Ἡ μητέρα τοῦ Κωστάκη ἔδωοε τὴν ἄδεια στὰ παιδιὰ νὰ καθίσουν σήμερα καὶ αὐτὰ στὴ σάλα, ὅπου θὰ ἐπερίμεναν ἐπισκέψεις.
Ἦλθαν κυρίες καὶ κύριοι, συγγενεῖς, φίλοι, γνωστοὶ καὶ γειτόνοι.
Ἔλεγαν «χρόνια πολλά».
Ἡ μητέρα τοῦ Κωστάκη τοὺς ἐπρόσφερε κουραμπιὲ καὶ ποτό. Ἦτο πάρα πολὺ εὐχαριστημένη καὶ χαρούμενη. Κι ὁ πατέρας του τὸ ἴδιο. Μιλοῦσε καὶ αὐτὸς χαρούμενος, καὶ γελαστὸς, μὲ ὅλους. Ἦλθαν καὶ οἱ φίλοι τοῦ Κωστάκη καὶ οἱ φίλες τῆς Ἑλενίτσας μὲ τοὺς γονεῖς των.
Ἡ μητέρα τῆς Ἑλενίτσας καὶ ἡ μητέρα τοῦ Κωστάκη εἶπαν στὰ παιδιά:
— Ἐμπρός, Ἑλενίτσα, Κωστάκη, νὰ περιποιηθῆτε σεῖς τοὺς φίλους σας. Νὰ πᾶτε μέσα στὴν τραπεζαρία. Ἐπέρασαν λοιπὸν ὅλα τὰ παιδιὰ μέσα στὴν τραπεζαρία καὶ ἡ Ἑλενίτσα μὲ τὸν Κωστάκη τοὺς ἔδωσαν ἀπὸ ἕναν κουραμπιέ. Ἐπῆραν καὶ αὐτοὶ ἀπὸ ἕναν καὶ ἐκάθισαν ὅλοι στὶς καρέκλες των, γῦρο στὸ στρογγυλὸ τραπέζι.
— Χρόνια πολλά, Κωστάκη, νὰ ζήσῃ ὁ πατέρας σου.
— Χρόνια πολλά, Ἑλενίτσα, νὰ ζήσῃ ὁ θεῖός σου.
Καὶ τὰ ἐξαδελφάκια ἀποκρίθηκαν:
— Εὐχαριστοῦμε πολύ. Νὰ χαίρεσθε τοὺς γονεῖς σας.
Ἀφοῦ ἔφαγαν τὸν κουραμπιέ των, λέγει ὁ Κωστάκης:
— Κόβομε ἄνθη νὰ κάμωμε μιὰν ἀνθοδέσμη νὰ τὴν πᾶμε στὸν πατέρα μου;
— Ναί, ναί, εἶπαν ὅλα μὲ μιὰ φωνή.
Ἔκοψαν λοιπὸν ὡραῖα ἅσπρα καὶ κόκκινα ἁγιοδημητριάτικα κι ἔφτειασαν μιὰ ὡραία ἀνθοδέσμη.
Καθὼς ἐμπῆκαν στὴ σάλα, ὁ πατέρας τοῦ Κωστάκη ἐχαμογέλασε, εὐχαριστημένος καὶ εἶπε:
— Ἔλα, Κωστάκη, πές μου ἀκόμη μιὰ φορὰ το ποίημά σου.
Ἡ σάλα ἦτο γεμάτη κόσμο καὶ ὁ Κωστάκης ἐντράπηκε, μὰ ἡ Ἑλενίτσα τοῦ ἔδωσε θάρρος καὶ τὸν ἔσπρωξε ἐλαφρὰ μπροστά. Ἐπῆγε λοιπὸν ὁ Κωστάκης κοντὰ στὸν πατέρα του,τοῦ ἔδωσε τὴν ἀνθοδέσμη καὶ τοῦ εἶπε:
Πατερούλη μου, νὰ ζήσῃς
πολλὰ χρόνια εὐτυχισμένος,
στὸ καλὸ καὶ στὴν ἀλήθεια
νὰ μοῦ εἶσαι ὁδηγός,
νὰ γινῶ κι ἐγὼ μιὰ μέρα
ἕνας ανδρας ζηλευτός.
Οἱ κυρίες καὶ οἱ κύριοι ἐχειροκρότησαν καὶ ὁ πατέρας του τὸν ἐτράβηξε κοντά του καὶ τὸν ἐφίλησε.
Ἡ μητἐρα τῆς Ἑλενίτσας εἶπε τότε:
— Ἔλα, Ἑλενίτσα, πὲς καὶ ἐσὺ ἐκεῖνο τὸ ὡραῖο ποίημα, ποὺ ἔμαθες στὸ σχολεῖο, γιὰ τὸν πατέρα καὶ τὴ μητέρα.
Ἡ Ἑλενίτσα, μὲ ὡραία φωνή, εἶπε τὸ παρακάτω ποίημα:
Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΜΑΣ
Μέσ’ στὸ σπίτι ποιός γυρίζει
ἀσταμάτητα ὅλη μερα,
μαγειρεύει, συγυρίζει,
πλένει, ράβει καὶ στολίζει;
— Ἡ χρυσῆ μου ἡ μητέρα!
Ἔξω, ποὺ ἄλλοττε χιονίζει
ἢ φυσᾷ τρελλὸς ἀέρας,
κι ἄλλοτε ἡ βροχὴ ποτίζει,
ὅλη μέρα ποιός γυρίζει;
— Ὁ χρυσός μου ὁ πατέρας!
Ποιός μαθαίνει κάθε μέρα,
τόσα ὡραῖα στὸ σχολειό;
Ποιός ἀκούει τὸν πατέρα,
δὲν πικραίνει τὴ μητέρα;
— Δὲν τὸ ξέρετετε; εἶμ’ ἐγώ!
Πηγή: Αναγνωστικό Γ'Δημοτικού 1955