Μὲ τὶς τελευταῖες ἡμέρες τοῦ Νοεμβρίου ἦσαν πολὺ ὡραῖες οἱ λιακάδες. Ἕνα ἀπόγευμα ὁ Κωστάκης περιπατοῦσε μὲ τὸ θεῖό του στὸ δημόσιο δρόμο τοῦ Χωριοῦ. Ἐρχόταν ἕνα κάρρο φορτωμένο.
Ξαφνικὰ τὸ ἄλογο ἐστάθηκε. Ἦτο καταϊδρωμένο. Ἴσως νὰ εἶχε κουρασθῆ μὲ τὸ τόσο βάρος, ποὺ ἔσερνε. Ὁ ἁμαξᾶς, χωρὶς νὰ δώσῃ καιρὸ στὸ ἄλογο νὰ πάρῃ ἀνάσα, ἐτράβηξε δυνατὰ τὸ χαλινάρι καὶ τοῦ ἐφώναξε γιὰ νὰ ξεκινήσῃ. Τοῦ κάκου! Τὸ ἄλογο δὲν ἐπροχωροῦσε.
Χάνει τὴν ὑπομονή του ὁ ἁμαξᾶς κι ἀρχίζει νὰ κτυπᾷ τὸ ἄλογο μὲ τὸ μαστίγιο. Τὸ ἄλογο δὲν ἐκινεῖτο κι ὁ ἁμαξᾶς ἐξακολουθοῦσε να τὸ κτυπᾷ καὶ νὰ φωνάζῃ.
— Τί κάνεις, φίλε μου! τοῦ λέει ὁ θεῖος. Γιατί βασανίζεις τὸ ἄλογο; Ἄφησέ το λίγο νὰ ξεκουρασθῇ, καὶ θὰ ἰδῇς πὼς θὰ συνεχίση τὸ δρόμο του. Κρῖμα στὶς χάνδρες καὶ στὰ φυλακτά, ποὑ τοῦ ἔχεις κρεμασμένα!
Ὁ ἁμαξᾶς ἄφησε τὸ μαστίγιο. Ἔσταύρωσε τὰ χέρια του καὶ ἐκάθισε σιωπηλὸς καὶ λίγο σὰν πειραγμένος. Ὕστερα ἀπὸ λιγο, ποὺ ξαναπῆρε τὸ χαλινάρι, τὸ ἄλογο ἐξεκίνησε.
— Ὑπάρχουν ἄνθρωποι, ποὺ ἔχουν λίγο λογικό. Μὰ αὐτὸς ὁ ἁμαξᾶς ἔδειξε, πὼς δὲν ἔχει καθόλου, λέγει ὁ θεῖος στὸν Κωστάκη. Ὑπάρχει πιὸ ὡραῖο, πιὸ ἔξυπνο καὶ πιὸ ἐξυπηρετικὸ ζῷο ἀπὸ το ἄλογο;
Πρὶν ἐψευρεθοῦν τὰ τραῖνα καὶ τ’ αὐτοκίνητα, ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸ ἄλογο ἐκέρδιζε τὴν ἀπόστασι. Στὴν ἀρχὴ - ἀρχὴ ἀνέβαινε ὁ ἴδιος ἐπάνω σ’ αὐτό. Ἀργότερα ἐσκέφθηκε καὶ τὸ ἔζεψε πρῶτα στὸ συρτὸ χειραμάξι του, ὕστερα στὸ κάρρο μὲ ρόδες καὶ τέλος στὸ ὀμορφοστολισμένο ἁμάξι του.
Σήμερα βέβαια τὸ πιὸ μέτριο αὐτοκίνητο μπορεῖ νὰ ξεπεράσῃ καὶ τὸ πιὸ γρήγορο ἄλογο. Ὅμως σ’ ὅλα τὰ χωριὰ καὶ σὲ πολλὲς πόλεις ἀκόμη προσφέρει τὶς ὑπηρεσίες του.
Εἶναι πολὺ ὡραῖο νὰ βλέπῃ κανεὶς νὰ τρέχουν ἄλογα μὲ ὁρμή, μὲ τὸ κεφάλι ψηλά, μὲ ἐλαφρὰ τὰ πόδια, εἴτε στὸν πόλεμο, εἴτε στὶς ἱπποδρομίες τοῦ Φαλήρου, ὅπως τὰ εἶδα ἐγὼ καὶ στὰ δυό.
Πηγή : Αναγνωστικό Γ' Δημοτικού 1955