Σάββατο βράδυ. Στὴν πλατεῖα τὰ λεωφορεῖα φεύγουν στοιβαγμένα ἀπὸ κόσμο. Ὅποιος προφτάση νὰ μπῆ! Οἱ
ἄλλοι περιμένουν νὰ φτάση νέο λεωφορεῖο. Καὶ πάλι τὰ ἴδια. Σπρωξίματα, τσαλαπατήματα, φωνές, σκοτωμός. Καὶ τὰ λεωφορεῖα ἔρχονται καὶ φεύγουν τὸ ἕνα ὕστερ’ ἀπὸ τὸ ἄλλο κάθε δύο, κάθε τρία λεπτά. Καὶ πάντα ἕνα πλῆθος ἀνήσυχο, ποὺ περιμένει καὶ ποὺ δὲ φαίνεται νὰ λιγοστεύη. Εἶναι τάχα οἱ ἄνθρωποι, ποὺ ἔμειναν ἔξω ἀπὸ τὰ λεωφορεῖα, ποὺ ἔφυγαν, ἢ εἶναι ἄλλοι, ποὺ ἦρθαν κατόπι, χωρὶς νὰ τοὺς νιώση κανένας καὶ πῆραν τὴ θέση τους στὸ πεζοδρόμιο, ἢ εἶναι κι αὐτοὶ κι ἐκεῖνοι; Δὲν ξέρει τί νὰ ὑποθέση κανένας. Ὅ,τι καὶ νὰ εἶναι, τὸ πλῆθος δὲ λιγοστεύει. Νομίζει κανένας, πὼς ἡ γῆ γεννᾶ ἀνθρώπους.
Ὁ γεροντάκος ὅμως, ποὺ στέκεται παράμερα κάπου, φαίνεται πὼς εἶναι ὁ ἴδιος, ποὺ ἦταν ἐκεῖ καὶ μισὴ ὥρα
πρωτύτερα. Χωρὶς ἄλλο εἶναι ὁ ἴδιος. Τὰ λεωφορεῖα περνοῦν καὶ φεύγουν ἀπὸ μπροστά του. Αὐτὸς μένει. Μιὰ στιγμὴ ἀκούεται νὰ λέη ἀναστενάζοντας.
-Ὅπως πηγαίνουν τὰ πράματα, οὔτε αὔριο τὸ πρωὶ δὲ θὰ τὰ καταφέρω νὰ φύγω ἐγώ!
Ἕνα παχουλὸ παιδάκι μὲ κοντὰ πανταλονάκια καὶ μὲ σάκα σχολείου κρεμασμένη στὴν πλάτη ἀκούει τὸ γέρο καὶ χαμογελάει πονηρά. Θὰ γελᾶ χωρὶς ἄλλο μὲ τὴν ἀδυναμία του. Ὁ πιτσιρίκος αὐτὸς δὲ θὰ περιμένη βέβαια πολύ, σὰν τὸ γέρο. Μ’ ἓνα πήδημα θὰ βρεθῆ ἐπάνω στὸ λεωφορεῖο. Καὶ δὲν ἀργεῖ νὰ τὸ δείξη.
Σὲ λίγο φαίνεται ἓνα ἄδειο λεωφορεῖο, ποὺ κατεβαίνει. Μόλις σταμάτησε, ὁ πιτσιρίκος μ’ ἕνα πήδημα βρίσκεται
κιόλα ἐπάνω στὸ σκαλοπάτι, ἁρπαγμένος μὲ τὸ ἕνα χέρι ἀπὸ τὰ σίδερα τῆς τέντας. Μὲ τὸ ἄλλο χέρι ἀνοίγει τὴν
πόρτα, χώνεται πρῶτος μέσα στὸ λεωφορεῖο καί πιάνει μιὰ θέση, ἐνῶ ἀπὸ πίσω του οἱ ἄλλοι, ποὺ σκαρφαλώνουν, τὸν σπρώχνουν, τὸν βρίζουν, τὸν ἀποπαίρνουν.
-Παλιόπαιδο! Πρῶτος καὶ καλύτερος θέλεις νὰ μπῆς. Ντροπή σου!
-Δὲν μποροῦσε, βλέπεις, νὰ σοῦ λείψη καὶ τὸ κάθισμα κακομαθημένο παιδί. Ἔπρεπε νὰ καθίσης!
-Αὐτὴ τὴν ἀνατροφὴ σοῦ ἔδωσαν οἱ γονεῖς σου κι οἱ δάσκαλοί σου; Κι εἶσαι καὶ μαθητὴς τοῦ σχολείου! Δὲν
ντρέπεσαι!
Ὁ πιτσιρίκος ἀκούει τὶς βρισιὲς καὶ χαμογελᾶ στρογγυλοκαθισμένος στὴ θέση του.
-Εἴδατ’ ἐκεῖ τὸ ἀναίσθητο πλάσμα! Φωνάζει μιὰ κυρία ἀπέξω. Χαμογελάει κιόλας γιὰ τὸ κατόρθωμά του. Ξύλο
ποὺ τοῦ χρειάζεται!
Ἔξαφνα ὁ πιτσιρίκος σκύβει ἀπὸ τὸ παράθυρο καὶ φωνάζει κουνώντας τὸ χέρι του πρὸς τὸ μέρος ποὺ περιμένει ἀκόμα ὁ γέρος.-Παππού, ἔ, παππού! ῎Εμπα μέσα. Ἔχει θέση γιὰ σένα. Ὁ γέρος προχωρεῖ πρὸς τὸ λεωφορεῖο. Ἕνας ἐπιβάτης λέει στὸ παιδί,
-Δὲν ντρέπεσαι νὰ κοροϊδεύης τὸ γέρο; ποῦ εἶναι ἡ θέση; τὰ ἀστεῖα σοῦ ἔλειπαν, κακοαναθρεμμένε!
Ὁ εἰσπράχτορας κλείνει τὴν πόρτα μπροστὰ στὸ γέρο.
-Δὲν ἔχει ἄλλη θέση, μπάρμπα. Τὸ παλιόπαιδο ἀκοῦς; Ὁ μικρὸς σηκώνεται τότε ὄρθιος καὶ τοῦ φωνάζει:
-Ἔχει θέση, κύριε εἰσπράχτορα. Θὰ τοῦ δώσω τὴ δική μου. Γιὰ νὰ πιάσω θέση τοῦ παπποῦ..
Σὲ δυὸ λεπτὰ ὁ γέρος εἶναι καθισμένος στὴ θέση τοῦ μικροῦ κι ὁ μικρὸς μ’ ἕνα πήδημα πάλι βρίσκεται ἔξω, ἐνῶ
ὁ γέρος τοῦ φωνάζει ἀπὸ πίσω μὲ τὴν τρεμουλιαστὴ φωνή του:
-Τὴν εὐχή μου νάχης, παιδί μου! Νὰ σὲ χαίρωνται οἱ γονεῖς σου.
Ὁ κόσμος γυρίζει καὶ κοιτάζει τὸ παιδὶ ποὺ φεύγει. Ἕνας δημοσιογράφος κάνει νὰ τὸ σταματήση.
-Ἔλα δῶ, παιδί μου! Τοῦ λέει μὲ καλοσύνη. Ποιανοῦ εἷσαι;
πῶς σὲ λένε; Μὰ ὁ πιτσιρίκος προχωρεῖ βιαστικά, χωρὶς νὰ πῆ τ’ ὄνομά του καὶ χάνεται μέσα στὸ πλῆθος.
Πηγή : Αναγνωστικό Δ' Δημοτικού 1946