Σ’ ἕνα μακρυνὸ ἐξωτικὸ νησί, ἀνάμεσα στὰ πράσινα βουνά του καὶ στὰ ὄμορφα λιβάδια του, γεννήθηκε μιὰ φορὰ ἕνα παιδί.
Τὸ παιδὶ αὐτὸ γεννήθηκε κι ἔφερε μαζί του μιὰ μαγικὴ δύναμι, ποὺ σὲ λίγο θὰ τὸ ἔκαμνε ξακουστὸ σ’ ὅλο τὸν κόσμο.
Ἄπὸ πολὺ μικρὸ ἀκόμη, ἀντὶ νὰ τρέχῃ καὶ νὰ παίζῃ ὅπως τ’ ἄλλα παιδιὰ τῆς ἡλικίας του, ἔπαιρνε τὴ λύρα του καὶ τραβοῦσε γιὰ τὸ δάσος. ᾽Εκεῖ, κάτω ἀπὸ τὰ πυκνόφυλλα δένδρα, ἄρχιζε νὰ τραγουδῇ τὰ πιὸ γλυκὰ τραγούδια. Τότε τὰ πουλιὰ σώπαιναν γοητευμένα, γιὰ ν’ ἀκούσουν τὸ μικρὸ τραγουδιστή. Τ’ ἄγρια ζῶα μαζεύονταν γῦρό του καὶ τὸν κοίταζαν μὲ τὰ φλογισμένα μάτια τους, σὰν μαγνητισμένα.
Στὰ δάση τῆς πατρίδος του τραγούδησε γιὰ πρώτη φορὰ κι ἔννοιωσε τὴ μεγάλη δύναμή του, ποὺ τὸν ἔκαμε ἀνώτερο ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους.
Ὅταν ὅμως ἀνδρώθηκε καὶ θέλησε ν’ ἁπλώσῃ τὰ πτερά του, βρέθηκε μικρὴ καὶ στενὴ ἡ πατρικὴ γῆ. Αἰσθάνθηκε τότε τὴν ἀνάγκη νά φύγῃ, νὰ ταξιδέψῃ, νὰ δῇ καινούριους τόπους. Ἄφησε τὸ νησί του κι ἔφυγε μακρυά.
Ὅπου σταματοῦσε στὰ ταξίδια του, ὅπου κι ἂν ἔπιανε τὴ λύρα του, ὅπου κι ἂν ἔλεγε τὰ τραγούδια του, οἱ ἄνθρωποι ἄφηναν τὴ δουλειά τους καὶ μαζεύονταν γῦρό του. Τὸν λάτρευαν σὰν Θεό. Παντοῦ εὕρισκε φιλοξενία. Ὅλοι τὸν ἀγαποῦσαν. Λένε μάλιστα πὼς οἱ ἄγριοι λύκοι τῶν βουνῶν τὸν ἀκολουθοῦσαν πιστά, ἡμερωμένοι ἀπὸ τὴν τέχνη του.
῞Ενας βασιλιᾶς τὸν ἀγάπησε τόσο πολύ, ποὺ τοῦ χάρισε τὸ παλάτι του. Ὅταν ἐπέστρεφε ὁ τραγουδιστὴς ἀπὸ τὶς περιοδεῖες του, ἐκεῖ κατέληγς καὶ ἔμενε κοντὰ στὸν φίλο του, ὡς τὴν ὥρα ποὺ τὸν κυρίευε πάλι ἡ ἐπιθυμία τοῦ ταξιδιοῦ καὶ ἔφευγε μὲ τὴ λύρα του στὸ χέρι καὶ μὲ τὴ φωτιὰ γιὰ τὴν ἔμπνευσι στὰ μάτια.
Μιὰ μέρα ἔμαθε ὅτι κάπου μακριὰ θὰ γινόταν μεγάλος μουσικὸς διαγωνισμός. ῎Εφυγε, ἀμέσως καὶ ἔφθασε στὸν μακρινὸ αὐτὸ τόπο. Ἀπ’ ὅλα τὰ μέρη τοῦ κόσμου εἶχαν μαζευθῆ ἐκεῖ ποιηταὶ καὶ μουσικοί, φημισμένοι καὶ ἄγνωστοι, νέοι καὶ γέροι, ἄλλοι μὲ λύρες, ἄλλοι μὲ φλογέρες, ὅλοι καλοὶ τεχνῖται. Ὁ μουσικός μας ὅμως τοὺς νίκησε ὅλους. Μὲ τὸ τραγούδι του μάγεψε ὅσους τὸν ἄκουσαν, ἀκόμα καὶ τοὺς πιὸ φανατισμένους ἀντιπάλους του. Τοὺς τραγούδησε γιὰ τὴν ἄνοιξι, γιὰ ἡρωϊσμὸ κι ἐνθουσιασμό˙ τοὺς ἔκαμε γιὰ μιὰ στιγμὴ νὰ νοιώσουν ὅλα τὰ ὄνειρα, ὅλη τὴ νοσταλγία τῆς καρδιᾶς του, τοὺς ἔρριξε στὰ γόνατα ἐμπρός του, δούλους καὶ δαμασμένους ἀπ’ τὴν ἀνώτερη ψυχή του.
Καὶ τοῦ ἔδωσαν τὸ χρυσὸ στεφάνι τῆς νίκης. Καὶ τοῦ χάρισαν πλούτη. Καὶ σὰν θέλησε νὰ φύγῃ, τοῦ ἀρμάτωσαν καράβι δικό του, καὶ μὲ δάκρυα στὰ μάτια τοῦ εὐχήθηκαν εὐτυχία καὶ δόξα καὶ χαρά.
Συγκινημένος στεκόταν ὁ μουσικὸς στὴν ὑψηλὴ πρύμνη. Ἔβλεπε τὴν κιτρινόχρυση γῆ νὰ χάνεται στὸν ὁρίζοντα. Καὶ ὅταν δὲν φαινόταν πιὰ τίποτε, μόνο ἡ θάλασσα, ποὺ ἄστραφτε, στὸν ἥλιο, στέναξε καὶ γύρισε νὰ κατέβῃ ἀπὸ τὴν πρύμνη.
᾽Εμπρός του ὅμως εἶδε τοὺς ναύτας ὅλους μαζεμμένους, μὲ τὰ χέρια σταυρωμένα, ποὺ τὸν κοίταζαν μὲ μάτια σκληρά, γεμᾶτα ἔχθρα.
- Τί θέλετε; ἐρώτησε.
- Πολλὰ πράγματα θέλομε ἐμεῖς, φώναξε ἕνας. Καὶ πρῶτα πρῶτα θέλομε νὰ σὲ ρίξωμε στὴ θάλασσα.
- Τί σᾶς ἔκανα, ἐρώτησε λυπημένα ὁ τραγουδιστής. Ἄν ζητᾶτε χρήματα, νά, ἐκεῖ στὰ πόδια σας εἶναι τὰ δῶρα, ποὺ μοῦ χάρισαν οἱ πατριῶται σας. Ἐκεῖ ὑπάρχουν στολίδια, χρυσάφια καὶ πλούσια ροῦχα. Μπορεῖτε νὰ τὰ πάρετε. Τί τὰ θέλω ἐγώ; Τὴ ζωή μου ὅμως, ἂν μοῦ τὴν πάρετε, τί ὄφελος θὰ εἶναι γιὰ σᾶς;
- Πὲς καλύτερα, τί θὰ μᾶς ὠφελήσῃ, ἂν σοῦ τὴν ἀφήσωμε, ἐφώναξε ἄγρια ἕνας ἄλλος. Ζωντανὸς μπορεῖς νὰ μᾶς μαρτυρήσῃς στὸ πρῶτο λιμάνι, ποὺ θ’ ἀράξωμε, καὶ νὰ μᾶς στείλῃς στὴν κρεμάλα. Πεθαμμένος ὅμως, στὰ βάθη τῆς θάλασσας τί κακὸ μπορεῖς νὰ κάμῃς;
- Βέβαια, φώναξαν οἱ ἄλλοι. Ἂν τὸν φᾶνε τὰ ψάρια, ἂν τὸν πνίξουν τὰ κύματα, ἂν τὸν θάψουν τὰ φύκια, ποιός θὰ τὸ μάθῃ ποτέ; Πήδα μονάχος σου, μαγεμμένε τραγουδιστή, μὴ σὲ ρίξουμε μὲ τὰ χέρια μας στὸ νερό!
Ὁ μουσικὸς τοὺς κοίταζε μαζεμμένους ἐμπρός του, ποὺ ἐφώναζαν καὶ ἐφοβέριζαν, ἑνωμένοι ὅλοι στὸν φθόνον τους γιὰ ἐκεῖνον, ποὺ τὸν αἰσθάνοντο ἀνώτερό τους, καὶ τὸν ἔπιασε ἀηδία.
- Μὴ μ᾽ ἐγγίζετε, ἐφώναξε. Μόνος μου θὰ πεθάνω, μὰ πρῶτα θὰ πῶ τὸ τελευταῖο μου τραγούδι!...
Τοὺς ἐγύρισε τὴν πλάτη, ἀνέβηκε στὸ ψηλότερο σκαλὶ κι ἐκεῖ στάθηκε ὄρθιος. Φοροῦσε τὸ χρυσὸ στεφάνι στὸ κεφάλι του καὶ στὸ χέρι του κρατοῦσε τὴ λύρα του. ῏Ηταν ὄμορφος σὰν θεός.
Ἐμπρός του ἁπλωνόταν ἡ θάλασσα ἥσυχη, ἀπέραντη, μὲ ὀμορφιὰ αἰώνια. Τότε ἐξέχασε τὴν ἀνθρώπινη ψευτιὰ κι ἡ πίκρα ἔφυγε ἀπὸ τὴν καρδιά του. Ἕνα μόνον ἤξερε: ὅτι θὰ πέθαινε, ὅτι θὰ χανόταν, ὅτι ἦταν ἡ τελευταία φορὰ ποὺ ἔβλεπε τὴ φύσι.
Γι’ αὐτὸ καὶ τὸ τραγούδι του ἦταν τὸ τελειότερο, ποὺ εἶπε ποτέ. Μόνος μὲ τὴ φύσι, ποὺ ἀγάπησε καὶ τραγούδησε, ἔλεγε γιὰ τελευταία φορὰ τὸν πόνο του. Τραγουδοῦσε καὶ, ἡ φωνή του ἦταν πότε σιγανὴ καὶ χαδιάρικη, πότε δυνατή, σὰν ἕνας ὕμνος στὴν ἀγάπη του γιὰ τὴ ζωή. Ὁ ἀέρας ἐγέμισε μελωδία. Ἀπ’ ὅλα τὰ μέρη ἀντηχοῦσε τὸ τραγούδι του. Τὰ ξύλα τοῦ καραβιοῦ ἄρχισαν νὰ τρέμουν καὶ ἡ θάλασσα νὰ ταράζεται. Τότε μ’ ἕνα μεγάλο πήδημα ρίχτηκε στὴ θάλασσα, στὸν θάνατο, μὲ τὰ μάτια ὀρθάνοικτα καὶ τὸ τραγούδι στὰ χείλη. Τὰ κύματα ἔκλεισαν ἐπάνω του...
Μὰ τὸ τραγούδι του ἀντηχοῦσε ἀκόμη στὸν ἀέρα... Ἄμέτρητες φωνὲς τὸ εἶχαν πάρει καὶ τὸ ἐξακολουθοῦσαν θρηνώντας τὸν χαμό του. Οἱ ναῦτες τρομαγμένοι ρίχτηκαν στὰ κουπιὰ καὶ βιαστικὰ ἔφυγαν ἀπὸ τὸ στοιχειωμένο ἐκεῖνο μέρος. Ὁ τραγουδιστὴς ὅμως δὲν πνίγηκε. Μιὰ στιγμὴ εἶδε τὸ βαθυγάλανο νερὸ ὁλόγυρά του. Εἶδε κοντὰ ἀπὸ τὸ κεφάλι του φοῦσκες πράσινες νὰ φεύγουν, σὰν νὰ ἐβιάζοντο νὰ ἔβγουν στὸν ἀέρα.
Μία σκέψις τότε πέρασε ἀπὸ τὸ νοῦ του: Ἄχ! νὰ μποροῦσε κι ἐκεῖνος μιὰ φορὰ ἀκόμη νὰ δῆ τὸν ἥλιο, τὸν οὐρανό.
Μ’ ὅλη τὴν δύναμί του κλώτσησε τὸ νερό. Ἔξαφνα αἰσθάνθηκε κάποιο σῶμα, ποὺ τὸν ἔσπρωχνε καὶ τὸν ἀνέβαζε στὴν ἐπιφάνεια.
Ζαλισμένος κοίταξε γῦρό του. Ἡ θάλασσα εἶχε γεμίσει ἀπὸ δελφίνια καὶ ὁ ἴδιος καθότανε σὲ μιὰ μαύρη καὶ γυαλιστερὴ πλάτη ἑνὸς δελφινιοῦ. Τὰ ψάρια τὸν εἶχαν σώσει. Καὶ τώρα, τὸν πήγαιναν ὅσο γρήγορα μποροῦσαν στὸ νησί. Ἀφοῦ μὲ τὸ τραγούδι του συγκινοῦσε καὶ τὰ ἄψυχα, περίεργο, βέβαια, δὲν ἦταν νὰ συγκινηθοῦν καὶ τὰ δελφίνια.
Πολλὰ χρόνια ἔζησε ἀκόμη ὁ μεγάλος μουσικός. Καὶ ὅταν ἦλθεν ἡ ὥρα του νὰ πεθάνῃ, οἱ θεοὶ τὸν ἔβαλαν ἐκεῖνον καὶ τὴν λύρα του ἀνάμεσα στὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ, ὅπου λαμποκοπᾶ καὶ σήμερα ἀκόμα.
Ἀλ. Δέλτα
Πηγή : Αναγνωστικό Ε'Δημοτικού 1955