Καλόκαρδοι στὴ δουλειά των
Τού! Τού! Τού! Ἀκούσθηκε στὴν ἄκρη τοῦ χωριοῦ ἡ σαλπιγγούλα τοῦ ἀγροτικοῦ διανομέως.
Ὁ κὺρ Βασίλης εἶναι τὸ κινητὸ ταχυδρομεῖο δέκα χωριῶν. Παίρνει τὰ γράμματα, ποὺ ἔρχονται στὸ ταχυδρομεῖο τῆς παλιᾶς πρωτεύουσας τοῦ δήμου, τὰ βάζει στὴν πέτσινη σάκκα του καὶ μὲ τὸ ραβδί του γιὰ σύντροφο καὶ βοηθὸ ξεκινᾷ γιὰ τὰ γῦρο χωριά. Δίνει γράμματα σὲ ἀγαπημένους καὶ παίρνει γράμματα γιὰ ἀγαπημένους.
Τριάντα χρόνια τώρα - ἄρχισε νέος καὶ ἔγινε γέρος - κάνει τὴν ἴδια δουλειὰ μὲ τὴν ἴδια καλὴ καρδιά. Πουθενὰ δὲν κάθεται˙ πάντοτε εἶναι βιαστικός, γιὰ νὰ προφθάνῃ. Δουλεύει, ἠμπορεῖ νὰ εἰπῇ κανείς, σὰν τὸ χρονόμετρο ρολόϊ. Εἶναι πάντοτε ὑγιής, λέτε καὶ ἔχει κάνει σύμφωνο φιλίας μὲ τὴν ἀρρώστεια. Γνωρίζει μὲ τὸ ὄνομά των ὅλους καὶ εἶναι φίλος ὅλων.

Ἀλλὰ τώρα, ποὺ εἶναι πόλεμος μὲ τοὺς Ἰταλοὺς καὶ τοὺς Γερμανούς, μὲ λαχτάρα περιμένουν ὅλοι τὸν κὺρ Βασίλη. Τὰ παλληκάρια εἶναι στὸ μέτωπο καὶ κάθε χωριὸ τὸν περιμένει μὲ ἀγωνία, - καλή του ὥρα! - γιὰ νὰ μάθουν νέα ἀπὸ τὰ παιδιά των καὶ νὰ στείλουν καὶ ἐκεῖνοι τὰ δικά των.

Στὰ Λουσικὰ ὁ Γιάννης Δήμου ἔχει πολλὴ δουλειά. Μόλις εἶναι 11 - 12 χρόνων˙ καὶ ὅμως πολλὰ λόγια δὲν λέει σὰν παιδί. Γράφει σιωπηλὸς τὰ γράμματα ἐκείνων, ποὺ δὲν ξέρουν καὶ ἔχουν παλληκάρια στὸ μέτωπο.
Τὸ χέρι του δὲν εἶναι ἀκόμη συνηθισμένο νὰ γράφῃ συνεχῶς, ἀλλὰ τὰ καταφέρνει. Οἱ σπίθες τῶν ματιῶν του δείχνουν τὴν ἀδάμαστη θέλησί του νὰ ἐξυπηρετήσῃ τοὺς χωριανούς του. Σὲ κανένα δὲν λέει « ὄχι » ποτέ του˙ πάντα « ναὶ » καὶ μὲ χαμόγελο. Τὴν ὥρα ποὺ γράφει σκέψι ἄλλη δὲν ἔχει, παρὰ νὰ εἰπῇ στὸ χαρτὶ καθαρὰ καὶ ξάστερα τὶς σκέψεις τῶν ἄλλων.
Ἐκείνη τὴν ἡμέρα, ποὺ ἀκούσθηκε ἡ μικρὴ σάλπιγγα, εἶχε πολλὴ δουλειά, κατὰ τὰ συνηθισμένα. Ἀπὸ τὸ πρωῒ καθισμένος στὸ γραφεῖό του, ἕνα ξύλινο τραπέζι χωρὶς τραπεζομάνδηλο, γράφει, γράφει, γράφει. Στὸ ἔργο του ἐδοκίμαζε ἱκανοποίησι˙ προσέφερε κι αὐτὸς μία μικρὴ ὑπηρεσία στὴν πατρίδα, ἀδιάφορο ἂν δὲν ἦταν στὴν πρώτη γραμμή.

gramma

Τὸ γράμμα τῆς Μόσχως
Ἔγραφε πιὰ τὸ τελευταῖο γράμμα. Ἡ Μόσχω Γιαννάκου, ἡ νεόπανδρη, ἔγραφε στὸν ἄνδρα της, ποὺ εἶναι στὸ μέτωπο:

Κώστα μου,

Ἐχάρηκα ἡ καημενούλα πολὺ μὲ τὸ γράμμα σου, καθὼς καὶ ἡ μάννα. Γιὰ μᾶς νὰ μὴ στενοχωρῆσαι, ποὺ εἴμαστε δύο γυναῖκες. Ὁ Θεὸς μᾶς δίνει δύναμι. Ἡμέρα καὶ νύκτα παρακαλοῦμε νὰ σὲ φυλάγῃ καὶ νὰ δώσῃ νὰ νικήσετε τοὺς Ἰταλούς...

Ἡ σαλπιγγούλα τοῦ ταχυδρόμου ἀκούσθηκε τώρα πιὸ κοντά, ὅταν τὸ γράμμα τῆς Μόσχως ἦταν ἕτοιμο. Ὁ Γιάννης Δήμου ἔγραψε τὴ σύστασι καὶ ἑτοιμαζόταν νὰ τὸ κλείσῃ. Ἀλλ’ ἡ Μόσχω ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἐφάνηκε, ὅτι κάτι ἐξέχασε καὶ ἤθελε νὰ τὸ προσθέσῃ. Ἔβγαλε μὲ προσοχὴ ἕνα κλῶνο βασιλικὸ ἀπὸ τὴν τσέπη της, ἔκοψε δύο φύλλα του καὶ τὰ ἔδωσε στὸ γραμματικὸ λέγοντας:
- Βάλε καὶ αὐτὰ μέσα στὸ γράμμα καὶ γράψε τοῦ Κώστα μου: Σοῦ στέλνω καὶ δύο φύλλα βασιλικὸ νὰ μυρίζεσαι, γιὰ νὰ θυμᾶσαι τὸ σπι- τάκι μας.
Τὸ πρόσωπο τῆς Μόσχως ἦταν τώρα κόκκινο ἀπὸ ἐντροπή, ἀλλὰ χαρούμενο. Ἡ ἀγράμματη ἔστελνε τὴν ἰδιόχειρη ὑπογραφή της στὸν ἄνδρα της.

Ὁ κὺρ Βασίλης, ὅταν ἔφθασε στὸ σπίτι τοῦ Δήμου, ἐκαλημέρισε ὅλους καὶ ὅλες. Ἄνοιξε τὴ σάκκα του, ἐμοίρασε τὰ γράμματα τῆς γειτονιᾶς σὲ γέρους καὶ γυναῖκες, ποὺ ἐπερίμεναν, καὶ ἐπῆρε ὅσα τοῦ παρέδωσαν. Καλοδεξίματα καὶ κατευόδια συνώδευαν κάθε ἐπιστολὴ ἀπὸ τόσα στό- ματα καὶ τόσες ψυχές.
Ἄλλαξε δύο θερμὰ λόγια μὲ τὸ Γιάννη Δήμου, τὸ μικρὸ συνεργάτη στὸ μεγάλο ἔργο των, ἐξαναχαιρέτησε μὲ τὴν καρδιά του καὶ ἐσυνέχισε τὸ δρόμο του.
Ἄρχισε τότε ὁ μικρὸς γραμματικὸς νὰ διαβάζῃ ἕνα - ἕνα τὰ γράμματα. Οἱ χωριανοί του δὲν εἶχαν μεταξύ των μυστικά. Ἴδιες εἶχαν τὶς σκέψεις, ἴδιες καὶ ἀπαράλλακτες εἶχαν τὶς χαρὲς καὶ τὶς λαχτάρες.
Ὅταν ἔφθανε σὲ κάθε γράμμα στὴ συνηθισμένη φράσι: « Πὲς χαιρετίσματα σὲ ὅλους, τὸν μπαρμπα - Γιώτη, τὴ θειὰ - Βασιλική, τὴν Ντίνα... τόν... τήν... τήν... », τὰ δάκρυα ἐπλημμύριζαν τὰ μάτια ὅλων ἐκείνων, ποὺ ἄκουαν τὸ ὄνομά των. Ἔκλαιαν παραπονεμένοι καὶ ὅσοι δὲν ἄκουαν. Ἔκλαιαν ἀκόμη ἀπὸ χαρὰ καὶ ἐκεῖνοι, ποὺ ἐλάβαιναν τὴν πολύτιμη ἐπιστολή.

taxidromos

Τὸ γράμμα τοῦ Γιάννη
Σωστοὺς 6 μῆνες ὁ Γιάννης Δήμου σκυμμένος ἐπάνω στὸ μικρὸ τραπέζι γράφει καὶ διαβάζει γράμματα. Τὸ σχολεῖο τοῦ χωριοῦ δὲν ἐλειτούργησε, ὅπως ὅλα τὰ σχολεῖα τοῦ Κράτους. Αὐτὸς ὅμως δὲν ἔμεινε ἀργός. Στέλνει καημοὺς καὶ χαρές, διαβάζει λαχτάρες καὶ πόθους.
Στοὺς 6 μῆνες ἐτελείωσε ὁ πόλεμος˙ τὰ παλληκάρια ἐγύρισαν στὸ χωριό. Τὰ σπίτια ἄνοιξαν, ἀλλὰ ἔλειπαν οἱ χαρές. Ὁ βραχνᾶς τῶν κατακτητῶν ἐβάραινε τὰ στήθη τῶν Ἑλλήνων.
Ἦρθε ὅμως κάποτε ἡ εὐλογημένη ἐλευθερία καὶ τὸ χωριὸ ἀνέπνευσε, ὅπως ὅλη ἡ ῾Ελλάς. Μαζί της ἄνοιξαν καὶ οἱ θύρες τῆς Ἀμερικῆς καὶ ἄρχισαν νὰ ἔρχωνται τὰ πρῶτα μηνύματα ἀπὸ τοὺς ξενιτεμένους. Καὶ τὰ γράμματα ἀκολούθησαν δέματα καὶ δολλάρια.

Οἱ γυμνοὶ ἐντύθηκαν καὶ οἱ ξυπόλυτοι ἐποδέθηκαν. Κι ὁ Γιάννης Δήμου, ἔφηβος πιά, γράφει κάθε ἡμέρα γιὰ ὅσους δὲν ξέρουν γράμματα. Εἶχε ἀναγνωρισθῆ ὡς ἐπίσημος γραμματικὸς τοῦ χωριοῦ.
Ἕνα πρωῒ παρέδωσε στὸν κὺρ Βασίλη καὶ ἕνα δικό του γράμμα γιὰ τὸ θεῖό του, ποὺ ἔμενε στὴν Καλιφόρνια. Τί ἔγραφε; Τί τάχα νὰ ἐγύρευε; Κανένας δὲν ἤξερε τὸ μυστικό του.

Τρεῖς μῆνες ἀργότερα ὁ κὺρ Βασίλης ἔπαιρνε ἕνα δέμα ἀπὸ τὴν Ἀμερική,. Ἐπαραξενεύθηκε˙ δὲν εἶχε κανένα ἐκεῖ, οὔτε συγγενῆ οὔτε φίλο. Ποιός λοιπὸν τὸν ἐθυμήθηκε; Δὲν εἶναι δικό μου τὸ δέμα, ἐσκέφθηκε. Θὰ εἶναι γιὰ κάποιον ἄλλον, ἴσως γιὰ κανένα ἀγράμματο, καὶ τὸ ἔστειλαν γιὰ ἀσφάλεια σὲ μένα νὰ τὸ δώσω.
Τὸ ἄνοιξε μὲ προσοχή. ᾽Επάνω - ἐπάνω ἦταν μία ἐπιστολὴ σὲ ἀνοικτὸ φάκελο. Ἔβαλε τὰ γυαλιά του καὶ ἐδιάβασε:

Ἀγαπητέ μας κὺρ Βασίλη,
Ὁ Γιάννης Δήμου μᾶς ἔγραψε γιὰ σένα καὶ ἐμάθαμε πόσα κρύα καὶ βροχὲς καὶ βάσανα ἐπέρασες καὶ περνᾷς, γιὰ νὰ πηγαίνης τακτικὰ τὰ γράμματα στὸ χωριό μας, τὰ ἀγαπημένα μας Λουσικά. Σοῦ στέλνομε λοιπὸν ὅλοι οἱ χωριανοί, ὅσοι εἴμαστε ἐδῶ, τὸ μικρὸ αὐτὸ δῶρο, γιὰ νὰ θυμᾶσαι καὶ μᾶς τοὺς Λουσικιῶτες, ποὺ ἀγαποῦμε τὸν καλὸ κὺρ Βασίλη... Μὲ τὸ ἄλλο ταχυδρομεῖο θὰ σοῦ στείλωμε καὶ ἕνα δέμα γιὰ τὴν οἰκογένειά σου...
Ὁ πρόεδρος τοῦ συλλόγου...
Ὁ κὺρ Βασίλης τὰ ἔχασε! Ἔκαμε τὸ σταυρό του καὶ εἶπε μόνο:
- Ἄ, τὸ καλὸ παιδί! Ἄ, τοὺς καλοὺς Λουσικιῶτες!

Τὴν ἄλλη ἡμέρα ἐπέρασε ὁ κὺρ Βασίλης καὶ ἀπὸ τὰ Λουσικὰ γιὰ τὴ συνηθισμένη διανομὴ τῶν ἐπιστολῶν˙ ἀλλὰ ἦταν ἀγνώριστος, σωστὸς Ἀμερικανὸς ἀπὸ τὸ κεφάλι ἕως τὰ πόδια, μὲ τὴν ὁλοκαίνουργη φορεσιὰ καὶ τὰ ὑψηλὰ ὑποδήματα. Ὁ ταχυδρόμος ὅμως ἐκαμάρωνε περισσότερο τὴ δερμάτινη σάκκα του μὲ τὰ 4 διαμερισματάκια, τὸ καινούργιο ὄργανο τῆς ὑψηλῆς ἀποστολῆς του.
Ὅταν ἔφθασε στὸ σπίτι τοῦ Δήμου, ἀγκάλιασε τὸ Γιάννη καὶ τὸν ἐφίλησε δακρυσμένος λέγοντας:
- Παιδί μου, ἐσὺ ἐσκέφθηκες καὶ μένα τὸ γερο - κουρελή. Ὁ Θεὸς νὰ δώσῃ νὰ προκόψῃς˙ ἔχεις μεγάλη καρδιά!
Ὁ Γιάννης δὲν εἶπε τίποτε˙ ἀλλὰ στὰ μάτια του ἐκύλισαν θερμὰ δά- κρυα ἀπὸ χαρά.
Κι ὅταν ἐρωτοῦσαν τὸν κὺρ Βασίλη, ἐκεῖ ποὺ ἐμοίραζε τὰ γράμματα σὲ ἄλλα χωριά, ποῦ ηὗρε τὴν ὡραία φορεσιά, ἀπαντοῦσε μὲ χαμόγελο:
- Ἀμή, τί νομίζετε! Ἔχω καὶ ἐγὼ θεῖο, ὄχι ὅμως στὴν Ἀμερική, ἀλλὰ ἐδῶ. Εἶναι ὁ μικρὸς καὶ καλόκαρδος φίλος μου Γιάννης Δήμου ἀπὸ τὰ Λουσικά, ὁ γραμματικὸς τοῦ χωριοῦ!

Πηγή  : Αναγνωστικό Ε' Δημοτικού 1955