Ἠ γλῶσσα κόκκαλα δὲν ἔχει καὶ κόκκαλα τσακίζει. Καλὰ μᾶς συμβουλεύει ἡ παροιμία αὐτή. Μᾶς λέγει, νὰ εἴμεθα πάντα
προσεκτικοί.

Ἦταν μιὰ φορὰ κι ἕναν καιρὸ σ’ ἕνα μικρούτσικο χωριὸ δυὸ γριοῦλες. Τὴν μιὰ τὴν ἔλεγαν Καλή, γιατὶ ἔλεγε πάντοτε  λόγια καλά, καὶ τὴν ἄλλη Κακή, γιατὶ πάντα ἐκακολογοῦσε.

Μιά ἡμέρα ἡ Καλὴ ἐπῆγε στὸ βουνὸ γιὰ νὰ μαζέψῃ ξύλα. Τὴν ὥρα ποὺ τὰ ἐμάζευε, νά σου καὶ παρουσιάζονται  μπροστά της δώδεκα ὅμορφα παλληκάρια. Ἦταν οἱ δώδεκα μῆνες τοῦ χρόνου.

- Γειά σου, γιαγιά, τῆς λένε οἱ δώδεκα μῆνες.

- Γειὰ καὶ χαρὰ νὰ ἔχετε, παιδιά μου, τοὐς λέει ἡ καλὴ γριούλα.

- Δὲν μᾶς λές, γιαγιά, τί γνώμη ἔχεις γιὰ τοὺς δώδεκα μῆνες τοῦ χρόνου; Εἶναι καλοὶ ἢ κακοί; Καὶ ποιόν ἀγαπᾷς ἐσὺ  ἀπὸ ὄλους περισσότερο;

Τὸ πρόσωπο τῆς κυρὰ - Καλῆς ἔλαμψεν ἀπὸ χαρὰ καὶ τοὺς λέει μὲ καλωσύνη:

- Καλά μου παιδιά, τί λόγια εἶναι αὐτὰ ποὺ μ᾽ ἐρωτᾶτε; Μπορεῖ νὰ εἶναι μῆνας ἄσχημος; Ἀφοῦ ὅλους τοὺς ἔκαμε ὁ καλὸς Θεός, πῶς ἠμπορεῖ νὰ εἶναι ἄσχημοι; Ὅλοι καλοὶ καὶ τιμημένοι εἶναι. Ὁ καθένας ἔχει καὶ τὶς χάρες του. Ἐγὼ  ὅλους τοὺς ἀγαπῶ ἀπὸ ἴσια.

Οἱ μῆνες εὐχαριστήθηκαν πολὺ ἀπὸ τὰ λόγια τῆς κυρὰ - Καλῆς καὶ τῆς λένε:

- Πάρε, γιαγιά, ξύλα γιὰ τὴ φωτιὰ κι αὐτὸ τὸ σακκουλάκι. Ὅταν πᾷς στὸ σπίτι σου ἐκεῖ νὰ τ’ ἀνοίξῃς.

Τὰ ἔχασε ἡ γριούλα, ὅταν ἐπῆγε στὸ σπίτι της καὶ ἄνοιξε τὸ σακκουλάκι. Ἦταν γεμᾶτο ἀπὸ φλωριά. Ἐλαμποκόπησε  τὸ καμαράκι της σὰν τὰ ἄδειασε κάτω.

Ἀγόρασε ὕστερα ἕνα καινούργιο σπιτάκι, ἐντύθηκε καλὰ καὶ ἐζοῦσε πλούσια κι εὐτυχισμένα βοηθῶντας τοὺς πτωχούς.

Τὸ χωριὸ ὅλο ἐχαιρόταν, ποὺ τὴν ἔβλεπε εὐτυχισμένη.

Τὴν εἶδε καὶ ἡ γριά, ἡ κυρὰ - Κακή, κι ἐπῆγε μιὰ ἡμέρα στὸ σπίτι της.

- Πῶς ἄλλαξες ἔτσι, κυρὰ - Καλή; Ποῦ εὑρῆκες τὰ λεπτὰ καὶ ἀγόρασες αὐτὸ τὸ σπίτι;

- Αὐτὸ κι αὐτό, τῆς ἀπαντᾷ ἡ καλὴ γριούλα.

Καὶ τῆς διηγεῖται ὅλη τὴν ἀλήθεια.

Πηγή: ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟ Β' Δημοτικού 1963