἀσπασία.

Καὶ ἡ μητέρα τῆς δίνει πάντοτε εὔκολες ἐργασίες. Πολλὲς φορὲς τὴν στέλνει καὶ στὸ γειτονικὸ μαγαζάκι καὶ ψωνίζει. Καὶ τί ὡραῖα ποὺ δίνει στὸ μπακάλη νὰ καταλάβῃ τί θὰ ψωνίσῃ.

- Κύριε Θεμιστοκλῆ! τοῦ λέγει. Ἡ μητέρα μοῦ, εἶπε νὰ μοῦ δώσῃς μιὰ ὀκὰ ζάχαρι καὶ δυὸ κουτιὰ σπίρτα. Ὁρίστε καὶ τὰ χρήματα.

Ὁ μπακάλης δίνει στὸ κορίτσι τὰ ψώνια καὶ κάπου - κάπου τοῦ ἐπιστρέφει καὶ ρέστα.

- Πρόσεχε, Ἀσπασία, νὰ μὴ σοῦ πέσουν.

- Μάλιστα, κύριε Θεμιστοκλῆ, θὰ προσέχω. Χαίρετε.

Καὶ ὅταν φθάνῃ σπίτι της, δίνει σωστὸ λογαριασμὸ στὴν μητέρα.

Μιὰ ἡμέρα, ἡ θεία Ἑλένη ἐπῆρε μαζί της τὴν Ἀσπασία καὶ ἐπῆγαν νὰ ἐπισκεφθοῦν τὴν κυρία Κλεοπάτρα.

Ἡ κυρία αὐτὴ εὐχαριστήθηκε, ὅταν εἶδε τὸ εὐγενικὸ κοριτσάκι. Τί φρόνιμα λόγια ἦταν ἐκεῖνα! Τί προσεκτικὲς ἀπαντήσεις ποὺ ἔδινε! Καὶ μὲ τί προσοχὴ ἐπῆρε τὸ γλυκό, ποὺ τοῦ
προσέφεραν! Δὲν τὸ ἔβαλε ὅλο μαζὶ λαίμαργα στὸ στόμα, ἀλλὰ τὸ ἔκοβε λίγο - λίγο, μὲ τὸ κουταλάκι. Ἐπῆρε προσεκτικὰ τὸ νερὸ ἀπὸ τὸ δίσκο. Οὔτε στάλα δὲν ἔσταξε στὰ ροῦχα καὶ στὸ πάτωμα.

Ὅλη τὴν ὥρα, ποὺ ἐμιλοῦσαν οἱ μεγάλες κυρίες, ἡ Ἀσπασία ἐκαθόταν φρόνιμα - φρόνιμα καὶ ἄκουε. Γιὰ νὰ τὴν εὐχαριστήσῃ ἡ κυρία Κλεοπάτρα, τὴν ἐπῆγε σ’ ἕνα μικρὸ δωματιάκι. Ἐκεῖ ἦσαν δυὸ ζωντανὰ κουνελάκια. Ἦσαν καὶ δυὸ ἄλλα παιδάκια τῆς γειτονιᾶς, ὁ Λουκιανὸς καὶ ἡ Θάλεια.

Πόση διαφορὰ ὅμως εἶχεν ἡ Ἀσπασία ἀπὸ ἐκεῖνα! Τὰ γειτονόπουλα δὲν ἄφηναν καθόλου σὲ ἡσυχία τὰ καημένα τὰ ζῷα. Τὰ ἔπιαναν, ἐτραβοῦσαν τ’ αὐτιά τους, τὰ ἐκυνηγοῦσαν
κι ἐκεῖνα τὰ δυστυχισμένα δὲν ἤξεραν πῶς νὰ προφυλαχθοῦν. Ἡ Ἀσπασία ἐπῆρε λίγα μουρόφυλλα στὸ χεράκι της καὶ τοὺς ἔδωκε καὶ γιὰ νὰ τὰ ἐνθαρρύνῃ τὰ ἐχάιδεψε.

- Δὲν εἶναι σωστό, εἶπε στὸ Λουκιανὸ καὶ στὴ Θάλεια, νὰ τὰ πειράζωμε. Ἐλᾶτε νὰ τοὺς δώσετε νὰ φᾶνε. Ἔτσι ποὺ τὰ κάνετε ἀγριεύουν. Δὲν θέλουν νὰ παίξουν μαζί μας.

Ὅταν ἡ Ἀσπασία μὲ τὴ θεία ἐχαιρέτισαν τὴν κυρία Κλεοπάτρα γιὰ νὰ φύγουν, τοὺς εἶπε:

- Ὅταν θὰ γεννήσῃ ἡ κουνέλα μου, θὰ δωρήσω στὴν Ἀσπασία ἕνα ὄμορφο κουνελάκι. Εἶναι κοριτσάκι φρόνιμο καὶ ἔχει καλοὺς τρόπους. Ὅταν ξανὰ ἔλθῃς, κυρία Ἑλένη, σὲ παρακαλῶ νὰ μοῦ φέρῃς πάλι τὴν Ἁσπασία.

Πηγή  : Αναγνωστικό Β' Δημοτικού 1963